Σπάνιο εύρημα χαρακτηρίζονται από τους αρχαιολόγους τα προϊστορικά όπλα που βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Βουλοκαλύβας, στην περιοχή της αρχαίας Άλου και χρονολογούνται στα τέλη της Μέσης Εποχής του Χαλκού και κυρίως στις αρχές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, τον 16ο-15ο αιώνα π.Χ.
Τα συγκεκριμένα ευρήματα είναι εξαιρετικά σημαντικά, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα τα παραδείγματα τάφων με χάλκινα όπλα στην περιοχή της Θεσσαλίας, παρότι τη συγκεκριμένη περίοδο υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ταφών με ανάλογα κτερίσματα από τον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο, γνωστοί και ως «τάφοι πολεμιστών».
Ο συγκεκριμένος τάφος, ο οποίος ήταν πλούσια κτερισμένος, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ταφικό σύνολο και βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τους υπόλοιπους, γεγονός που μαρτυρά υψηλότερο κοινωνικό στάτους, σε σχέση με τους υπόλοιπους νεκρούς.
Τα παραπάνω ευρήματα παρουσιάστηκαν, σημειωτέον, στο πλαίσιο του 4ου Αρχαιολογικού Έργου Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας από τους αρχαιολόγους Φωτεινή Τσιούκα και Δημήτρη Αγνουσιώτη, οι οποίοι παρουσίασαν παράλληλα πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασαν οι δύο αρχαιολόγοι, ο συγκεκριμένος τάφος περιείχε τρεις ταφές, στις οποίες αποδίδονται ως κτερίσματα τέσσερα χάλκινα όπλα. Δύο ξιφίδια, ένα μαχαίρι κι ένα μαχαιρίδιο. Το ένα μαχαίρι, ειδικότερα, βρέθηκε λυγισμένο και σπασμένο σε δύο τμήματα, γεγονός που μαρτυρά κάποιο ιδιαίτερο ταφικό έθιμο ενδεχομένως.
«Η ύπαρξη των χάλκινων όπλων σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό αγγείων που περιείχε ο συγκεκριμένος τάφος, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και το μοναδικό διακοσμημένο αγγείο της συγκεκριμένης περιόδου, όπως και η εύρεση τμήματος κτιστής κατασκευής ακριβώς δίπλα, που ίσως ερμηνεύεται ως πιθανή απόπειρα οριοθέτησής του, τοποθετούν το συγκεκριμένο τάφο σε εξέχουσα θέση μέσα στο νεκροταφείο», επισημαίνουν οι δύο αρχαιολόγοι.
Τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία που έχουν προκύψει, ήρθαν στο φως στο πλαίσιο της σωστικής ανασκαφής που πραγματοποιήθηκε από την ΙΓ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στη θέση «Βουλοκαλύβα», στην περιοχή βόρεια της αρχαίας Άλου, με αφορμή την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου της ΠΑΘΕ.
Οι 141 συνολικά τάφοι που ανασκάφηκαν στη συγκεκριμένη θέση αποτελούν τμήμα ενός εκτεταμένου νεκροταφείου, τα όρια του οποίου δεν έχουν διασαφηνιστεί ακόμη. Από τους συγκεκριμένους τάφους, οι μισοί ήταν σχεδόν ακτέριστοι, ενώ πολλοί από τους κτερισμένους χρονολογήθηκαν στην Πρωτογεωμετρική και στην Ελληνιστική περίοδο.
Η μελέτη των δύο αρχαιολόγων επικεντρώνεται σε 20 τάφους, κιβωτιόσχημους στην πλειοψηφία τους, οι οποίοι περιελάμβαναν ενταφιασμούς νεκρών, ενηλίκων και παιδιών, σε συνεσταλμένη στάση, δηλαδή με τα γόνατα λυγισμένα στο ύψος του στέρνου. Ορισμένοι περιείχαν μία ταφή και κάποιοι άλλοι περισσότερες, γεγονός που μαρτυρά συγγενικούς δεσμούς μεταξύ των νεκρών.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρείται ανακομιδή των οστών, τα οποία τοποθετούνται σε λάκκους εξωτερικά των τάφων. Έντονα είναι επίσης τα στοιχεία που δείχνουν μεταταφικές τελετουργίες, γεγονός που ενισχύεται από την παρουσία αγγείων πόσης εξωτερικά των τάφων, υποδηλώνοντας προσφορές προς τους νεκρούς. Όλοι οι τάφοι περιείχαν, σημειωτέον, κτερίσματα, αγγεία, κοσμήματα, όπλα και αντικείμενα υφαντουργίας, ανοίγοντας ευρύ πεδίο διερεύνησης στους αρχαιολόγους.
Χαρακτηριστικό στοιχείο των παραπάνω τάφων είναι παράλληλα ο μεγάλος αριθμός των χάλκινων κοσμημάτων αλλά και των αγγείων που έχουν βρεθεί. Οι δώδεκα από τους είκοσι τάφους περιείχαν, συγκεκριμένα, κοσμήματα, ενώ οι τρεις παιδικοί τάφοι που βρέθηκαν δεν περιείχαν, αντίστοιχα, αγγεία.
Τα πολυάριθμα χάλκινα κοσμήματα που έχουν βρεθεί περιελάμβαναν κατά κύριο λόγο ενώτια (σκουλαρίκια), σφηκωτήρες, ειδικά ελάσματα που τοποθετούνταν ως διακοσμητικά στα μαλλιά, καθώς και περιδέραια. Εντύπωση προκάλεσε μάλιστα στους αρχαιολόγους η ανακάλυψη τάφου, ο οποίος περιείχε τα σκελετικά κατάλοιπα ενηλίκου, κτερισμένου με δώδεκα σκουλαρίκια και ένα περιδέραιο από χάλκινες και γυάλινες χάνδρες.
Άξια ιδιαίτερης αναφοράς είναι, εξάλλου, η μπλε γυάλινη χάνδρα που βρέθηκε σε τάφο και σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης έχει ως τόπο προέλευσης τη Μεσοποταμία, σε μια περίοδο κατά την οποία το γυαλί που υπάρχει στον Ελλαδικό χώρο προέρχεται κυρίως από την Αίγυπτο.
Σε ό,τι αφορά στα πολυάριθμα, όπως προαναφέρθηκε, αγγεία, που έχουν βρεθεί, σαράντα περίπου στο σύνολό τους, είναι ως επί το πλείστον χειροποίητα, δημιουργίες, πιθανότατα, τοπικού εργαστηρίου. Υπάρχουν παράλληλα και ορισμένα διακοσμημένα (δεν υπάρχουν παραστάσεις, υπάρχουν διακοσμητικά μοτίβα της πρώιμης μυκηναϊκής τεχνοτροπίας), τα οποία είναι πιθανόν εισαγόμενα, ενώ ένα κεραμικό αλάβαστρο εξαιρετικής αισθητικής, το οποίο περιείχε πιθανότατα αρώματα και έλαια, κοσμεί τις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου.
Μέρος του υλικού που έχει βρεθεί έχει συντηρηθεί, ενώ στόχος των αρχαιολόγων είναι η διεξαγωγή οστεολογικών εξετάσεων προκειμένου να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για το φύλο και την ηλικία των νεκρών.
Τα δεδομένα που έχουν προκύψει προσθέτουν σημαντικές πληροφορίες στο παζλ της αρχαιολογικής γνώσης και είναι άξια αναφοράς η επισήμανση ότι η θέση του νεκροταφείου της Βουλοκαλύβας εκτός οικισμού, στην πλαγιά ενός βραχώδους υψώματος, υποδηλώνει μια έκφραση ελέγχου του χώρου μέσω της ταφικής οριοθέτησης. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι δημιουργείται ένας τελετουργικός χώρος, όπου το πλήθος των κτερισμάτων υποδηλώνει μια μορφή κοινωνικού ανταγωνισμού κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ο μεγάλος αριθμός μεταλλικών αντικειμένων στο νεκροταφείο της Βουλοκαλύβας υποδηλώνει την παρουσία κοινωνικών ομάδων οι οποίες όχι μόνο τα είχαν στην κατοχή τους, αλλά συμμετείχαν παράλληλα σε διαδικασίες προμήθειας πρώτων υλών, παραγωγής, εμπορίου, και ανακατανομής πολύτιμων αντικειμένων, στοιχεία που δείχνουν προσπάθεια ενδυνάμωσης του κοινωνικού τους ρόλου.
Τα επιμέρους χαρακτηριστικά των τάφων απηχούν αναμφίβολα τον τρόπο με τον οποίο ήταν δομημένη η κοινωνία στη συγκεκριμένη περιοχή, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι η περαιτέρω διερεύνηση του πολύτιμου υλικού που έχει βρεθεί θα δώσει ακόμη σημαντικότερες πληροφορίες για την κοινωνική οργάνωση και τη διαμόρφωσή της, πριν από 3.500 χρόνια. Σύμφωνα μάλιστα με την επισήμανση της κ. Τσιούκα και του κ. Αγνουσιώτη «οι πληροφορίες που αντλούνται από τα ταφικά κατάλοιπα, όπως η χωροθέτηση του νεκροταφείου, η ταφική αρχιτεκτονική, τα ανθρωπολογικά στοιχεία, τα κτερίσματα και οι ταφικές πρακτικές αποτελούν το αποτέλεσμα πράξεων και επιλογών ατόμων και κοινωνικών ομάδων με σκοπό να δημιουργήσουν ή να αναπροσδιορίσουν την ατομική ή την κοινωνική ταυτότητα».