Εκ πρώτης όψεως, ίσως να μην αισθάνεται κανείς έκπληξη όταν μαθαίνει ότι οι αρχαίες Σάρδεις, στη δυτική Μικρά Ασία, πάλαι ποτέ πατρίδα του μυθικά πλούσιου βασιλιά της Λυδίας Κροίσου, αποτέλεσαν στο παρελθόν στόχο άπληστων αρχαιοκαπήλων. Αυτό, ωστόσο, που προκαλεί ανησυχία είναι το γεγονός ότι η λεηλασία έγινε μόλις έναν αιώνα πριν, συγκεκριμένα το 1921-1922, και ενθαρρύνθηκε από επιφανείς Αμερικανούς αρχαιολόγους και επιχειρηματίες, καθώς και από μια θρασύτατη ομάδα (την Εκτελεστική Επιτροπή της Εταιρείας Ανασκαφών στις Σάρδεις – ECSES), όλους αποφασισμένους να εμπλουτίσουν ένα από τα σημαντικότερα μουσεία παγκοσμίως, το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης (Met) στη Νέα Υόρκη. Επιπλέον, οι ενέργειες των λαθρεμπόρων ανακοινώθηκαν δημόσια και υποστηρίχθηκαν μέσα από τις σελίδες των New York Times.
Το ζήτημα της αμφιβόλου ηθικής και νομιμότητας εξαγωγής αρχαιοτήτων προς τη Δύση είναι οικείο στην Ελλάδα, όπου συχνά μνημονεύεται ο Λόρδος Έλγιν για το γεγονός ότι το έσκασε με τα Μάρμαρα του Παρθενώνα και στη συνέχεια τα πούλησε στο Βρετανικό Μουσείο. Ο Έλγιν, όμως, λεηλάτησε την Αθήνα στις αρχές του 19ου αιώνα, μεταξύ 1801 και 1810, ενώ οι Αμερικανοί επιδρομείς των Σάρδεων «δρούσαν σε μια εποχή κατά την οποία θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι συμπεριφορές που σχετίζονται με τη νόμιμη ιδιοκτησία της αρχαιολογικής κληρονομιάς μιας χώρας θα έχουν εξελιχθεί σε κάποιο βαθμό και θα είναι πιο εναρμονισμένες με το πνεύμα της εποχής αλλά και πιο υπεύθυνες. Επιπλέον, μερικοί από τους ιστορικούς θησαυρούς των Σάρδεων μεταφέρθηκαν στη Νέα Υόρκη το Σεπτέμβριο του 1922 πάνω σε πλοίο του ναυτικού των ΗΠΑ, σε άμεση παραβίαση των γνωστών νόμων για τις οθωμανικές-τουρκικές αρχαιότητες, ήδη σε ισχύ από το 1884.
Τελικά, διαπιστώθηκε ότι ο κύριος ένοχος πίσω από αυτή την παράνομη δράση ήταν ένας αδίστακτος Αμερικανός δημόσιος υπάλληλος, ο George Horton, γενικός πρόξενος της Αμερικής στη Σμύρνη, ο οποίος όχι μόνο έστειλε ένα αρχικό φορτίο με 56 κιβώτια γεμάτα αρχαιολογικό υλικό από την Ανατολία, αλλά επίσης αργότερα μετέφερε ο ίδιος μια πολύτιμη συλλογή 30 χρυσών νομισμάτων από τις Σάρδεις στη Νέα Υόρκη, όπου και τα παρέδωσε αυτοπροσώπως στο Met.
Η (κατά τα φαινόμενα μονομερής) απόφαση του Horton να εξάγει το υλικό από τις Σάρδεις υλοποιήθηκε, ωστόσο, στη διάρκεια των εβδομάδων που ακολούθησαν την οθωμανική-τουρκική εισβολή στη Σμύρνη. Ίσως ακόμη και τις ημέρες ανάμεσα στις 13 και 22 Σεπτεμβρίου 1922, όταν η πόλη φλεγόταν και βρισκόταν σε μια κατάσταση τραγικής σύγχυσης, εν μέσω πολέμου. Αν και κατακριτέες, οι μη εξουσιοδοτημένες εξαγωγές του Horton δεν ήταν μεμονωμένα παραδείγματα. Αντίθετα, ήταν ενδεικτικές μιας ευρύτερης τάσης, στο πλαίσιο της οποίας άπληστοι άνθρωποι και ιδρύματα, από την Ευρώπη και την Αμερική, επιδίωξαν να επωφεληθούν από την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, προκειμένου να εμπλουτίσουν ιδιωτικές συλλογές και εθνικά μουσεία. Εξέχουσα θέση μεταξύ αυτών που υποστήριζαν την αφαίρεση ελληνορωμαϊκών και άλλων αρχαιοτήτων από την οθωμανική επικράτεια κατείχαν δύο καθηγητές του Princeton, ο Howard Crosby Butler, πρώτος ανασκαφέας των Σάρδεων, και ο Edward Capps, πρόεδρος της διοικούσας επιτροπής της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα (ΑΣΚΣΑ- ASCSA).
Η συναρπαστική όσο και ανησυχητική ιστορία της ίντριγκας και της συνενοχής που διαπνέουν τη λεηλασία των Σάρδεων στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν το θέμα πρόσφατης διάλεξης του αρχαιολόγου-αρχιτέκτονα Fikret Yegul, μέλους της ανασκαφικής ομάδας του Πανεπιστημίου του Οχάιο στα Ίσθμια, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα.
Σε ένα άρθρο του 2010, ο Yegul σημειώνει τη σαφή δήλωση προθέσεων που διατυπώθηκε τον Ιανουάριο του 1922 από τον Lloyd Warren, γραμματέα της ECSES, ο οποίος [σε κείμενο του] πίεζε ώστε οι καρποί των μελλοντικών ανασκαφών στις Σάρδεις να μεταφερθούν στην Αμερική. Ο Yegul παρατηρεί ότι το ύφος των δηλώσεων «μπορεί να είναι δυσάρεστο για τις σύγχρονες ευαισθησίες μας, αλλά για το πλήθος των επιχειρηματιών και των μουσείων στο οποίο απευθυνόταν ο γραμματέας, αυτό ήταν το πλέον πολιτιστικά υπεύθυνο και πατριωτικό πράγμα που έπρεπε να γίνει».
Το ερώτημα που φαίνεται να βρίσκεται στον πυρήνα της λεηλασίας των αρχαιολογικών χώρων της Ανατολίας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, σύμφωνα με τον Yegul, είναι αν η καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε κάποιο δικαίωμα πάνω στην πλούσια πολιτιστική κληρονομιά που βρισκόταν μέσα στα όριά της. «Το να αποδώσει κανείς στους οπαδούς του Μωάμεθ», γράφει ο Yegul, «τον ρόλο των υπερασπιστών του πολιτισμού των κλασικών χρόνων –ενός πολιτισμού τον οποίο όλα τα ευρωπαϊκά κράτη-έθνη διεκδικούσαν ως δικό τους, με παρόμοιες φωνές να προέρχονται από την άλλη άκρη του Ατλαντικού– ήταν αδιανόητο». Πράγματι, η «εξωτική» ανατολική αυτοκρατορία των Οθωμανών «θεωρούνταν αυθαίρετη και βάρβαρη δύναμη, ιδίως όσον αφορά την κυριαρχία πάνω στην ελληνορωμαϊκή κληρονομιά της Δυτικής Ανατολίας και της χριστιανικής Ιερουσαλήμ».
Όσο και αν ακούγονται ευχάριστα οι κομψά διατυπωμένοι ισχυρισμοί του Yegul, οι οποίοι θυμίζουν την αντι-μουσουλμανική στάση που χρονολογείται από την εποχή των μεσαιωνικών σταυροφοριών, όταν οι δυτικές θρησκευτικές ηγεσίες και οι στρατοί των ιπποτών προσπαθούσαν να απελευθερώσουν τους χριστιανικούς «αγίους τόπους» που βρίσκονταν υπό τουρκική ηγεμονία, πρέπει να αναρωτηθεί κανείς μήπως το βασικό κίνητρο πίσω από τη λεηλασία των αρχαιολογικών χώρων της Ανατολίας δεν ήταν άλλο παρά η απληστία. (Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τις ίδιες τις Σταυροφορίες.) Οι επιδρομείς των Σάρδεων, όπως και ο Έλγιν και άλλοι πριν από αυτούς, μπορεί απλώς να εκμεταλλεύτηκαν τη χαλαρότητα των Οθωμανών, τη συστημική διαφθορά ή τις τρέχουσες πολιτικές ταραχές ως μια ευκαιρία για να επωφεληθούν οι ίδιοι, οι εργοδότες τους ή τα αγαπημένα τους μουσεία.
Ο αναθεωρημένος οθωμανικός νόμος περί αρχαιοτήτων του 1884, βάσει του οποίου απαγορευόταν η έξοδος από τη χώρα όλων των πολιτιστικών θησαυρών, ήταν η απάντηση σε μια σειρά από αδικήματα που είχαν διαπραχθεί στο παρελθόν σε μεγάλη κλίμακα, σε ολόκληρη τη δυτική Μικρά Ασία. Ήδη από το 1841, ο Άγγλος περιηγητής Charles Fellows είχε στείλει έναν ολόκληρο κλασικό ναό-τάφο, το Μνημείο των Νηρηίδων, από την πόλη Ξάνθο (στα νοτιοδυτικά) στο Βρετανικό Μουσείο. Ο Βρετανός Charles Newton λεηλάτησε τα διακοσμητικά γλυπτά του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού, του 4ου αιώνα π.Χ. για το ίδιο μουσείο στη δεκαετία του 1850. Λίγο αργότερα, το 1863, ο John Wood, ένας Άγγλος μηχανικός, αφαίρεσε ό,τι μπόρεσε να βρει από το ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Στη συνέχεια, το 1870, ο Carl Humann μετέφερε στο Βερολίνο τα ογκώδη, περίτεχνα κατάλοιπα του ελληνιστικού βωμού του Διός στην Πέργαμο.
Η ψήφιση του νόμου περί αρχαιοτήτων το 1884 θεωρήθηκε ως ενοχλητική εξέλιξη από τους ξένους ανασκαφείς και συλλέκτες, αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε από το να συνεχίσουν να εξάγουν τα αρχαιολογικά ευρήματά τους. Βρήκαν απλώς τρόπους να παρακάμψουν το νόμο, ακόμα και –όπως ο David Hogarth στην Πριήνη το 1905– δείχνοντας έκπληκτοι για το γεγονός ότι οι νέοι κανονισμοί ίσχυαν και για αυτούς. Οι εξαγωγές συνεχίστηκαν με τον Theodor Wiegand, διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Κωνσταντινούπολη, να αφαιρεί ολόκληρη την Πύλη της Αγοράς της Μιλήτου το 1908. Οι Αυστριακοί, επίσης, με επικεφαλής τον Otto Bendorf, κατά τα έτη 1896-1906 έστειλαν στη Βιέννη σχεδόν όλα όσα είχαν φέρει στο φως στην Έφεσο.
Το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 σταμάτησε απότομα τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ανατολία, συμπεριλαμβανομένης της αποστολής του Butler στις Σάρδεις, που διένυε την πέμπτη της περίοδο και η οποία είχε ήδη αποκαλύψει πάνω από 1.000 λυδικούς τάφους. Μετά το 1918, όμως, οι ανασκαφές ξανάρχισαν σταδιακά, όπως και οι παράνομες εξαγωγές. Στην αρχαία Κολοφώνα, νότια της Σμύρνης, μια κοινή ανασκαφή από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών της Αθήνας ξεκίνησε το 1922, σύμφωνα με τον Yegul, για να εμπλουτίσει το Fogg Art Museum του Χάρβαρντ. Οι ανασκαφές επαναλήφθηκαν στις Σάρδεις, στις 3 Μαρτίου έως τις 8 Ιουλίου. Αυτή η ανασκαφική περίοδος είναι πλέον διάσημη, δεδομένου ότι το φθινόπωρο του ίδιου έτους 56 κιβώτια γεμάτα με αρχαιότητες, που έφταναν για να γεμίσουν τρία βαγόνια, στάλθηκαν στις ΗΠΑ.
Όταν έμαθαν για τη λαθραία μεταφορά, οι πολιτιστικές αρχές της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Τουρκίας ανέστειλαν αμέσως τις άδειες ανασκαφής των Αμερικανών για τις Σάρδεις και για όλες τις άλλες περιοχές της Ανατολίας. Μια διπλωματική διευθέτηση επιτεύχθηκε τελικά όταν 53 από τα αρχικά κιβώτια –συμπεριλαμβανομένων των 30 χρυσών νομισμάτων και 122 ασημένιων νομισμάτων– απεστάλησαν πίσω στην Τουρκία το 1924, όπου ελέγχθηκαν και μοιράστηκαν. Τελικά, 12 κιβώτια που περιείχαν διάφορα αντικείμενα και τέσσερα χρυσά νομίσματα στάλθηκαν στη Νέα Υόρκη έως το τέλος του Αυγούστου του 1925 – «δώρο» από την Τουρκία
Ο πρώτος ανασκαφέας των Σάρδεων, Butler, δεν πρόλαβε να δει τις διεθνείς αψιμαχίες που ακολούθησαν τις ανακαλύψεις σχετικά με όσα συνέβησαν το 1922. Πέθανε στο Παρίσι στις 13 Ιουλίου 1922, ενώ επέστρεφε από τη Μικρά Ασία. Και μαζί του φαίνεται πως έφτασε στο τέλος της μια εποχή κατά την οποία οι αρχαιότητες της Ανατολίας χρησιμοποιούνταν, σε τακτική βάση, τόσο από τους Τούρκους όσο και από τους ξένους, ως νόμισμα με το οποίο μπορούσε κανείς να αγοράσει φήμη, επαγγελματική επιτυχία και πολιτική εύνοια. Οι τουρκικές Αρχές Αρχαιοτήτων έσπευσαν να αναπληρώσουν όλους αυτούς τους αιώνες οθωμανικής παραμέλησης της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, ιδρύοντας επτά νέα αρχαιολογικά μουσεία μεταξύ 1923 και 1926. Η αυστηρά επιστημονική έρευνα των Σάρδεων, η οποία άρχισε εκ νέου το 1958 υπό την καθοδήγηση των καθηγητών George Hanfmann του Harvard και A. Henry Detweiler του Cornell, συνεχίζει μέχρι σήμερα να ρίχνει φως στη θαυμαστή ιστορία της επηρεασμένης από τον ελληνικό πολιτισμό δυτικής Ανατολίας και της χρυσής πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας του βασιλιά της Λυδίας Κροίσου.