Πολλοί θα τους ζηλεύουν. Άλλοι τόσοι θα τρομάζουν. Όχι μόνο από τον όγκο της δουλειάς που αντιμετωπίζουν αλλά και από τη φύση της, αφού ασχολούνται με τα σπήλαια, μικρά και μεγάλα, και τα μυστικά που κρύβουν. Είναι οι επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, που στελεχώνουν την εν πολλοίς άγνωστη Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Βόρειας Ελλάδας.
Σίγουρα δεν πρέπει να πάσχουν από κλειστοφοβία οι αρχαιολόγοι, μηχανικοί και τεχνικοί που υπηρετούν στην Εφορεία, αφού η δουλειά τούς υποχρεώνει να περνούν πολλές ώρες στις σπηλιές. Και δεν είναι και λίγες.
«Έχουμε καταγράψει πάνω από 700 στην περιοχή ευθύνης μας, έχουμε πληροφορίες για άλλα 2.000 σπήλαια και υπολογίζουμε πως υπάρχουν πολλά περισσότερα», λέει ο Ανδρέας Ντάρλας, προϊστάμενος της υπηρεσίας που υπάγεται στο υπουργείο Πολιτισμού.
Πολλαπλές και οι υποχρεώσεις τους, αφού κάθε σπήλαιο είναι ένα κλειστό οικοσύστημα, έχει γεωλογικό ενδιαφέρον και συχνά γίνεται σημείο που κινεί το ενδιαφέρον όχι μόνο τουριστών αλλά και όσων ελπίζουν ότι στα βάθη μιας σπηλιάς τούς περιμένουν αμύθητα πλούτη.
Συμφωνεί ο κ. Ντάρλας: «Τα σπήλαια είναι διττά μνημεία. Και της φύσης και του πολιτισμού, καθώς και ευαίσθητα οικολογικά συστήματα που στέγασαν και στεγάζουν ώς τις μέρες μας δραστηριότητες του ανθρώπου. Και δεν εννοώ μόνο τα μεγάλα αλλά και τα μικρά των 5-10 μέτρων. Οι άνθρωποι ανέκαθεν επωφελούνταν από την ύπαρξή τους για πληθώρα χρήσεων».
Άρα το καθένα μπορεί να «αφηγηθεί» και μία ιστορία για όσους μπήκαν μέσα τους και τα χρησιμοποίησαν. Όμως αυτό άργησε να το αντιληφθεί το επίσημο κράτος και για χρόνια είχαν αφεθεί στην καλή διάθεση των σπηλαιολόγων που τα ερευνούσαν — ή στην όχι ιδιαίτερα καλή ορισμένων άλλων.
«Γίνονται στόχος αρχαιοκαπήλων ή χρυσοθήρων και πώς να τους ελέγξεις; Βρίσκουν απίστευτες μεθόδους, για να σκάψουν. Πιστεύουν ότι μία ρωγμή στο βράχο μπορεί να τους οδηγήσει σε σπηλιά και έχει τύχει να δούμε τούνελ μήκους 20 μέτρων οριζόντια και άλλων 20 κάθετα».
Η πρώτη φορά που τα σπήλαια γίνονται αντικείμενο ενδιαφέροντος από την επίσημη πολιτεία είναι το 1977-1978. Τότε ιδρύεται η πρώτη εφορεία για τα σπήλαια όλης της χώρας. Το 2003 διαχωρίζεται σε Νότιας και Βόρειας Ελλάδας με έδρα αντίστοιχα την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αν και στεγάζεται κάπου στον Πλαταμώνα. Το 2004 τελικά εγκαθίσταται σε νέα γραφεία στη Θεσσαλονίκη και αρχίζει η στελέχωσή της, η οποία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Αυτό παρότι ο χώρος που εποπτεύει είναι τεράστιος και περιλαμβάνει την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη, καθώς και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου μέχρι και την Ικαρία! Άρα δικαιολογημένα αναρωτιέται ο κ. Ντάρλας «πού να πρωτοπάς».
Σπήλαια που μόλις ανακαλύπτονται στη διάρκεια εργασιών, όπως συμβαίνει στα λατομεία. Άλλα που είναι γνωστά και τα έχουν αξιοποιήσει —με ή χωρίς εισαγωγικά η λέξη— τοπικοί φορείς και άλλα που έχουν ιδιαίτερη σημασία. Ας μην ξεχνάμε ότι στην περιοχή ευθύνης της Εφορείας Βόρειας Ελλάδας περιλαμβάνονται τα σπήλαια του Περάματος στα Γιάννενα, του Δράκου στην Καστοριά, των Πετραλώνων, της Αλιστράτης και της Μαρώνειας, που το συνοδεύει ο μύθος ότι ήταν κατοικία του Κύκλωπα Πολύφημου. Όλα σημαντικά και ορισμένα, όπως των Πετραλώνων, διεθνώς γνωστά.
«Και στην Αλιστράτη είχαμε σημαντικά ευρήματα, αλλά έγινε γνωστό για το φυσικό κάλλος του. Όμως ιστορική σημασία έχει και το γνωστό σπήλαιο του Ζαχαριάδη στις Πρέσπες, που είχε χρησιμοποιηθεί ως νοσοκομείο στη διάρκεια του εμφυλίου».
Όμως το σπήλαιο των Πετραλώνων είναι ίσως περισσότερο γνωστό για τους μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της Ανθρωπολογικής Εταιρείας, στην οποία είχε παραχωρηθεί από τον ΕΟΤ, τον πρώτο φορέα που είχε ενδιαφερθεί για τα σπήλαια της Ελλάδας.
«Οι δικαστικοί αγώνες, για να αποδοθεί από την Εταιρεία στο ελληνικό δημόσιο, άρχισαν το 1983 και ολοκληρώθηκαν το 2011 και τώρα πλέον ελέγχεται από το υπουργείο Πολιτισμού», αναφέρει ο κ. Ντάρλας, που μαζί με τους συνεργάτες του πρέπει να λύσει τα πολλά προβλήματα που εντοπίστηκαν στο εσωτερικό του σπηλαίου των Πετραλώνων.
«Χρειάζεται συντήρηση, γιατί ήταν παραμελημένο, όπως και το μουσείο. Πρέπει όλα τα αρχαία που βρέθηκαν να καταλογραφηθούν και να συντηρηθούν επιστημονικά. Έγινε ήδη μία μελέτη για το φωτισμό του, κάναμε μία αρχιτεκτονική μελέτη για το εσωτερικό του, απ’ όπου πρέπει να αντικατασταθούν τα κιγκλιδώματα, να αποκατασταθεί ο διάδρομος, ενώ έγινε και νέα μουσειολογική μελέτη για το μουσείο».
Όμως όλα αυτά απαιτούν κεφάλαια και είναι δύσκολο να βρεθούν στις μέρες μας. Όπως δύσκολο είναι πια να δοθούν χρήματα για τα εκτός έδρας του προσωπικού ή για τα καύσιμα που απαιτούνται για τις μετακινήσεις, ώστε να ελέγχονται σε τακτά διαστήματα τα σπήλαια. Είναι και πολλά και σε δύσβατες συχνά περιοχές. Άρα δικαιολογημένα αναρωτιέται ο κ. Ντάρλας «και πού να πρωτοπάς;».