Πολλές φορές οι επισκέπτες της Κέρκυρας, βολτάροντας στην κεντρική πλατεία, θα κοντοσταθούν μπροστά στην επιβλητική πρόσοψη του Ανακτόρου των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, με τη λιτή μεγαλοπρέπεια της αρχιτεκτονικής του.
Από σήμερα όμως και έως τα τέλη Αυγούστου, έχουν έναν επιπλέον λόγο να μπουν στο εσωτερικό του παλατιού, όπως το λένε οι ντόπιοι: την έκθεση με 93 υδατογραφίες του Έντουαρντ Λίαρ, του «ζωγράφου της Ελλάδας», όπως ο ίδιος είχε εν ζωή προβλέψει πως θα τον χαρακτηρίζουν οι μελλοντικοί μελετητές του. Και δεν έπεσε έξω.
Σήμερα, 200 χρόνια από τη γέννησή του, το 1812, θεωρείται ο παραγωγικότερος και καλύτερος τοπιογράφος της Ελλάδας του 19ου αιώνα. Κατά τον γνωστό ιστορικό Ράνσιμαν, είναι ο μόνος καλλιτέχνης που κατάφερε να συλλάβει την ατμόσφαιρα και το ύφος του ελληνικού τοπίου. «Κατεξοχήν Τοπιογράφο της Ελλάδας του 19ου» τον χαρακτηρίζει και η Φανή-Μαρία Τσιγκάκου, επιμελήτρια του Μουσείου Μπενάκη, μοναδική ειδική στον Λίαρ στη χώρα μας, η οποία έχει καταμετρήσει 3.500 έργα του βικτωριανού καλλιτέχνη, με ελληνικά θέματα. Η κατά διαστήματα παραμονή του Λίαρ στην Κέρκυρα, που αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλο τόπο στην Ελλάδα και αλλού, διήρκεσε συνολικά τέσσερα χρόνια, από το 1848 έως το 1864, οπότε τα Ιόνια νησιά ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα. Το ελληνικό τοπίο τον μάγεψε.
Ταίριαζε στη δύσκολη ψυχοσύνθεσή του, διαμορφωμένη από τα οξύτατα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε (επιληψία, άσθμα, κατάθλιψη). Το απέδωσε λιτά, με οικονομία μέσων και ευαίσθητες χρωματικές αρμονίες. Αλλά και με ακρίβεια στιγμής.
Συχνά σημειώνει πάνω στην υδατογραφία την ώρα της σύλληψης της εικόνας, αλλά κι άλλα σχόλια, μαρτυρίες για την εποχή. Εγγράφει «τη χρωματική πραγματικότητα της στιγμής, όπως την κρυστάλλινη διαύγεια ενός πρωινού στο όρος Παντοκράτορα ή τη θερινή αχλή πάνω στα ηλιοχτυπημένα βράχια της Παλαιοκαστρίτσας», όπως σχολιάζει η Τσιγκάκου.
Τέτοια αγνά, μελαγχολικά και ήρεμα τοπία του βλέπουμε στην έκθεση, περιορισμένη αποκλειστικά στη σχέση του με τα Ιόνια. «O Edward Lear και τα Ιόνια νησιά» είναι ο τίτλος της, στο Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, που στεγάζεται στο Ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου.
Άνοιξε ειδικά για το κοινό, όπως μας εξήγησε η διευθύντριά του και επιμελήτρια Δέσποινα Ζερνιώτη, τρεις από τις βασικές αίθουσες για να φιλοξενήσει τα έργα του Λίαρ, προερχόμενα από τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, την Εθνική Πινακοθήκη της Σκοτίας και άλλες συλλογές: την αίθουσα του Θρόνου, όπου παρουσιάζονται τοπία αποκλειστικά της Κέρκυρας, τη Ροτόντα, με συλλήψεις από όλη την Ελλάδα, και την αίθουσα του Συμποσίου, για τα Ιόνια νησιά. Ο ευρηματικός αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της Λορέττας Γαΐτη σεβάστηκε τον χώρο και τα μόνιμα εκθέματα-έπιπλα.
Ο Λίαρ αποδοκίμαζε την κατασκευασμένη, αρχαιόπληκτη οπτική των ομοτέχνων του: «Ουδείς ενδιαφέρθηκε να αποδώσει τις πανοραμικές μα έξοχες, μέσα στην απλότητά τους, κυματιστές λοφοσειρές, ούτε το συναρπαστικό ξερό φόντο των μαρμάρινων ερειπίων. Κύριος στόχος μου θα είναι το αγνό φυσικό τοπίο».