Ξαναζωντανεύουν άραγε τα κάστρα; Η απάντηση στην περίπτωση των Ιωαννίνων είναι «ναι». Και η απόδειξη είναι η ακρόπολη Ιτς Καλέ, η οποία μέσα σε 15 χρόνια κατάφερε να γίνει ένας ζωντανός, δημόσιος χώρος με τους πολίτες να επανακτούν τη σχέση τους με το ιστορικό παρελθόν και με την πόλη.
Η ακρόπολη των Ιωαννίνων μετέχει σε έναν ευρύτερο δημόσιο διάλογο, ο οποίος δεν τελειώνει ποτέ. Στον δημόσιο αυτό διάλογο συμμετέχουν πια και κάποια ανενεργά κομμάτια του παρελθόντος: ο προμαχώνας και τα μαγειρεία της όψιμης τουρκοκρατίας, της εποχής δηλαδή του Αλή Πασά, όπου θα φιλοξενηθεί το μουσείο αργυροτεχνίας, το οποίο ξεκίνησε να κατασκευάζεται ήδη με πόρους του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ). «Ένα μνημείο, για να κερδίσει μια παράταση ζωής, έχει ανάγκη σύγχρονων στοιχείων που θα το περάσουν στην επόμενη εποχή. Το μνημείο μέσα στην πόλη έχει προοπτική μέλλοντος. Η πόλη θα το πάρει στα σπλάγχνα της για λίγες ακόμα δεκαετίες έως ότου μια αυριανή κοινωνία το επαναξιολογήσει» τόνισε ο αρχιτέκτονας και καθηγητής του Μετσόβιου Πολυτεχνείου Γιάννης Κίζης, ομιλητής στην εκδήλωση για την παρουσίαση του νέου μουσείου, που διοργανώθηκε στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Ιτς Καλέ από την 8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Πειραιώς και τον δήμο Ιωαννιτών.
Η πόλη του σήμερα έκανε την αξιολόγησή της και έδωσε μια προοπτική μέλλοντος στο μνημείο του προμαχώνα, όταν πήρε την απόφαση να φιλοξενήσει το μουσείο αργυροτεχνίας μέσα στο Κάστρο, με την ελπίδα ότι αυτό το μουσείο θα γίνει μέρος της τουριστικής διαδρομής αλλά και με την πεποίθηση ότι το Ιτς Καλέ θα γίνει ένα πολιτιστικό πάρκο που θα το χαίρονται πάνω απ’ όλα οι κάτοικοι της πόλης. Και που κυρίως θα είναι ζωντανό.
«Στην Ελλάδα επικρατεί ακόμα μια στάσιμη σκέψη για την τύχη των μνημείων και συνήθως οι παρεμβάσεις εκτιμώνται ως πράξεις σωτηρίας και όχι ως πράξεις που εντάσσουν τα μνημεία στη φυσιολογική ροή των μεταβολών. Και δυσκολευόμαστε να δούμε ότι η προστασία τους είναι μια άσκηση διαρκούς δημιουργίας», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Κίζης, ο αρχιτέκτονας του μουσείου.
Τέτοια παραδείγματα σωτηρίας έχουμε αρκετά στα Γιάννενα. Το Βελή Τζαμί, για παράδειγμα, κοντά στο Πνευματικό Κέντρο παραμένει ένας «νεκρός» χώρος. Ποιος εγγυάται ότι αυτή η «νέκρα» δεν θα μεταδοθεί και στο μουσείο αργυροτεχνίας; Οι διαχειριστές του μουσείου: Το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου Πειραιώς, το οποίο με τα υπόλοιπα επτά θεματικά μουσεία που έχει δημιουργήσει σε διάφορα σημεία της χώρας δίνει τα διαπιστευτήριά του και αναδεικνύεται σε έναν σύγχρονο μαικήνα του πολιτισμού, σε αντίθεση δυστυχώς με άλλους φορείς, όπως τους Δήμους. Αναμφίβολα, τέτοιες κινήσεις θα έπρεπε να γίνονται από Δήμους ή από άλλους δημόσιους φορείς. Δεν γίνονται όμως. Και όταν γίνονται, αποτυγχάνουν. Το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου Πειραιώς θα διαχειρίζεται το μουσείο για 50 χρόνια. Αυτό είναι που θα αναλάβει όλα τα λειτουργικά του έξοδα. Σημειωτέον ότι οι συζητήσεις για τη φιλοξενία του μουσείου στο Ιτς Καλέ ξεκίνησαν το 2007 όταν η διευθύντρια της 8ης Εφορείας Βαρβάρα Παπαδοπούλου συναντήθηκε με τη διευθύντρια του Ιδρύματος Ασπασία Λούβη, όπως είπε η πρώτη στην τοποθέτησή της.
Το μουσείο αργυροτεχνίας στα Γιάννενα είναι αν μη τι άλλο καινοτόμο. Καταρχάς είναι το μοναδικό μουσείο που έρχεται να αξιοποιήσει ένα μνημείο κάστρου. Όπως είπε και ο αρχιτέκτονας κ. Κίζης στην ομιλία του «οι στερεότυπες αντιλήψεις για την τύχη των κάστρων που επικρατούν στην Ελλάδα στενεύουν τα περιθώρια καινοτομιών. Διότι έχει δημιουργηθεί μια κουλτούρα αντιφάσεων και ακραίων αντιθέσεων που κινούνται ανάμεσα στην επιθυμία να παραμείνουν ως έχουν ακόμα και τα πιο ανενεργά κομμάτια ενός παρελθόντος και στην κυνική απάθεια για την τύχη εξαιρετικών στρατιωτικών μνημείων». Το Κάστρο των Ιωαννίνων φαίνεται ότι έκανε βήμα πέρα από τις στερεότυπες αντιλήψεις.
Το μουσείο λοιπόν θα φιλοξενηθεί ουσιαστικά στον προμαχώνα. Στο ισόγειο θα γίνει μια έκθεση αφιερωμένη στην τεχνολογία της αργυροτεχνίας και στον πάνω όροφο θα εκτίθεται η συλλογή αργυρών αντικειμένων ενώ θα υπάρχει και αναφορά στη σύγχρονη αργυροτεχνία. Σύμφωνα με την αρχιτεκτονική μελέτη, η κατασκευή του μουσείου θα έρθει να «κουμπώσει» στο εσωτερικό του στρατιωτικού οχυρού. Υπάρχει μια αυτόνομη κατασκευή που ελίσσεται στον χώρο χωρίς να τον αγγίζει και να τον αλλοιώνει. «Η αίθουσα πολλαπλών χρήσεων είναι πάντα απαραίτητη για τη συνεχή αιμοδοσία του ενδιαφέροντος του κοινού με πολλαπλές εκδηλώσεις. Το διαρκές ενδιαφέρον αποκτιέται με τις εναλλακτικές εκθέσεις», τόνισε ο κ. Κίζης.
Τέλος, στην εκδήλωση ομιλία έκανε και η ιστορικός τέχνης Γιώτα Οικονομάκη-Παπαδοπούλου, στην επιστημονική εργασία της οποίας στηρίχτηκε η μουσειολογική μελέτη. Η κ. Οικονομάκη μίλησε για τις τεχνικές της αργυροχοΐας στα Γιάννενα αλλά και για παλιούς ασημουργούς όπως τον Βασίλη Παπαδόπουλο, τον Αφεντούλη Βαφειάδη και τον Δημήτρη Χατζή.