Πολύ σημαντικά στοιχεία φέρνει στο φως ο μισοβυθισμένος προϊστορικός οικισμός που ήρθε στο φως τα τελευταία χρόνια, χάρη στις υποβρύχιες έρευνες που διεξάγει μεθοδικά το Ινστιτούτο Ενάλιων Αρχαιολογικών Ερευνών, κατόπιν αδείας του Υπουργείου Πολιτισμού.
Ο εν λόγω οικισμός, που εντοπίστηκε στο Μετόχι της περιοχής Νηές, είναι κατά το ήμισυ καλυμμένος από τη θάλασσα και ο υπόλοιπος εκτείνεται στο χερσαίο τμήμα. Τα ευρήματα, που χρονολογούνται στη Μέση Εποχή του Χαλκού, γύρω στο 1700 π.Χ., σκιαγραφούν μια πόλη που γνώριζε καλά τα μυστικά της κεραμικής και της υφαντουργίας.
Το καταποντισμένο τμήμα του οικισμού, που βρίσκεται σε βάθος από λίγα εκατοστά έως 2,5 περίπου μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, καταλαμβάνει έκταση άνω των δέκα στρεμμάτων και εκτιμάται ότι θα προσθέσει ακόμη περισσότερα στοιχεία στο παζλ της αρχαιολογικής γνώσης, στη διάρκεια των ερευνών που θα συνεχιστούν το ερχόμενο φθινόπωρο.
«Πραγματοποιώντας έρευνες κατά μήκος της ακτής, είχαμε εντοπίσει από νωρίς την ύπαρξη του συγκεκριμένου καταποντισμένου τμήματος, το οποίο εκτείνεται και στη στεριά» αναφέρει ο κ. Ηλίας Σπονδύλης, διευθυντής της έρευνας που διεξάγει επί σειρά ετών το Ινστιτούτο Ενάλιων Αρχαιολογικών Ερευνών.
Το καταποντισμένο τμήμα του προϊστορικού οικισμού εκτείνεται προς το θαλάσσιο μέτωπο και βρίσκεται κοντά στις μοναστηριακές εγκαταστάσεις, που χρησίμευαν για τη συγκομιδή του ελαιοκάρπου έως τα μέσα του προηγούμενου αιώνα.
Όπως επισημαίνει ο επικεφαλής των ανασκαφών «φαίνεται καθαρά ένα στρώμα με προϊστορικά όστρακα, και κάτω από την μεγάλη συγκέντρωση λίθων οι οποίοι είναι διάσπαρτοι, μπορεί να διακρίνει κανείς με πολλή προσοχή τοίχους, οι οποίοι είτε είναι αυτοτελείς, είτε συνεχίζονται από τη στεριά προς την θάλασσα. Ορισμένοι από αυτούς μάλιστα με διάταξη ιχθυάκανθας (θυμίζουν δηλαδή το σχήμα ψαροκόκαλου), που είναι χαρακτηριστική στην προϊστορική εποχή».
Οι αρχαιολόγοι έχουν περισυλλέξει επίσης επιφανειακή κεραμική, εντοπίζοντας παράλληλα περισσότερους από δεκαπέντε κιβωτιόσχημους τάφους, καθώς και ταφικούς περιβόλους με μικρότερους τάφους, που βρίσκονται επίσης κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Τα επιμέρους ενάλια στοιχεία συνθέτουν τα χαρακτηριστικά μιας τυπικής πόλης της Μέσης Εποχής του Χαλκού, η οποία «γνωρίζει την υφαντουργία και την κεραμική, υπάρχουν τυπικά σχήματα της εποχής στα αγγεία και παράλληλα έχουμε βρει αγνύθες δηλαδή, υφαντικά βάρη, καθώς και σφονδύλια, γεγονός που δείχνει ότι ασχολούνταν με την υφαντουργία οι κάτοικοι της προϊστορικής αυτής πόλης. Επίσης ανακαλύπτουμε παιδικές ταφές μέσα στην πόλη, συνήθως στα δάπεδα των οικιών ή στις αυλές είτε δίπλα σε οικίες. Ανασκάπτοντας μάλιστα έναν κιβωτιόσχημο τάφο, βρήκαμε τον σκελετό νηπίου, με ένα μόνο κτέρισμα, ένα μικρό κύπελλο» εξηγεί ο αρμόδιος αρχαιολόγος.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, εξάλλου, το γεγονός ότι η διερευνητική τομή που διενεργήθηκε δείχνει ότι υπάρχει προϊστορικό υλικό σε βαθύτερα στρώματα, τα οποία θα εξεταστούν προφανώς στην πορεία των ερευνών.
Τα σπίτια είναι, όπως προαναφέρθηκε, δυσδιάκριτα, διότι καθώς ανέβηκε η στάθμη της θάλασσας καλύπτοντας τον οικισμό, οι τοίχοι που ήταν κατασκευασμένοι από αργολιθοδομή και είχαν ως συνδετικό υλικό τη λάσπη, σύνηθες οικοδομικό υλικό της προϊστορικής περιόδου, διαλύθηκαν εύκολα, σχηματίζοντας ένα τεράστιο λίθινο στρώμα.
Όπως υπογραμμίζει στο σημείο αυτό ο επικεφαλής των ενάλιων ερευνών «είμαστε στο στάδιο της φωτογραφικής και τοπογραφικής αποτύπωσης του χώρου και πιστεύουμε ότι εάν συνεχιστεί παράλληλα η ανασκαφή στο χερσαίο τμήμα του οικισμού από την ΙΓ′ Εφορεία, θα προκύψουν σημαντικά στοιχεία, προκειμένου να καθορίσουμε τη χρονική περίοδο κατά την οποία καταποντίστηκε το συγκεκριμένο τμήμα του προϊστορικού οικισμού στις Νηές».
Η ίδια ερευνητική ομάδα αποτυπώνει μεθοδικά τα ενάλια ευρήματα, περισυλλέγοντας παράλληλα τη διάσπαρτη κεραμική, που αναμφίβολα εμπλουτίζει την αρχαιολογική γνώση. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι το τμήμα που έχει καταποντιστεί, παραμένει ανεπηρέαστο από μεταγενέστερες παρεμβάσεις, διατηρώντας την αρχική του μορφή.
Πολύ κοντά, εξάλλου, στη θέση «Πανταζή», ανακαλύφθηκε αγροικία ελληνιστικών χρόνων, η οποία βρίσκεται στη στεριά αλλά σε σημείο προσβάσιμο μόνο από τη θάλασσα. Στο συγκεκριμένο σημείο έχει ανακαλυφθεί μυλόπετρα, η οποία έχει παραδοθεί στην ΙΓ′ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, ενώ σε απόσταση 3 περίπου χιλιομέτρων από τον μυχό του όρμου Νηές έχει ανακαλυφθεί και άλλος αρχαίος οικισμός.
Οι τοίχοι του συγκεκριμένου οικισμού είναι πολύ διαλυμένοι και εξαιρετικά δυσδιάκριτοι και σύμφωνα με την κεραμική που έχει βρεθεί ανήκει στην πρώιμη εποχή του χαλκού και χρονολογείται γύρω στο 2400 π.Χ.
Εξίσου πλούσιοι είναι οι καρποί των ενάλιων ερευνών που διεξάγει σε ναυάγια το ΙΕΝΑΕ, σε διάφορα σημεία κατά μήκος της ακτογραμμής που εκτείνεται από την Αμαλιάπολη έως τις Νηές. Η πρώτη επιφανειακή έρευνα που διεξήχθη, συγκεκριμένα, σε έκταση οκτώ ναυτικών μιλίων από την Αμαλιάπολη έως το ακρωτήριο Πριόνια στα νότια, απέδωσε πολυάριθμα ναυάγια, συγκέντρωση δηλαδή αμφορέων, διαφόρων εποχών και κυρίως Βυζαντινής και Υστερορωμαϊκής περιόδου.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, ειδικότερα, το ναυάγιο που εντοπίστηκε στη θέση Τηλέγραφος, το οποίο χρονολογείται στην Ύστερη Ρωμαϊκή – Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, τον 4ο αιώνα μ.Χ. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι εν μέσω των πλούσιων ευρημάτων εγγράφεται τύπος αμφορέα ο οποίος σπανίζει και είναι πρόδρομος του λεγόμενου υστερορωμαϊκού 2, που είναι διαδεδομένος από τον 5ο έως τον 7ο αιώνα μ.Χ.
Επίσης βρέθηκε στο ίδιο ναυάγιο τύπος αμφορέα που δεν ταυτίζεται με κανέναν άλλο της συγκεκριμένης περιόδου και ως εκ τούτου ανοίγει πεδίο εντονότερης διερεύνησης. Στο σύνολο των ευρημάτων προστίθεται και τρίτος τύπος αμφορέα, Αιγαιακής προέλευσης, που δίνει το χρονολογικό στίγμα του ναυαγίου.
Οι ενάλιες έρευνες συνεχίστηκαν ακολούθως σε ένα ακόμη σημείο, στο ακρωτήριο Γλάρος στις Νηές, όπου «έχουμε μια σημαντική συσσώρευση ναυαγίων, περισσοτέρων του ενός, συγκεντρωμένα στο ίδιο σημείο, Βυζαντινής κυρίως περιόδου, 11ος-12ος αιώνας μ.Χ. Στο ίδιο σημείο έχει εντοπιστεί ένα εντυπωσιακό σύνολο από βυζαντινές σιδερένιες άγκυρες που σώζονται ακόμη και αποτελούν σπάνιο εύρημα» επισημαίνει ο κ. Σπονδύλης.
Οι άγκυρες είναι διάσπαρτες στον βυθό, όπου επίσης εντοπίστηκε άφθονο κεραμικό υλικό που ταυτίζεται χρονολογικά με την προαναφερθείσα περίοδο. Όλα τα παραπάνω ευρήματα, που παρουσιάστηκαν από τον κ. Σπονδύλη στο 4ο Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, ανοίγουν ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο στο πεδίο των αρχαιολογικών ερευνών και όπως εκτιμάται, η συνέχιση των ενάλιων ερευνών θα φέρει και άλλα, εξίσου ενδιαφέροντα, δεδομένα στο φως.