Πλάι στα πολυάριθμα οστά οικόσιτων ζώων, μάρτυρες μιας ακμάζουσας κτηνοτροφικής οικονομίας στην εύφορη καρδιά της Λήμνου, ξεχωρίζει μια άλλη κατηγορία ζωικών καταλοίπων που συγκαταλέγεται στα χαρακτηριστικότερα ευρήματα του Κουκονησιού: πρόκειται για τα άφθονα κοχύλια και τα οστά ψαριών. Η παρουσία τους σε κάθε κτίσμα του οικισμού δεν μπορεί παρά να θυμίζει στον αρχαιολόγο τη θαλασσινή πλευρά των κατοίκων του Κουκονησιού.
Χάρη στην αναλυτική μελέτη των θαλασσινών καταλοίπων, ο ειδικός ερευνητής είναι σε θέση να φωτίσει την καθημερινή σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα, τις δραστηριότητες που ανέπτυξε για να τη δαμάσει και την εκμετάλλευσή της ως άμεσης πηγής για τον εμπλουτισμό κυρίως της διατροφής του. Φαίνεται ότι η σχέση των κατοίκων του Κουκονησιού με τη θάλασσα ήταν τόσο στενή όσο και ο τρόπος με τον οποίο αυτή αγκάλιαζε τον οικισμό. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως χιλιάδες κοχύλια, κυρίως αχιβάδες (Cardiidae), ενίοτε πεταλίδες (Patellidae) και στρείδια (Ostreidae), κέρατα (Cerithiidae) και σωλήνες (Solenidae), καλόγνωμες (Arcidae) και πορφύρες (Muricidae), κοχλίδια (Trochidae), πίνες (Pinnidae) και γαϊδουροπόδαρα (Spondylidae). Τα οστά ψαριών δεν λείπουν: μπαρμπούνια (Mullidae), τσιπούρες και φαγγριά (Sparidae), κέφαλοι (Mugilidae) και τονάκια (Scombridae).
Οι κάτοικοι αναζητούσαν τα πολύτιμα θαλασσινά τόσο στα κοντινά νερά γύρω από τον οικισμό όσο και σε πιο μακρινές παραλίες ή και σε μεγαλύτερα βάθη. Η συλλογή αχιβάδων μέσα στην ιλύ των ρηχών νερών γύρω από το Κουκονήσι και των εκβολών μικρών ρυακιών της γειτονικής περιοχής πρέπει να ήταν πολύ συνηθισμένη δραστηριότητα, όπως άλλωστε συμβαίνει μέχρι σήμερα. Ίσως, μάλιστα, με το πέρασμα του χρόνου, οι γεωμορφολογικές αλλαγές στον κόλπο του Μούδρου να δημιούργησαν ακόμα πιο ευνοϊκές συνθήκες για μεγαλύτερες αχιβάδες, που θα τις συνέλεγαν οι άντρες, οι γυναίκες ή και τα παιδιά του οικισμού. Κάποιοι από αυτούς θα ξεμάκραιναν και στις βραχώδεις ακτές, λίγο μακρύτερα, για να συλλέξουν πεταλίδες και χοχλίδια, ενώ οι πιο έμπειροι θα βουτούσαν σε βαθύτερα νερά προς αναζήτηση πινών, πορφύρων και άλλων οστρέων.
Το ψάρεμα δεν έλειπε από τις καθημερινές δραστηριότητες των κατοίκων του Κουκονησιού. Τα πλούσια, κλειστά νερά του κόλπου του Μούδρου πρόσφεραν στους ψαράδες έναν απάνεμο και ανεξάντλητο ψαρότοπο. Τα δίχτυα γέμιζαν κυρίως με μπαρμπούνια, τσιπούρες και κεφάλους, ενώ εμπλουτίζονταν και με τόνους, ιδίως κατά την περίοδο της εποχικής μετακίνησής τους, οπότε περνούσαν πολύ κοντά από τις ακτές του νησιού. Χάρη στις σύγχρονες μεθόδους μελέτης, ζωντανεύει στα μάτια μας ακόμα και το μέγεθος των ψαριών που κατέληγαν στον οικισμό: τα περισσότερα μεταξύ 30 και 50 εκ., σπανίως μικρότερα από 20 εκ., δίνουν την εντύπωση ότι οι ψαράδες του Κουκονησιού χρησιμοποιούσαν τον ίδιο αλιευτικό εξοπλισμό για να ψαρέψουν διαφορετικά είδη ψαριών με παρόμοιο μέγεθος στους γνωστούς ψαρότοπους, χωρίς να στοχεύουν απαραίτητα σε μια συγκεκριμένη ψαριά.
Οι «θαλασσινές σοδειές» που έφταναν στον οικισμό προορίζονταν για το τραπέζι. Μερικές φορές η αρχαιολογική εικόνα έχει συγκρατήσει το στιγμιότυπο της μεταφοράς ή της προσωρινής αποθήκευσης των θαλασσινών: στη γωνία ενός δωματίου, για παράδειγμα, εντοπίσθηκε κοντά σε εστία και σε πολυάριθμες τριποδικές χύτρες (Τομή 5) μια συσσώρευση από 127 αχιβάδες, 12 στρείδια, 4 πεταλίδες και 3 καλόγνωμες, 4 μπαρμπούνια, 3 κεφαλόπουλα και 2 τσιπούρες. Η γκριζωπή, σταχτώδης ουσία που τα περιέβαλλε ίσως αποτελεί το κατάλοιπο ενός καλαθιού που κάηκε, αφήνοντας πίσω του ως μάρτυρα μόνο το θαλασσινό περιεχόμενό του. Άλλα κατάλοιπα από τον οικισμό μαρτυρούν τον τρόπο κατανάλωσής τους. Πολλά όστρεα είναι ανοιγμένα με αιχμηρό εργαλείο για να φαγωθούν ωμά, άλλα ίσως ανοίγονταν στον ατμό πάνω από την τριποδική χύτρα, ενώ κάποια γαστερόποδα έχουν θρυμματιστεί για να αποσπαστεί η σάρκα τους. Τα ψάρια που έφταναν στον οικισμό ολόκληρα, όπως συνάγεται από την εύρεση οστών κρανίων και σπονδύλων, θα καταναλώνονταν πιθανότατα φρέσκα, καθώς δεν εντοπίστηκαν ίχνη κάποιας προετοιμασίας για διατήρηση ή τεμαχισμό. Του μαγειρέματος θα προηγούνταν παρ’ όλα αυτά ο καθαρισμός των ψαριών από τα βράγχια, ίσως έξω από τα σπίτια, αφού δεν βρέθηκαν σχετικά κατάλοιπα μέσα στους χώρους. Όσο για τις συνταγές που σχετίζονταν με τα ψάρια: βράσιμο μέσα στις χύτρες ή ψήσιμο πάνω από τις εστίες; Και οι δύο εκδοχές είναι πιθανές, μολονότι η φωτιά δεν έχει αφήσει ίχνη στην περίπτωση της δεύτερης.
Όταν τελείωνε το γεύμα, οι κάτοικοι του Κουκονησιού εμπνέονταν για χειροτεχνίες πάνω στη θαλασσινή πρώτη ύλη. Τα ταπεινά κοχύλια, οι αχιβάδες, οι πεταλίδες ή γουρουνίτσες μετατρέπονταν συχνά σε κοσμήματα με τη διάνοιξη οπής για την ανάρτησή τους. Κατασκευάζονταν όμως και εργαλεία από όστρεα, συχνά καλοδουλεμένα όπως μία «σπάτουλα» από όστρεο μυδιού, και άλλοτε προορισμένα να δεχθούν χρωστικές ουσίες, όπως μία «παλέτα» από όστρεο γαϊδουροπόδαρου (spondylus gaederopus) με ίχνη βαθυκόκκινης ύλης στο εσωτερικό του. Να ήταν άραγε η ανάγκη για άμεση παραγωγή χρηστικών αντικειμένων και ανέξοδη κόσμηση, πλάι σε άλλα αντικείμενα γοήτρου από πολυτιμότερες πρώτες ύλες που εισάγονταν στον οικισμό από μακρινούς τόπους; Το χρηστικό σχήμα των κοχυλιών, η χρωματική τους ποικιλία και, βέβαια, η άφθονη παρουσία και η εύκολη απόκτησή τους δεν μπορεί παρά να ωθούσαν φυσικά στην επιλογή τους. Πλάι όμως στη χρήση και τη χρηστικότητά τους, οι θαλασσινές πρώτες ύλες ήταν πιθανότατα φορείς αισθητικών αξιών και συγκεκριμένων συμβολισμών στο πλέγμα των επικοινωνιακών κωδίκων των κατοίκων του Κουκονησιού.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, τα θαλασσινά κατάλοιπα από τον παραθαλάσσιο αυτόν οικισμό αποτελούν τους αδιάψευστους μάρτυρες της αδιάκοπης, πανταχού παρουσίας στον δομημένο χώρο του πιο καταλυτικού στοιχείου του φυσικού τοπίου της περιοχής: της θάλασσας.
Τατιάνα Θεοδωροπούλου, αρχαιολόγος-αρχαιοζωολόγος