Βρίσκονται δίπλα μας. Ορισμένα είναι γνωστά, άλλα άγνωστα. Όπως και να ‘χει οι περισσότεροι τα αγνοούμε και άλλοι τα χρησιμοποιούν ως πεδίο διακήρυξης των όποιων πιστεύω τους. Αυτή είναι η μοίρα των μνημείων ή μπορεί να αλλάξει;
Μήπως πρέπει να τα κοιτάξουμε, να ενδιαφερθούμε γι’ αυτά, να τα αγαπήσουμε, ώστε εντέλει να τους δώσουμε τη ζωή που χάνουν όταν αδιαφορούμε;
Βαριά είναι η κληρονομιά της Ελλάδας. Και όχι μόνο η πνευματική αλλά και η υλική. Έχουμε θησαυρούς πολύ κοντά μας, αλλά τους προσέχουμε σπάνια. Περνάμε από την Καμάρα και δεν τη βλέπουμε, χαζεύουμε τα εμπορεύματα στους πάγκους γύρω από τη Ροτόντα και δεν αναλογιζόμαστε την ιστορία της, βλέπουμε συνθήματα πάνω σε τοίχους σημαντικών κτιρίων που με κόπο και μεγάλο κόστος ανακαινίστηκαν.
Αποτελούν όλα αυτά ενδείξεις της αδιαφορίας που επιδεικνύει μια κοινωνία απόλυτα εσωστρεφής ή απλώς αγνοούμε ότι η απώλεια της ιστορικής μνήμης έχει και θα έχει ακόμη σοβαρότερες συνέπειες στο μέλλον για το παρόν μας;
Ζητήματα σαν κι αυτά θα συζητηθούν κατά τη φετινή Διεθνή Ημέρα Μνημείων και Τόπων, που έχει ως θέμα το εξαιρετικά επίκαιρο «Πολιτιστική κληρονομιά και βιώσιμη ανάπτυξη: Ο ρόλος των τοπικών κοινωνιών» και το οποίο θα αναλύσουν οι ομιλητές στην εκδήλωση που διοργανώνει την Τετάρτη 18 Απριλίου στις 6 μ.μ. στον πρώην κινηματογράφο «Αλέξανδρο» το παράρτημα Θεσσαλονίκης της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού μαζί με τον Όμιλο Unesco Νέων Θεσσαλονίκης.
Ο όρος «πολιτιστική κληρονομιά» αφορά «τα μνημεία, τους αρχαιολογικούς χώρους, τα προστατευόμενα οικιστικά σύνολα, φυσικά τοπία ιδιαιτέρου κάλλους», λέει η κ. Ιωάννα Στεριώτου, δρ αρχιτεκτονικής και μέλος του δ.σ. της ΕΛΛΕΤ, η οποία στην εκδήλωση της Τετάρτης θα παρουσιάσει το θέμα «Ο ρόλος των τοπικών κοινωνιών στη διάσωση, ανάδειξη και διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς». Είναι σημαντικός αυτός ο ρόλος, όπως λέει, καθώς θυμάται την κινητοποίηση όχι μόνο των ειδικών επιστημόνων αλλά και των ενημερωμένων πολιτών όταν άρχισε η υλοποίηση των σχεδίων διαμόρφωσης του χώρου γύρω από τον Λευκό Πύργο.
«Ήταν 2004-2005. Ξεσηκώθηκαν όλοι και έτσι, έστω διά της καταχώσεως, σώθηκε το εύρημα, το τείχος, τα πλακόστρωτα, η οχύρωση, που ήθελαν να τα καταστρέψουν λέγοντας “και πώς θα πανηγυρίζει ο κόσμος αν προχωρούσε η ανάδειξή τους;”» Σώθηκαν, αφού μελετήθηκαν τα ευρήματα, και ίσως σε ένα απώτατο μέλλον να δουν πάλι το φως της μέρας.
Σώθηκε και η Ροτόντα, βαριά πληγωμένη από τον σεισμό του 1977, αλλά αποκαταστάθηκε, πέρασαν και οι περιπέτειες στη σχέση πολιτείας-εκκλησίας, «δοκιμάσαμε τα όριά μας και ως κοινωνία και ως υπουργείο και ως εκκλησία», προσθέτει η κ. Στεριώτου, αλλά αυτό το λαμπρό μνημείο που φέρνει πάνω του όλα τα στρώματα της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, που είναι ένα από τα πολλά μνημεία της πόλης που βρίσκονται υπό την προστασία της Ουνέσκο, έχει αφεθεί ανυπεράσπιστο να πολιορκείται από όλες τις πλευρές.
«Διώξαμε τη μεγάλη λαϊκή αγορά της Τετάρτης, αλλά αναρωτιέμαι αν εκείνη η κατάσταση ήταν προτιμότερη από αυτό που συμβαίνει τώρα. Το θέμα της Ροτόντας είναι κοινωνικό, είναι πολλά τα προβλήματα εκεί. Το παρεμπόριο με τα απλωμένα σεντόνια γύρω, τα ναρκωτικά, και το βράδυ με τους αστέγους το πρόβλημα γίνεται οξύτερο».
Ελπίζει πως με τη βοήθεια όσων κατοικούν στη γειτονιά αλλά και μελών εθελοντικών οργανώσεων θα γίνουν σύντομα κάποιες παρεμβάσεις, ώστε «σιγά-σιγά να αποβληθούν όλα αυτά, μέχρις ότου η πολιτεία αποφασίσει να κάνει κάτι».
Η κατάσταση γύρω από τη Ροτόντα είναι ανησυχητική, αφού υπάρχει και το, μικρό έστω, ενδεχόμενο να διαγραφεί από τον κατάλογο της Ουνέσκο με μνημεία που προστατεύει ο διεθνής οργανισμός. Ποια είναι και ποιος ο ρόλος της Ουνέσκο, είναι το θέμα που θα απασχολήσει τη Μαρία Μπρόκου, αντιπρόεδρο του Ομίλου Unesco Νέων Θεσσαλονίκης, ενώ συμπαραστάτες στις προσπάθειες βελτίωσης της κατάστασης, αν και όταν προγραμματιστούν οι όποιες παρεμβάσεις, θα είναι μέλη του Thess-Δίκτυο, του δικτύου εθελοντικών οργανώσεων Θεσσαλονίκης.
Το μέλος του δικτύου Μπάμπης Παπαϊωάννου θα μιλήσει την Τετάρτη με θέμα «Ο ρόλος των εθελοντικών οργανώσεων και οι κοινωνικές παρεμβάσεις υπέρ των μνημείων της πόλης».
Δύσκολη αποστολή, αφού θα πρέπει να βρεθούν αντιμέτωποι με κρατούσες συνθήκες, όπου όλοι θεωρούν δεδομένη τη δυνατότητα να εκφράζουν ό,τι θέλουν, όπου θέλουν. «Πριν από μερικά χρόνια έβαλαν καγκελάκια γύρω από την Καμάρα, για να την προστατεύσουν από τα γκράφιτι, από αυτούς που κολλούσαν αφίσες κ.λπ.», θυμάται ο κ. Παπαϊωάννου, που θεωρεί ότι υπάρχουν λύσεις.
«Δεν πρέπει να ανακαλύψουμε και πάλι τον τροχό, αφού υπάρχουν πρακτικές που ακολουθούνται σε όλη την Ευρώπη ώστε να αναδειχθούν τα μνημεία, να γίνουν κομμάτι της τοπικής κοινωνίας», λέει και αναφέρει τις προσπάθειες πόλεων, όπως το Ρότερνταμ, όπου οι δημοτικές αρχές με τη συνεργασία εθελοντών προσέγγισαν και ενημέρωσαν για τη σημασία των μνημείων τις ομάδες που κυρίως ευθύνονταν για τις βλάβες στα μνημεία. Ήταν οι φανατικοί ποδοσφαιρόφιλοι, όσοι ασχολούνταν με τα γκράφιτι και μέλη πολιτικών ομάδων. «Στους γκραφιτάδες έδωσαν τοίχους για να εκφράζονται εκεί, οι χούλιγκαν —και αυτό ξάφνιασε όλους— αποδέχθηκαν τις προτάσεις να μην κολλούν αυτοκόλλητα κ.λπ., και το φαινόμενο σταμάτησε, ενώ εύκολη ήταν η επικοινωνία αλλά δύσκολα τα αποτελέσματα με τις πολιτικές ομάδες».
Κάτι ανάλογο ελπίζει να συμβεί και στη Θεσσαλονίκη, «να εντοπίσουμε δηλαδή ποιοι δημιουργούν την οπτική ρύπανση και να συνεννοηθούμε μαζί τους», λέει.
Όμως θεωρεί σημαντικότερο να βρεθούν χρήσεις για τα μνημεία. «Δεν μπορεί ένα υπέροχο διατηρητέο που έχει παραχωρηθεί στο Λαογραφικό Μουσείο να χρησιμοποιείται για αποθήκη και να είναι κλειστός ο κήπος του, όπου θα μπορούσαν να ξεκουράζονται οι περίοικοι. Όταν τα μνημεία είναι άδεια, σκέτα κουφάρια, δεν ενδιαφέρουν κανέναν».