Τον Ιούνιο του 1961 εγκαινιαζόταν το σημερινό μουσείο αρχαιοτήτων του Άργους (σημ. 1), ενώ από τα μέσα του 1959 είχε τελειώσει η ανακαίνιση-διαμόρφωση της οικίας του Δημ. Καλλέργη σε μουσείο, στο ισόγειο της οποίας εκτέθηκαν τα ευρήματα της Λέρνας (σημ. 2). Ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα είχε διαμορφωθεί το αίτημα, από λογίους της πόλης, για ίδρυση στο Άργος μουσείου άξιου της ιστορίας του, ενώ οι ανασκαφές του Ολλανδού Wilhelm Vollgraff (για λογαριασμό της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών) κατά πρώτον στην αρχή του 20ού αιώνα, και έπειτα στη δεκαετία του 1930, αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον, τώρα και από τις στήλες του τοπικού Τύπου.
Ο νέος κύκλος ανασκαφών της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο Άργος, από την αρχή της δεκαετίας του 1950, ώθησε το, από πολλές πλευρές πια, ενδιαφέρον στη διαμόρφωση του σημερινού αρχαιολογικού μουσείου, με έξοδα του γαλλικού κράτους, αλλά και με την παραχώρηση της χρήσης της οικίας Καλλέργη, αυτής σε ερειπιώδη κατάσταση, από τον Δήμο Άργους, στον οποίο είχε δωρηθεί το κτίριο από τους απώτερους κληρονόμους του Δημ. Καλλέργη.
Στο άρθρο αυτό θα εκθέσουμε την «πορεία» του μουσείου για τις αρχαιότητες του Άργους από τα μέσα του 19ου αιώνα, όπου βρίσκονται οι πρώτες πληροφορίες για στεγασμένη αρχαιολογική συλλογή στο Άργος, μέχρι τις μέρες μας. Είναι ανάγκη, ωστόσο, να προσθέσουμε ότι μόλις τώρα (πιθανόν 2012) δημιουργείται μουσείο για τις βυζαντινές αρχαιότητες (του Άργους, αλλά και της υπόλοιπης Αργολίδας), σε αίθουσες των Στρατώνων Καποδίστρια, ενώ δεν γίνεται καν, ακόμα, σοβαρά και οργανωμένα λόγος για μουσείο της νεότερης ιστορίας και της λαογραφίας της πόλης. Ο συντάκτης του άρθρου, τα τελευταία τριάντα χρόνια, έχει επανειλημμένα, σε διάφορα άρθρα του, τονίσει την ανάγκη για δημιουργία τέτοιου μουσείου, οργανωμένου βεβαίως με τις σύγχρονες μουσειολογικές αντιλήψεις. Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργηθεί μουσείο που δεν θα περιορίζεται σε έκθεση αντικειμένων, αλλά στόχο θα έχει την πρόκληση μέθεξης στους επισκέπτες, σε μία πόλη που δεν έπαψε να ζει συνεχώς με την πάροδο των χρόνων και των αιώνων. Ας ελπίσουμε ότι πρώτα ο Δήμος Άργους θα ενστερνισθεί την ιδέα αυτή, μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κατανόησης της κοινωνικής και οικονομικής αξίας της πολιτισμικής ανάπτυξης.
Ο Δημ. Βαρδουνιώτης, ανάμεσα στα σκόρπια άρθρα και σημειώματά του, τόσο στον αργειακό όσο και στον αθηναϊκό Τύπο, δημοσίευσε με τα αρχικά του και με την άκρα σεμνότητα που τον διέκρινε, στην εφημερίδα «Δαναΐς» του Δημ. Δεσμίνη, μικρό άρθρο με τον τίτλο «Το εν Άργει Αρχαιολογικόν Μουσείον» (σημ. 3), όπου με τη γνωστή αντικειμενικότητά του εκθέτει συνοπτικά τις απαρχές της στέγασης μιας πρώτης αρχαιολογικής συλλογής στο Άργος.
Μεταξύ άλλων γράφει ο Δημ. Βαρδουνιώτης:
«Αι Αργείαι αρχαιότητες ήσαν διεσπαρμέναι τήδε κακείσε, μηδενός μεριμνώντος περί αυτών μέχρι 1 Δεκεμβρίου 1878. Τότε ο αείμνηστος έφορος των αρχαιοτήτων και ευλαβέστατος και ενθουσιώδης λάτρης αυτών Παναγιώτης Σταματάκης συνεκέντρωσε αυτάς και υπό το κατάστημα της Δημαρχίας μας συνέστησε και ετακτοποίησε πρώτος το αρχαιολογικόν της πόλεως ημών Μουσείον. Περιέλαβε δε τούτο 526 τεμάχια αρχαίων εκ του Ηραίου και του Άργους προ πάντων, μεταξύ των οποίων ήσαν και τινα πολλού λόγου άξια.
»Έκτοτε το Μουσείον μας εξηκολούθει πλουτιζόμενον εκ διαφόρων εκάστοτε αρχαίων, τα πλείονα των οποίων προήλθον εκ των ανασκαφών της Λυκώνης, του θεάτρου, του λόφου της Ασπίδος κλπ.
»Η φύλαξις του Μουσείου αυτού ήτο ανατεθειμένη αρχήθεν εις τον εκάστοτε κλητήρα της δημαρχίας. Και είχε μεν διορισθή δημοτικός τις Έφορος του Μουσείου υπό του δημοτικού συμβουλίου και του δημάρχου, αλλ’ ο διορισμός ούτος ήτο μάλλον τιμητικός τίτλος, κενός πάσης εξουσίας και ενεργείας, σχεδόν IN PARTIBUS μέχρι Σεπτεμβρίου 1899, ότε ο δημοτικός αυτός έφορος παρητήθη.
»Τούτου ένεκα και διευκολύνθησαν απώλειαί τινες των εν τω Μουσείω αυτώ αρχαιοτήτων. Κατά δε τον Αύγουστον του 1900 εγένετο σοβαρά κλοπή τοιούτων, αίτινες όμως μετ’ ου πολύ ανεκαλύφθησαν σχεδόν πάσαι.
»Κατά την εποχήν εκείνην αφίκοντο ένεκα της ως άνω κλοπής εξ Αθηνών οι κ.κ. Καββαδίας και Τσούντας, οίτινες και έλαβον μετά του κ. Νομάρχου Αργολίδος μέτρα διασώσεως των καλλιτέρων αρχαιοτήτων, αφού δεν ήσαν ασφαλείς εν τω Μουσείω μας, ως υπέδειξεν η κλοπή.
Μόλις δε τον Οκτώβριον 1901 το Υπουργείον της Παιδείας διώρισε τακτικόν επιμελητήν των εν Άργει αρχαιοτήτων, όστις και μεριμνά και εργάζεται όσον δύναται διά το εν λόγω Μουσείον μας. Λέγω όσον δύναται, διότι το Μουσείον έχει ήδη πλείστας αρχαιότητας σωρευθείσας πολλάς εν μια μόνη αιθούση. Και είναι απόλυτος ανάγκη, ει μη νέου ειδικού οικοδομήματος, τουλάχιστον μιας έτι αιθούσης και ερμαρίων προς αραίωσιν, τακτοποίησιν και νέαν απογραφήν και απαρίθμησιν των αρχαιοτήτων. Ο δήμαρχος Αργείων κ. Α. Καρατζάς, μεθ’ ου αρκετά περί τούτου συνωμιλήσαμεν, υπεσχέθη φιλοτίμως την παραχώρησιν της δευτέρας αιθούσης, ήτις παράκειται τη πρώτη».
Τελειώνοντας το άρθρο του, ο Δημ. Βαρδουνιώτης καταλήγει ότι πρέπει να γίνουν επισκευές για την ανάδειξη του μουσείου, ότι ο Δήμος δεν έχει τα οικονομικά μέσα και ότι είναι ανάγκη να συνεισφέρει και το κράτος. Διαπιστώνει ότι το μουσείο είναι γεμάτο σκόνη και απεριποίητο και ότι αν οι αρμόδιοι εννοούν να το εγκαταλείψουν στην κατάσταση αυτή, είναι καλύτερα να το διαλύσουν και να μεταφέρουν αλλού τις αρχαιότητες. Πράγμα που προφανώς έγινε το 1900.
Ως προς τον έφορο-επιμελητή αρχαιοτήτων του μουσείου, εντοπίζουμε σε δημοσιεύματα της εποχής (σημ. 4) ότι το λειτούργημα αυτό είχε αναλάβει ακριβώς ο Δημ. Βαρδουνιώτης.
Τα στοιχεία που παρέχει ο Δημ. Βαρδουνιώτης είναι δυνατό να διασταυρωθούν επωφελώς με όσα παραθέτει στο άρθρο που μνημονεύσαμε προηγουμένως η Β. Χατζημιχάλη στο «Βήμα», και προφανώς τα μεταφέρει από το Δελτίον της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Σύμφωνα με αυτά, η περισυλλογή και η έκθεση αρχαιοτήτων στο Άργος έγινε το 1872, αναφέροντας ότι στη Γεν. Συνέλευση της Εταιρείας της 18ης Ιουνίου, ο Γεν. Γραμματέας της δήλωσε ότι αποφασίσθηκε για πρώτη φορά η επιθεώρηση όλων των αρχαιοτήτων του κράτους, μάλιστα στις επαρχίες που προέρχονταν «εξ αγροικίας τινός ή πλεονεξίας, ηύξανον δ’ επιφόβως οσημέραι, ένεκα της ακηδίας των κατά τόπους αρχών».
Και επειδή κανένα από τα τότε μέλη της Εταιρείας δεν μπορούσε να απουσιάσει από τα καθήκοντά του στην Αθήνα, επιφορτίσθηκαν άλλα κατάλληλα πρόσωπα, και συγκεκριμένα ο σχολάρχης της Ερμούπολης Α. Βλαστός και ο βοηθός του «αρχαιολογικού γραφείου» του Υπουργείου Παιδείας Παν. Σταματάκης.
Τον Ιούλιο του 1871 ο Α. Βλαστός επισκέφθηκε και το Άργος και τακτοποίησε τη συλλογή των αρχαίων. Το 1878 –και εδώ επιβεβαιώνεται εν μέρει ο Βαρδουνιώτης– ο Π. Σταματάκης, που είναι πλέον έφορος αρχαιοτήτων στο Υπουργείο, κατεβαίνει στο Άργος, συγκεντρώνει αρχαία που ήταν διασκορπισμένα στην πόλη και τα περίχωρά της και τα μεταφέρει στη «δημοτικήν συλλογήν». Στο μεταξύ είχαν αρχίσει στις Μυκήνες οι ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν και η Αργολίδα βρέθηκε στο προσκήνιο ευρωπαϊκού, πια, ενδιαφέροντος. Όμως από το 1831 είχαν γίνει περιορισμένες ανασκαφές στην αργολική πεδιάδα, στο Ηραίον, από τον γνωστό μας Τόμας Γκόρντον, που τότε ήταν επικεφαλής του ελληνικού στρατού και είχε κτίσει το σπίτι του στο Άργος (σήμερα έδρα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην πόλη) από το 1829.
Η αρχαιολογική συλλογή του Άργους είναι, όμως, πλέον βέβαιο, μετά τη γνωστοποίηση της διατριβής του Michel Seve (σημ. 5), ότι είχε σχηματισθεί τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα και στεγασθεί από τότε ήδη στο υπόγειο του κτιρίου της Δημαρχίας (σημ. 6). Αυτό μαρτυρείται κατά πρώτον στην επίσκεψη του Ερνέστ Μπρετόν, το 1859 στο Άργος: «μια από τις αίθουσες της Δημαρχίας περιέχει μικρό μουσείο αγγείων, γλυπτών και διαφόρων τμημάτων, που συνελέγησαν στις ανασκαφές».
Έπειτα, κατά την επίσκεψη του Σαρλ Σωμπ, το 1862 («Επισκέφθηκα στο κτίριο της κοινότητας ένα μικρό δωμάτιο, γεμάτο από αρχαία κατάλοιπα, όμως δεν είδα τίποτε το εντυπωσιακό»!).
Συνεχίζοντας, όμως, με τους ταξιδιώτες που περνούν από το Άργος, σύμφωνα με την μαρτυρία του Εμίλ Ιζαμπέρ, το 1873, διαβάζουμε: «μερικά ενδιαφέροντα κατάλοιπα της αρχαιότητας είναι ακόμα διάσπαρτα στη σύγχρονη πόλη, ανάμεσα στα άλλα και στο σπίτι του στρατηγού Τσώκρη, ένα ανάγλυφο που απεικονίζει την περίφημη ποιήτρια Τελέσιλλα» (sic από την πλευρά μας). «Στα κτίρια της δημαρχίας βρίσκεται μικρό μουσείο το οποίο περιλαμβάνει ορισμένες επιγραφές, κυρίως όμως άξια προσοχής είναι τμήματα των γλυπτών της μετώπης του Ηραίου, έργα της σχολής του Πολυκλείτου που αποκαλύφθηκαν πριν ορισμένα χρόνια, στις ανασκαφές που διευθύνονταν από τον κ. Ραγκαβή. Πρόκειται για αποσπασματικά κατάλοιπα, κεφαλές, μέλη, τμήματα ενδυμάτων, που δεν δοκίμασαν διόλου να συσχετίσουν για να αναστηλώσουν τις μορφές. Όμως αυτά τα κατάλοιπα, άκρως ενδιαφέροντα για την ιστορία της τέχνης, έχουν τέτοιαν ομορφιά ύφους, ώστε μπορούν να ανταγωνιστούν τα γλυπτά του Παρθενώνα».
Ο Γερμανός Φον Φραντς Πετί επισκέπτεται το Άργος το 1878, τότε που πιθανόν ο Σταματάκης έχει ήδη συνθέσει την αρχαιολογική συλλογή της πόλης. Αναφέρει ότι «το Άργος κατέχει, έτσι, μερικούς θησαυρούς της τέχνης της γλυπτικής, που αποκαλύφθηκαν πρόσφατα και αποτελούν την αρχή μιας συλλογής. Μέχρι να αποκτήσει η πόλη ένα μουσείο, οι θησαυροί αυτοί διατηρούνται στο κτίριο του δικαστηρίου». Η μαρτυρία αυτή υποδεικνύει ότι στο κτίριο του Δημαρχείου είχε ξαναβρεί στέγη και η πρώτη λειτουργία του, του 1831, ως δικαστικού καταστήματος, παράλληλα με τη στέγαση της δημοτικής Αρχής. Ο Πετί συνεχίζει αναφέροντας ότι ένας δημοτικός υπάλληλος τον συνόδευσε: «σε ένα γραφείο προς τα πίσω, όπου διατηρούνται οι θησαυροί. Σε μια γωνιά έσκυβε μελαγχολικά ένα αντίγραφο της Αφροδίτης της Μήλου. Το αντίγραφο είναι αρκετά ασήμαντο, μόνο που το άγαλμα, με ύψος ενάμισι πόδι, έχασε το κεφάλι του στο πέρασμα του χρόνου. Στο πλάι, μια ορθογώνια πλάκα με ανάγλυφη γυναικεία κεφαλή. Η έκφραση του προσώπου είναι ενεργητική, το μέτωπο είναι ισχυρό, τα μάτια ορθάνοιχτα, στα πλάγια βρίσκονται δύο φίδια, στραμμένα στην αρχή προς τα πάνω και έπειτα προς τα κάτω (…). Άλλη πλάκα παρουσιάζει ένα νεαρό σε άλογο, κι αυτόν σε ανάγλυφο. Άλλα αποσπάσματα και πολυάριθμα κεραμικά και μπρούτζινα έχουν τοποθετηθεί σε ψηλές ντουλάπες, ανάμεσα σε σκονισμένα αρχεία. Στην αυλή του κτιρίου υπήρχαν πολλά κομμάτια κιόνων και επιστυλίων, που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονται από το Ηραίον».
Την ίδια χρονιά επισκέπτεται το Άργος ο Ζοζέφ Ρενάκ και γράφει ότι «θα επισκεφθούμε ένα μικρό μουσείο αρχαίων καταλοίπων, που αποκαλύφθηκαν στο Ηραίον και συγκεντρώθηκαν στη Δημαρχία (σημείωση: «μου γράφουν από την Αθήνα ότι η πλατεία του Δημαρχείου του Άργους μόλις πήρε το όνομα πλατεία Γαμβέτα – Μάρτιος 1879» χρονολογία έκδοσης του βιβλίου του Ρενάκ)».
«Όταν μπήκαμε, το δημοτικό συμβούλιο συνεδρίαζε, με πουκάμισα, γύρω από ένα τραπέζι κουζίνας. Βλέποντάς μας, αυτοί οι ταπεινοί διάδοχοι των Ατρειδών, σηκώθηκαν και με χάρη μάς παρουσίασαν την αξία του μουσείου τους. Εντυπωσιάστηκα ζωηρά από ένα μικρό μαρμάρινο άγαλμα, που η στάση του είναι ίδια με της Αφροδίτης της Μήλου, λίγο πιο όρθιο (…)».
Αργότερα, το 1886, ο Άγγλος Τζον Ήντουιν Σάντυς γράφει ότι επισκέφθηκε πρώτα «το μουσείο, ένα δωμάτιο στο ισόγειο της Δημαρχίας, στο ίδιο κτίριο με το τοπικό σχολείο. Ο δάσκαλος ξεκλείδωσε την πόρτα» και είδε πολυάριθμα τμήματα γλυπτών, κυρίως από το Ηραίον. Επισημαίνει και αυτός το μικρό άγαλμα που μοιάζει με την Αφροδίτη της Μήλου και ένα άλλο που αναπαριστά νύμφη, όπως και πολλές επιγραφές.
Τέλος, το 1896, οι μαρτυρίες δύο άλλων ταξιδιωτών μάς οδηγούν και πάλι στην αρχαιολογική συλλογή του μουσείου. Ο Γκυστάβ Λαρουμέ γράφει ότι «στο Δημαρχείο υπάρχουν ορισμένα όμορφα θραύσματα γλυπτών, που σχηματίζουν μικρό μουσείο», ενώ ο αβάς Ε. Λε Καμύ, αφού πρώτα ταυτίζει τη σημερινή πλατεία του Αγ. Πέτρου, με τον νεόκτιστο τότε ομώνυμο ναό, με την … αρχαία αγορά του Άργους (ακόμα δεν είχε ανασκαφεί η πραγματική θέση της), αναφέρει ότι «το μουσείο, σε μία από τις αίθουσες της Δημαρχίας, είναι μέτριου ενδιαφέροντος», τα περισσότερα εκτιθέμενα ευρήματα προέρχονται από το Ηραίον. «Τα θραύσματα που συνελέγησαν θα έπρεπε να μας δώσουν μία ιδέα για τους δύο μεγάλους καλλιτέχνες που συνέδεσαν το όνομά τους με αυτό το αριστούργημα (σημ. τον ναό της Ήρας). Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει. Αυτά τα αποσυνδεμένα κατάλοιπα, κεφαλές, μέλη, επιτύμβιοι λίθοι, μετόπες, επιγραφές, όλα θλιβερά κομματιασμένα, δεν λένε σπουδαία πράγματα (…)». «Και αφού ξαναβρήκαν ένα ανάγλυφο που αναπαριστά την Τελέσιλλα (sic, από την πλευρά μας, φαίνεται ότι ήδη είχε εμπεδωθεί ο σχετικός μύθος), την ποιήτρια και πατριώτισσα που υπήρξε από τις δόξες του Άργους, γιατί δεν βρίσκεται εδώ; Ένας πλούσιος ιδιοκτήτης της πόλης το κράτησε και το φυλάει στο σπίτι του, μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα».
Πριν κλείσουμε αυτή την ενότητα, μεταφέρουμε εδώ μία περίεργη σημείωση του Γιάννη Βλαχογιάννη από το αρχείο του (σημ. 7), μεταφορά από φύλλο της εφημερίδας «Eφημερίς», σύμφωνα με την οποία το 1854 οι Μπούρσιαν και Ραγκαβής έσκαψαν στο Ηραίο και βρήκαν «χιλιάδες κουκλών και άλλας αρχαιότητας, αίτινες εξετέθησαν εν τω δημαρχιακώ καταστήματι Άργους. Εκ τούτων σήμερον ουδεμία υπάρχει, άπασαι δ’ απωλέσθησαν». Τη σημείωσή του έχει τιτλοφορήσει «Aρχαιοκαπηλεία εν Άργει».
Στο Ημερολόγιον του Σκόκου, δώδεκα χρόνια αργότερα (σημ. 8), μεταφέρεται απόσπασμα από έργο του Εδουάρδου Έγγελ, στο οποίο αναφέρεται ότι το «μουσείον εύρηται έν τινι πενιχρά οικοδομή» και ότι «αξιόλογος κατάλογος των εν αυτώ, εκπονηθείς υπό του εν Βερολίνω πρέσβεως Αλ. Ραγκαβή» βρίσκεται στο μουσείο, τέλος δε ότι οι Αργίτες δεν κρατούν όσα αρχαία βρίσκουν, αλλά τα παραδίδουν στο μουσείο. Οι πληροφορίες αυτές είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσες, όπως θα δούμε στη συνέχεια, κυρίως για την ύπαρξη καταλόγου, ο οποίος στα 1911, όταν γράφει ο Βαρδουνιώτης, προφανώς είχε πια υπερκερασθεί από το πλήθος των νέων ευρημάτων, ιδίως μετά τις ανασκαφές στο Άργος. Για «μουσείο ενός δωματίου» κάνει λόγο και η Ίζαμπελ Άρμστρονγκ, σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη δημοσίευση αποσπάσματος βιβλίου της σε τοπικό περιοδικό (σημ. 9).
Τέλος, ως προς τη φύλαξη του μουσείου είναι χαρακτηριστικό ένα μικρό σημείωμα τοπικής εφημερίδας, σύμφωνα με το οποίο, όταν ο τότε ανασκαφέας του Ηραίου Βαλστάιν επισκέφθηκε το μουσείο, διαπίστωσε ότι έλειπαν αγγεία που είχε δει σε προηγούμενη επίσκεψή του κι όταν ρώτησε τον «επιστάτη» τι απέγιναν, αυτός απάντησε ότι ξένοι επισκέπτες «χάριν φαίνεται ενθυμήσεως λαμβάνουσιν από ταύτα»! Και η εφημερίδα προσθέτει ειρωνικά: «Ημείς νομίζομεν ότι δεν πρέπει να γίνηται λόγος περί αυτών, διότι είναι μικρά αντικείμενα ανάξια φυλάξεως!!!» (εφημ. «Αγαμέμνων», 10-4-1854).
Η κλοπή που σημειώθηκε στην αρχαιολογική συλλογή του Άργους, η οποία, από όσα εκθέσαμε ήδη, φαίνεται ότι δεν είχε τύχει ιδιαίτερης φροντίδας και φύλαξης, μετά την οργάνωσή της από τον Π. Σταματάκη και τη σύνταξη καταλόγου από τον Ραγκαβή, σφράγισε την τύχη της κατά το πέρασμα στον 20ό αιώνα. Σε εφημερίδες της εποχής η κατάσταση παρουσιάζεται με αρκετά ανάγλυφο τρόπο. Στα μέσα του 1901 δημοσιεύεται η είδηση (σημ. 10) ότι η συλλογή πρόκειται να μεταφερθεί στο Ναύπλιο, είδηση που συνοδεύεται από το σχόλιο: «Δεν μας αφήκαν τίποτε. Μας έχουν διαγράψει όλους (οι) επάνω. Μας αφήρεσαν όλα τα οποία είχομεν. Μας αφήκαν έρημον τον στρατώνα. Μας κοροϊδεύουν όλους. Και αφού τίποτε, τίποτε δεν έχομε, μας αφαιρούν και το Μουσείον μας. Σημείον ότι στο μέλλον θα βάλουν φωτιά να μας κάψουν. Ο άμοιρος αυτός και άτυχος τόπος είναι διαγεγραμμένος από τους αρμοδίους».
Βεβαίως, παρόμοια σχόλια δεν έπαψαν να δημοσιεύονται στον τοπικό Τύπο του Άργους, όχι μόνο για το μουσείο αλλά και για πλείστα όσα θέματα της πόλης. Η εποχή του Δημάρχου Σπ. Καλμούχου, που προίκισε την πόλη με τη νεοκλασική αγορά, το κτίριο παράπλευρα του Δημαρχείου, και με την ίδια την αναμόρφωση του δημαρχιακού κτιρίου (αρχιτέκτονάς τους ο από τους σημαντικούς αρχιτέκτονες της εποχής Π. Καραθανασόπουλος,1889-1890), είχε παρέλθει. Και η νοοτροπία ότι οι άλλοι «φταίνε για το κατάντημα του Άργους», όμως ουδείς από τους τοπικούς αρμοδίους και «φυσικά» κανένας από τους κατοίκους του, μία νοοτροπία που δεν έχει εξαφανιστεί ούτε στις μέρες μας, διαπιστώνεται πως έχει βαθιές τις ρίζες της. Αντίστοιχή της είναι εκείνη για τη «διεθνή συνωμοσία» κατά της Ελλάδας και των Ελλήνων, πλήρως ανεύθυνων και αθώων κατ’ αυτήν…
Πέντε μήνες αργότερα, από την ίδια εφημερίδα (σημ. 11) πληροφορούμαστε ότι το μουσείο είχε κλείσει περίπου προ διετίας, λόγω της κλοπής τριών αγαλμάτων. Οι δράστες της κλοπής, μη κατονομαζόμενοι και προσδιοριζόμενοι, είχαν ανακαλυφθεί και τιμωρηθεί (δεν αναφέρεται η τύχη των ίδιων των αγαλμάτων, ούτε ποια ακριβώς ήταν), όμως η σχετική ανάκριση που δεν είχε ολοκληρωθεί κρατούσε το μουσείο κλειστό. Και γίνεται έκκληση προς τον δήμαρχο να φροντίσει να ξανανοίξει το μουσείο, ώστε να μη μειώνεται η υπόληψη της πόλης έναντι των ξένων.
Λίγες μέρες αργότερα (σημ. 12) δίδεται η είδηση ότι εισαγγελέας είχε ζητήσει από το Υπουργείο Παιδείας να ορίσει έφορο που να παρευρίσκεται κατά τη στιγμή της «αποσφράγισης» της αρχαιολογικής συλλογής, αλλά και ότι ο μόνος έφορος του μουσείου που υπήρχε είχε παραιτηθεί προ καιρού και κανένας δεν είχε ζητήσει την αντικατάστασή του. Όμως λίγους μήνες αργότερα το Υπουργείο διόρισε «Επιμελητήν των εν Άργει αρχαιοτήτων» τον Δημ. Βαρδουνιώτη, ενώ πλέον κατονομάζεται ο δεύτερος από τους αρχαιοκαπήλους, ο σιδηρουργός Π. Λιμνιάτης, που καταδικάσθηκε στο Ναύπλιο σε 8 μήνες φυλακή (σημ. 13).
Το μουσείο συνέχισε να παραμένει κλειστό (σημ. 14), αλλά τον Ιούλιο 1902 ο δήμαρχος Εμμ. Ρούσσος είχε λάβει πρόνοια για την επισκευή της αίθουσας και την προστασία των παραθύρων της με σιδερένια κιγκλιδώματα. Η εφημερίδα που αναφέρει την είδηση (σημ. 15), συντασσόμενη από τον ίδιο τον Βαρδουνιώτη, μας πληροφορεί επίσης ότι κατατέθηκαν και άλλες αρχαιότητες στη συλλογή και ότι ο ίδιος ο Βαρδουνιώτης, με ένταλμα Ειρηνοδίκη, κατέσχε στην οικία του Θ. Κοντογιάννη και μετέφερε στη συλλογή δύο ανάγλυφα, πήλινα ειδώλια, αγγεία και αρχαία νομίσματα.
Άλλα μεγάλα αγγεία είχαν κατασχεθεί «εις χείρας γυναικός τινος». Ο Βαρδουνιώτης είχε αρχίσει την ειδολογική τακτοποίηση των αντικειμένων, για τα μικρά από τα οποία είχε παραγγείλει μεγάλες ντουλάπες. Μετά την τακτοποίηση θα ακολουθούσε γενική απογραφή και ακριβής κατάλογος, εκφραζόταν δε η ελπίδα ότι έτσι το μουσείο θα γινόταν ένα από τα καλύτερα επαρχιακά.
Εννέα χρόνια αργότερα, δηλαδή το έτος που ο Βαρδουνιώτης δημοσιεύει στη «Δαναΐδα» το εμπεριστατωμένο άρθρο του, σε άλλη τοπική εφημερίδα (σημ. 16) δημοσιεύεται πολύ σημαντικό σχόλιο, που περιγράφει την κατάσταση στο μουσείο. Κανένας δεν ζητεί να το επισκεφθεί, επειδή όλα τα αξιόλογα αντικείμενά του είχαν μεταφερθεί στην Αθήνα, ώστε οι εκεί αρχαιολόγοι να τα μελετήσουν. Μόνο θραύσματα αγγείων και αρχαίες επιγραφές είχαν παραμείνει σε αυτό, πράγμα που συνεχιζόταν και το επόμενο έτος (σημ. 17), παρά τη δεύτερη περίοδο των ανασκαφών του Φόλγκραφ. Γι’ αυτό και η εφημερίδα τόνιζε ότι καλύτερα να έκλεινε το μουσείο, που κατελάμβανε «ασκόπως» μια αίθουσα του Δημαρχείου, ή να «πλουτισθεί και να γίνει τέλειον», με την επιστροφή και των αντικειμένων που παρέμεναν στην Αθήνα. Ανάλογα τονίζονται και το επόμενο έτος (σημ. 18), ενώ το 1915 κρούεται ο κώδωνας του κινδύνου ότι αν το μουσείο δεν μεταφερθεί σύντομα σε καταλληλότερη αίθουσα, θα μεταφερθούν τα αντικείμενα στο μουσείο του Ναυπλίου. Λίγες μέρες νωρίτερα ο Επόπτης Αρχαιοτήτων στην Αργολιδοκορινθία Φιλαδελφεύς είχε επιθεωρήσει το μουσείο και «απεκόμισεν» κακές εντυπώσεις, κυρίως για το ότι οι αρχαιότητες ήταν τοποθετημένες σε εντελώς ακατάλληλο χώρο του Δημαρχείου (σημ. 19).
Βρισκόμαστε πλέον στην περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και σε όσα τον ακολούθησαν. Διχασμός, εκστρατεία στη Μ. Ασία, Μικρασιατική Καταστροφή, ενώ σε τοπικό επίπεδο παύει να εκδίδεται κάθε τοπική εφημερίδα. Μόνον ενδελεχής έρευνα στα δημοσιεύματα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και στα τυχόν διασωζόμενα αρχεία του Υπουργείου Παιδείας ενδεχομένως θα μπορούσε να μας παράσχει στοιχεία για την αρχαιολογική συλλογή του Άργους μέχρι τον προχωρημένο Μεσοπόλεμο.
Στις εφημερίδες του Άργους που αρχίζουν να εκδίδονται μετά το 1925 εντοπίζουμε ότι η αρχαιολογική συλλογή συνεχίζει να στεγάζεται στο ισόγειο του Δημαρχείου και ότι μεταφέρεται σε αίθουσα του παράπλευρου κτιρίου, επί της σημερινής οδού Βασ. Σοφίας (όπου σήμερα στεγάζονται υπηρεσίες του Δήμου), που τότε στέγαζε το Ελληνικό Σχολείο (σημ. 20).
Κομβικό, όμως, για την ίδρυση μουσείου στο Άργος είναι το έτος 1931, οπότε με Υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Παπανδρέου σχεδιάζεται και αρχίζει να υλοποιείται εντατικά κτιριακό πρόγραμμα για την ανέγερση ολόκληρης σειράς νέων σχολικών κτιρίων.
Έτσι, δίδεται η πληροφορία ότι διάταγμα του Υπουργείου Παιδείας πρόβλεψε την ίδρυση μουσείου στο Άργος (σημ. 21), ενώ ο τότε δήμαρχος Κ. Μπόμπος φαίνεται να πέτυχε τη χορήγηση πίστωσης 600.000 δραχμών από το ίδιο Υπουργείο, για την ίδρυση του μουσείου στην οικία Καλλέργη (σημ. 22). Σε λίγες μέρες, ειδική επιτροπή για το μουσείο Άργους, υπό την προεδρία του Νομάρχη Παπαδάμ και μέλη την Έφορο Αρχαιοτήτων Σέμνη Καρούζου (που μέχρι το τέλος της ζωής της δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για το Άργος), τον πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Αρ. Παιδάκη και τον γυμνασιάρχη (μόνιμα μέλη), και με αιρετά μέλη τους Γεώργιο Μέντζο, Γ. Κωνσταντόπουλο και Ανδρέα Καρατζά, επισκέφθηκε την οικία Καλλέργη και γνωμάτευσε πως είναι κατάλληλη για να στεγάσει το μουσείο (σημ. 23).
Δύο χρόνια αργότερα, και αφού έχουν μεσολαβήσει οι γνωστές ανώμαλες πολιτικές εξελίξεις, με στρατιωτικά κινήματα κ.λπ., δεν έχει σημειωθεί καμία εξέλιξη στο ζήτημα του μουσείου, ενώ τοπική νέα εφημερίδα (σημ. 24), υπό τον εύγλωττο τίτλο «Υπάρχει Μουσείον;» διεκτραγωδεί την υπάρχουσα κατάσταση και ζητά να τακτοποιηθούν οι αρχαιότητες στην αίθουσα όπου έχουν μεταφερθεί, να καθορισθούν ώρες επίσκεψης και να τοποθετηθεί πινακίδα που να δείχνει πού βρίσκεται…
Η ίδια εφημερίδα, και μέχρι να πάψει την έκδοσή της με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν παύει να δημοσιεύει άρθρα για την επιτέλους ίδρυση μουσείου στο Άργος (σημ. 25). Από άρθρο της του 1935 μαθαίνουμε ότι στο Υπουργείο Παιδείας υπήρχαν «δύο σχέδια», από τα οποία το ένα αφορούσε τη μετατροπή της οικίας Καλλέργη και το δεύτερο την οικοδόμηση νέου κτιρίου (λύση που πρόκρινε και η εφημερίδα). Αργότερα, το 1936, πληροφορεί ότι από τον Δεκέμβριο του 1933 ο Δήμος Άργους είχε λάβει την απόφαση, την οποία γνωστοποίησε στο Υπουργείο, να δωρίσει οικόπεδο κοντά στο κτίριο Καλλέργη, όπου θα μπορούσε να ανεγερθεί «μεγαλοπρεπές κτίριον» με δαπάνη και του Υπουργείου Συγκοινωνιών, «εις το ισόγειον του οποίου θα εστεγάζετο το Μουσείον και εις τους άνω ορόφους αι υπηρεσίαι 3Τ» (ταχυδρομείο, τηλεγραφείο, τηλεφωνείο). Από τότε είχε αρχίσει η υποβολή «φαεινών» κτιριακών ιδεών, που μέχρι σήμερα δεν παύουν να υποβάλλονται, υπό νέες βεβαίως μορφές, ταλανίζουν το Άργος, προκαλούν διαρκείς αναβολές στην εκπόνηση οιασδήποτε ορθολογικής πρότασης για χρήση σημαντικών κτιρίων και, σε τελευταία ανάλυση, προκαλούν θυμηδία και ειρωνικά σχόλια για το πολιτισμικό επίπεδο της πόλης…
Σε άλλα σχόλια της ίδιας εφημερίδας, επί δικτατορίας Μεταξά, το 1938, δημοσιεύονται οι πληροφορίες ότι το κονδύλι του Υπουργείου Παιδείας για το μουσείο δύο φορές είχε εγγραφεί στους ετήσιους προϋπολογισμούς του και δύο φορές είχε διαγραφεί, διότι… δεν υπήρχε νόμος για την ανέγερση μουσείων, παρά μόνο για επισκευές ή συμπληρώσεις τους (sic). Γι’ αυτό και το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να δωρίσει το ίδιο το κτίριο Καλλέργη, και πράγματι προέβη στη δωρεά, αλλά κεντρικά κρίθηκε ακατάλληλο για τον σκοπό αυτό.
Ο Δήμος Άργους φαίνεται ότι συνεχίζει αμέθοδες προσπάθειες, που τελικά αποδεικνύονται πλήρως ατελέσφορες, όπως και εκείνη, την ίδια εποχή, για ίδρυση Πνευματικού Κέντρου στην πόλη.
Σε αχρονολόγητο τμήμα επίσημης έκθεσης του ελληνικού κράτους, όπου καταγράφονται οι καταστροφές που προκάλεσαν στη χώρα οι Αρχές Κατοχής (σχετικά εκδόθηκε στα αγγλικά και «Μαύρη Βίβλος», σε μεγάλο σχήμα), περιλαμβάνεται και μνεία για το ότι κατά την περίοδο αυτή κλάπηκαν ευρήματα τα οποία βρίσκονταν στο μουσείο Άργους. Η αρχαιολογική συλλογή είχε επανέλθει στο ισόγειο του Δημαρχείου, είχε εμπλουτισθεί με ευρήματα των νέων ανασκαφών Φόλγκραφ, κατά τη δεκαετία του 1930 (σημ. 26), αλλά παραμένει εντελώς άγνωστο αν είχε συνταχθεί νέος κατάλογος των αντικειμένων ή, επιτέλους, αν είχε ενημερωθεί ο παλαιός, που σίγουρα υφίστατο από την εποχή των Σταματάκη – Ραγκαβή – Βαρδουνιώτη.
Έτσι, παραμένει στο σκοτάδι τι ακριβώς αφαιρέθηκε από τη συλλογή αυτή, αν εντοπίστηκαν μεταπολεμικά, στις πρώην χώρες Κατοχής της χώρας μας, αντικείμενα ή έστω στοιχεία για τα αφαιρεθέντα αντικείμενα, όπως και αν και πώς και με ποιο αποτέλεσμα τυχόν διεκδικήθηκαν από τις ελληνικές Αρχές. Κυκλοφόρησαν, βεβαίως, και εξακολουθούν να κυκλοφορούν ακόμα στην πόλη, ιδιαίτερα μεταξύ των παλαιοτέρων, «πληροφορίες» για κλοπές και για Γερμανούς και Ιταλούς που τις διέπρατταν, αλλά χωρίς τίποτε το συγκεκριμένο.
Τέλος, δεν έχει ποτέ διευκρινισθεί πόσα και ποια, τελικά, αντικείμενα της αρχαιολογικής συλλογής όδευσαν προς το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών και αν, ποια και πότε τυχόν «επέστρεψαν» στο Άργος. Αλλά και δεν έχω πληροφόρηση αν εκείνα τα αντικείμενα που εντοπίζονται στην αρχαιολογική συλλογή κατά τον 19ο αιώνα, από ξένους ταξιδιώτες βρίσκονται σήμερα στο μουσείο.
Με την επανέκδοση της εφημερίδας «Ασπίς», υπό την αποκλειστική διεύθυνση πια του τυπογράφου Ι. Ψωμαδάκη, επαναλαμβάνεται τακτική αρθρογραφία, από το 1950, και λίγο πριν ξαναρχίσει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή συστηματικές ανασκαφές στο Άργος, αλλά και η δική μας Αρχαιολογική Υπηρεσία τις σωστικές ανασκαφές, για την ίδρυση του αρχαιολογικού μουσείου (σημ. 27). Σε φύλλο της 16-5-1954 δημοσιεύεται επίσημη απάντηση του τότε Γεν. Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας Κωνσταντίνου Γεωργούλη, του γνωστού φιλολόγου, ότι καταρχήν αποφασίσθηκε να ιδρυθεί Μουσειακή Συλλογή (sic) στο Άργος, υπό την προϋπόθεση (που όμως… αποτελούσε δεδομένο, μετά την απόφαση περί δωρεάς από τον Δήμο Άργους) να εγκατασταθεί στο «μέγαρο Καλλέργη» και «εφόσον τούτο ήθελεν επισκευασθεί».
Τελικά, η ανέγερση του νέου μουσείου αναλαμβάνεται με έξοδα του γαλλικού κράτους, σε σχέδια του Ρώσου αρχιτέκτονα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών Φομίν, με αξιοποίηση του κτιρίου Καλλέργη και με την ανέγερση νέας πτέρυγας, που ο Φομίν όχι μόνο πρόβλεψε ανατολικά του Καλλέργειου, αλλά τη «σφήνωσε» στην πλευρά του προς νότο. Δυστυχώς εξαφάνισε και όλες τις ιστορικές πλέον τοιχογραφίες στο εσωτερικό του ερειπωμένου κτιρίου (λεπτομέρειες βλ. στη μελέτη μου για την ιστορία του κτιρίου αυτού), ενώ δεν πρόβλεψε την αναστήλωση του προστυλίου του, για το οποίο δεν υπήρχαν μεν τότε διαθέσιμες οι αναπαραστάσεις του, όπως του Στάντεμαν, όμως ήταν σαφέστατα ορατές οι βάσεις στήριξης των δοκών αυτού του προστυλίου, που ο Φομίν τις έχει αποτυπώσει, ενώ στο καποδιστριακό σχέδιο πόλης σαφώς και εμφανίζεται το προστύλιο σε κάτοψη. Θεωρώ ότι κατά τη μελλοντική ανασυγκρότηση του μουσείου Άργους, που έχει προγραμματισθεί, θα πρέπει να αποκατασταθεί η ανατολική πλευρά του «Καλλέργειου» και να απελευθερωθεί από τη «σφήνα», καθώς και ότι ο Δήμος θα πρέπει να το απαλλάξει από το βάρβαρο πρόσκτισμα, στη νότια πλευρά, που παλαιότερα το είχε νοικιάσει σε σιδηρουργείο και σήμερα σε φαστφουντάδικο. Η αντίληψη του μπουρδουκλώματος μουσείου –«3Τ»– και όποιας άλλης χρήσης, κολλητά στο μουσείο, είναι καιρός να πάρει τέλος.
Μέσα σε ένα χρόνο (1956-1957) είχαν λυθεί όποια ζητήματα παρουσιάστηκαν για τη δημιουργία του μουσείου και είχε επισκευασθεί το «Καλλέργειο» (σημ. 28), στο ισόγειο του οποίου εκτέθηκαν τα ευρήματα από τις ανασκαφές στη Λέρνα, από τον Τζον Κάσκυ (σημ. 29), ενώ τελείωσε στις αρχές του 1959 η νέα πτέρυγα, όπου άρχισαν να τοποθετούνται προθήκες, για να μεταφερθούν οι αρχαιότητες από το ισόγειο του κτιρίου της Εμπορικής Σχολής (παλαιότερα, του Ελληνικού Σχολείου), όπου και πάλι είχαν μετακομίσει από το ισόγειο του Δημαρχείου (σημ. 30).
Έτσι, στις 25 Ιουνίου 1961 έγιναν με κάθε επισημότητα τα εγκαίνια του συγκροτήματος του μουσείου Άργους (σημ. 31). Ανακαίνιση του Μουσείου, περιορισμένης έκτασης, έγινε το 1991 (σημ. 32), ενώ από το 1995 άρχισαν να εμφανίζονται desiderata, δίχως όμως χωροταξική και τεχνική θεμελίωση, για δημιουργία νέου μουσείου, στον ευρύτερο χώρο της Αρχαίας Αγοράς. Το σημερινό μουσείο είναι αλήθεια ότι έχει υπερκορεσθεί από τη συγκέντρωση αρχαιοτήτων και μία προσωρινή λύση για μεταφορά μέρους των αρχαιοτήτων σε αποθήκη του Δήμου Άργους παρουσιάζει πλήθος μειονεκτημάτων. Το 2005, σε θερινή επίσκεψή του στο Άργος, ο τότε υφυπουργός Πολιτισμού Π. Τατούλης δήλωσε ότι «το Υπουργείο είναι αποφασισμένο να προχωρήσει στη δημιουργία ενός νέου μεγάλου και σύγχρονου μουσείου, που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών και θα διαθέτει, παράλληλα, σύγχρονους αποθηκευτικούς χώρους».
Πέντε χρόνια νωρίτερα, πάλι σε θερινή επίσκεψη, ο τότε Υπουργός Πολιτισμού Θ. Πάγκαλος δήλωσε ότι: «Για το μουσείο Άργους: καταλήξαμε στην απόφαση ότι πρέπει να δημιουργηθεί νέο μουσείο. Ο δήμαρχος θα προτείνει τους υπάρχοντες χώρους στο νέο σχέδιο του Άργους, το κατάλληλο ακίνητο, εντός του οποίου θα ξεκινήσουμε τη διαδικασία, ελπίζοντας να γίνει έναρξη των εργασιών μέσα στην τετραετία» (σημ. 33).
Τελικά, τον Απρίλιο του 2010 ανακοινώθηκε ο εκσυγχρονισμός του υπάρχοντος μουσείου και ότι το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ενέκρινε τη σχετική αρχιτεκτονική μελέτη (σημ. 34).
Στο Άργος συγκροτείται μια πρώτη αρχαιολογική συλλογή και στεγάζεται, ίσως και πριν τα μέσα του 19ου αιώνα, σε αίθουσα του ισογείου του κτιρίου του Δημαρχείου Άργους, που κτίσθηκε το 1830 και στέγασε αρχικά το «Ανέκκλητον Δικαστήριον» του νέου ελληνικού κράτους. Υπάρχουν πολλές, αλλά όχι λεπτομερείς πληροφορίες για τα αντικείμενα του μουσείου και, πάντως, μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή του μέσα στο χρόνο, μέσα από πολύτιμες πληροφορίες που δημοσιεύονται στον τοπικό Τύπο (άρθρα, σχόλια, ειδήσεις). Οι Π. Σταματάκης και Αλ. Ραγκαβής ήταν αυτοί που κατέταξαν τα αντικείμενα της αρχαιολογικής συλλογής και συνέταξαν τους πρώτους καταλόγους, ενώ ο ιστορικός του νεότερου Άργους Δημ. Βαρδουνιώτης διετέλεσε Επιμελητής-Έφορός της και μερίμνησε στη συνέχεια για τη συλλογή αυτή.
Ήδη από την αρχή του 20ού αιώνα διαμορφώθηκε το αίτημα για δημιουργία μουσείου στην πόλη. Κατά τον Μεσοπόλεμο αναλήφθηκαν συγκεκριμένες ενέργειες για τον σκοπό αυτό και εγγράφηκε σχετικό κονδύλι στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας. Εσωτερικές ασυστηματοποίητες και δίχως προφανή συνέχεια ενέργειες και γνώμες, αλλά και κεντρικές ανωμαλίες εμπόδισαν την υλοποίηση της δημιουργίας του. Μεταπολεμικά, με δαπάνες του Γαλλικού κράτους, συγκροτήθηκε το σημερινό Μουσείο Άργους, αλλά με ασύμβατες επεμβάσεις στεγάσθηκε στο ιστορικό κτίριο του Δημ. Καλλέργη (κτίσθηκε το 1830). Σήμερα σχεδιάζεται ο εκσυγχρονισμός του, ενώ κατά την περασμένη δεκαετία γενικές προτάσεις για δημιουργία νέου μουσείου και υπουργικές υποσχέσεις φαίνεται να επαναλαμβάνουν, με αναπάντεχο τρόπο, την «πορεία» του μουσείου κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Στις αρχές του 2012 κυκλοφόρησε το έργο της Ντόρας Βασιλικού «Το χρονικό της ανασκαφής των Μυκηνών, 1870-1878» (έκδοση της Αρχαιολογικής Εταιρείας). Στο έργο αυτό αναδεικνύεται ο σημαντικός ρόλος του αρχαιολόγου Παν. Σταματάκη και αξιοποιείται το αρχείο του, όσον αφορά τις ανασκαφές των Μυκηνών κατά τη δεκαετία του 1870. Μεταξύ άλλων δίδεται η πληροφορία ότι, το φθινόπωρο του 1878, ξεκίνησε έρευνες στο Άργος και στο Ναύπλιο, αρρώστησε βαριά με ελονοσία, η οποία και τον οδήγησε στο θάνατο το 1885 (σελ. 185, 105, 81). Αλλά και πριν το 1878 ο Σταματάκης βρισκόταν σε επαφή με το Άργος, όπως το 1873, από όπου γράφει επιστολή στον Στέφ. Κουμανούδη (σελ. 83, σημ. 193), το 1876, από όπου συντάσσει επιστολή προς τον Νομάρχη Αργολίδας, και το 1877, οπότε συντάσσει άλλη επιστολή προς τον πρόεδρο της Αρχ. Εταιρείας (σελ. 204-205).
Σύμφωνα με τα Πρακτικά της Αρχ. Εταιρείας (συνεδρίαση της 24-11-1876), οι Αργείοι ήθελαν να κρατήσουν τα αρχαία των Μυκηνών επί τόπου, αλλά αντέδρασε ο αντιπρόεδρός της Φιντικλής, που βρισκόταν για λίγες μέρες στις Μυκήνες, διότι στο Άργος δεν υπήρχε κατάλληλος χώρος ούτε για εναπόθεση ούτε για μελέτη (σελ. 137).
Έτσι ενισχύονται οι πληροφορίες του Βαρδουνιώτη που δημοσιεύουμε στη μελέτη μας, ιδιαίτερα όσον αφορά την παραμονή του Σταματάκη στο Άργος και την τακτοποίηση από αυτόν της αρχαιολογικής συλλογής της πόλης, τον Νοέμβριο του 1878, αλλά και την κατά καιρούς διαπιστωνόμενη έλλειψη επαρκούς χώρου για τις αρχαιότητες.
Βασίλης Κ. Δωροβίνης
Δικηγόρος, πολιτικός επιστήμων, ιστορικός
* Η μελέτη είναι υπό δημοσίευση στην επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση «Αργειακή Γη».
** Copyright για το κείμενο και τις παλαιές φωτογραφίες και εικόνες: Βασίλης Δωροβίνης. Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή του δίχως τη ρητή άδεια του συγγραφέα.