Στις προϊστορικές θέσεις του αρχαιολογικού χάρτη του Αιγαίου προστέθηκε το 1992 το Κουκονήσι Λήμνου, μία μικρή νησίδα στον μυχό του κόλπου του Μούδρου, πολύ κοντά στο ομώνυμο σημερινό χωριό. Τον Σεπτέμβριο της χρονιάς εκείνης, ύστερα από χωροσκοπήσεις (survey) διενεργήθηκε για πρώτη φορά ολιγοήμερη ανασκαφική έρευνα (Τομή 1, στο χαμηλότερο ανατολικό τμήμα της νησίδας) από τον γράφοντα σε συνεργασία με την Κ’ Εφορεία Κλασικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων. Από το 1994 άρχισαν συστηματικές ανασκαφές (Τομή 2, στο υψηλότερο βορειοανατολικό πλάτωμα, το επoνομαζόμενο Κούκονος), αφού πρώτα το έργο εντάχθηκε στα ερευνητικά προγράμματα της Ακαδημίας Αθηνών με τίτλο «Έρευνα στον προϊστορικό οικισμό Κουκονήσι Λήμνου». Έκτοτε οι συστηματικές ανασκαφές, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα υπό τη διεύθυνση του γράφοντος, καταδείχνουν ολοένα και σαφέστερα τη μεγάλη αρχαιολογική σημασία της νησίδας, η οποία, ως λιμένιος, φύσει ασφαλής οικισμός, γνώρισε εξαιρετική άνθηση κατά την Πρώιμη, Μέση και Ύστερη Χαλκοκρατία, για δύο περίπου χιλιετίες (3200/3000 π.Χ.-12ος αι. π.Χ.), με ικανά μεσοελλαδικά, μινωικά και, στη συνέχεια, μυκηναϊκά στοιχεία, ενώ σκόρπια κεραμικά ευρήματα τεκμηριώνουν τη φθίνουσα κατοίκησή της μέχρι τουλάχιστον τους Πρωτογεωμετρικούς και Αρχαϊκούς χρόνους.
Μετά την πρώτη δοκιμαστική τομή του 1992, η επιλογή του πλατώματος Κούκονος για τη διενέργεια συστηματικής πλέον έρευνας αποφασίσθηκε με γνώμονα αφενός την εκεί πυκνότητα επιφανειακών προϊστορικών ευρημάτων διαφόρων εποχών (κεραμική, σφονδύλια, λίθινα και οστέινα εργαλεία, μυλόπετρες κ.ά.) και, αφετέρου, τη βάσιμη πεποίθηση ότι ολόκληρο το πλάτωμα –το υψηλότερο της νησίδας– δημιουργήθηκε τεχνητά από τη συνεχή, σχεδόν δισχιλιετή, κατοίκηση του χώρου, με επάλληλες οικιστικές φάσεις. Σκόρπιο οικοδομικό υλικό από την άροση των αγροτεμαχίων ερχόταν ως πρόσθετη ένδειξη για μια πολλά υποσχόμενη ανασκαφή στον Κούκονο. Και, πράγματι, οι προσδοκίες μας επιβεβαιώθηκαν ήδη με την έρευνα του 1994.
Οι επάλληλες οικιστικές φάσεις που έρχονται στο φως, η εξαίρετη διατήρηση των οικοδομικών λειψάνων (κυρίως της Μέσης Χαλκοκρατίας 2000/1900 π.Χ.-17ος αι. π.Χ.), τα κλειστά ανασκαφικά σύνολα που σφραγίσθηκαν έπειτα από σεισμούς σε διάφορους χρονικούς ορίζοντες, η αφθονία της κεραμικής (ντόπιας και εισαγμένης) καθώς και τα λογής άλλα τεχνήματα συναρθρώνουν ένα στιβαρό σύνολο πληροφοριών τόσο για τη ζωή και τις δραστηριότητες του προϊστορικού οικισμού στον Κούκονο διαχρονικά όσο και για τις διασυνδέσεις του με τους άλλους οικισμούς της Λήμνου, αλλά και για την παρουσία και τον ρόλο του σε ένα ευρύτερο αιγαιακό πλαίσιο.
Ευθύς εξαρχής έγινε αντιληπτό ότι οι ανώτερες οικιστικές φάσεις είχαν υποφέρει όχι μόνο από τη μακραίωνη άροση των αγροτεμαχίων, αλλά και από το γεγονός ότι το Κουκονήσι αποτελούσε παραδοσιακά το πρόχειρο «ανοιχτό» λατομείο που πρόσφερε ανέξοδα άφθονο οικοδομικό υλικό στους κατοίκους της περιοχής του Μούδρου για το χτίσιμο οικιών και μαντριών. Ένα τέτοιο μαντρί με μεγάλο λιθόχτιστο περίβολο και λιθεπένδυτο πηγάδι, στο μέσον περίπου του ανατολικού τμήματος της νησίδας, είναι χτισμένο αποκλειστικά από υλικά του προϊστορικού οικισμού.
Με την ανασκαφή όμως του 1994 διαπιστώσαμε και μία άλλη αιτία μερικής διατάραξης των φάσεων της αρχόμενης Ύστερης και της Μέσης Χαλκοκρατίας. Πρόκειται για τη διάνοιξη στην Τομή 2 τεθλασμένου χαρακώματος από τους Συμμάχους κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο στόλος των οποίων, όπως θα δούμε παρακάτω, είχε αγκυροβολήσει στον κόλπο του Μούδρου. Μία αυλακωτή επιμήκης λαμαρίνα από τη στέγαση του χαρακώματος, πολυάριθμες φιάλες κρασιού με αναγραφή της εκάστοτε ξένης μάρκας (ορισμένες από την Ινδοκίνα), αγκράφες στρατιωτικών ζωνών, φυσίγγια, μία κατασκευή από ντόπια συμπαγή τούβλα κ.ά., που εντοπίσθηκαν όλα σε σχετικό βάθος μέσα στο χαράκωμα, ήταν οι χειροπιαστοί μάρτυρες της παραβίασης της στρωματογραφίας από την εκεί διαμονή των ξένων στρατιωτών – ένα είδος «αρχαιολογίας» της νεότερης στρατιωτικής ιστορίας.
Η ακμή του Κουκονησιού, πέρα από την ευνοημένη γεωγραφική του θέση, την προνομιακή γεωφυσική του ταυτότητα και τη γεωμορφολογία της περιοχής του Μούδρου, με τις εκτεταμένες εύφορες πεδιάδες και τα βοσκοτόπια, δεν μπορεί παρά να ιδωθεί σε συνάρτηση και με την καίρια γεωστρατηγική θέση της Λήμνου στο ΒΑ Αιγαίο, κοντά στην είσοδο των Δαρδανελλίων, απέναντι ακριβώς από την Τροία και σε ίση σχεδόν απόσταση ανάμεσα στη θρυλική αυτή πόλη του έπους και τον Άθω. Χάρη ακριβώς στην κομβική της θέση αναπτύχθηκαν πολυάριθμοι οικισμοί κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία –οι περισσότεροι και σημαντικότεροι παραθαλάσσιοι–, ενώ αναδείχθηκε σε σταυροδρόμι στις θαλάσσιες μετακινήσεις προς όλες τις κατευθύνσεις και αναγκαίο όσο και ασφαλές αγκυροβόλιο. Στον ρόλο της αυτό συνέτειναν και οι πολυσχιδείς ακτές της, με ευλίμενους όρμους και κόλπους προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο κόλπος του Μούδρου, όπου και το Κουκονήσι. Εμβριθείς ωκεανογραφικές μελέτες έδειξαν ότι τα ανεμογενή θαλάσσια ρεύματα της περιοχής, με επίκεντρο τη Λήμνο, είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκά για την άσκηση ναυσιπλοΐας.
Αργοναυτικός και Τρωικός κύκλος ως μυθική προβολή πραγματικών γεγονότων και μακραίωνων ναυτικών εμπειριών ανακρατούν ανάγλυφη αυτήν τη σημασία της Λήμνου. Στην πλεύση τους από την Ιωλκό προς Κολχίδα οι Αργοναύτες σταθμεύουν επί μακρόν στο νησί, πριν διεισδύσουν στον Ελλήσποντο. Από την ερωτική συνεύρεση της τότε βασίλισσας της Λήμνου Υψιπύλης με τον Ιάσονα θα γεννηθούν δύο γιοι, ο Θόας και ο Εύνηος (ή Εύνεος), ο οποίος και θα διαδεχθεί αργότερα τη μητέρα του στη βασιλική εξουσία. Στη Λήμνο θα αγκυροβολήσει και ο ενωμένος στόλος των Αχαιών πριν κατευθυνθεί στην αντικρινή Τροία, κι όσο κρατούσε η πολιορκία, μαθαίνουμε από την Ιλιάδα (Η 467-475), ο βασιλιάς Εύνηος ανέπτυξε ζωηρές εμπορικές δοσοληψίες με τους Αχαιούς πολιορκητές (βλ. και παρακάτω).
Οι τροπές της ιστορικής μοίρας της Λήμνου από την Προϊστορική εποχή έως τους Νεότερους χρόνους είναι, πράγματι, στενά συνυφασμένες με την καίρια γεωστρατηγική της θέση στο ΒΑ Αιγαίο «εν θρακίη θαλάσση». Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο ο ναύαρχος Κουντουριώτης ξεκίνησε από τη Λήμνο (1912) την απελευθέρωση των νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου από τον οθωμανικό ζυγό, χρησιμοποιώντας ως ορμητήριο του στόλου του τον ασφαλή κόλπο του Μούδρου για τις δύο νικηφόρες ναυμαχίες της Έλλης (Δεκέμβριος 1912) και της Λήμνου (Ιανουάριος 1913). Στον κόλπο του Μούδρου, εξάλλου, κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε επί μακρόν το αγκυροβόλιό του ο στόλος των αγγλογαλλικών συμμαχικών δυνάμεων, ενώ η συνθήκη ανακωχής των εχθροπραξιών ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους Συμμάχους υπογράφθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1918 πάνω στο αγκυροβολημένο στον Μούδρο αγγλικό πλοίο «Αγαμέμνων», εξ ου και η ονομασία της «Συνθήκη του Μούδρου».
Όταν με τις ανασκαφές στην Τροία ο Σλήμαν έδινε ιστορική υπόσταση στο έπος, με τον ίδιο ενθουσιασμό που θα τον έφερνε στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και τον Ορχομενό, δεν υποπτευόταν ασφαλώς ότι άνοιγε ένα πολυσήμαντο κεφάλαιο στην ιστορία του ΒΑ Αιγαίου. Μπορεί η Τροία, στο μεταίχμιο των κόσμων του Αιγαίου και της Ανατολής, να αναδείχθηκε στο σημαντικότερο κέντρο της περιοχής, δεν ήταν όμως το μόνο. Στον άμεσα γειτονικό νησιωτικό της χώρο αναπτύχθηκαν πολυάριθμοι οικισμοί, προπάντων κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία, συναπαρτίζοντας γεωγραφικά αλλά και από την άποψη του υλικού πολιτισμού τον λεγόμενο παρατρωικό πολιτισμικό κύκλο. Με τις ιταλικές, ειδικότερα, ανασκαφές στην Πολιόχνη, στην ανατολική ακτή της Λήμνου, απέναντι ακριβώς από την Τροία, καταφάνηκε η κεφαλαιώδης σημασία της Λήμνου κατά την 3η χιλιετία π.Χ., εποχή που με την υιοθέτηση και τη διάδοση της μεταλλοτεχνίας, σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση εμπορίου και ναυσιπλοΐας, σημάδεψε αποφασιστικά τη μετέπειτα πορεία του αιγαιακού κόσμου (βλ. και παρακάτω). Έχοντας η Πολιόχνη σαφή χαρακτηριστικά πρώιμης αστικοποίησης οδήγησε πολλούς μελετητές να την χαρακτηρίσουν ως την αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης. Χαρακτηριστικά όμως πρώιμης αστικοποίησης εμφάνιζαν, ως φαίνεται, και μερικά από τα άλλα μεγάλα οικιστικά κέντρα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, όπως η πρόσφατα μερικώς ανασκαμμένη Μύρινα (περιοχή Ρηχά Νερά) στη δυτική ακτή του νησιού, αλλά και το Κουκονήσι, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα ανασκαφικές ενδείξεις.
Στη σημερινή του μορφή το Κουκονήσι είναι μία σχετικώς χθαμαλή νησίδα ακανόνιστα ελλειψοειδούς σχήματος, με μέγιστο μήκος από Β-Ν περίπου 470 μ. και μέγιστο πλάτος από Α-Δ περίπου 380 μ. Το μέγιστο ύψος της από τη μέση στάθμη της θάλασσας ανέρχεται σε 10,06 μ., στο βορειοανατολικό της πλάτωμα, τον Κούκονο, όπου και ο κιονίσκος με το τριγωνομετρικό της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (ΓΥΣ). Με την απέναντι ακτογραμμή του κόλπου τη συνδέει ένας τεχνητός δρόμος, μήκους περίπου 400 μ., τον πυρήνα του οποίου αποτελούν υπολείμματα παλαιότερων δρόμων, στην ίδια ακριβώς θέση, απαραίτητων για πρόσβαση στη νησίδα και τις εκεί καλλιέργειες, που σήμερα περιορίζονται αποκλειστικά στα σιτηρά. Οι προκαταρκτικές όμως παρατηρήσεις σχετικά με τη γεωμορφολογία της περιοχής δείχνουν ότι μέχρι την αυγή τουλάχιστον των Ιστορικών χρόνων το Κουκονήσι θα ήταν συνδεδεμένο με την απέναντι στεριά μέσω ενός χαμηλού αυχένα γης, ο οποίος όμως βαθμιαία εξαφανίσθηκε λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Η άποψη αυτή ενισχύεται και ανασκαφικά καθώς οικιστικά λείψανα διαφόρων φάσεων που ήρθαν στο φως στην Τομή 1 (στην ανατολική παραλιακή ζώνη του Κουκονησιού) βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερο βάθος από ό,τι η σημερινή στάθμη της θάλασσας. Γενικότερα τα νερά ανάμεσα στη νησίδα και την ακτογραμμή είναι εξαιρετικά αβαθή. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις που αποτραβιούνται ολότελα, έχει κανείς τη δυνατότητα στεγνής πρόσβασης στη νησίδα. Οι γεωλογικές έρευνες θα δώσουν επί του προκειμένου μια σαφέστερη εικόνα τόσο για τις γεωμορφολογικές αλλαγές της νησίδας διαχρονικά όσο και για τη σχέση της με την ακτογραμμή του Μούδρου.
Παραδοσιακά οι κάτοικοι του Μούδρου και των γύρω χωριών, αναφερόμενοι στο Κουκονήσι, το αποκαλούν συνήθως ν’σούδ’ (>νησούδι, δηλαδή νησάκι), ονομασία που χρησιμοποιούν ευκαιριακά έως σήμερα και σε νομικές ιδιοκτησιακές πράξεις. Παράλληλα χρησιμοποιείται η ονομασία Κουκονήσι, της οποίας η χρονική αφετηρία παραμένει ασαφής, έχει ωστόσο επικρατήσει πλατιά στις μέρες μας χάρη και στο γεγονός ότι είναι αυτή που υιοθετήσαμε για τις ανασκαφές μας.
Σε παλαιότερες ξένες χαρτογραφήσεις της Λήμνου η νησίδα σημειώνεται με το όνομα Ispatho, Ispatha, δηλαδή η Σπάθα, όπως πιστοποιούν και αντίστοιχες ελληνικές χαρτογραφήσεις. Στην ερμηνεία του το τοπωνύμιο αυτό θα πρέπει να νοηθεί αναλογικά προς τον συνήθη σχηματισμό ελληνικών τοπωνυμίων επί τη βάσει ομοιοτήτων με διάφορα αντικείμενα (Αγκίστρι, Τηγάνι, Δρέπανον κτλ.). Και πράγματι, ιδωμένη η χθαμαλή νησίδα από τα δυτικά, από τη μεριά δηλαδή της θάλασσας, ή από τα ανατολικά, ήτοι από τη στεριά του Μούδρου, προσφέρει μια επιμήκη εικόνα που θα μπορούσε να παρομοιασθεί με σπαθί. Το ίδιο εξάλλου τοπωνύμιο (Σπάθα, Σπαθί), σχετικά συχνό στον αιγαιακό χώρο, έχει δοθεί κυρίως σε ακρωτήρια αλλά και σε βουνοκορφές ή βραχονησίδες.
Λιγότερο αυτονόητη είναι, αντίθετα, η ονομασία Κουκονήσι. Οι ντόπιοι, εκτός από απλοϊκές ετυμολογήσεις που θα δούμε παρακάτω, δεν θυμούνται πώς πήρε το όνομά της η νησίδα. Από τις πιθανές ετυμολογικές εκδοχές ας αναφερθεί εδώ η πλέον εύλογη: να προέρχεται δηλαδή η ονομασία από τη λέξη κούκ(κ)ος στη μεταφορική χρήση της στο λημνιακό αγροτικό ιδίωμα με τη σημασία των λιθοσωρών που στήνονται στα αγροτεμάχια ως οροθέσια ή κατά τον καθαρισμό τους από τις σκόρπιες πέτρες για απρόσκοπτη καλλιέργεια. Η ιδιαζόντως λημνιακή αυτή εκδοχή έχει το πλεονέκτημα να στηρίζεται στη χαρακτηριστική πληθώρα σκόρπιων λίθων της συγκεκριμένης νησίδας, που προέρχονται από την αναμόχλευση με την άροση των αρχαίων οικοδομικών λειψάνων. Έτσι, Κουκονήσι θα σήμαινε η νησίδα με τους πολλούς λιθοσωρούς, τους κούκους. Ενισχυτική της άποψής μας έρχεται επιπλέον η ονομασία Κούκονος –ως μεγεθυντικό ή επιτατικό της λέξης κούκος– που δίνουν οι ντόπιοι στο βορειοανατολικό υψηλότερο πλάτωμα της νησίδας, όπου τα οικοδομικά κατάλοιπα απαντούν σε ακόμη μεγαλύτερη πυκνότητα λόγω των εκεί επάλληλων οικιστικών φάσεων.
Αξίζει να παρατεθούν δύο παρετυμολογικές ερμηνείες των ντόπιων που κατέγραψα το φθινόπωρο του 1992 κατά την πρώτη δοκιμαστική ανασκαφή: Ένας μπέης του γειτονικού Μούδρου, σύμφωνα με τη μία, είχε εγκαταστήσει στη νησίδα, τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τις κοκόνες του, τις γυναίκες δηλαδή του χαρεμιού του (κοκόνα> Κοκονήσι> Κουκονήσι). Περισσότερο γλαφυρή η δεύτερη παρετυμολογία διά στόματος του γέροντα αγρότη Δημήτρη Γρατσώνη, που έχει σιτοχώραφα στο Κουκονήσι, αντλεί άμεσα από το αρχαιολογικό παρελθόν της νησίδας, όπως το αναμόχλευε το άροτρο των Μουδρινών. «Ζούσε», του διηγιόταν ο παππούς του, «τον πολύ παλιό καιρό εδώ στο ν’σούδ’ ένας λαός αντρειωμένος. Κούκονες τ’ς λέγαν. Κι ήταν παράξεν’. Όλ’ τ’ς τρέμαν, γιατί δεν ήταν συνηθισμέν’ ανθρώπ’. Πελώριοι ήταν κι αψείς. Περάσαν όμως τα χρόνια, κι αυτοί πάρε δώσε δεν είχαν με κανέναν στ’ Λήμνο. Κλειστήκαν μια μέρα στα σπίτια τ’ς αυτοί οι Κούκονες και δε ξαναβγήκαν. Σιγά σιγά πεθάναν όλ’. Να, οι πέτρες όταν ζευγαρίζουμ’ απ’ τα σπίτια τ’ς είναι».
Η παράδοση προϋποθέτει ερείπια, όπως παρατηρούσε εύστοχα ο Albin Lesky.
Η αρχαιότερη, πρώτη κατοίκηση στο Κουκονήσι δεν έχει διαπιστωθεί ανασκαφικά, καθότι η έρευνά μας δεν άγγιξε ακόμη τα βαθύτερα οικιστικά στρώματα. Δύσκολα όμως θα αμφέβαλλε κανείς ότι οι εναυσματικές φάσεις του οικισμού θα αντιστοιχούσαν λίγο πολύ με τις παλαιότερες γνωστές έως τώρα φάσεις των δύο άλλων ανασκαμμένων πρωτοαστικών κέντρων της Λήμνου, ήτοι τη λεγόμενη Μαύρη περίοδο της Πολιόχνης και την αντίστοιχη ή ίσως ελαφρώς παλαιότερη της Μύρινας στην περιοχή Ρηχά Νερά, φάσεις που ανάγονται στο κλείσιμο της Νεολιθικής και στη μετάβαση στην Πρώιμη Χαλκοκρατία.
Η πρώτη, ωστόσο, ανθρώπινη παρουσία στη Λήμνο, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, μαρτυρείται με μια εγκατάσταση τροφοσυλλεκτών, ψαράδων και κυνηγών της Επιπαλαιολιθικής εποχής (περίπου 12000 π.Χ.), που εντοπίσθηκε στη θέση Ουριακός της παραλίας Λουρί (στην ανατολική εξωτερική ακτή του κόλπου του Μούδρου). Οι φάσεις που ακολούθησαν από τη μακρινή εκείνη εποχή μέχρι την αρχόμενη Πρώιμη Χαλκοκρατία παραμένουν ακόμη ατεκμηρίωτες, απαιτώντας συστηματικότερες επιφανειακές έρευνες για τυχόν υλικά κατάλοιπά τους. Πάντως, τα λογής στοιχεία του υλικού πολιτισμού, όπως μαρτυρούνται στις πρωιμότερες φάσεις της Πολιόχνης και της Μύρινας, προϋποθέτουν προστάδια, τα οποία, αν δεν ανιχνευθούν στην ίδια τη Λήμνο, θα ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την παραδοσιακή άποψη περί πληθυσμιακών μετακινήσεων από τη δυτική κυρίως Μικρά Ασία προς τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου στο τέλος της Νεολιθικής εποχής και την αυγή της Πρώιμης Χαλκοκρατίας. Για τη Λήμνο, τουλάχιστον, η πολιτισμική κοινότητα ανάμεσα στην Πολιόχνη και την αντικρινή Τροία, ήδη από τα αρχικά στάδιά τους, φαίνεται να συνηγορεί για μια τέτοια άποψη.
Με τις μέχρι τώρα έρευνες στο Κουκονήσι, η Πρώιμη Χαλκοκρατία ανιχνεύεται στο Β-ΒΑ τμήμα της νησίδας, δηλαδή στον ανασκαπτόμενο χώρο του οικισμού (Κούκονος) καθώς επίσης στην πλατιά κατωφερική ζώνη που τον πλαισιώνει ημικυκλικά προς τη μεριά της θάλασσας.
Όλα τα κινητά ευρήματα από την κατωφερική ζώνη προέρχονται από επιφανειακές χωροσκοπήσεις που έγιναν ευκαιριακά από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και εξής. Στην πλειονότητά τους πρόκειται για όστρακα χειροποίητης μελανής, καστανομέλανης και βαθυκάστανης κεραμικής με στιλπνές συνήθως επιφάνειες και σε ποικιλία σχημάτων που αντιστοιχούν κυρίως στις φάσεις Κόκκινη και Πράσινη της Πολιόχνης, δηλαδή σε έναν χρονικό ορίζοντα περίπου πριν το 2200 π.Χ.
Για την οικιστική ιστορία του οικισμού η εν λόγω ζώνη αποκτά εξαιρετική σημασία γιατί, όπως όλα δείχνουν, θα δώσει μελλοντικά τη δυνατότητα απρόσκοπτης όσο και εκτεταμένης έρευνας σε φάσεις της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, σε αντίθεση δηλαδή με το ανασκαπτόμενο τμήμα του οικισμού στο πλάτωμα Κούκονος. Εκεί οι διαδοχικές φάσεις της Μέσης και της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, εξαιτίας της πυκνής επαλληλίας των αρχιτεκτονικών καταλοίπων τους, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για την εις βάθος σκαφή, άρα και για την αποκάλυψη πρωιμότερων αρχιτεκτονικών και στρωματογραφικών ενοτήτων που θα επέτρεπαν ασφαλή συμπεράσματα ως προς τα επιμέρους αρχιτεκτονικά σύνολα και την άρθρωση του πολεοδομικού ιστού.
Ωστόσο, σε όποια σημεία του πλατώματος κατάφερε η σκαφή να προχωρήσει σε ικανό βάθος (Τομές 2, 3 και 5), εντοπίσθηκαν αμέσως κάτω από τα στρώματα της Μέσης Χαλκοκρατίας αρχιτεκτονικά λείψανα των φάσεων της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, που αντιστοιχούν με την Κίτρινη, την Κόκκινη και την Πράσινη Πολιόχνη, με χαρακτηριστική κεραμική, λογής άλλα τέχνεργα όπως χάλκινα, λίθινα και οστέινα εργαλεία, καθώς και άφθονα υπολείμματα τροφής (κυρίως οστά ζώων και θαλάσσια όστρεα).
Στο σχηματολόγιο της κεραμικής δεσπόζει η άωτη φιάλη, ενώ το λεγόμενο δέπας αμφικύπελλο –το εμβληματικό για τον πολιτισμικό κύκλο του βόρειου-ανατολικού Αιγαίου ιδιότυπο αγγείο– που γνώρισε πλατιά διάδοση στη Μικρά Ασία, τα νησιά και την ηπειρωτική Ελλάδα, μαρτυρείται στο Κουκονήσι με αρκετά δείγματα. Ένα άρτια σωζόμενο δέπας βρέθηκε πάνω σε φιάλη που με τη σειρά της ήταν τοποθετημένη σε λίθινο γουδί, πακτωμένο σε δάπεδο του χρονικού ορίζοντα της Κίτρινης Πολιόχνης (Τομή 5). Στον ίδιο χρονικό ορίζοντα ανήκουν ακόμη πώματα μεγάλων κλειστών αγγείων με κυλινδρικό λαιμό, που φέρουν στην άνω επίπεδη επιφάνειά τους την ιδιότυπη σταυρόσχημη λαβή (Τομή 3). Από τα άλλα αγγεία που ανάγονται σε ακόμη παλαιότερες φάσεις (Κόκκινη και Πράσινη Πολιόχνη) αξίζει να σημειωθούν εδώ, λόγω της ποιότητας και καλής διατήρησής τους, μία μεγάλη πρόχους και ένα μικρό, δίωτο ανοιχτού σχήματος – και τα δύο μελανά με εξαιρετική στίλβωση (Τομή 3).
Για τους συμβολικούς κώδικες της κουκονησιώτικης κοινωνίας την εποχή αυτή οι γνώσεις μας είναι πενιχρές. Έτσι, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η εύρεση ειδωλίων, ενός πήλινου επιπεδόσχημου και μερικών οστέινων. Το πήλινο, από βαθύ στρώμα της οδού Ζεφύρου (Τομή 2), απεικονίζει τον άνω κορμό ανθρώπινης μορφής, στο έπακρον σχηματοποιημένης, με σαφή τα δακτυλικά αποτυπώματα του ειδωλοπλάστη που το κατασκεύασε. Η σπανιότητα πήλινων και λίθινων εν γένει ειδωλίων στο Κουκονήσι, την Πολιόχνη και τη Μύρινα, σε σύγκριση, λόγου χάρη, με τη σύγχρονη Τροία, τη Θερμή της Λέσβου και τον πρωτοκυκλαδικό κόσμο, εμφαίνει τις σημαίνουσες διαφορές και τις τοπικές επιλογές που διαπιστώνονται ανάμεσα στα συμβολικά-ιδεολογικά συστήματα οικιστικών θέσεων, οι οποίες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, βρίσκονταν σε επαφή. Τα οστέινα ειδώλια, λεπτότατα, ομοίως ανθρωπόμορφα, επιπεδόσχημα και άκρως σχηματοποιημένα, είναι μικρογραφικά και κατασκευασμένα στην πλειονότητά τους από οστά, ως φαίνεται, αιγοπροβάτων, όπως τα ανάλογα παραδείγματα της Πολιόχνης. Τα περισσότερα βρέθηκαν στην ίδια ανασκαφική τομή (Τομή 2), ενώ ένα κατάκοσμο με εγχάρακτους κύκλους αποτελεί επιφανειακό εύρημα του 2011. Για το σύνολο τέτοιων ειδωλίων επικρατεί συνήθως η άποψη ότι είχαν θρησκευτικές συνδηλώσεις, είτε ως απεικονίσεις θεοτήτων είτε ως συμβολικές μορφές που εμπλέκονταν σε λογής τελετουργικά δρώμενα, ερμηνεία που θα ίσχυε πιθανότατα και για τα παραδείγματα από το Κουκονήσι. Ειδικότερα, για τα μικρογραφικά οστέινα, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει εύλογα ότι χρησίμευαν ως φυλαχτά που θα τα έφερε πάνω του ο κάτοχός τους.
Με τα μέχρι τώρα ανασκαφικά πορίσματα φαίνεται ότι οι οικιστικές φάσεις της Πρώιμης Χαλκοκρατίας διατηρήθηκαν άνισα στο πλάτωμα Κούκονος. Έτσι, για παράδειγμα, τα οικοδομικά στοιχεία του οικισμού που αντιστοιχεί με την Κίτρινη Πολιόχνη σώθηκαν στο ύψος μόνο των θεμελίων, αφού σχεδόν «ξυρίστηκαν» σκόπιμα για αφαίρεση οικοδομικού υλικού που προφανώς χρησιμοποιήθηκε στο χτίσιμο σπιτιών της αρχαιότερης φάσης της Μέσης Χαλκοκρατίας. Αντίθετα, τα οικοδομικά στοιχεία της οικιστικής φάσης που αντιστοιχεί με την Κόκκινη Πολιόχνη (βαθύτερα δηλαδή από την Κίτρινη Πολιόχνη) διατηρήθηκαν, τουλάχιστον κατά τόπους σε ικανό ύψος (Τομή 5).
Με τα μέχρι τώρα ανασκαφικά στοιχεία η Μέση Χαλκοκρατία υπήρξε για το Κουκονήσι εποχή, ως φαίνεται, ευημερίας. Το γεγονός αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία δεδομένου ότι η γειτονική Πολιόχνη, που άκμασε κατά την 3η χιλιετία π.Χ., γνώρισε στους ίδιους χρόνους μια φθίνουσα πορεία, ενώ η Μέση Χαλκοκρατία παραμένει έως τώρα αμάρτυρη στην προϊστορική Μύρινα, όπως και σε άλλους οικισμούς της Λήμνου. Μια τέτοια αλλαγή του πολιτισμικού τοπίου του νησιού και του πληθυσμιακού δυναμικού του υποβάλλει την ιδέα βαθιά καθοριστικών ιστορικών γεγονότων, για τα οποία όμως μόνον υποθετικά σενάρια είμαστε σε θέση να κάνουμε. Εχθρικές επιδρομές έξωθεν και δηώσεις; Ενδολημνιακές διενέξεις; Σεισμικές καταστροφές σαν τον σεισμό που αποδεδειγμένα έπληξε τη γειτονική Πολιόχνη στο τέλος της Κίτρινης περιόδου και άλλους ασφαλώς οικισμούς της Λήμνου, οδηγώντας σε πληθυσμιακές μετατοπίσεις; Στο Κουκονήσι, πάντως, η μετάβαση από την 3η στη 2η χιλιετία π.Χ. έγινε χωρίς χρονικό κενό κατοίκησης (hiatus), με τα οικοδομικά στοιχεία του οικισμού της Μέσης Χαλκοκρατίας να εδράζονται άμεσα πάνω στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του αμέσως παλαιότερου της Πρώιμης. Τη βαθιά τομή από τη μία εποχή στην άλλη, πλάι στις κεραμικές μεταβολές, σημαδεύει και η αισθητή αλλαγή του πολεοδομικού ιστού. Πολλά από τα κτίσματα της νέας φάσης, στο πλαίσιο ανακατανομής του δομημένου χώρου, εμφανίζουν τώρα διαφορετικό προσανατολισμό με τον μακρύ τους άξονα από Δ-Α, εγκάρσια δηλαδή προς τα παλαιότερα κτίσματα.
Η διατήρηση των οικιστικών λειψάνων της Μέσης Χαλκοκρατίας και των συναφών επάλληλων στρωμάτων είναι εντυπωσιακή, και όχι μόνο για τα δεδομένα του Κουκονησιού. Τα κτίσματα, προσεγμένης κατά κανόνα τοιχοποιίας, σώζονται σε ικανό ύψος, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να διατηρηθούν όρθιοι στην αρχική τους θέση μεγάλοι αποθηκευτικοί πίθοι. Στο ανασκαμμένο τμήμα γίνεται σαφές ότι ο πολεοδομικός ιστός είναι αρθρωμένος σε εκτεταμένες οικιστικές «νησίδες», αποτελούμενες από πολύχωρα συγκροτήματα, που ορίζονται περιμετρικά από κεντρικές και δευτερεύουσες οδικές αρτηρίες. Δύο από τους δρόμους του οικισμού έχουν μέχρι σήμερα εντοπισθεί και μερικώς ανασκαφεί: η «οδός Βορέως» και η «οδός Ζεφύρου». Φαίνεται όμως ότι κάποια τουλάχιστον τμήματα των οδικών αρτηριών είχαν χαραχθεί ήδη κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία, ενώ το οδικό σύστημα της Μέσης Χαλκοκρατίας παρέμεινε σε χρήση και κατά την Ύστερη.
Η άφθονη κεραμική –ντόπια και εισαγμένη– είναι ιδιαίτερα ενδεικτική για την ικμάδα του οικισμού και τις εξωλημνιακές διασυνδέσεις του κατά τη Μέση Χαλκοκρατία. Το πλέον χαρακτηριστικό, νεόφαντο σχήμα αγγείου είναι τώρα οι τροπιδωτοί άωτοι σκύφοι σε διάφορες παραλλαγές, μεγέθη και τεχνικές που, από χρηστική άποψη, υποκαθιστούν, ως φαίνεται, τις ανοιχτές φιάλες της Πρώιμης Χαλκοκρατίας. Οι τριποδικές χύτρες με μεγάλη παράδοση από την 3η χιλιετία π.Χ. εξακολουθούν να αποτελούν το βασικό μαγειρικό σκεύος. Παράλληλα όμως το διαδεδομένο αυτό σχήμα αγγείου γνώριζε ευκαιριακά και δύο άλλες χρήσεις, ως φορητή εστία και, με την αφαίρεση των ποδιών του, ως εστία πακτωμένη σε δάπεδα εσωτερικών χώρων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της πακτωμένης μέχρι το χείλος χύτρας στο δάπεδο ενός χώρου με έντονη τροφοπαρασκευαστική δραστηριότητα –ένα είδος μαγειρείου (Τομή 5)–, όπου βρέθηκαν σε συστάδα πολλές τριποδικές χύτρες μαζί με οστά ψαριών και θαλάσσια όστρεα, κατάλληλα για βρώση.
Από το σύνολο, πάντως, των κεραμικών κατηγοριών του Κουκονησιού της Μέσης Χαλκοκρατίας η πλέον ιδιότυπη, αλλά και εντυπωσιακή, είναι η ερυθρεπίχριστη με εγχάρακτα και πλαστικά διακοσμητικά θέματα, χαρακτηριστικότερα των οποίων οι ελικοειδείς αποφύσεις πάνω σε λαβές. Τα εγχάρακτα μοτίβα (δικτυωτό πλέγμα, διαγραμμισμένα τρίγωνα, ενάλληλες γωνίες κ.ά.), γεμισμένα κατά κανόνα με λευκή ύλη, έτσι όπως είναι αρθρωμένα σε οριζόντιες ζώνες και στη χρωματική αντίστιξή τους με την ερυθρή επιφάνεια των αγγείων δίνουν έντονα την αίσθηση επιδράσεων από την υφαντική τέχνη. Πρόκειται ασφαλώς για μία κεραμική γοήτρου που διαδόθηκε πλατιά στο Κουκονήσι, σε ποικιλία σχημάτων και μεγεθών, από μικρογραφικά αγγεία μέχρι μεγάλες λεκανίδες και πιθάρια. Οι περίτεχνα κοσμημένες πρόχοι, με ψηλό λαιμό και ραμφόσχημο στόμιο αποτελούν αναμφίβολα την πολυτελέστερη ομάδα. Παρά την απώτερη, ως φαίνεται, καταγωγή της κεραμικής αυτής κατηγορίας από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, η πληθωρική παρουσία της στο Κουκονήσι (και σε μικρότερο βαθμό στη γειτονική Πολιόχνη) συνηγορεί για τη συντονισμένη δράση λημνιακών εργαστηρίων και εγχώριας παραγωγής. Και τούτο ισχύει πολύ περισσότερο δεδομένου ότι από άλλους σύγχρονους αιγαιακούς οικισμούς αλλά και από την αντικρινή Τροία μαρτυρούνται λίγα μόνο όστρακα της εν λόγω κατηγορίας, γεγονός που αναδεικνύει τον καθοριστικό παράγοντα τοπικών προτιμήσεων για το ένα ή το άλλο είδος κεραμικής, ακόμη και ανάμεσα σε στενά γειτονικούς οικισμούς της εποχής. Τα συγκριτικώς με την Τροία λίγα μόνο παραδείγματα γκρίζας κεραμικής από το Κουκονήσι, όπως και από την Πολιόχνη ενισχύει πρόσθετα την έννοια των τοπικών προτιμήσεων. Τα εισαγμένα, από την άλλη, δείγματα γραπτής αμαυρόχρωμης κεραμικής –κατά κανόνα κλειστού σχήματος χειροποίητα αγγεία–, υποδηλώνουν εμπορικές διασυνδέσεις με την ηπειρωτική Ελλάδα (περιοχή Μαγνησίας κ.ά.) και την Αίγινα, ενώ μερικά όστρακα με μελανό επίχρισμα και ερυθρό διάκοσμο παραπέμπουν στην Παλαιονακτορική Κρήτη.
Το εμπορικό άνοιγμα του Κουκονησιού προς όλες τις αιγαιακές κατευθύνσεις, νησιωτικές και ηπειρωτικές (ανατολικά και δυτικά) υπήρξε, ως φαίνεται, για πρώτη φορά τόσο δυναμικό. Ένα σφενδονοειδές σταθμό ζυγαριάς από αιματίτη (Τομή 3),το μεγαλύτερο και το καλύτερα λειασμένο από όλα τα γνωστά αυτού του τύπου από τον αιγαιακό και κυρίως μικρασιατικό χώρο ήλθε, μεταξύ άλλων, να εγγράψει το Κουκονήσι στο επίσημο εμπορικό/μετρολογικό δίκτυο της εποχής.
Ένας ισχυρός σεισμός, που άφησε ευανάγνωστα τα σημάδια του στον οικισμό, σημάδεψε το τέλος της Μέσης Χαλκοκρατίας και τη μετάβαση προς την Ύστερη. Κάτω από τα ερείπια σφραγίσθηκαν πολυάριθμα τέχνεργα μαζί με άφθονη κεραμική, αποκαλυπτικά στην αλληλουχία τους για τον ιδιαίτερο λειτουργικό χαρακτήρα κάποιων χώρων. Σε έναν τέτοιο, λόγου χάρη, αρχιτεκτονικό χώρο (Τομή 3) που έσφυζε από κεραμική –ντόπια και εισαγμένη (αμαυρόχρωμη)– εντοπίσθηκε ένα εργαστήριο κατασκευής εργαλείων από πυριτόλιθο, η δράση του οποίου σταμάτησε ξαφνικά λόγω του σεισμού, με αποτέλεσμα να μπορούμε να αποκαταστήσουμε σε μεγάλο βαθμό την αλυσίδα παραγωγής, από την πρώτη ύλη μέχρι τα τελικά εργαλεία.
Μετά τον ισχυρό σεισμό προς το τέλος της Μέσης Χαλκοκρατίας, που έπληξε ολόκληρο τον οικισμό, οι κάτοικοι του Κουκονησιού επιδόθηκαν σε αναγκαίες επιχώσεις και, χωρίς το παραμικρό χρονικό κενό, ίδρυσαν πάνω στα ερείπια τον νέο οικισμό, πολλοί τοίχοι του οποίου εδράστηκαν σε εκείνους της υποκείμενης φάσης, ενώ παράλληλα προέβησαν και σε μερική ανακατανομή των αρχιτεκτονικών χώρων. Οι παλαιότερες οδικές αρτηρίες (Οδός Ζεφύρου και Οδός Βορέως) συνέχισαν να χρησιμοποιούνται.
Αυτό που χαρακτηρίζει τα πρώιμα, τουλάχιστον, στάδια της Ύστερης Χαλκοκρατίας είναι κυρίως η έντονη παρουσία νοτιοαιγαιακών στοιχείων του υλικού πολιτισμού, ιδιαίτερα έκδηλων στο νοτιότερο ανασκαπτόμενο τμήμα του οικισμού. Τα πολυάριθμα άωτα κωνικά κύπελλα, τα ημισφαιρικά μόνωτα, τα λυχνάρια, οι γεφυρόστομες πρόχοι, αλλά και κάποιες τριποδικές τράπεζες ή άκρως ιδιότυπα αγγεία όπως μία πρόχους με διπλό στόμιο –όλα τυπικά κεραμικά προϊόντα της Κρήτης, από όπου και διαδόθηκαν με την εξάπλωση των Μινωιτών– οδήγησαν στον χαρακτηρισμό του ανασκαφικού αυτού τομέα ως «μινωίζουσα γειτονιά». Εισαγμένα από την Κρήτη αγγεία με χαρακτηριστικό γραπτό διάκοσμο βεβαιώνουν ότι η μινωική επίδραση, με όρους κρητικούς, ανάγεται στον χρονικό ορίζοντα της Μεσομινωικής ΙΙΙΒ-Υστερομινωικής Ι φάσης, αντιστοιχεί δηλαδή στην περίοδο των Ταφικών Περιβόλων Α και Β των Μυκηνών. Το νοτιοαιγαιακό/μινωικό στοιχείο, ανάμεσα σε άλλα, γίνεται εμφανές και στον τομέα των τεχνικών εφαρμογών, με σημαντικότερη τη χρήση πήλινων υφαντικών βαρών (αγνύθων) πεπλατυσμένου δισκοειδούς σχήματος, που ήταν απαραίτητα για τον τύπο του όρθιου αργαλειού. Μινωικά και μινωίζοντα στοιχεία στο Κουκονήσι, την περίοδο ακριβώς της μέγιστης ακτινοβολίας της Κρήτης στο Αιγαίο, ανακινούν εκ νέου, όπως ήταν φυσικό, το πολυσυζητημένο θέμα της θρυλούμενης Θαλασσοκρατορίας του Μίνωα.
Τι γύρευαν άραγε οι Κρήτες στο ΒΑ Αιγαίο την εποχή αυτή; Η αναζήτηση μετάλλων φαίνεται να είναι η πλέον ικανοποιητική απάντηση, σύμφωνα με τα οικονομικά-εμπορικά κρατούντα κατά την αρχόμενη Ύστερη Χαλκοκρατία. Στην ερμηνευτική αυτή κατεύθυνση μάς στρέφουν πρόσθετα τα ανασκαφικά δεδομένα από τον προϊστορικό οικισμό στο Μικρό Βουνί της γειτονικής Σαμοθράκης, όπου ενεπίγραφα μινωικά τεκμήρια (πήλινα σφραγίσματα), μαζί με άλλες μινωικές επιδράσεις, δηλώνουν συντονισμένη εξάπλωση του ανακτορικού εμπορικού δικτύου στην περιοχή. Να είναι άραγε τυχαίο ότι στη «μινωίζουσα γειτονιά» του Κουκονησιού εντοπίσθηκαν έως τώρα μεταλλευτικές εγκαταστάσεις με έντονη δραστηριότητα; Δύο τουλάχιστον μεταλλευτικές εστίες/κλίβανοι, ακροφύσια, μεταλλευτικές χοάνες, σωληνόσχημοι αεραγωγοί, μία πλάκα χαλκού προοριζόμενη προφανώς για λιώσιμο αλλά και μία λίθινη μήτρα για την παραγωγή μονόστομων πελέκεων απαρτίζουν μέχρι τώρα ένα στιβαρό σώμα μεταλλουργικών τεκμηρίων, που αναμένεται να διευρυνθούν με τη συνέχιση της ανασκαφής.
Ο χαρακτήρας της παρουσίας των Μινωιτών στο Κουκονήσι και το βάθος της επίδρασης που αυτοί άσκησαν στον ντόπιο πληθυσμό και στην εκεί πολιτισμική σκηνή είναι ερωτήματα που, στο παρόν στάδιο της έρευνας, δεν μπορεί παρά να παραμένουν μετέωρα. Πρόκειται για μόνιμη εγκατάσταση ή μήπως για έναν ευκαιριακό εμπορικό σταθμό; Η δεύτερη, μετριοπαθής εκδοχή, μοιάζει να ανταποκρίνεται περισσότερο στις «ιστορικές» συνθήκες της εποχής. Πάντως, μινωικά τέχνεργα γοήτρου, όπως λίθινα περίτεχνα αγγεία, κατέληγαν στο Κουκονήσι και την Πολιόχνη ήδη από παλαιότερα.
Τη σκυτάλη της διαδοχής στο Κουκονήσι παίρνουν δυναμικά από τους Μινωίτες οι Μυκηναίοι, στο πλαίσιο της πολλαπλά διαπιστωμένης ανατροπής της ισορροπίας δυνάμεων στον αιγαιακό χώρο από το δεύτερο μισό του 15ου αι. π.Χ. Η άφθονη μυκηναϊκή κεραμική στο ανασκαπτόμενο τμήμα του οικισμού αλλά και σε άλλα τμήματα της νησίδας, κυρίως από τον 14ο αι. π.Χ., μαζί με τα σχετικώς πολυάριθμα τυπικά μυκηναϊκά ειδώλια (ανθρωπόμορφα, ζωόμορφα) και άλλα κινητά μικροτεχνήματα υποβάλλουν την ιδέα μόνιμης εγκατάστασης. Μυκηναϊκή κεραμική από την Ηφαιστεία και, σε μικρότερο βαθμό, από άλλους αρχαιολογικούς χώρους της Λήμνου πιστοποιεί μυκηναϊκή παρουσία, όπως συμβαίνει, λόγου χάρη, και με τη Λέσβο, αλλά κυρίως τα Ψαρά, όπου η μόνιμη εγκατάσταση Μυκηναίων, σύμφωνα με τα πρόσφατα ανασκαφικά πορίσματα, είναι αδιαμφισβήτητη. Η συνέχιση της ανασκαφής σε «μυκηναϊκά» στρώματα του Κουκονησιού σε συνδυασμό με την προγραμματισμένη πετρογραφική ανάλυση της συναφούς κεραμικής αναμένεται να δώσουν σαφείς απαντήσεις ως προς τη μυκηναϊκή ταυτότητα του εκεί οικισμού.
Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να συναξιολογηθεί μία φθεγγόμενη, ιστορικού χαρακτήρα μαρτυρία του εκπνέοντος 13ου αι. π.Χ., που πιστοποιεί άμεσα την εγγραφή της Λήμνου στα μυκηναϊκά αρχεία της ηπειρωτικής Ελλάδας: Από πινακίδες του ανακτόρου της Πύλου μαθαίνουμε ότι μαζί με γυναίκες της Μιλήτου, της Κνίδου και της Χίου εργάζονταν ως υφάντρες στα εκεί εργαστήρια και Λήμνιες (ra-mi-ni-ja). Πλάι στη σημασία της ως της αρχαιότερης εν γένει τοπωνυμικής μαρτυρίας της Λήμνου, η συγκεκριμένη πληροφορία μάς μεταφέρει στην ταραγμένη σκηνή της εποχής ανακινώντας ζητήματα ως προς τον τρόπο που κατέληξαν οι ξένες αυτές γυναίκες –προφανώς ανδράποδα– από τη μακρινή πατρίδα τους στην Πύλο. Το μυκηναϊκό όμως παρελθόν της Λήμνου που, έστω διαθλασμένα, καθρεφτίζεται στα ομηρικά έπη, ενισχύεται και από το γεγονός ότι δύο από τους ομηρικούς βασιλείς της Λήμνου, ο Θόας και ο εγγονός του Εύνηος (βασιλιάς του νησιού επί Τρωικού Πολέμου) φέρουν ονόματα αμιγώς μυκηναϊκά, μαρτυρημένα ως απλά ανθρωπωνύμια σε πινακίδες πάλι της Γραμμικής Β.
Έχοντας η μεταλλοτεχνία παράδοση από την Ύστερη Νεολιθική, ουσιαστικά συστηματοποιείται και διαδίδεται στον αιγαιακό χώρο με τις πρώτες κιόλας φάσεις της Πρώιμης Χαλκοκρατίας. Η συμβολή της Λήμνου υπήρξε επί του προκειμένου ουσιαστική. Κείμενη πάνω σε σημαντικές μεταλλοφόρες οδούς και κοντά στα μικρασιατικά παράλια, στάθηκε, ως φαίνεται, ένας από τους πρώτους σταθμούς μεταλαμπάδευσης της νέας τεχνογνωσίας, που σύμφωνα με συγκλίνουσες ενδείξεις θα πρέπει να έγινε μέσω Μικράς Ασίας. Η πρωιμότητα των μεταλλικών τεχνημάτων της Πολιόχνης (ήδη από την αρχαϊκή Κυανή περίοδο) σε συνδυασμό με τα λογής αρχαιολογικά τεκμήρια για επιτόπια χύτευση (ακροφύσια, μήτρες, μεταλλουργικά σφυριά, σκωρίες), ανάμεσα στα οποία και η αρχαιότερη στον αιγαιακό χώρο μαρτυρία για την άσκηση της τεχνικής του χαμένου κεριού, υποδηλώνουν σαφώς ένα δραστήριο μεταλλευτικό κέντρο, όπως θα ήταν, εξάλλου, και η Μύρινα αλλά και το Κουκονήσι, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα χάλκινα τέχνεργα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας.
Μια σειρά μύθων και παραδόσεων, σαν συμπύκνωση μακραίωνων προφανώς εμπειριών και πρακτικών, ανακρατούν ανάγλυφα αυτήν τη σημασία της Λήμνου. Δεν είναι ασφαλώς τυχαία η επιλογή των αρχαίων να τοποθετήσουν στα εδάφη της τα μεταλλουργικά εργαστήρια του χωλού θεϊκού χαλκιά, του Ήφαιστου, που έγινε προστάτης της και του ήταν «γαιάων πολύ φιλτάτη (…) απασέων» (Οδ. θ 284-285). Η λημνιακή παράδοση ήθελε βοηθό του θεού στις μεταλλουργικές του εργασίες τον τοπικό ήρωα Κηδαλίωνα, ενώ τους Καβείρους, γιους ή, κατ’ άλλη εκδοχή, εγγονούς του Ηφαίστου, με πανάρχαια λατρεία στο νησί, τους αποκαλούσαν οι ντόπιοι και Καρκίνους, υποδηλώνοντας έτσι την ιδιότητά τους ως μεταλλουργών μέσα από την παρομοίωση των δαγκάνων των καβουριών (καρκίνων) με τις λαβίδες του μεταλλοτεχνίτη. Ως μεταλλοτεχνίτες και ως ευρετές της φωτιάς, σε συνάρτηση προφανώς με την πρωτοπόρο μεταλλουργική τους δράση, εκθείαζε η παράδοση τους παλαιότατους κατοίκους του νησιού, τους «αγριόφωνους» Σίντιες, και μάλιστα ως πρώτους κατασκευαστές χάλκινων όπλων με μέταλλα από τη γειτονική Μικρά Ασία. Τη Μικρά Ασία πάλι ως πηγή απόκτησης μετάλλων θέλει και το ομηρικό χωρίο της Ιλιάδας (Η 467-475) που μας πληροφορεί ότι ο βασιλιάς Εύνηος, τον καιρό του Τρωικού Πολέμου, προμηθευόταν, μεταξύ άλλων, μέταλλα από τους Αχαιούς πολιορκητές, τροφοδοτώντας τους, ως αντάλλαγμα, με άφθονο λημνιό κρασί. Απηχώντας μακραίωνες εμπορικές πρακτικές μεταξύ Λήμνου και Μικράς Ασίας, οι δύο παραπάνω παραδόσεις, εστιασμένες εδώ στη διακίνηση των μετάλλων, μπορούν κάλλιστα να χαρακτηρίσουν τη γενικότερη φυσιογνωμία του ανταλλακτικού εμπορίου της περιοχής ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία. Τη γεωγραφική όμως εμπλοκή της Λήμνου στο ευρύ δίκτυο διακίνησης μετάλλων, που ήταν το μεγάλο ζητούμενο της εποχής, υποδηλώνει και η στάθμευση των Αργοναυτών κατά το πολυθρύλητο ταξίδι τους προς την Κολχίδα για την απόκτηση του χρυσόμαλλου δέρατος, την αναζήτηση δηλαδή χρυσού στις εσχατιές του Εύξεινου Πόντου.
Αν οι γνώσεις μας για την ανάπτυξη της λημνιακής μεταλλοτεχνίας κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία βασίσθηκαν ως τώρα στο σχετικό υλικό από την Πολιόχνη, οι ανασκαφές στο Κουκονήσι άνοιξαν ευοίωνες προοπτικές για την περαιτέρω μελέτη του ζητήματος τόσο για την εποχή αυτή όσο, και κυρίως, για την Ύστερη Χαλκοκρατία που το μεταλλευτικό «πρόσωπο» της Λήμνου παρέμενε εντελώς άγνωστο. Οι μεταλλευτικές εγκαταστάσεις και ο συναφής εργαλειακός εξοπλισμός που ανακαλύφθηκαν στη «μινωίζουσα γειτονιά» του οικισμού συνηγορούν για ζωηρές δραστηριότητες αυτού του είδους και συνάμα ανακινούν εκ νέου το καίριο ερώτημα για τον ρόλο της Λήμνου, και ειδικότερα του Κουκονησιού, ως καίριου βορειοαιγαιακού σταθμού στο πλαίσιο της αναζήτησης και εμπορίας των μετάλλων, ιδιαίτερα κατά την αρχόμενη Ύστερη Χαλκοκρατία.
Οι ερευνητικοί στόχοι για το Κουκονήσι έχουν στην ουσία τρία σκέλη: α. Τη συνέχιση της ανασκαφής, β. Το αρχαιοπεριβάλλον της περιοχής και γ. Την πρόοδο της μελέτης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, των κινητών ευρημάτων και των λογής άλλων δεδομένων με σκοπό την τελική δημοσίευσή τους. Ο προγραμματισμός όμως, για την απρόσκοπτη υλοποίησή του, προϋποθέτει οικονομικούς πόρους, που η εξεύρεσή τους δεν είναι καθόλου αυτονόητη, ιδίως στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε.
Το σχετικά μικρής έκτασης ανασκαμμένο τμήμα του οικισμού, αν και απέδωσε σημαντικά αποτελέσματα, δεν φωτίζει παρά μερικές μόνον πτυχές της ιστορίας του. Η προγραμματιζόμενη οριζόντια και συνάμα κατακόρυφη ανασκαφή του θα διαλευκάνουν ζητήματα όπως η κυμαινόμενη έκτασή του από εποχή σε εποχή, ο εντοπισμός της αρχαιότερης κατοίκησής του, ο πολεοδομικός ιστός και οι μεταβολές του, η λειτουργία των επιμέρους χώρων κ.ά. Το γεγονός ότι ολόκληρο το Κουκονήσι είναι οστρακοβριθές απ’ άκρη σ’ άκρη δηλώνει σαφώς τη μετατόπιση του οικισμού κατά περιόδους. Αν και ο Κούκονος υπήρξε για δύο περίπου χιλιετίες ο βασικός οικιστικός πυρήνας στη νησίδα, όλες οι ενδείξεις στηρίζουν την άποψη ότι η οργανωμένη κατοίκηση επεκτάθηκε και σε άλλα τμήματά της. Μία δεύτερη σημαντική οικιστική ενότητα, σύμφωνα με την πυκνότητα και το είδος των επιφανειακών ευρημάτων, απλωνόταν στο έξαρμα στο νοτιοδυτικό άκρο της νησίδας, όπου αφθονούν κυρίως τα μυκηναϊκά κεραμικά ευρήματα. Σημαντικά μυκηναϊκά στοιχεία (κεραμική, πήλινα ειδώλια κ.ά.) εντοπίζονται όμως και σε άλλες περιοχές του Κουκονησιού (στα δυτικά και νότια του πλατώματος Κούκονος). Για τον χαρακτήρα και τη σύνδεσή τους με οικιστικές/αρχιτεκτονικές φάσεις μόνον η συνέχιση της ανασκαφής μπορεί να δώσει απαντήσεις. Το ίδιο ισχύει, για παράδειγμα, και για τις φάσεις της Πρώιμης Χαλκοκρατίας στην κατωφερική ζώνη στα Β-ΒΑ του ανασκαπτόμενου χώρου.
Ένα από τα σημαντικότερα κέρδη που θα προκύψει από τη συστηματική διαχρονική μελέτη της κεραμικής θα είναι, σε συνδυασμό με τα στρωματογραφικά δεδομένα, η αποκατάσταση του χρονολογικού συστήματος του Κουκονησιού, γεγονός που θα επηρεάσει ως έναν βαθμό και το ευρύτερο αιγαιακό χρονολογικό σύστημα, δεδομένου ότι σε κλειστά ανασκαφικά σύνολα, μαζί με την ντόπια λημνιακή κεραμική, εμφανίζονται συχνά εισαγμένα αγγεία από διάφορους αιγαιακούς τόπους και άλλα με σαφείς τις ομοιότητες με κεραμικούς τύπους από μικρασιατικές θέσεις.
Οι πετρογραφικές αναλύσεις, από την πλευρά τους, θα δώσουν την ασφαλή ταυτότητα προέλευσης κάποιων αγγείων και/ή κεραμικών ομάδων, και συνεκδοχικά βάσιμες ενδείξεις για τις εξωλημνιακές εμπορικές διασυνδέσεις του Κουκονησιού. Σε ανάλογα συμπεράσματα, τηρουμένων των αναλογιών, αναμένεται να οδηγήσει και η ισοτοπική ανάλυση των μετάλλινων τέχνεργων από διάφορες φάσεις του οικισμού.
Στις προοπτικές μας, παράλληλα με τους επιστημονικούς στόχους, είναι η ανάδειξη ενός ικανού τμήματος του προϊστορικού οικισμού σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, μετά τις αναγκαίες εργασίες στερέωσης και συντήρησης των οικοδομικών λειψάνων και, βέβαια, τη στέγασή του σύμφωνα με τις σύγχρονες προδιαγραφές. Ήδη από το 1994 μεριμνούμε έτσι ώστε ολόκληρος ο ανασκαπτόμενος χώρος να καλύπτεται επιμελώς σε επίπεδο εδάφους με πλέγμα αυλακωτών λαμαρίνων για την προστασία του από τις καιρικές συνθήκες. Το προσωρινό αυτό στέγαστρο κατά καιρούς ανανεώνεται και ολοένα επεκτείνεται με την πρόοδο της ανασκαφής. Έτσι, ο προϊστορικός οικισμός είναι κάθε χρόνο ορατός για ένα μικρό μόνο διάστημα, όσο δηλαδή διαρκεί η ανασκαφή. Μέχρι όμως να αποδοθεί στην ντόπια κοινότητα αλλά και στο ευρύτερο κοινό θεωρούμε χρέος μας να οργανώνουμε επισκέψεις μαθητών και κατοίκων της περιοχής, με σκοπό την ενημέρωση και την ευαισθητοποίησή τους σε ένα πολυσήμαντο κομμάτι της τοπικής πολιτισμικής τους ταυτότητας.
Χρήστος Μπουλώτης
Κέντρον Ερεύνης της Αρχαιότητος της Ακαδημίας Αθηνών
* Θα ακολουθήσουν επιμέρους θεματικές ενότητες για τα ευρήματα της ανασκαφής στο Κουκονήσι από συνεργάτες της ανασκαφής (26/03, 09/04 και 23/04/2012).