Η τρομοκρατική οργάνωση «Οκτώβρης ’80» —που πυρπόλησε το Μινιόν και τον Κατράντζο— απειλεί να παγιδεύσει τον Παρθενώνα με εκρηκτικά. Το εθνικό μνημείο της Σκωτίας έχει την όψη του Παρθενώνα. Οι Καρυάτιδες ποζάρουν περήφανες από τον ναό του Αγίου Παγκρατίου στο Λονδίνο μέχρι σε μπαλκόνια σπιτιών στο Αιγάλεω.
Στην πρώτη του προκήρυξη ο Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων απειλεί επίσης να ανατινάξει τον Παρθενώνα, την ώρα που το κορυφαίο μνημείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου κυκλοφορεί στο εξώφυλλο του «Economist» στεφανωμένο με ελικόπτερα, υπό τον τίτλο «Acropolis Now» ως παραλλαγή της ταινίας του Κόπολα «Apocalypsis Now». Ενίοτε δε, μετακομίζει έως τη Χαλκιδική όπου εμφανίζεται ως στέγαστρο δίπλα σε πισίνα μεγάλου ξενοδοχείου και άλλοτε διαφημίζεται ως κορυφαίο έργο ζαχαροπλαστικής.
«Η Ακρόπολη δείχνει να αυτο-αναπαράγεται ως στερεοτυπική εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας. Μιας Ελλάδας που έχει πάψει πλέον να είναι η χώρα στην οποία μπορεί κανείς να δει την ίδια, την αυθεντική Ακρόπολη. Αντιθέτως, η Ελλάδα είναι ο τόπος στον οποίο έρχεται κάποιος για να φωτογραφίσει την Ακρόπολη ή, ακόμη καλύτερα, να την αγοράσει για να την πάρει μαζί του φεύγοντας», λέει ο επίκουρος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Δημήτρης Πλάντζος και ένας από τους τρεις ομιλητές στην εκδήλωση «Η βιογραφία της Ακρόπολης. Το εμβληματικό μνημείο της Αθήνας» που διοργάνωσε η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στο πλαίσιο του κύκλου «Η αφήγηση της Ιστορίας και η διδασκαλία της ως ιστορικά φαινόμενα».
«Ο σημερινός βιογράφος της Ακρόπολης δεν μπορεί να μη στρέψει την προσοχή του και προς αυτή την τόσο καταλυτική διασπορά της εικόνας της. Η διαρκής αναπαραγωγή της εικόνας αυτής —που φαίνεται να παραβιάζει κατάφωρα την αυθεντικότητα του μνημείου προς τιμήν του οποίου υποτίθεται ότι κατασκευάζονται οι άπειρες ρεπλίκες του— μοιάζει να διακατέχεται από ένα αίσθημα πανικού», συνεχίζει ο ομιλητής την ώρα που μπροστά από τα μάτια του κοινού περνούν εκατοντάδες μαγνητάκια, μπλουζάκια και γύψινα διακοσμητικά με τη μορφή του Παρθενώνα, καθώς και τούρτες γάμου με τους γκλασαρισμένους νεόνυμφους να στέκονται δίπλα στο μνημείο!
«Πόσο κινδυνεύει η Ακρόπολη από τη διασπορά της εικόνας της; Αν φαίνεται να χάνει κάτι από την «αύρα» της είτε στα χέρια των αντιγραφέων είτε κάτω από το βλέμμα των τουριστών, η ιστορία αυτού του «ευτελισμού» δεν είναι απαραιτήτως λιγότερο σημαντική. Οι σύγχρονοι επισκέπτες της Ακρόπολης αναζητούν νέες πολιτισμικές ταυτότητες —εθνικές, ταξικές, παγκόσμιες— που έχουν ανάγκη ένα σύμβολο όχι αρχαίο, ούτε αιώνιο, αλλά σημερινό».
Η βιογραφία του Ιερού Βράχου, για τον οποίο άλλοτε αδιαφορούμε και άλλοτε αισθανόμαστε να μας πνίγει, ήταν το θέμα εξαιτίας του οποίου γέμισε ασφυκτικά η μικρή σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών παρά την καταρρακτώδη βροχή και τους κλειστούς σταθμούς του Μετρό λόγω συλλαλητηρίου, με αποτέλεσμα αρκετοί να παρακολουθήσουν τη συζήτηση από οθόνες εκτός της αίθουσας.
Γεμάτη σκουπίδια, κέρματα και διαφημίσεις, τρωτή και ανυπεράσπιστη «είδε» την Ακρόπολη ο σουρεαλιστής ποιητής Νικόλαος Κάλας τη δεκαετία του 1930. Πιο ακραίος, ο ποιητής και διανοούμενος Γιώργος Μακρής σε ηλικία 20 ετών, λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, κυκλοφόρησε το μανιφέστο «Να ανατινάξουμε την Ακρόπολη», με το οποίο «καλούσε σε ανατίναξη των αρχαίων μνημείων, προπαγάνδα ενάντια στις αρχαιότητες και σε κάθε αντικείμενο που δεν μας αρέσει», με την ιδιότητα του ιδρυτή του Συνδέσμου Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων. «Ο Παρθενώνας που είχε κατακτηθεί από τους ναζί προσφέρει κατεδαφιζόμενος ένα μάθημα απέναντι στην τυραννία και στον δεσποτισμό της Ιστορίας», εξηγεί ο συγγραφέας του βιβλίου «Ο βομβιστής του Παρθενώνα» Χρήστος Χρυσόπουλος, ο οποίος παρουσίασε τους βιογράφους της Ακρόπολης.
Πόσοι γνωρίζουν ότι οι Βρετανοί έριξαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα για να αποσύρουν οι Ελληνες την υποστήριξή τους στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελληνοκυπρίων; Και πόσοι ότι τη νύχτα της 17ης προς 18η Ιουλίου 1962 δύο φοιτητές ύψωσαν στον ιστό της Ακρόπολης σημαία με το «114»; Ο Κύπριος ποιητής και πολιτικά ενεργός Κώστας Μόντης τα γνώριζε και θέλοντας να εκφράσει την αγανάκτησή του για την κατάληξη του Κυπριακού «κατεδαφίζει» την Ακρόπολη μέσα από τους στίχους του.
Και ενώ ο Χρήστος Χρυσόπουλος μας σύστησε και τον επαρχιώτη Λάζαρο Γεωργιάδη, που κατέβηκε στην Αθήνα επειδή έβλεπε την Ακρόπολη να σωριάζεται (σε ένα διήγημα του Χρήστου Βακαλόπουλου) και αποκάλυψε την προειδοποίηση της οργάνωσης «Οκτώβρης ’80» που υποστήριζε ότι έχει παγιδεύσει τον Ιερό Βράχο (υπάρχουν υπόνοιες ότι εντοπίστηκαν σχετικά ευρήματα), ο καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον Γιάννης Χαμηλάκης μας πρότεινε έναν περίπατο στην Ακρόπολη.
Και μας άφησε να αναρωτιόμαστε αν προσέχουμε περισσότερο τα συμπληρωμένα, φρέσκα μάρμαρα ή εκείνα που τα «έφαγε» ο χρόνος ή μήπως εκείνα τα διάσπαρτα που δεν βρήκαν τη θέση τους πουθενά. Έκανε μια στάση στα «ίχνη βαρβαρότητας και βεβήλωσης», όπως οι οθωμανικές μνήμες —με χαρακτηριστικό παράδειγμα μια ξεχασμένη επιγραφή στα αραβικά δίπλα στο Ερέχθειο που υμνεί τον διοικητή της Αθήνας Μουσταφά Εφέντη το 1805—, στα γκραφίτι από την αρχαιότητα έως σήμερα, ακόμη και στους αριθμούς ευρετηρίου με τους οποίους σημαδεύουν οι αρχαιολόγοι την επιφάνεια των μαρμάρων σε έναν τόπο όπου επί δύο αιώνες είναι «μουμιοποιημένος». Για να μας αποχαιρετήσει με μια αντανάκλαση στη γυάλινη πρόσοψη του Μουσείου Ακρόπολης και μια ματιά στα αντίγραφα που κοσμούν τις αποβάθρες του Μετρό.
Η συζήτηση ανάβει μόλις ανάβουν και τα φώτα. Με χιούμορ αλλά και αυστηρότητα ο συντονιστής της εκδήλωσης, ο ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και πρόεδρος επιστημονικού συμβουλίου του Εργαστηρίου Πολιτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αναστάσιος-Ιωάννης Μεταξάς. Το κοινό, μεσήλικοι κυρίως, διαμαρτύρεται ότι άλλα περίμενε να ακούσει βάσει του τίτλου. Πιο διαλλακτικοί οι περισσότερο μυημένοι όπως ο πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης, Δημήτρης Παντερμαλής και η καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Όλγα Παλαγγιά. «Πρόκειται για εναλλακτικές βιογραφίες, που σχετίζονται κυρίως με το πώς προσλαμβάνουμε τα μνημεία και πώς τα αντιλαμβανόμαστε», απαντούν οι ομιλητές που εξηγούν ότι τα μνημεία έχουν πολλές όψεις τις οποίες ανακαλύπτουμε σταδιακά και πως οι πολλές διαφορετικές ερμηνείες αποτελούν απόδειξη πως είναι ακόμη ζωντανά.