Το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς είναι κοινωφελές ίδρυμα που έχει ως καταστατικό σκοπό τη διάσωση της παραδοσιακής τεχνολογίας και της βιομηχανικής κληρονομιάς. Υπηρετεί τους σκοπούς μέσω ερευνητικών προγραμμάτων, διασωστικών ενεργειών, καταγραφής τεχνικών, μνημείων και μηχανισμών. Επίσης, μέσω της οργάνωσης ενός σημαντικότατου ιστορικού αρχείου συνδεδεμένου με την οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη του τόπου, της δημοσίευσης μεγάλου αριθμού επιστημονικών έργων, καθώς και της δημιουργίας δικτύου θεματικών τεχνολογικών μουσείων που εξακτινώνονται στην ελληνική περιφέρεια.
Τα θεματικά τεχνολογικά μουσεία φιλοδοξούν να ενημερώσουν τον επισκέπτη για όλες τις διαστάσεις ενός θέματος: ιστορικές, τεχνολογικές, οικονομικές, κοινωνικές, καλλιτεχνικές. Η έμφαση, όμως, δίνεται κυρίως στην καταγραφή και την ανάδειξη της τεχνολογίας που έχει οριστικά χαθεί και, βεβαίως, αντικατασταθεί από σύγχρονες μεθόδους παραγωγής. Αυτός είναι ο πιο γόνιμος τρόπος για τη διάσωση της παραδοσιακής τεχνολογίας, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αναβιώσει με όρους ανταγωνιστικότητας∙ επομένως, μόνο μέσω ειδικών θεσμών, όπως είναι τα μουσεία, μπορεί να διασωθεί στη μνήμη των παλαιοτέρων και να αποτελέσει αντικείμενο γνώσης για τους νεότερους.
Η δημιουργία των μουσείων είναι άρρηκτα δεμένη με την αγωνία για τη διάσωση της παραδοσιακής τεχνολογίας και της βιομηχανικής κληρονομιάς, εξ ου και δημιουργούνται εκεί όπου η παραγωγή του συγκεκριμένου προϊόντος εξασφάλισε κατά το παρελθόν οικονομική ευρωστία στην περιοχή. Τα μουσεία, ανάλογα με το αντικείμενό τους, στεγάζονται ή σε ουδέτερα κελύφη, ή σε εργοστάσια της ίδιας της παραγωγής, που στη συγκεκριμένη περίπτωση μετατρέπονται σε «μουσεία του εαυτού τους». ΄Αλλοτε συνοδεύουν και διαφημίζουν τη σύγχρονη παραγωγή, άλλοτε λειτουργούν in memoriam μιας για πάντα χαμένης τεχνολογίας, ενώ άλλοτε πάλι προσπαθούν να συμβάλουν στην επιβίωσή της ή την αναβίωσή της.
Στις μεθόδους διάσωσης της παραδοσιακής τεχνολογίας που προαναφέρθηκαν (καταγραφή, αποτύπωση, βιντεοσκόπηση, έκδοση μελετών, κ.λπ.) θα πρέπει να προστεθεί η πρόσφατα εφαρμοζόμενη και στον τόπο μας αποκατάσταση των εργαστηρίων και των μηχανισμών τους. Ωστόσο, ο τρόπος αυτός διάσωσης παραμένει κενό γράμμα, αν αυτά τα εργαστήρια δεν είναι εφικτό να τίθενται σε λειτουργία, και έτσι να συντηρούνται, από τον «μάστορα», ο οποίος εν συνεχεία οφείλει τουλάχιστον να κερδίζει τα προς το ζην από την παραγωγή του. Μέχρι σήμερα, κανένα εγχείρημα αποκατάστασης παραδοσιακού εργαστηρίου που δεν έχει εξασφαλίσει σαφή μουσειακή χρήση, που δεν έχει δηλαδή την απαραίτητη επιστημονική και τεχνοοικονομική υποδομή, δεν κατέστη δυνατόν να ξεπεράσει τα μεγάλα προβλήματα της συντήρησης, της λειτουργίας και της παραγωγής. Σε αυτό το πλαίσιο, το σύνολο αυτών των αποκαταστάσεων εξασφάλισε στην καλύτερη περίπτωση την απλή επιβίωση των μηχανισμών, οι οποίοι, χωρίς να λειτουργούν και να συντηρούνται, δεν μπορούν να ξεπεράσουν μια εικοσαετία επιβίωσης. Το αδιέξοδο αυτό έχει ήδη οδηγήσει όλα τα παρόμοια εγχειρήματα στην Ελλάδα σε μαρασμό, με αποτέλεσμα τα κλειδιά των αναστηλωμένων εργαστηρίων να βρίσκονται στα χέρια πολιτιστικών συλλόγων, εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης ή της Εκκλησίας, αλλά και κάποιων ρομαντικών του χωριού, που τα ανοίγουν ευκαιριακά για τον ενδιαφερόμενο και επίμονο (αλλά πάντως σπάνιο) επισκέπτη, επιδεικνύοντας την εικόνα εγκατάλειψης της όποιας αξιέπαινης προσπάθειας.
Η πρόταση για ένα νέο μοντέλο αποκατάστασης και λειτουργίας των παραδοσιακών και προβιομηχανικών εργαστηρίων εφαρμόζεται σε άλλες χώρες της Ευρώπης ήδη από τη δεκαετία του 1970 μέσω της δημιουργίας τεχνολογικών οικομουσείων. Τα αποκαταστημένα παραδοσιακά εργαστήρια τίθενται καθημερινά σε λειτουργία από τους τεχνίτες τους, προσδοκώντας ότι οι επισκέπτες θα καλύπτουν τα απαραίτητα λειτουργικά έξοδά τους. Στόχος είναι να εξασφαλίζεται, από τα εισιτήρια και τα πωλούμενα είδη, η αμοιβή των πλήρως απασχολουμένων παραδοσιακών τεχνιτών, η συντήρηση των εργαστηρίων τους, αλλά και του συνόλου των εγκαταστάσεων του μουσείου. Αν σε αυτά προστεθούν τα επίσης ανελαστικά έξοδα της διαχείρισης, της προβολής και της ανανέωσης ενός μουσείου, είναι απολύτως κατανοητό γιατί, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, το μέγιστο τμήμα των ευρωπαϊκών οικομουσείων που βασίζονται σε αυτό το μοντέλο λειτουργίας έχει ήδη οδηγηθεί σε οικονομικό αδιέξοδο.
Ωστόσο, πληρέστερος τρόπος διάσωσης της παραδοσιακής τεχνολογίας παραμένει το μουσείο, αφού σε αυτό περιέχονται όλες οι μέθοδοι που προαναφέρθηκαν (καταγραφή, αποτύπωση, βιντεοσκόπηση, κ.λπ.), σε συνδυασμό με τη διάσωση των μηχανημάτων. Αναφερόμαστε, δηλαδή, στην κλασική μορφή δημιουργίας μουσειακών συνόλων, για τα οποία ισχύει η βασική αρχή ότι κανένα από αυτά, πουθενά στον κόσμο, δεν είναι κερδοφόρο. Γι’ αυτό και όλα τα μουσεία, προκειμένου να λειτουργήσουν, χρειάζονται πάγια επιχορήγηση από το κράτος ή από μεγάλους πολιτιστικούς φορείς.
Τα θεματικά τεχνολογικά μουσεία στα οποία αναφερόμαστε έχουν μεγάλο κόστος κατασκευής, αλλά και συντήρησης. Ταυτόχρονα όμως, εξασφαλίζουν προδιαγραφές που συνδυάζουν σχεδόν όλες τις προσπάθειες για τις οποίες έγινε ήδη λόγος. Στα θεματικά τεχνολογικά μουσεία: α) διατηρούνται τα μηχανήματα και οι μηχανισμοί∙ β) αναλύονται οι τρόποι κατασκευής και λειτουργίας των μηχανημάτων∙ γ) αναλύονται οι τρόποι παραγωγής του προϊόντος∙ δ) καταγράφονται οι οικονομικές και ποιοτικές διαστάσεις της διαχρονικής παραγωγής του προϊόντος σε σχέση με την οικονομία της περιοχής, αλλά και της χώρας∙ ε) προβάλλεται η ιστορική ταυτότητα του προϊόντος και η εξέλιξη της τεχνολογίας παραγωγής του∙ στ) τις περισσότερες φορές, σε αυτά τα μουσεία εξασφαλίζεται και η παραγωγή του τελικού προϊόντος∙ ζ) το τελικό προϊόν, ως μουσειακό, είναι απαλλαγμένο από το στοιχείο της ανταγωνιστικότητας, και ως εκ τούτου δεν υπόκειται στην απαγορευτική, με δεδομένες τις περιορισμένες πωλήσεις του, σύγκριση με τις τιμές του τελικού βιομηχανικού προϊόντος στην αγορά.
Με αυτόν τον τρόπο, στα θεματικά τεχνολογικά μουσεία μπορεί να διασωθεί η παραδοσιακή τεχνική με ποικίλους μουσειοδιδακτικούς τρόπους, που εμπεριέχουν όλες τις μεθόδους καταγραφής που προαναφέραμε, χωρίς η διατήρηση να είναι υπόθεση της τεχνογνωσίας ενός και μόνο ανθρώπου. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για τον τεχνίτη, ο οποίος εμπειρικά θα πρέπει να «παραδώσει» την τέχνη του στο σινάφι ή στα παιδιά του, που θα προσδοκούν να επιβιώσουν από το συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά για τεχνίτη που υπηρετεί κυρίως την υπόθεση της ανάδειξης και της διδασκαλίας της παραδοσιακής τεχνικής, και ενδεχομένως την παραγωγή του προϊόντος σε περιορισμένη κλίμακα.
Τα θεματικά τεχνολογικά μουσεία χωρίζονται, εκ των πραγμάτων, σε δύο κατηγορίες: α) Τα μουσεία του εαυτού τους, δηλαδή τα εργαστήρια στα οποία διατηρείται το σύνολο των μηχανισμών, και παράλληλα προβάλλεται επεξηγηματικά η αλυσίδα παραγωγής με μουσειοδιδακτικούς τρόπους, ώστε ο επισκέπτης να κατανοεί τον τρόπο εργασίας του τεχνίτη και της παραγωγής του τελικού προϊόντος∙ και β) τα θεματικά τεχνικά μουσεία που στεγάζονται σε ουδέτερα κελύφη. Και στις δυο περιπτώσεις όμως, τα μουσεία αυτά στηρίζονται κυρίως σε μουσειολογικές ενότητες που έχουν προκύψει από την επεξεργασία ολοκληρωμένων ερευνητικών προγραμμάτων, τα οποία αξιοποιούνται με σύγχρονα μουσειοδιδακτικά μέσα.
Για τα μουσεία που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία είναι απαραίτητο για μια ακόμα φορά να τονιστεί ότι δεν πρόκειται για απλώς αναστηλωμένα εργαστήρια (μύλους, λιοτρίβια, νεροτριβές, βυρσοδεψεία, κ.ά.). Πρόκειται για χώρους όπου διασώζεται η αλυσίδα παραγωγής, οι μηχανισμοί τους τίθενται σε κίνηση όσο αυτό επιτρέπεται από τους όρους ασφαλείας ενός μουσειακού χώρου, ενώ παράλληλα σύγχρονα μουσειοδιδακτικά μέσα, είτε ηλεκτρονικά είτε κινούμενες μακέτες, αναλύουν τον τρόπο λειτουργίας των μηχανισμών και πληροφορούν τον επισκέπτη για την τεχνολογία του πρώην εργοστασίου. Πολλές φορές ο επισκέπτης, με τη βοήθεια του εκπαιδευμένου προσωπικού, μπορεί ακόμα και να συμμετάσχει στην παραγωγή του προϊόντος. Τέτοια μουσεία στο Δίκτυο του ΠΙΟΠ είναι το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα, το Μουσείο Πλινθοκεραμοποιίας Τσαλαπάτα στο Βόλο και το Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας στην Αγία Παρασκευή της Λέσβου.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα τεχνικά θεματικά μουσεία που απαραιτήτως οφείλουν να στεγαστούν σε ουδέτερα κελύφη, αφού έχουν σχεδιαστεί για να αναδείξουν ισομερώς την τεχνολογική εξέλιξη της παραγωγής ενός προϊόντος, ανά τους αιώνες, αλλά και όλες τις άλλες παραμέτρους της ιστορικής εξέλιξης της παραγωγής του προϊόντος. Η εξέλιξη της παραδοσιακής τεχνολογίας που θα περιληφθεί στο μουσείο δεν μπορεί να είναι ταυτισμένη με κανένα κέλυφος, γιατί αυτό φέρει την ταυτότητα μιας συγκεκριμένης περιόδου (λ.χ., ελαιοτριβείο του 18ου αι.). Μια τέτοια επιλογή είναι απολύτως εσφαλμένη, γιατί αυτομάτως λειτουργεί εις βάρος των άλλων περιόδων, μηχανισμών και εξελικτικών σταδίων της τεχνολογίας. Σε αυτήν την κατηγορία ουδέτερων κελυφών που στεγάζουν θεματικά τεχνολογικά μουσεία ανήκουν το Μουσείο της Ελιάς και του Ελληνικού Λαδιού στη Σπάρτη, το Μουσείο Μαρμαροτεχνίας στην Τήνο, το Μουσείο Μετάξης στο Σουφλί και το Μουσείο Παραδοσιακών Επαγγελμάτων και Περιβάλλοντος στη Στυμφαλία.
Ανεξαρτήτως, λοιπόν, του κελύφους και του ιδιαιτέρου χαρακτήρα του κάθε μουσείου, και οι δυο κατηγορίες των θεματικών τεχνικών μουσείων που προαναφέρθηκαν μπορούν να εξασφαλίσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη διάσωση της παραδοσιακής τεχνολογίας και της βιομηχανικής κληρονομιάς. Θα πρέπει, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε ότι το κόστος της λειτουργίας τους και της συντήρησής τους είναι μεγάλο, αλλά και αναπόφευκτο.
Στο σύνολό τους τα θεματικά τεχνολογικά μουσεία είναι μουσεία των οποίων ο πυρήνας δεν στηρίζεται στις συλλογές, όπως αυτό συμβαίνει με τα αρχαιολογικά μουσεία και τα μουσεία τέχνης, αλλά σε δεδομένα που προκύπτουν από τη συστηματική έρευνα. Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι αυτά που θα καθορίσουν τις μουσειολογικές ενότητες στις οποίες θα βασιστεί η επιλογή τόσο των μηνυμάτων του μουσείου, όσο και των αντικειμένων που θα εκτεθούν.
Οι στέρεες βάσεις για τη δημιουργία ενός, με εκπαιδευτικά κριτήρια περιεκτικού αλλά και ευχάριστου, θεματικού μουσείου στηρίζονται στην έρευνα, στην έκθεση και στην έκδοση.
Το θέμα της έρευνας είναι αυτό που έχει κατεξοχήν παραγνωριστεί στον τόπο μας. Η έλλειψή της έχει δημιουργήσει τις περισσότερες παρεξηγήσεις, οι οποίες κατά κανόνα οδηγούν και σε κακά αποτελέσματα. Ο ερευνητής ή η ομάδα των ερευνητών οφείλουν να είναι απολύτως απαλλαγμένοι από κάθε μουσειολογική ή μουσειογραφική σκέψη. Καθήκον τους είναι να εξασφαλίσουν στον συντονιστή του έργου του μουσείου (κομισάριο) το maximum των πληροφοριών σχετικά με το θέμα, αξιοποιώντας την υφιστάμενη βιβλιογραφία, αλλά και την πρωτογενή έρευνα. Το ενδεχόμενο να εμπλακεί σε μουσειολογικές σκέψεις ο ερευνητής τον οδηγεί συχνά σε αυτολογοκρισία, με αποτέλεσμα την αποστέρηση πληροφοριών από τον μουσειολόγο, ο οποίος πρέπει να έχει την κατά το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη πληροφόρηση ώστε να διαμορφώσει το μήνυμα του μουσείου. Ασφαλής τρόπος για την αποφυγή αυτής της εμπλοκής είναι η απομάκρυνση της ερευνητικής ομάδας από τη μουσειολογική ομάδα όταν αυτή δημιουργεί. Αλλά και η διαβεβαίωση των ερευνητών ότι, μετά τη δημιουργία του μουσείου, το σύνολο των πληροφοριών που προέκυψαν από την πρωτογενή έρευνα θα περιληφθεί σε μια έκδοση. Η ερευνητική ομάδα, σε κάθε περίπτωση, θα ελέγξει την εγκυρότητα του περιεχομένου της μουσειολογικής δουλειάς, όταν αυτή θα έχει ολοκληρωθεί. Με αυτόν τον τρόπο, αποτρέπεται το ενδεχόμενο να προσπαθήσει ο ερευνητής να επέμβει στα «χωράφια» του μουσειολόγου, διακατεχόμενος από την αγωνία να περιληφθούν τα πάντα στον επισκέψιμο χώρο.
Οι μεγάλες επιστημονικές ενότητες (είτε χρονολογικές, είτε θεματικές), οι οποίες θα προκύψουν από την έρευνα, είναι αυτές που, όταν βρεθούν στα χέρια των μουσειολόγων, καθορίζουν και τις μεγάλες μουσειολογικές ενότητες. Η επιλογή, όμως, του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να αναδειχθούν μουσειακά είναι δουλειά του συντονιστή και του μουσειολόγου.
Σήμερα, που τα σύγχρονα μουσειοδιδακτικά μέσα είναι πολλά, η θεωρητική πληροφορία των ερευνητών μπορεί να μετατραπεί από τον μουσειολόγο σε εικόνα ή σε τρισδιάστατο αντικείμενο, με την ίδια λογική που είναι δυνατή η χρήση ενός συλλεκτικού αντικειμένου προκειμένου να εμπλουτιστεί η μουσειολογική πορεία. Σε καμιά περίπτωση, βεβαίως, το θεματικό μουσείο δεν πρέπει να στηρίζεται σε δεδομένες συλλογές, αλλά απλώς να εμπλουτίζεται από αυτές. Οι συλλογές, όταν υπάρχουν, είναι ευλογία για όλα τα μουσεία του κόσμου. Στον σύγχρονο σχεδιασμό των μουσείων, οι αποθήκες είναι βεβαίως τμήματα των μουσείων (πολλές φορές ορατά και από τους επισκέπτες) και οι συλλογές βρίσκονται εκεί καλά ταξινομημένες, εύκολα προσπελάσιμες, έτοιμες προς αξιοποίηση, για επανέκθεση στο μουσείο, για περιοδικές εκθέσεις, ή και για έρευνα. Θέλω να πω με αυτό ότι η ανάδειξη του μηνύματος και της μείζονος πληροφορίας μέσω ενός ή δύο αντικειμένων, τα οποία θα συνοδεύονται από σχέδια, αναπαραστάσεις, σύντομα κείμενα, μικρά φιλμ ή touch screen που θα ζωντανεύουν και θα κάνει ευχάριστη την πληροφόρηση, είναι πολύ πιο σημαντική απ’ ό,τι η ασφυκτική παράθεση πληθώρας εκθεμάτων, μέσα και έξω από βιτρίνες που θα αποδεικνύουν τον πλούτο των συλλογών του μουσείου.
Αυτή λοιπόν η επιλογή, ίσως η πιο ευαίσθητη και δύσκολη παράμετρος για την επιτυχία ενός μουσείου, στηρίζεται στη συνεργασία του κομισάριου, του μουσειολόγου και του μουσειογράφου (ο οποίος θα μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι και ο ίδιος ο αρχιτέκτονας του μουσείου). Η συνεργασία, ωστόσο μεταξύ τους οφείλει να είναι άψογη.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, όταν η έκθεση ολοκληρωθεί, με τη σειρά της θα δώσει τη σκυτάλη στην έκδοση, η οποία, εκτός από τον οδηγό και τα φυλλάδια του μουσείου, θα πρέπει να περιλαμβάνει, με μορφή μικρών ή μεγάλων μονογραφιών, τον πλούτο των επιστημονικών πληροφοριών που προήλθε από την έρευνα και που, πρακτικά, είναι αδύνατον να έχει περιληφθεί στο σύνολό του στα εκθέματα του μουσείου.
Βασισμένο σε αυτήν την πρακτική το Πολιτιστικό ΄Ιδρυμα Ομίλου Πειραιώς έχει δημιουργήσει το Δίκτυο Μουσείων που προαναφέραμε.
Το Μουσείο Μετάξης στο Σουφλί είναι το πρώτο του Δικτύου, καθώς λειτουργεί ήδη από τη δεκαετία του 1980, με βάση υψηλής στάθμης, πρωτόγνωρες τότε για την Ελλάδα, επιστημονικές προδιαγραφές που είχε θέσει ο Στέλιος Παπαδόπουλος. Δεν διστάζω να ομολογήσω ότι ο ρομαντισμός και η σχετική άγνοια μάς οδήγησαν στο μεγάλο λάθος να παραδώσουμε τη διαχείρισή του στην τοπική αυτοδιοίκηση για δέκα χρόνια. Αυτό το λάθος υπήρξε καθοριστικό για να αποτιμήσουμε τους λόγους της υπολειτουργίας αλλά και της καταστροφής του μουσείου και να θέσουμε τους νέους όρους για τη λειτουργία του Δικτύου. Ευτυχώς, το μουσείο σήμερα έχει επισκευαστεί και επεκταθεί, απολύτως ενταγμένο στο Δίκτυο του ΠΙΟΠ.
Το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα είναι ένα αναστηλωμένο συγκρότημα υδροκίνητων βιοτεχνικών εγκαταστάσεων στην περιοχή του Λούσιου, που περιλαμβάνει αλευρόμυλο, νεροτριβή, βυρσοδεψείο και μπαρουτόμυλο. Σε προσεκτικά αποκαταστημένα εργαστήρια, οι επισκέπτες αναπτύσσουν βιωματική σχέση με το χώρο και τους μηχανισμούς, οι οποίοι και τίθενται σε λειτουργία. Ενδεικτικά, έχουν τη δυνατότητα να πάρουν στη χούφτα τους το αλεύρι που αλέθεται μπροστά στα μάτια τους, ενώ, στους αντίστοιχους χώρους, μπορούν να παρακολουθήσουν εκπαιδευτικές ταινίες για την επεξεργασία του μπαρουτιού και του δέρματος.
Στο Μουσείο της Ελιάς και του Ελληνικού Λαδιού στη Σπάρτη παρουσιάζονται οι οικονομικές, χρηστικές και συμβολικές όψεις της ελιάς και του λαδιού, καθώς και η τεχνολογία της ελαιοπαραγωγής από την αρχαιότητα έως σήμερα. Οι σχετικές πληροφορίες εμπλουτίζονται από infokiosks στον εσωτερικό χώρο του μουσείου, ενώ από τα ελαιοτριβεία της Προϊστορικής, Ελληνιστικής και Βυζαντινής περιόδου που βρίσκονται σε ημιυπαίθριους χώρους παράγεται λάδι, στο πλαίσιο εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Το Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας στη Λέσβο αναδεικνύεται σε «μουσείο του εαυτού του», αφού πρόκειται για την πλήρη αποκατάσταση του Κοινοτικού Ελαιοτριβείου της Αγίας Παρασκευής, το οποίο έρχεται να συμπληρώσει το Μουσείο της Ελιάς και του Ελληνικού Λαδιού στη Σπάρτη. Εδώ δίνεται έμφαση στις ψηφιακές παραγωγές, οι οποίες επιτρέπουν στον επισκέπτη να κατανοήσει τη λειτουργία των μηχανών (ατμολέβητας, ατμομηχανή, άξονας κίνησης, τροχαλίες, μηχανές συμπίεσης, μηχανές διαχωρισμού) και τη διαδικασία σύνθλιψης και συμπίεσης του ελαιοπολτού, καθώς και του διαχωρισμού του λαδιού σε ατμοκίνητο ελαιοτριβείο. Οι παλιές αποθήκες του ελαιοκάρπου λειτουργούν, τέλος, ως συμπληρωματικές εκθετικές μονάδες.
Στο Μουσείο Πλινθοκεραμοποιίας στο Βόλο, που επίσης έχει αναδειχθεί σε «μουσείο του εαυτού του», ακολουθείται μουσειολογική πορεία που έχει βασιστεί στην αλυσίδα παραγωγής των κεραμιδιών και των τούβλων από ατμοκίνητα μηχανήματα και της όπτησης των τούβλων στην κάμινο Hoffman. Ο επισκέπτης εντυπωσιάζεται από κινούμενες μακέτες που επεξηγούν τη λειτουργία του υποβλητικού χώρου που τον περιβάλλει, με τον μηχανολογικό εξοπλισμό, τους ανενεργούς ιμάντες και τα παλετοφόρα με άψητα τούβλα και κεραμίδια.
Στο Μουσείο Μαρμαροτοτεχνίας στην Τήνο παρουσιάζονται οι παραδοσιακές τεχνικές, ο εργαλειακός εξοπλισμός των τεχνιτών, καθώς και το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο αναπτύχθηκαν τα τηνιακά εργαστήρια. Η αναπαράσταση λατομείου και εργαστηρίου, η συγκέντρωση των σχεδίων των μαρμαροτεχνιτών, σε συνδυασμό με ταινίες που προβάλλονται στο χώρο του μουσείου, ζωντανεύουν τις τεχνικές εξόρυξης και επεξεργασίας μαρμάρου που αναπτύχθηκαν στην Τήνο.
Στο Μουσείο Παραδοσιακών Επαγγελμάτων και Περιβάλλοντος στη Στυμφαλία γίνεται προσπάθεια να αναδειχθεί η αλληλεπίδραση του ανθρώπου και του φυσικού χώρου που τον περιβάλλει. Το μουσείο στοχεύει στην περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση του κοινού, δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση στον προβιομηχανικό πολιτισμό της περιοχής, μέσω της χρήσης καινοτόμων πολυμεσικών εφαρμογών (ενυδρείο, βάρκες).
Κάθε μουσείο του Ιδρύματος αποτελεί και ένα ζωντανό πολιτιστικό κύτταρο, που συμβάλλει στην ενίσχυση της ελληνικής περιφέρειας, τόσο οικονομικά, μέσω της επισκεψιμότητας των μουσείων αλλά και της ευρύτερης περιοχής, όσο και πολιτισμικά, αφού όλες οι δράσεις των μουσείων απευθύνονται κατά προτεραιότητα στις τοπικές κοινωνίες. Όλα τα μουσεία του Ιδρύματος διαθέτουν Αίθουσα Πολλαπλών Χρήσεων, όπου φιλοξενούνται εκπαιδευτικά προγράμματα, εκθέσεις, διαλέξεις, σεμινάρια, καθώς και άλλες εκδηλώσεις. ΄Ετσι, εκτός των άλλων, για μερικούς μήνες το χρόνο το ανθρώπινο δυναμικό και οι εξωτερικοί συνεργάτες του Ιδρύματος μεταφέρονται στην περιφέρεια, όχι βέβαια για να υποκαταστήσουν τους ξεναγούς, αλλά για να αναλάβουν το ρόλο τους ως εμπνευστές και συντονιστές αυτών των εκδηλώσεων. Σε αυτό το σημείο, ωστόσο, θα ήθελα να σταθώ λίγο περισσότερο.
Είναι κοινότοπη και προφανής η διαπίστωση ότι όλα τα πολιτιστικά γεγονότα υψηλής στάθμης (πολλές φορές επιχορηγούμενα) λαμβάνουν χώρα στην πρωτεύουσα, η οποία συγκεντρώνει περίπου το μισό του πληθυσμού της χώρας. Η συνειδητή προσπάθεια του Ιδρύματος είναι να μεταφέρει αυτήν την ποιότητα στην περιφέρεια, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις αντίστοιχες δυνατότητες πρόσληψης. Οι σχέσεις με τις τοπικές, μικρές, κλειστές κοινωνίες στις οποίες απευθυνόμαστε είναι ένα δύσκολο και επίπονο «παιχνίδι». Για να σηκώσεις ψηλά τον πήχη, πρέπει πρώτα να τον φέρεις στα μέτρα τους, να αρχίσεις να συνομιλείς ουσιαστικά μαζί τους.
Στις αίθουσες όπου οργανώνονται τα εκπαιδευτικά προγράμματα, οι διαλέξεις και τα σεμινάρια που απευθύνονται κατά προτεραιότητα στα σχολεία, οργανώνονται παράλληλα εκθέσεις στις οποίες τον πρώτο λόγο έχουν τοπικοί καλλιτέχνες. Το κύρος των αιθουσών ενισχύεται από τη μεταφορά μεγάλων πολιτιστικών γεγονότων, που λαμβάνουν χώρα ή θα μπορούσαν να σταθούν στα μεγάλα μουσεία της Αθήνας αλλά και του εξωτερικού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μεταφορά της έκθεσης «Αθήνα-Σπάρτη» από τη Νέα Υόρκη στην Αίθουσα Πολλαπλών Χρήσεων του Μουσείου Ελιάς και Ελληνικού Λαδιού στη Σπάρτη.
Η δημιουργία του Δικτύου δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι μεγάλες δυσκολίες ανέκυψαν κυρίως από την άγνοια και το ρομαντισμό μας σχετικά με τις πραγματικές δυνατότητες των τοπικών κοινωνιών. Παράλληλα, όσο προχωρούσε η ανάπτυξη του Δικτύου, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσαμε την παντελή απουσία κρατικής περιφερειακής πολιτιστικής πολιτικής. Αυτή η απουσία συνδυαζόταν με την τραγική (όπως, κατά τεκμήριο, έχει αποδειχθεί) διαχείριση των ελάχιστων κονδυλίων τα οποία εξασφάλιζε από τον κρατικό προϋπολογισμό το Υπουργείο Πολιτισμού. Είναι γνωστό ότι ο κάθε υπουργός Πολιτισμού, με σκανδαλωδώς προσωπικά κριτήρια, κατηύθυνε κονδύλια για πολιτιστικές δράσεις στην εκλογική του περιφέρεια, σε συλλόγους, μη κερδοσκοπικές εταιρείες, συνδέσμους, κ.ο.κ. Οι επιχορηγήσεις αυτές, λοιπόν, κατέληγαν στα χέρια φορέων εντελώς αδύναμων να υλοποιήσουν σοβαρές δράσεις, με αποτέλεσμα να μην διατίθενται πλέον χρήματα για αξιόλογες πρωτοβουλίες και καταξιωμένα μουσεία στην ελληνική περιφέρεια.
΄Εχοντας εγκαίρως διαγνώσει το αδιέξοδο της διαχείρισης των μουσειακών χώρων στην ελληνική περιφέρεια, είτε από έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, είτε από έλλειψη χρημάτων, είτε και από τα δύο, το ΠΙΟΠ άρχισε να μελετάει τη βιωσιμότητα των μουσείων του Δικτύου του ήδη από το στάδιο του αρχικού σχεδιασμού. Στόχος: να γνωρίζει καλά ποιο είναι το λειτουργικό κόστος κάθε μουσείου, ώστε εξαρχής να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητά του. Ως προς την κατασκευή του, το εκτεταμένο Δίκτυο Μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, χρηματοδοτείται, κατά κύριο λόγο, από τα Κοινοτικά Προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού προηγουμένως το Ίδρυμα έχει χρηματοδοτήσει τις μελέτες (τεχνικές, ερευνητικές, μουσειολογικές) και καταστήσει το έργο «ώριμο». Τα μουσεία του Δικτύου του ΠΙΟΠ δεν ανήκουν ούτε στο Ίδρυμα, ούτε στην Τράπεζα Πειραιώς. Ανήκουν κατά κυριότητα στην τοπική αυτοδιοίκηση ή στο ελληνικό κράτος. Αν το έργο ενταχθεί στα Κοινοτικά Προγράμματα για να κατασκευαστεί από το ΠΙΟΠ με κοινοτικά κονδύλια, τότε η χρήση του παραχωρείται για 50 χρόνια στο ΠΙΟΠ, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο καταστατικό του, και πάντα κατ’ εφαρμογήν του α.ν. 2039/39. Αυτό έχει ως άμεση συνέπεια και την εκ μέρους μας ανάληψη του κόστους λειτουργίας του για 50 χρόνια, την οποία εξασφαλίζει η Τράπεζα Πειραιώς και το ΄Ιδρυμα. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι έπειτα από πέντε χρόνια λειτουργίας, κατά τεκμήριο έχει ισοσκελιστεί το κόστος της δημιουργίας του μουσείου με το κόστος της λειτουργίας του κατά την πρώτη πενταετία.
Για το χρονικό αυτό διάστημα, το ΠΙΟΠ δεσμεύεται να καλύψει όχι μόνο τα έξοδα της εμφανούς λειτουργίας του μουσείου (ηλεκτρικό, νερό, τηλέφωνο, φύλακες, καθαρίστριες, επιστημονικό-διαχειριστικό προσωπικό), αλλά και όσα έξοδα (άγνωστα εν πολλοίς στο ευρύ κοινό) απαιτούνται για τη λειτουργία ενός μουσείου: τη συντήρηση των κτηρίων αλλά και των συλλογών• τη συγγραφή, έκδοση και συνεχή ανανέωση των σχετικών εντύπων• τη δημιουργία και ανανέωση των πωλητηρίων• τη μέριμνα για προβολή σε τοπικό, πανελλήνιο και διεθνές επίπεδο• τη δημιουργία, την ανανέωση και τη διαχείριση εκπαιδευτικών προγραμμάτων• την οργάνωση ποικίλων πολιτιστικών εκδηλώσεων στο χώρο• τη διασύνδεση με αντίστοιχα μεσογειακά ή ευρωπαϊκά μουσεία• και τέλος, την επανέκθεση και την ανανέωση των συλλογών. Όλα αυτά απαιτούν ειδικούς, που, ακόμα και αν εντοπιστούν σε κάποιες τοπικές κοινωνίες, αποτελούν εξαιρέσεις που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την πολυτέλεια της επιλογής, και κυρίως την απαιτούμενη διάρκεια. Παράλληλα, γνωρίζαμε εξαρχής στο Ίδρυμα (όπως προκύπτει και από τον μέσο ετήσιο προϋπολογισμό εσόδων-εξόδων των μουσείων του Δικτύου) ότι, στην καλύτερη περίπτωση, τα αναμενόμενα έσοδα από την πλήρη λειτουργία των μουσείων δεν θα είναι σε θέση να καλύψουν παρά το 20% των εξόδων τους.
Με δεδομένη τη δυσκολία της στελέχωσης των μουσείων από το ανθρώπινο δυναμικό της περιφέρειας, αλλά και με σκοπό αφενός τη μείωση των λειτουργικών εξόδων, και αφετέρου τη βιωσιμότητα του όλου εγχειρήματος, το ΠΙΟΠ έχει υιοθετήσει ένα διαχειριστικό μοντέλο που αξιοποιεί τη δομή και τη στελέχωση των υπηρεσιών του οι οποίες εδρεύουν στην Αθήνα. Σε αυτό το πλαίσιο:
– Η Υπηρεσία Μουσείων επιβλέπει και συντονίζει τη λειτουργία και την προβολή των μουσείων, την οργάνωση και την εκτέλεση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, την οργάνωση εκδηλώσεων στις αίθουσες πολλαπλών χρήσεων. Παράλληλα, η Υπηρεσία Εκδόσεων και η Υπηρεσία Έρευνας και Επιστημονικών Εκδηλώσεων και Προβολής λειτουργούν υποστηρικτικά στο έργο των μουσείων.
– Η συντήρηση των κτηρίων και η άψογη διατήρηση των λειτουργικών τους χώρων, μαζί με την επίβλεψη και τη διεκπεραίωση όλων των διαδικασιών των σχετικών με την κατασκευή των κτηρίων των νέων μουσείων, καλύπτεται από την Τεχνική Υπηρεσία του Ιδρύματος, στελεχωμένη από μηχανικούς της Τεχνικής Υπηρεσίας του Ομίλου Πειραιώς.
– Η οικονομική διαχείριση κάθε μουσείου παρακολουθείται εξονυχιστικά από το λογιστήριο του Ιδρύματος.
– Από το κέντρο καλύπτονται επίσης οι ανάγκες για διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη.
– Η νομική υποστήριξη εξασφαλίζεται επίσης από τον Όμιλο Πειραιώς.
– Η διαχείριση, ο προγραμματισμός δραστηριοτήτων των μουσείων, η λειτουργία τους και ο απολογισμός τους παρακολουθούνται από πενταμελή επιτροπή, που αποτελείται από δύο εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, δύο εκπροσώπους του ΠΙΟΠ και τον εκπρόσωπο της αρμόδιας Διεύθυνσης του ΥΠΠΟΤ.
– Στα κατά τόπους μουσεία απασχολείται μόνο προσωπικό υποδοχής και εξυπηρέτησης των επισκεπτών, το οποίο αποτελεί και ένα είδος συνδέσμου με την τοπική κοινωνία, ενώ στις μεγάλες πόλεις προσλαμβάνονται και διοικητικοί υπάλληλοι.
Ταυτόχρονα, όλα τα μουσεία διαθέτουν πωλητήρια, στα οποία διατίθενται σε χαμηλές τιμές καλόγουστα αναμνηστικά που έχουν σχέση μόνο με το άμεσο αντικείμενο του μουσείου, αλλά και οι εκδόσεις που έχουν προκύψει από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο της δημιουργίας του.
Εξάλλου, στις καφετέριες, που λειτουργούν σε όλα σχεδόν τα μουσεία, ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να ξεκουραστεί, να ξεφυλλίσει τα έντυπα, να εξετάσει τα αντικείμενα του πωλητήριου, να γευτεί ντόπια προϊόντα.
Το Δίκτυο προγραμματίζεται να συμπληρωθεί με δύο ακόμα μουσεία: το Μουσείο Αργυροτεχνίας στα Ιωάννινα και το Μουσείο Μαστίχας στο Πυργί Χίου.
Όταν εγκαινιάζεται ένα μουσείο, όσοι έχουμε σχετική εμπειρία συνηθίζαμε παλαιότερα να λέμε ότι έχουμε διανύσει τον μισό δρόμο για την επίτευξη του στόχου μας. Τα τελευταία χρόνια, τείνω να πιστεύω ότι έχει διανυθεί μόνο το 1/3 αυτής της δύσκολης πορείας. Η διαχείριση, η συντήρηση και η διατήρηση του μουσείου σε υψηλό επίπεδο λειτουργίας απαιτούν βαθιά γνώση και πολύν κόπο. Σήμερα πιστεύω ακράδαντα ότι, για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, πρέπει από την πρώτη στιγμή, παράλληλα με τις μουσειολογικές, τις μουσειογραφικές και τις τεχνικές μελέτες που απαιτούνται για το σχεδιασμό ενός μουσείου, να υπάρχει και μια οικονομοτεχνική μελέτη, η οποία αφενός θα καθορίζει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, και αφετέρου θα αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα οικονομικά δεδομένα για τη λειτουργία του και τη βιωσιμότητά του.
Η απουσία αυτής της μελέτης δεν είχε μέχρι πρόσφατα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στα κρατικά μουσεία, γιατί το κράτος, ανεξαρτήτως του κόστους, είναι υποχρεωμένο να καλύπτει τη λειτουργία τους. Από την άλλη, η απουσία μιας τέτοιας μελέτης ευθύνεται εν πολλοίς για το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει σήμερα τα περισσότερα μη κρατικά μουσεία. Επειδή, μάλιστα, τα κονδύλια που διατίθενται δεν επαρκούν για τη λειτουργία των κρατικών μουσείων (αφού αυτά, στις περισσότερες περιπτώσεις, έχουν αλόγιστα υψηλό κόστος λειτουργίας), φυσική συνέπεια είναι να πέφτει η ποιότητα της εικόνας που παρουσιάζουν.
Στην Ελλάδα τα μη κρατικά μουσεία έχουν δημιουργηθεί από τρεις κατηγορίες (αναμφισβήτητα αξιέπαινων) πρωτοβουλιών: α) από εύπορους και καλλιεργημένους, κατά τεκμήριο, συλλέκτες∙ β) από τον ενθουσιασμό τοπικών φορέων, συσπειρωμένων γύρω από ηγετικές μορφές του χωριού ή της πόλης, που ενεργοποιούν τους συμπατριώτες τους για την ανάδειξη της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της περιοχής, δημιουργώντας λαογραφικές, κατά κανόνα, συλλογές∙ γ) την πρωτοβουλία της τοπικής αυτοδιοίκησης, προκειμένου αυτή να αποκτήσει δικό της μουσείο, τις περισσότερες φορές σχετικό με την ιστορία ή την ιδιαίτερη ταυτότητα του τόπου.
Η εσφαλμένη αντίληψη που οδηγεί πολλούς πολιτιστικούς φορείς, και κυρίως την τοπική αυτοδιοίκηση, σε κατά τεκμήριο λανθασμένες επιλογές στελέχωσης εδράζεται στην πεποίθηση ότι η λειτουργία ενός μουσείου είναι θέμα τυπικής διαχείρισης, όπως στην περίπτωση μιας δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης.
Ταυτόχρονα, μέχρι τώρα στη χώρα μας παρατηρείται σχεδόν πλήρης έλλειψη περιφερειακής πολιτιστικής πολιτικής. Και δεν εννοώ, βεβαίως, το έργο του ΥΠΠΟΤ (με τις κατά τόπους Εφορείες), στο οποίο έως τώρα στηρίχθηκε όλη η πολιτιστική, αλλά εν πολλοίς και η τουριστική ανάπτυξη της χώρας. Η παντελής έλλειψη περιφερειακής πολιτιστικής πολιτικής είχε ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες, γιατί οδήγησε στην εύλογη απαίτηση όλων των ιδιωτικών και των ανηκόντων στη τοπική αυτοδιοίκηση μουσείων (εκτός, το τονίζω, των αρχαιολογικών, που ανήκουν στο κράτος) να διεκδικούν χρήματα από τον γλίσχρο προϋπολογισμό του Υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο βρίσκεται συνεχώς σε αδιέξοδο, απολογούμενο γιατί δεν επιχορηγεί ακόμα και την πιο αδόκιμη προσπάθεια του τελευταίου συλλέκτη, ερασιτέχνη μουσειολόγου ή/και αυτοαποκαλούμενου «διευθυντή μουσείου».
Βεβαίως, η ιδανική λύση θα ήταν η οριστική ένταξη όλων των μουσείων στον προϋπολογισμό του ΥΠΠΟΤ, δηλαδή στον κρατικό προϋπολογισμό, ο οποίος θα χρηματοδοτούσε κρατικά και ιδιωτικά μουσεία χωρίς όριο. Όμως, το ελληνικό κράτος (και όχι μόνο), ανεξαρτήτως της σημερινής οικονομικής κρίσης, δεν είναι σε θέση να καλύπτει τη συντήρηση και τη λειτουργία των υφιστάμενων αρχαιολογικών μουσείων και χώρων, που συνεχώς αυξάνονται και εκσυγχρονίζονται ακολουθώντας σύγχρονες μουσειολογικές πρακτικές. Πρόσφατα έχει καταβληθεί τεράστια προσπάθεια για τον εξορθολογισμό των εξόδων του ΥΠΠΟΤ. Παράλληλα, η εικόνα πολλών μουσείων και αρχαιολογικών χώρων αλλάζει. Ωστόσο, πολλά πρέπει να γίνουν ακόμη, και μάλιστα κάτω από δυσμενείς συνθήκες. Μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι πάντα απαιτούν συντήρηση, στις υπερπλήρεις αποθήκες τους επικρατούν απαράδεκτες συνθήκες συντήρησης και φύλαξης και, το χειρότερο, οι τρέχουσες οικονομικές συνθήκες δεν επιτρέπουν την απαραίτητη πρόσληψη νέων φυλάκων ώστε οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μουσεία να παραμένουν ανοιχτά σε λογικά ωράρια. Πριν από λίγα μόλις χρόνια, παρέμεναν κλειστά όχι μόνο μικρά περιφερειακά μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι, αλλά και κεντρικοί πόλοι αναφοράς των επισκεπτών, Ελλήνων και ξένων, όπως η Ακρόπολη, οι Δελφοί, η Ολυμπία, το Βυζαντινό Μουσείο, ο Λευκός Πύργος. Παραδοσιακά, τα ιδιωτικά μουσεία πίεζαν το ΥΠΠΟΤ για επιχορηγήσεις. Σήμερα όμως, έχουν όλοι καταλάβει ότι ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος. Το αδιέξοδο, κατά συνέπεια, στο οποίο βρίσκονται τα μουσεία που ανήκουν σε κληροδοτήματα-ιδρύματα, αλλά και εκείνα που ανήκουν στην τοπική αυτοδιοίκηση, είναι δεδομένο. Ποια θα μπορούσε να είναι η λύση;
Το μοντέλο βιωσιμότητας που προτείναμε δεν παύει να έχει πεπερασμένες δυνατότητες, όχι μόνο την παρούσα στιγμή, αλλά ακόμα και αν θεωρήσουμε δεδομένο ένα λογικό πλαίσιο εξέλιξης της παγκόσμιας οικονομίας. Πρόκειται ουσιαστικά για μια τράπεζα που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα μιας δεκάδας ημικρατικών μουσείων για πενήντα χρόνια, έχοντας τουλάχιστον την ικανοποίηση του πλήρους ελέγχου για το πού πηγαίνουν τα χρήματά της. Ας παραλλάξουμε λίγο το μοντέλο της Τράπεζας Πειραιώς και ας εξετάσουμε ως ενδεχόμενο τη μακροχρόνια υιοθέτηση ενός ήδη λειτουργούντος μουσείου από μια οποιαδήποτε τράπεζα, ή από οποιονδήποτε εύρωστο οικονομικά φορέα. Αυτό από μόνο του θα αποτελούσε ίσως διέξοδο για την επιβίωση των λίγων αλλά πολύ σημαντικών περιφερειακών μη κρατικών μουσείων που λειτουργούν ήδη και σήμερα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, ο χορηγός πρέπει πριν απ’ όλα να έχει στα χέρια του εχέγγυα.
Οι ανάγκες που έχουν δημιουργηθεί από την έλλειψη κρατικών επιχορηγήσεων σε σημαντικά ιδιωτικά μουσεία της χώρας ωθούν να αξιολογήσουμε, και ίσως να υιοθετήσουμε, στοιχεία από άλλα επιτυχημένα μοντέλα, ώστε να στηρίξουμε και να καταστήσουμε βιώσιμους τους φορείς που ήδη υπάρχουν – τουλάχιστον αυτούς που έχουν αποδείξει την εγκυρότητά τους στο πεδίο του πολιτισμού και την αποτελεσματικότητά τους στο πεδίο του τουρισμού.
Για να προτείνουμε όμως λύσεις, νομίζω ότι καταρχάς θα πρέπει να συμφωνήσουμε σε μερικές βασικές παραδοχές, προκειμένου να συνεχιστεί ο διάλογος:
1. Κανένα μουσείο στον κόσμο δεν είναι κερδοφόρο, όταν «κάνει σωστά τη δουλειά του». Άρα χρειάζεται επιχορήγηση.
2. Ο προϋπολογισμός του ΥΠΠΟΤ δεν άγγιξε ποτέ ούτε καν το 1% του κρατικού προϋπολογισμού. Άρα, είναι εξαιρετικά περιορισμένος.
3. Το ίδιο το ΥΠΠΟΤ βιώνει το αδιέξοδο, ενώ οι ιδιώτες πιέζουν αφόρητα, τόσο το κράτος όσο και τους χορηγούς, που σήμερα βεβαίως είναι πια σπάνιοι. Αλλά και όταν βρεθούν χορηγοί, αντιμετωπίζουν αμήχανοι ένα νομικό κομφούζιο.
4. Η ελληνική περιφέρεια δεν διαθέτει ακόμη το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, που θα προσφέρει στη λειτουργία ενός μουσείου τη δυνατότητα επιλογών ή και αντικατάστασης του προσωπικού του, δεδομένου ότι περισσότερο από το μισό του πληθυσμού της χώρας είναι συγκεντρωμένο στην πρωτεύουσα.
5. Ο «Καλλικράτης», πέραν των όποιων αρχικών δυσκολιών της μεταβατικής περιόδου, θέτει ένα άλλο θεσμικό πλαίσιο στη διάθεση της ελληνικής επαρχίας, το οποίο, αν τεθεί και λειτουργήσει σωστά, θα οδηγήσει στη δημογραφική ανακατανομή του πληθυσμού της χώρας.
Οφείλουμε να τονίσουμε ότι το ΥΠΠΟΤ διά των οργάνων του, εδώ και λίγον καιρό, έχει ήδη καταφέρει να ξεχωρίσει τι είναι και τι δεν είναι μουσείο, τι πληροί και τι δεν πληροί τις κατά το νόμο προδιαγραφές ώστε να αναγνωριστεί από το κράτος, ασχέτως αν ο φορέας που έχει αναλάβει τη λειτουργία του ανήκει στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα.
Θα πρέπει, όμως, το ΥΠΠΟΤ πολύ γρήγορα να φροντίσει ώστε :
α) Να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο σχεδιασμό της περιφερειακής πολιτιστικής πολιτικής. Αν σε αυτή τη φάση αφεθούν μόνες τους οι περιφέρειες του «Καλλικράτη», χωρίς τη συνδρομή και την εμπειρία του ΥΠΠΟΤ, το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό.
β) Να ξεδιαλύνει τον χορηγικό θεσμό έτσι που, χωρίς χρονοβόρες και πολύπλοκες διαδικασίες και με απόλυτη διαφάνεια, ο μεν χορηγός να επωφελείται των όποιων κατά καιρούς φορολογικών απαλλαγών προβλέπονται, η δε χορηγία να κατευθύνεται προς τους φορείς της επιλογής του χορηγού. Αυτοί οι φορείς, βεβαίως, θα πρέπει να είναι σε θέση να τεκμηριώνουν την εγκυρότητά τους, έπειτα από τους ελέγχους των αρμόδιων υπηρεσιών του ΥΠΠΟΤ (και σε αυτό το πεδίο το ΥΠΠΟΤ έχει κάνει ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά μένουν πολλά και σύνθετα προβλήματα ακόμη να λυθούν).
γ) Να κατευθύνει τα μεγάλα ιδιωτικά ιδρύματα στη μακρόχρονη υιοθέτησή τους από έναν χορηγό (μια τράπεζα, ή άλλον εύρωστο οικονομικά οργανισμό), με καθαρούς προϋπολογισμούς, απολογισμούς και παρακολούθηση (follow up) που θα εξασφαλίζει ο χορηγούμενος στον χορηγό, για την οποία θα εγγυάται το ίδιο το ΥΠΠΟΤ, χωρίς βέβαια να εμποδίζεται να αναλάβει το ίδιο αυτόν το ρόλο, τουλάχιστον για κάποια σημαντικά μουσεία. Γενικώς, ο χορηγός θα πρέπει –αν το επιθυμεί– να έχει ενεργό ρόλο στην παρακολούθηση του έργου για το οποίο πληρώνει.
δ) Να υιοθετήσει πολιτική βοήθειας όχι μόνο των κρατικών αλλά και των αξιόλογων ιδιωτικών μουσείων της περιφέρειας από τις κεντρικές υπηρεσίες του (βάσει ενός μοντέλου τύπου ΠΙΟΠ), σε τομείς όπως οι εκδόσεις, οι διεθνείς σχέσεις, η προβολή, η κατασκευή αναμνηστικών, κ.λπ.
ε) Να οργανώσει σεμινάρια για φύλακες, με θέματα όπως είναι αντιμετώπιση έκτακτων περιστάσεων, η καλή συμπεριφορά, η προστασία του χώρου, κ.λπ.
στ) Να εφαρμόσει αυστηρά και χωρίς παρεκκλίσεις το νόμο που προβλέπει αν υπάρχουν τα προαπαιτούμενα για τη δημιουργία οποιουδήποτε νέου μουσείου που φιλοδοξεί να αναγνωριστεί από το κράτος. Σε πρώτο στάδιο, τέτοια είναι η υποβολή προμελετών προς το ΥΠΠΟΤ, μαζί με τεχνοοικονομικές μελέτες που θα περιλαμβάνουν τις θέσεις εργασίας, τα τετραγωνικά της κατανάλωσης, κ.λπ., ώστε να προκύπτει η τάξη μεγέθους όχι για τη δημιουργία (το εύκολο), αλλά για τη λειτουργία (το δύσκολο) των νέων μουσείων.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απαξίωση για μια χώρα από το να αποδεικνύεται ανίκανη να διατηρήσει την πολιτισμική της ταυτότητα. Αυτήν την ταυτότητα που αρχαιολόγοι, ξεναγοί και κρατικοί λειτουργοί καθημερινά καλούνται να προβάλλουν, συχνά καταφεύγοντας αναγκαστικά σε ακροβατισμούς προκειμένου να καλύψουν την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού της χώρας μας.