Ανεπαρκής, άφαντος, αδιάφορος, ελιτιστής, αναβλητικός… Οι χαρακτηρισμοί με τους οποίους «στολίζουν» τον υπουργό οι άνθρωποι του πολιτισμού συνοψίζονται σε μία φράση: «Δεν κάνει τίποτε!»
Για τον Παύλο Γερουλάνο ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε να πει πως ήταν ο μόνος υπουργός Πολιτισμού που δεν του έβγαινε στο τηλέφωνο. Δικαίωμά του, μπορεί να πει κανείς. Είναι όμως; Γιατί ένας υπουργός δεν μπορεί να εμφανίζεται μόνον όταν πρόκειται να δώσει συγχαρητήρια στους δημιουργούς για κάποια επιτυχία τους και ύστερα τίποτε. Έχει και υποχρεώσεις. Τις οποίες όμως ο ίδιος πολύ συχνά φαίνεται ότι ξεχνάει.
Σημαντικοί άνθρωποι του πολιτισμού λοιπόν, αφού πάλεψαν επί ματαίω επί δύο χρόνια για μία συνάντηση μαζί του, αναγκάστηκαν να παραιτηθούν σηκώνοντας τα χέρια ψηλά. Ο υπουργός νίκησε. Αλλά δεν έμαθε ποτέ την άποψή τους, δεν άκουσε νέες ιδέες ή προτάσεις, δεν θέλησε να ξέρει τα προβλήματά τους. Και φυσικά δεν μπήκε στον κόπο να δώσει λύσεις. Αποτέλεσμα; Δεν είναι λίγοι εκείνοι σήμερα που τον θεωρούν ανεπαρκή και αδιάφορο, τον κατηγορούν για ελιτισμό και οικογενειοκρατική συμπεριφορά και του καταλογίζουν βραδυπορία σε αποφάσεις, αναβλητικότητα στις πράξεις και αδυναμία επίλυσης προβλημάτων. Έτσι η μόνιμη επωδός ανθρώπων των πολιτισμού για τον υπουργό τους είναι: «Δεν κάνει τίποτε»!
Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται. Έτσι, και μόνο το γεγονός ότι επί ενάμιση χρόνο ενημέρωση από τον κ. Γερουλάνο για θέματα του πολιτισμού δεν είχε υπάρξει ήταν αρκετό για να δείξει το τεράστιο χάσμα στην πολιτική του υπουργείου. Προβλήματα μακροχρόνια και άλυτα, ερωτήματα που συσσωρεύονταν, αλλά ο υπουργός άφαντος. Έκτοτε, παρά τις κάποιες «διορθωτικές» κινήσεις, το αίνιγμα παραμένει, πώς δηλαδή ένας άνθρωπος που έχει ασχοληθεί με την επικοινωνία και μιλάει διαρκώς για εξωστρέφεια έχει καταδικάσει το υπουργείο σε συρρίκνωση τόσο στη σχέση του με τον κόσμο όσο —κυρίως— και στον τομέα της δημιουργίας και των δημιουργών οδηγώντας στην πλήρη απαξίωσή τους.
Γιατί, αν τα χρήματα αποτελούν μέγα ζητούμενο και για τον πολιτισμό, ακόμη μεγαλύτερο είναι το όραμα και η συγκροτημένη πολιτική. Ο υπουργός όμως μοιάζει ακινητοποιημένος από την ανέχεια του υπουργείου του, τη στιγμή ειδικά που οι ευθύνες του αυξάνονται και ενώ καλείται να αναλάβει ιδιαίτερο ρόλο στην τόνωση της δημιουργίας ώστε να μη γονατίσει από το βάρος της μνημονιακής πίεσης.
Κανένας δεν ξέρει, για παράδειγμα, αν και πώς θα γίνει εφέτος το Φεστιβάλ Αθηνών. Ο διευθυντής του είναι άφαντος κι αυτός και, με τη δικαιολογία ότι το Φεστιβάλ χρωστάει χρήματα από πέρυσι, αρνείται να φτιάξει νέο πρόγραμμα (ειρήσθω εν παρόδω, αναλυτικά οικονομικά στοιχεία δεν έχουν ανακοινωθεί, παρ’ ότι ελπίζουμε το υπουργείο τουλάχιστον να τα γνωρίζει…). Ποια είναι η αντίδραση του υπουργείου λοιπόν επ’ αυτού; Και πού είναι οι πρωτοβουλίες —στην αναζήτηση ακόμη και διεθνούς χορηγίας για παράδειγμα, όπως συμβαίνει σε όλα τα μεγάλα φεστιβάλ— για να ξεπεραστεί η έτσι κι αλλιώς επερχόμενη κρίση; Πού είναι το όραμα για την ανάδειξη των αρχαίων ελληνικών θεάτρων διεθνώς; Οι παραστάσεις του Κέβιν Σπέισι στην Επίδαυρο δεν χτύπησαν καμπανάκι για τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει το Φεστιβάλ;
Άγνωστο εξάλλου είναι αν θα γίνει και η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Και ενώ το ελληνικό βιβλίο παλεύει αγώνα άνισο για να ξεπεράσει το φράγμα της γλώσσας και να βρει διέξοδο στο εξωτερικό, λύσεις ουσιαστικές από το υπουργείο δεν δίνονται. Ο κινηματογράφος πορεύεται επίσης μόνος του, χάρη στο ταλέντο κάποιων ανθρώπων, τους οποίους ο υπουργός παρακολουθεί ως καλός θεατής.
Ο κ. Γερουλάνος έχει δηλώσει απών όσον αφορά το θέμα του αιτήματος για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Ούτε μία πρωτοβουλία επί των ημερών του, και ας είναι αυτό ένα από τα ζητήματα που γνωρίζει ότι μπορεί να ανυψώσουν το χαμένο ηθικό του Ελληνα, ακόμη και ως απλή συζήτηση… Αντίθετα, και εδώ περιπλέκονται τα πράγματα, ο υπουργός Πολιτισμού ανέλαβε να κάνει γνωστό το Βυζάντιο στις ΗΠΑ. Μόνο που το κόστος του εγχειρήματος, ύψους 3,2 εκατ. ευρώ, έχει εξαγριώσει τους ανθρώπους του πολιτισμού, οι οποίοι πένονται στις δύσκολες ημέρες που διανύουμε.
Ούτε η ανακοίνωση ότι θα βρεθούν χορηγοί έχει καθησυχάσει τα πλήθη, διότι και ο ΟΠΑΠ που έχει προσφερθεί να καλύψει το ποσό, από τον Έλληνα πολίτη δεν εξαρτάται; Εξάλλου η ατυχής –το λιγότερο που μπορεί να χαρακτηρισθεί– ανάμειξη της βυζαντινολόγου κυρίας Αιμιλίας Γερουλάνου στην οργάνωση της έκθεσης, όπως και του Μουσείου Μπενάκη του οποίου είναι πρόεδρος, έχει προκαλέσει ιδιαιτέρως αρνητικά σχόλια. Γιατί ακόμη και αν τυπικά όλα είναι νόμιμα, στην πράξη η ανάμειξη οικογενειών, φίλων και γνωστών τα καθιστά αυτομάτως διαβλητά. Απόδειξη, ότι καμία δικαιολογία από όσες προβλήθηκαν από το υπουργείο δεν έχει γίνει πιστευτή.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο «έρωτας» που προέκυψε με το Μουσείο Γκέτι σοκάρει. Εκεί όπου ήμασταν στα δικαστήρια για να μας επιστρέψουν κλεμμένες αρχαιότητες –μερικές μόνο από όσες έχουν αγοράσει παράνομα από αρχαιοκαπήλους–, εμείς πιάσαμε φιλίες! Σύμφωνο συνεργασίας έχει υπογράψει ο κ. Γερουλάνος με το διάτρητης ηθικής αμερικανικό μουσείο στο πλαίσιο της δημιουργίας καλών σχέσεων μεταξύ των δύο μερών βεβαίως, αλλά η βιασύνη του έχει οδηγήσει σε αντίθετα αποτελέσματα. Αντί να μας επιστρέφουν αρχαία, εμείς τους στέλνουμε εκθέσεις. Μεγάλη επιτυχία!
Θα πρέπει να παραδεχτεί κανείς ως επιτυχή την πρωτοβουλία του υπουργού να μεθοδεύσει την αναβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών μουσείων και αρχαιολογικών χώρων – πολλοί από αυτούς δεν παρείχαν ούτε νερό για τους επισκέπτες. Ωστόσο το ζήτημα της εύρυθμης λειτουργίας τους, έτσι ώστε να είναι ανοιχτά για το κοινό, δεν το αγγίζει καν. Αλλά αν ένα μουσείο είναι κλειστό επειδή δεν υπάρχουν φύλακες, τι να τα κάνει ο επισκέπτης τα καινούργια φυλλάδια ή την… ηλεκτρονική ξενάγηση; Και εδώ όμως η αντιμετώπιση είναι εκ του μακρόθεν.
Επιπλέον, κ. υπουργέ, έπρεπε να ξεσπάσει κρίση στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού για να σκεφτείτε την ύπαρξή του; Για το πρόσωπο της χώρας μας στο εξωτερικό μιλάμε. Πού είναι η στρατηγική για την προβολή της και την ανατροπή της κακής εικόνας της; Τα γεγονότα σάς έχουν ξεπεράσει.