Το αρχοντικό στην οδό Πανεπιστημίου 12, με τα βαριά κάγκελα, τις τοξοστοιχίες στην πρόσοψη, τα αετώματα και τις παραστάδες που σχεδίασε ο Τσίλερ, έχει μείνει ευτυχώς στη θέση του αφήνοντας ελεύθερη τη φαντασία μας για τη ζωή του διάσημου ιδιοκτήτη του, του Ερρίκου Σλήμαν. Ως Νομισματικό Μουσείο πια, το «Ιλίου Μέλαθρον» παρουσιάζει την ιστορία του νομίσματος αλλά οι γωνιές και η διακόσμησή του αποκαλύπτουν τον χαρακτήρα του ιδιόρρυθμου Γερμανού αρχαιολόγου που ήθελε το σπίτι του να είναι το πλουσιότερο ιδιωτικό κτίριο στην Αθήνα του 1878.
Ο Ερρίκος Σλήμαν, που γεννήθηκε στο Νοϊμπούκοφ της Γερμανίας το 1822 και έγινε μεγιστάνας του πλούτου αν και παιδί μιας φτωχής οικογένειας, είχε πάθος για την ελληνική μυθολογία και την αρχαιολογία. Κι αυτό το ασίγαστο πάθος τον έκανε να ταυτιστεί με δύο διάσημες ανασκαφές: της Τροίας και των Μυκηνών. Στον λόφο του Ηissarlik άρχισε τις ανασκαφές το 1870, ένα χρόνο μετά τον γάμο του με τη νεότερή του Ελληνίδα, Σοφία Εγκαστρωμένου, κόρη Αθηναίου εμπόρου υφασμάτων.
Αν όλα αυτά είναι μια ειδυλλιακή εικόνα που έχει το ευρύ κοινό για τον κοσμοπολίτη Γερμανό έμπορο, η αρχαιολόγος Ντόρα Βασιλικού στο νέο βιβλίο της, «Το χρονικό της ανασκαφής των Μυκηνών 1870-1878» (Βιβλιοθήκη της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 274), παρουσιάζει αλήθειες, όχι μόνο για τον χαρακτήρα του αλλά και για το έργο του στις Μυκήνες. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι στην 238 σελίδων καλογραμμένη έκδοση που ο αναγνώστης δεν θέλει να αφήσει από τα χέρια του, η συγγραφέας καταγράφει γεγονότα όπως προκύπτουν από τα αρχεία της Γενναδείου και της Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Υπόθεση δύσκολη εφόσον επρόκειτο για «δύστροπο» άνθρωπο, «κυκλοθυμικό» και «αλαζόνα», ο οποίος ανάλογα με τις διαθέσεις και τον τρόπο που αντιμετώπιζαν οι Αρχές τα σχέδιά του, έβλεπε και εκείνος τους Έλληνες.
Είναι η πρώτη ολοκληρωμένη εξιστόρηση της ιστορίας της ανασκαφής του 1876 που ξεκινά με την επιμονή του Σλήμαν να πάρει επίσημη άδεια παρότι ερευνά στην Τροία και ονειρεύεται να πάρει άδεια και για έρευνες στην Ολυμπία.
Χρησιμοποίησε δεκάδες σχέδια για να πάρει την πολυπόθητη άδεια για τις Μυκήνες, κατέφυγε σε διάφορους υπουργούς και σε υποσχέσεις, όπως ότι θα κληροδοτήσει τα ευρήματα της Τροίας στο ελληνικό έθνος, κι ας τα έστελνε στο αγρόκτημα του αδερφού του με την παράκληση: «να κρυφτούν επιμελώς». Εύλογη και η επιφύλαξη του Π. Ευστρατιάδη, ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά για τον Σλήμαν: «Πανούργος ανήρ, διά πανουργίας αποκοιμίζει και ζητά να εξαπατήσει τας αρχάς».
Ο Σλήμαν δεν νοιαζόταν για πρωτόκολλα. Όταν απευθυνόταν σε πρόσωπα που είχε ανάγκη συχνά, ταλαντευόταν «ανάμεσα σε δουλοπρέπεια και έπαρση, όλα αυτά στοιχεία ανθρώπου “parvenu – νεόπλουτου”», υπογραμμίζει η συγγραφέας που παρακολουθεί όλα τα στάδια της ανασκαφής των Μυκηνών, παράνομης αρχικά, νόμιμης στην πορεία αλλά και πώς δέχτηκε τελικά ο Σλήμαν να αρκεστεί μόνο στο «προνόμιον της δημοσίευσης».
Σήμερα ο επισκέπτης του αρχαιολογικού χώρου μπορεί να μαγεύεται από τη γαλήνη του τοπίου, ωστόσο εκείνα τα χρόνια σφραγίστηκαν από την ευέξαπτη συμπεριφορά του ανασκαφέα (και της Ελληνίδας συζύγου) και τις παρατυπίες του. Ο χαρακτήρας του αποκαλύπτεται και από τη διένεξη που είχε με τους Τούρκους για την κυριότητα της τρωικής συλλογής, ενώ τον ίδιο καιρό προσπαθούσε να καλλιεργήσει θετικό κλίμα στην Αθήνα, πληρώνοντας τα έξοδα για την κατεδάφιση του φράγκικου πύργου στην Ακρόπολη.
Η τάση του βέβαια «να καταστρέφει οτιδήποτε ελληνικό ή ρωμαϊκό προκειμένου να φτάσει στα προϊστορικά στρώματα» πυροδότησε συγκρούσεις που δεν άφησαν απ’ έξω την Αρχαιολογική Εταιρεία και την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Όσο, όμως, άπληστος κι αν κρίνεται ο ανασκαφέας «η φωτογραφική τεκμηρίωση της ανασκαφής και των ευρημάτων ήταν εξαιρετικά σημαντική υπόθεση». Όπως σημειώνει η κ. Βασιλικού «υπήρξε πρωτοπόρος στον τομέα αυτόν». Η ανασκαφή των Μυκηνών ήταν και είναι της Αρχαιολογικής Εταιρείας που έγινε διά του Ερρίκου Σλήμαν. Αν όμως δεν υπήρχε στη σκιά ο ευσυνείδητος έφορος της Εταιρείας Π. Σταματάκης, ο οποίος συνέχισε το έργο της επιστημονικής τεκμηρίωσης των ευρημάτων και αποκάλυψε τον θησαυρό των πολύτιμων αντικειμένων και του 6ου τάφου του ταφικού κύκλου, ίσως θα αγνοούσαμε πολλά.
Ένας από τους πρωταγωνιστές μιας ευσυνείδητης Ελλάδας που ασχολήθηκε με τη σωτηρία των μνημείων της. «Ένα δίδαγμα για την εποχή μας», όπως λέει η συγγραφέας στην «Καθημερινή», από τους αδέκαστους του τότε.
Η έκδοση αυτή έχει σημασία για έναν επιπλέον λόγο: φωτίζει την πίσω πλευρά της ιστορίας. Την αυταπάρνηση και αυτοθυσία Ελλήνων της εποχής – όπως ήταν ο γενικός έφορος Αρχαιοτήτων Παναγιώτης Ευστρατιάδης και κυρίως ο αρχαιολόγος Παναγιώτης Σταματάκης, οι οποίοι ύψωσαν το ανάστημά τους για τη σωτηρία της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου τους, σε μια εποχή δύσκολη για το νεοσύστατο κράτος.
Η κ. Βασιλικού αποκαθιστά επιστήμονες που δεν κολακεύθηκαν από τις κοσμικές συναναστροφές εξουσίας του Γερμανού ανασκαφέα και δεν υποχώρησαν στις πιέσεις του, όπως να κρατήσει το ήμισυ των ευρημάτων για τον εαυτό του.