Αν ο πολιτισμός μιας κοινωνίας φαίνεται από τα νεκροταφεία της, τότε η Νεκρόπολη της Λευκωσίας του 21ου αιώνα π.Χ., που απλώνεται σήμερα από την περιοχή βόρεια του Χίλτον μέχρι τη λεωφόρο Κένεντι και την οδό Ανδρέα Αραούζου, πόσα μπορεί να μας πει για τον αρχαίο οικισμό που απλωνόταν στη θέση της σημερινής πρωτεύουσας, την εποχή του Χαλκού;
Σίγουρα αρκετά, αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν υπάρχουν γραπτά ευρήματα από εκείνη τη μακρινή εποχή, ενώ οι τάφοι που βρίσκουν κατά καιρούς οι αρχαιολόγοι του τμήματος Αρχαιοτήτων είχαν συχνά εντοπιστεί νωρίτερα από τυμβωρύχους. Οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής, της οποίας το όνομα μας είναι άγνωστο, ζούσαν εκεί όπου απλώνεται σήμερα η μεσαιωνική πόλη της Λευκωσίας, κοντά στον ποταμό.
Είχαν μάλλον καλή ιδέα για τους νεκρούς τους, αφού έχτιζαν τα νεκροταφεία σε απόσταση κοντινή από τον οικισμό και σε υψώματα, ώστε να έχουν οπτική επαφή με τους τάφους, σε αντίθεση με τη σημερινή αντίληψη για τα νεκροταφεία. Επιπλέον, συχνά έθαβαν τους νεκρούς σε λαξευτούς τάφους που έμοιαζαν με δωμάτια ή μικρά σπίτια, μέσα στα οποία τοποθετούσαν προσωπικά αντικείμενα, συνήθως κεραμικά και σπανιότερα χάλκινα, προδίδοντας έτσι πλούτο, μέσα από τη σπατάλη χαλκού. Από τα πιο πρόσφατα ευρήματα μάλιστα των αρχαιολόγων φαίνεται πως ο οικισμός που απλωνόταν την εποχή του Χαλκού στη θέση της σημερινής Λευκωσίας είχε σημαντική επαφή και ανταλλαγή αγαθών και πολιτιστικών αξιών με τους οικισμούς της πιο προηγμένης, τότε, βόρειας ακτής του νησιού.
Όπως ανέφερε στον «Πολίτη» ο δρ Γιώργος Γεωργίου, αρχαιολογικός λειτουργός Α’ στο τμήμα Αρχαιοτήτων, ο οποίος τα τελευταία δέκα χρόνια ασχολείται συστηματικά με τις ανασκαφές στη Νεκρόπολη της Αγίας Παρασκευής, κοντά στο σημερινό ομώνυμο εκκλησάκι, η Νεκρόπολη εντοπίστηκε αρχικά τον 19ο αιώνα μ.Χ., την πρώτη περίοδο ανάπτυξης της κυπριακής αρχαιολογίας. Ήταν ο καιρός που αναπτυσσόταν στη Δύση η τάση για ταξίδια στην Ανατολή, στις περιοχές της Μεσοποταμίας και την Αίγυπτο, όπου είχαν αναπτυχθεί σημαντικοί αρχαίοι πολιτισμοί, με σκοπό να κάνουν ανασκαφές και να μαζέψουν αντικείμενα για τα μουσεία.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα άρχισε και η Κύπρος να γίνεται πηγή αρχαιοτήτων για τους αρχαιολάτρες της Δύσης. Κινητοποιήθηκε έτσι μια ντόπια αγορά τυμβωρύχων, η οποία νωρίτερα δεν ήταν δραστήρια, διότι, ακόμη κι όταν εντοπίζονταν αρχαίοι τάφοι, δεν αποδιδόταν σε αυτούς καμία αξία. Όταν, τον 19ο αιώνα, άρχισαν να κυκλοφορούν ξένοι στην Κύπρο ζητώντας αρχαιότητες και κάνοντας ανασκαφές, αρκετά ευρήματα που ήρθαν στο φως κατέληξαν στο εξωτερικό.
Το 1884 η βρετανική διοίκηση δημιούργησε το Κυπριακό Μουσείο και άρχισε να συγκεντρώνει εκεί κυπριακές αρχαιότητες. Ο νόμος που ίσχυε τότε απέδιδε το ένα τρίτο των ευρημάτων στον ανασκαφέα, ένα τρίτο στο Κυπριακό Μουσείο και ένα τρίτο στον ιδιοκτήτη της γης.
«Συνήθως ο ανασκαφέας αγόραζε και το ένα τρίτο του ιδιοκτήτη και έτσι τα δύο τρίτα των ευρημάτων έφευγαν νόμιμα από την Κύπρο», λέει ο δρ Γεωργίου. Αυτό άλλαξε όταν το 1935 οι Βρετανοί ίδρυσαν το τμήμα Αρχαιοτήτων. Σύμφωνα με το νόμο που θεσπίστηκε τότε, όσες αρχαιότητες βρεθούν στο νησί μένουν στο νησί, κάτι που για την εποχή ήταν πρωτοποριακό και ισχύει ώς σήμερα. Έκτοτε ξεκίνησαν οι αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή, λιγότερο συστηματικές τα πρώτα χρόνια και πολύ πιο αναλυτικές τα τελευταία χρόνια.
Το πρώτο αντικείμενο που φυλάσσεται στο μουσείο από τη Νεκρόπολη της Αγίας Παρασκευής, της εποχής του Χαλκού, βρέθηκε το 1927. Νωρίτερα, πολλά αντικείμενα χάθηκαν από τους τυμβωρύχους. «Κυνηγούσαν κομμάτια μουσειακά, οπότε δεν τους ενδιέφερε να τεκμηριώσουν την ακριβή θέση του τάφου ή τι βρέθηκε, αναλυτικά, σε αυτόν. Διάλεγαν εκείνα που ήταν σημαντικά για τα μουσεία και τα υπόλοιπα τα άφηναν ή τα πέταγαν», αναφέρει ο δρ. Γεωργίου.
Έπειτα, ώς το 1974 η περιοχή ήταν εκτός των ορίων της πόλης, αφού η λεωφόρος Κένεντι ήταν τότε το νότιο όριο της πόλης. Η ανοικοδόμηση στην περιοχή αναπτύχθηκε ουσιαστικά τη δεκαετία του ’80 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Όμως ακόμη και τότε, όταν έβρισκαν αρχαία αντικείμενα καθώς έσκαβαν για να χτίσουν μια οικοδομή, συχνά δεν ειδοποιούσαν το τμήμα Αρχαιοτήτων, με αποτέλεσμα να υπάρξουν καταστροφές στη νεκρόπολη της εποχής του Χαλκού και στα πρόσφατα χρόνια. Η πρώτη συστηματική τεκμηρίωση των ευρημάτων της εποχής ξεκίνησε από τους αρχαιολόγους Π. Φλουρέντζο και Μ. Χατζηκωστή, οι οποίοι διετέλεσαν και διευθυντές των τμημάτων.
Το 2001 ανέλαβε ο δρ Γεωργίου, ο οποίος αρχικά έφτιαξε έναν χάρτη με τις ακριβείς θέσεις των τάφων που είχαν εντοπιστεί, τη μορφολογία του εδάφους και αχνά τη σημερινή διαμόρφωση των δρόμων που περνούν από κει. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε ένα πιο εντατικό σύστημα παρακολούθησης, με το οποίο το τμήμα Αρχαιοτήτων είχε την επίβλεψη οποιασδήποτε εκσκαφής γινόταν στο χώρο. Όπως αναφέρει ο δρ Γεωργίου, ο οικισμός της εποχής του Χαλκού ήταν χτισμένος κάτω από τη σημερινή μεσαιωνική πόλη, κοντά στον ποταμό. Τα δε νεκροταφεία απλώνονταν στα νότια υψώματα, απέναντι από τον οικισμό.
«Ήταν επιλογή τους και φαίνεται ότι θα έδινε μια ιδιαίτερη σημασία στα νεκροταφεία, διότι υπήρχε οπτική επαφή και ήταν σε ευθεία, 10-15 λεπτά απόσταση με τα πόδια. Δείχνει ότι δεν προσπαθούν να τα κρύψουν, αλλά αντιθέτως να τα τονίσουν», αναφέρει.
Η νεκρόπολη φαίνεται πως πρωτοχτίστηκε στο ξεκίνημα της εποχής του Χαλκού, γύρω στο 2400 π.Χ., όπως αποκαλύπτουν οι παλιότεροι τάφοι που βρέθηκαν, κοντά στους κήπους του Χίλτον, και ήταν σε χρήση για ολόκληρη την εποχή του Χαλκού μέχρι τον 13ο αιώνα π.Χ. Λέγεται νεκρόπολη διότι υπήρχαν περισσότερα του ενός νεκροταφεία, ένα κοντά στο Χίλτον και ένα βορειοδυτικά της σημερινής λεωφόρου Κένεντι. Το γεγονός, δε, ότι η νεκρόπολη ήταν σε χρήση για περισσότερα από χίλια χρόνια καταδεικνύει ότι ο οικισμός που βρισκόταν εκεί ήταν ισχυρός. Μόνο το 2011, στην περιοχή βρέθηκαν 13-14 τάφοι, ενώ συνολικά έχουν εντοπιστεί περίπου 60. Ωστόσο, καθώς προηγήθηκαν καταστροφές και συλήσεις από τυμβωρύχους, δεν είναι εφικτός ο ακριβής υπολογισμός των τάφων που είχαν δημιουργηθεί στη συγκεκριμένη νεκρόπολη, αν και υπολογίζεται πως επρόκειτο για πολύ μεγάλο νεκροταφείο.
Οι τάφοι της εποχής ήταν κατά κύριο λόγο υπόγειοι θάλαμοι, λαξευτοί στον φυσικό βράχο. Οι μεγαλύτεροι απ’ αυτούς ξεπερνούν σε εμβαδόν τα 6Χ4 μέτρα, χρησιμοποιούνταν δε επανειλημμένα. «Είχαν μία είσοδο που έκλεινε με πλάκα και μπορούσε να ξανανοίξει. Εκείνη την εποχή υπήρχε διαφορετική αντίληψη από τη σημερινή ταφή. Σήμερα ανοίγουμε έναν λάκκο, βάζουμε το πτώμα και ρίχνουμε από πάνω χώμα. Τότε, έβαζαν τον νεκρό σε έναν υπόγειο θάλαμο και έκλειναν την είσοδο με χώμα ή αλλιώς, όμως δεν έριχναν χώμα στον νεκρό. Ουσιαστικά, αυτός ο τάφος μιμούνταν τον οικιακό χώρο», αναφέρει ο δρ Γεωργίου.
Εντοπίστηκαν όμως και κάποιοι λακκοειδείς τάφοι, παρόμοιοι με τους σημερινούς, όπου ο νεκρός θαβόταν και πάνω του έριχναν χώμα. Σύμφωνα με τον δρα Γεωργίου, είναι πιθανόν κάποια μέλη της κοινότητας να θάβονταν με τον έναν και άλλα με τον άλλο τρόπο. Ή, θάβονταν όπως σήμερα, σε λάκκο, και μεταγενέστερα, με μια τελετή, έβγαζαν τα λείψανά τους και τα τοποθετούσαν στους θαλάμους.
Οι τάφοι που εντοπίζονται σήμερα αποτυπώνονται πλήρως ως προς τα αντικείμενά τους, αλλά και τη μορφολογία τους με φωτογραφίες, γεωγραφική αναφορά και σχέδια. Στη συνέχεια καταστρέφονται για να συνεχιστεί η ανάπτυξη της περιοχής. Όπως αναφέρει ο δρ Γεωργίου, οι τάφοι δεν διατηρούνται, διότι είναι πολύ δύσκολο να είναι επισκέψιμοι, καθώς εκτός από δαπανηρό, κάτι τέτοιο θα ήταν και επικίνδυνο, αφού τα βράχια έχουν διαβρωθεί σημαντικά.
Πολύ σημαντικά για την κατανόηση της εποχής του Χαλκού είναι και τα αντικείμενα που βρέθηκαν μέσα στους τάφους, κατά κύριο λόγο εκατοντάδες κεραμικά, αλλά και κάποια χάλκινα προσωπικά αντικείμενα, όπως εργαλεία, όπλα ή αντικείμενα προσωπικού καλλωπισμού, όπως περόνες για τα ρούχα, δάχτυλοι για σκουλαρίκια κ.λπ.
Εκτός από την καθαυτή πληροφορία ότι προκειμένου να επεξεργαστούν το χαλκό αυτοί οι πολιτισμοί είχαν προηγμένες γνώσεις πυροτεχνολογίας, η ύπαρξη χαλκού σποραδικά στους τάφους αποτελεί σπατάλη, επομένως ένδειξη ευμάρειας, αφού ο χαλκός είναι ανακυκλώσιμο υλικό. Οι τάφοι με χάλκινα αντικείμενα σχετίζονταν επομένως με τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις του οικισμού. Όπως εξηγεί ο δρ Γεωργίου, εκείνη την εποχή οι κοινότητες ήταν καθαρά αγροτικές, με τον πλούτο να στηρίζεται στην ιδιοκτησία της γης και την ποσότητα τροφής που παραγόταν πέραν των καθημερινών αναγκών.
Ωστόσο, ελάχιστα χάλκινα αντικείμενα έχουν βρεθεί, κυρίως διότι τα μέταλλα ήταν ο στόχος των τυμβωρύχων, οι οποίοι, όταν δεν εντόπιζαν χρυσό ή χαλκό, συχνά έσπαγαν τα κεραμικά αντικείμενα, μήπως και τα μέταλλα ήταν κρυμμένα εκεί ή απλώς για πλάκα. Έτσι, στους περισσότερους συλημένους τάφους τα αγγεία εντοπίζονται θρυμματισμένα σε χιλιάδες μικρότερα κομμάτια. Ακόμη κι απ’ αυτά, όμως, η γνώση που πήραν οι αρχαιολόγοι ήταν σημαντική.
Όπως εξηγεί ο δρ Γεωργίου, στην τελευταία ανασκαφή που έγινε στη γωνία Κένεντι-Εσπεριδών, ενώνοντας οι συντηρητές τα σπασμένα κεραμικά συνέθεσαν δύο ομοιώματα που μοιάζουν πολύ με ένα ομοίωμα που βρέθηκε τη δεκαετία του ’30 στο νεκροταφείο του Μπέλα Πάις και αναπαριστά μια συλλογική δράση. Πρόκειται για μια ομάδα ανθρώπων σε κυκλικό περίβολο, με τέσσερις διασωθείσες αρσενικές μορφές. Απέναντί τους υπάρχει μια μορφή που μπορεί να είναι ξόανο, πιθανόν ένα λατρευτικό άγαλμα.
«Είναι μια εικόνα τελετουργίας που έχει σαφέστατη σχέση με το ομοίωμα του Μπέλα Πάις και μας δείχνει πως η Λευκωσία της πρώιμης εποχής του Χαλκού ήταν σε στενή επαφή με τη βόρεια ακτή. Υπήρχε ανταλλαγή αγαθών, αλλά και ιδεολογίας, κάτι που αναβαθμίζει τη Λευκωσία της πρώιμης εποχής του Χαλκού σε έναν ιδιαίτερο οικισμό».