Αναφέρεται στο μυθιστόρημα Εγώ, ο Κλαύδιος και στην ταινία Ο Μονομάχος, στη σκηνή όπου ο Μάξιμος πληροφορείται ότι ένας ολόκληρος στρατός περιμένει εκεί τις διαταγές του. Ιστορικά, η Όστια ήταν μια πόλη σφύζουσα από ζωή όπου ανθούσε το θαλάσσιο εμπόριο, στις εκβολές του ποταμού Τίβερη. Ήταν το λιμάνι της αυτοκρατορικής Ρώμης.
Σήμερα, η Ostia Antica είναι ένας μεγάλος αρχαιολογικός χώρος, σε απόσταση 3 χλμ. πλέον από τη θάλασσα, απόσταση που δημιουργήθηκε μέσα στο χρόνο από τις επιχωματώσεις και την κάθοδο της στάθμης της θάλασσας. Για τον επισκέπτη της, αποτελεί τον αντίποδα της Ρώμης, καθώς η κλίμακα των κτιρίων της είναι πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα. Ο αρχαιολογικός χώρος φημίζεται επίσης για τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες του. Τώρα, οι αρχαιολόγοι ερευνούν ένα εύρημα, που μέχρι σήμερα δεν είχε μελετηθεί, χρησιμοποιώντας ένα νέο μοντέλο αρχαιολογικής ανασκαφής.
Με επικεφαλής τους Δρα Darius Arya και Δρα Alberto Prieta του Αμερικανικού Ινστιτούτου Ρωμαϊκού Πολιτισμού, η αρχαιολογική ομάδα θα μελετήσει μία μεγάλων διαστάσεων (10 x 3 μ.) κτιριακή δομή με συμπαγείς τοίχους επενδεδυμένους με πλίνθους, με αψίδες, μαρμάρινα αρχιτεκτονικά στοιχεία και ογκόλιθους από τραβερτίνη. Καλυμμένο πλέον από βλάστηση, στο μακρινό παρελθόν το κτίριο βρισκόταν στην ακτή. Πιθανότατα να ανήκε στις εγκαταστάσεις του αρχαίου λιμένα, που επίσης διερευνούνται από τους αρχαιολόγους παράλληλα με το ρωμαϊκό ξύλινο πλοίο που βρέθηκε στην περιοχή τον περασμένο Απρίλιο.
Σύμφωνα με τους επικεφαλής του ανασκαφικού προγράμματος θα ακολουθηθεί το μοντέλο «ελάχιστης επέμβασης/υψηλής απόδοσης» που φαίνεται να κερδίζει έδαφος έναντι της παραδοσιακής έρευνας πεδίου, που έχει πολύ υψηλότερο κόστος. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, οι ερευνητές χρησιμοποιούν μικρότερα και λιγότερα σκάμματα αναζητώντας συγκεκριμένες πληροφορίες, αλλά και λεπτομερείς αρχιτεκτονικές και τοπογραφικές μελέτες για να προσδιορίσουν τη χρήση (ή τις χρήσεις) ενός κτιρίου και τη σχέση του με τις γειτονικές κτιριακές δομές που συγκροτούν ένα μεγαλύτερο σύμπλεγμα, μια γειτονιά ή μία πόλη. Όλα καταγράφονται ψηφιακά, προκειμένου να μειωθεί το κόστος της μετα-επεξεργασίας των δεδομένων.
Οι αρχαιολόγοι θα ξεκινήσουν με τον καθαρισμό του κτιρίου, ώστε να καταγράψουν και να αναλύσουν τα σωζόμενα κατάλοιπα. Στη συνέχεια, θα ανοίξουν μια σειρά από σκάμματα κατά μήκος των τοίχων του κτιρίου, οι θέσεις των οποίων έχουν επιλεγεί με μεγάλη προσοχή, για να προσδιοριστεί το βάθος στο οποίο φτάνουν τα θεμέλια, το ύψος του αρχικού κτιρίου, αλλά και ο χρόνος της ανέγερσής του. Τέλος, οι αρχαιολόγοι ελπίζουν να μπορέσουν να μελετήσουν τα ευρήματα που θα έρθουν στο φως στα σκάμματα, προκειμένου να συμπεράνουν τη χρήση και τη λειτουργία του κτιρίου καθώς και τη σχέση του με τις δραστηριότητες των κατοίκων της αρχαίας Όστια.
Πέραν αυτών, η ομάδα ευελπιστεί να συνεχίσει τις εργασίες συντήρησης αρχαίων κτιριακών δομών σε κοντινή περιοχή χρησιμοποιώντας μια πειραματική μέθοδο που μοιάζει πολλά υποσχόμενη όσον αφορά την προστασία των κτιρίων από τις αρνητικές επιπτώσεις της βλάστησης, ένα πρόβλημα που εξακολουθεί να απειλεί την ακεραιότητά τους. Και αυτή η μέθοδος αναμένεται να μειώσει τα έξοδα συντήρησης της αρχαίας αρχιτεκτονικής της Όστια.
Η σημασία του αρχαιολογικού χώρου της Όστια έγκειται στο ρόλο που διαδραμάτισε ως λιμάνι τόσο εμπορικών δραστηριοτήτων, όσο και στρατιωτικών επιχειρήσεων. Εδώ έδεσαν τα πλοία του αυτοκρατορικού στόλου το 68 π.Χ., και την ίδια χρονιά λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν από πειρατές. Οι λίθοι των τειχών του castrum (του στρατοπέδου) του 3ου αι. π.Χ. της αρχαίας Όστια προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για τις τεχνικές δόμησης που χρησιμοποιούνταν στη Μέση Αυτοκρατορική περίοδο. Στην ακμή της, τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ., είχε 75.000 κατοίκους. Από αρχαιολογική σκοπιά, τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και τα κινητά ευρήματα της Όστια έχουν συμβάλει σε πολύ μεγάλο βαθμό στην κατανόηση του τρόπου ζωής των Ρωμαίων από τις απαρχές της Αυτοκρατορίας μέχρι και την Αυτοκρατορική περίοδο. Ανασκαφές μεγάλης κλίμακας ξεκίνησαν στη θέση το 1938 και συνεχίζονται από τότε από διάφορες ομάδες. Υπολογίζεται ότι έχουν ανασκαφεί τα δύο τρίτα περίπου της πόλης.