Τι μπορεί να συνδέει την τραγική ηρωίδα της όπερας του Πουτσίνι, την Τόσκα, με την Κοκκινοσκουφίτσα; Πώς βρέθηκε ο Γιάννης Τσαρούχης στην Άγκυρα με ευχές για τον Γιώργο Σεφέρη; Και πώς μπορεί αγωνίες, όρκοι αιώνιας αφοσίωσης και αναγγελίες θανάτων να συμπορεύονται με δίαιτες, παρακλήσεις για πεσκέσια και σχόλια για τη μόδα;
Κοινός τόπος συνάντησης δεν είναι παρά ένα ορθογώνιο χαρτάκι που μπορεί να κουβαλά ευχές, χαρμόσυνα μαντάτα και ειδήσεις, γεννημένο στις όχθες του Τάμεση, στο Λονδίνο της βικτωριανής εποχής, το 1847, από έναν ευκατάστατο, αθεράπευτα φιλότεχνο επιχειρηματία, ο οποίος θέλησε να μοιράσει μαζί με τις ευχές του μια καλαίσθητη ζωγραφιά. Γνώρισε μέρες δόξας κυρίως στις αρχές του 20ού αιώνα και αναδείχθηκε σε έργο τέχνης. Και σήμερα, σχεδόν 165 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία της, όπου τείνει να εξαφανιστεί από τον ηλεκτρονικό διάδοχό της, η ευχετήρια κάρτα «διηγείται» τη διαδρομή της στον χρόνο μέσα από μια πλούσια συλλογή και ένα υψηλής αισθητικής λεύκωμα που υπογράφει ο αρχαιολόγος και συγγραφέας Χρήστος Μπουλώτης και επιμελήθηκαν για την Τράπεζα Πειραιώς οι εκδόσεις Polaris.
Περισσότερες από 500 κάρτες —επιστολικά δελτάρια, επί το επισημότερον—, από τις 8.500 που διαθέτει στη συλλογή του ο Χρήστος Μπουλώτης, βγήκαν από το… μπαούλο, μελετήθηκαν διεξοδικά και παίρνουν τον αναγνώστη από το χέρι σε ένα ταξίδι που δεν εστιάζει μόνο στην εικαστική πλευρά των μικρών αυτών έργων τέχνης, αλλά του επιτρέπει να μάθει να τα διαβάζει. Όχι μόνο με διάθεση «κλειδαρότρυπας», καθώς τα μηνύματά τους έχουν μετεγγραφεί από τον συγγραφέα ώστε να είναι αναγνώσιμα, αλλά και με μια κοινωνιολογική προσέγγιση μέσα από την ανάλυση της γλώσσας, την κριτική της φιλολογίας των ευχών και παρατηρήσεις στις αλλαγές που ο χρόνος επέφερε στην εικόνα της κάρτας. «Το έργο αναβιώνει αξίες και συναισθήματα τα οποία αποτέλεσαν πάντα ένα κομμάτι από τα ήθη, τις παραδόσεις και τους δεσμούς των Ελλήνων», τονίζει στον πρόλογό της η πρόεδρος του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, Σοφία Στάικου.
«Τι κρύβεται, αλήθεια, πίσω από την παλίμψηστη κάρτα που στάλθηκε δύο φορές στη Λυών στην ίδια παραλήπτρια, τη μία το 1902 από το Μιλάνο και την άλλη από το Μπρονξ το 1909; Και τι επίγνωση να είχε για το βαρύ λογοτεχνικό φορτίο που κουβαλούσε κάποια δεσποινίδα ονόματι Μαργαρίτα Γκωτιέ, παραλήπτρια κάρτας από το Στρασβούργο που στάλθηκε το 1904 στο Παρίσι; Από τέτοιου είδους “μυθιστορηματικό” υλικό, που εξάπτει την περιέργεια και τη φαντασία, αν και αφήνει μετέωρα πλήθος από ερωτήματα, οι κάρτες βρίθουν», επισημαίνει ο γεννημένος παραμυθάς Χρήστος Μπουλώτης.
«Συχνά υποκύπτω στον πειρασμό να αποτολμήσω μικρά “ψυχογραφήματα” των αλληλογράφων, να διαβλέψω χαρακτήρες ή έστω την κατάσταση του θυμικού τους τη στιγμή που έγραφαν. Γιατί οι “ήρωες” των καρτών κάθε άλλο παρά χάρτινοι είναι, και πάντως εξ ορισμού πιο αληθινοί από τους λογοτεχνικούς», συνεχίζει ο συγγραφέας.
Οι ιστορίες πίσω από κάθε κάρτα πολλές. Άλλοτε γοητευτικές και ενδιαφέρουσες, άλλοτε πικρές και άλλοτε αστείες. «Κάποια Γαλλίδα γράφοντας το 1912 μιλάει για δίαιτα με μπιφτέκι και αυγά, για προόδους στη στενογραφία, ενώ με αφορμή την παράσταση της κάρτας που στέλνει δεν χάνει ευκαιρία να σχολιάσει τις υπερβολές της μόδας. Ένας μαθητής ζητεί το 1909 από τους δικούς του να του στείλουν δύο χιλιάρικα λάδι και δύο τενεκέδες ελιές πεσκέσι στους καθηγητές του», σημειώνει ο Χρήστος Μπουλώτης. Το 1914 κάποιος Σίμος πληροφορεί από τον Πόρο τον εξάδελφό του Γιάννη ότι αναχωρεί για Ναύσταθμο καθώς «επέτυχε γραφεύς» και του εξηγεί πως από τους 60 υποψηφίους μόνο 11 επελέγησαν — ανάμεσά τους και αυτός, παραγκωνίζοντας ακόμη και άτομα με πανεπιστημιακή μόρφωση: «Μόνον εγώ είμαι του Σχολαρχείου και κατάφερα διά της μεγάλης υποστηρίξεως του Κελλιανίτη να εισαχθώ ναυτογραφεύς».
Πρωτότυπη για την εποχή της (το 1948) η κάρτα που σχεδίασε ο Γιάννης Τσαρούχης με θέμα τη Γέννηση, η οποία θυμίζει περισσότερο λαϊκό πανηγύρι, με την Παναγία να φορά λαϊκή φορεσιά και τον Χριστό με σορτσάκι να κρατά ένα ελληνικό σημαιάκι. Αυτή την «ιερόσυλη» τσαρουχική εκδοχή της Γέννησης επέλεξε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος για να στείλει τις ευχές του στον φίλο του στην Άγκυρα Γεώργιο Σεφέρη. Πού γεννήθηκε όμως η ευχετήρια κάρτα; Στο χριστουγεννιάτικο Λονδίνο της βικτωριανής εποχής ή μήπως στη Γερμανία του 15ου αιώνα με τις «Andachtisbilder», ένα είδος κάρτας με παράσταση του Θείου Βρέφους που κρατά σταυρό και συνοδεύεται από μια ευχή;
Ο συγγραφέας Χρήστος Μπουλώτης, ως αρχαιολόγος που αφοσιώνεται στην εξαντλητική έρευνα, έφθασε ως το Βρετανικό Μουσείο για να βρει μια χαλκογραφία του 1467 με τον Ιησού και τη φράση «Χαρούμενο κι ευτυχές το νέο έτος». Αυτή τη χαλκογραφία την ενέταξε στο λεύκωμα-μελέτη για τις ευχετήριες κάρτες, το οποίο εκτιμάται ότι θα διατεθεί στο εμπόριο μέσα στο 2012, από όπου παρελαύνουν κάρτες για τα Χριστούγεννα, άλλες με ανθοδέσμες, με παιδάκια, με ζευγάρια, με περιστέρια και χελιδόνια, με αγγέλους ή με γυναίκες, με νομίσματα ή με σκηνές από όπερες ή παραμύθια.
Χρονιά-τομή για τις κάρτες πάντως ήταν το 1902. Ήταν η χρονιά όπου αποφασίστηκε από τον Παγκόσμιο Ταχυδρομικό Σύνδεσμο να πάρει η κάρτα τη σημερινή της μορφή, να επιτρέπεται δηλαδή να γράφεται κείμενο και στην πίσω όψη της, στην οποία έως τότε αναγράφονταν μόνο τα στοιχεία του παραλήπτη και υπήρχε το γραμματόσημο. Η χρυσή εποχή της ωστόσο ήταν από το 1880 έως το 1930, όπου κυριάρχησαν η θεματική πρωτοτυπία, η αισθητική και η τυποτεχνική ποιότητα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν κάρτες ανάγλυφες με στοιχεία ασημοτυπίας και χρυσοτυπίας.
Χρήστος Μπουλώτης, «Με ευχετήριες κάρτες… διαδρομές στον χρόνο», εκδ. Τράπεζα Πειραιώς-Polaris, σελ. 440 (ο τόμος δεν κυκλοφορεί προς το παρόν στο εμπόριο).