Έφεραν στο φως θησαυρούς θαμμένους για αιώνες. Ανακάλυψαν πολιτισμούς. Γέμισαν ολόκληρα μουσεία με τα ευρήματά τους. Οι ανασκαφές τους μετατράπηκαν σε κορυφαίους αρχαιολογικούς χώρους. Πόσοι όμως γνωρίζουν ποιοι ήταν οι αρχαιολόγοι —επιστήμονες ή μη— που έκαναν τις πρώτες ανασκαφές στην Ακρόπολη, ανέδειξαν την προϊστορική Ελλάδα, απέδειξαν τον πλούτο του μακεδονικού βασιλείου, έστησαν το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αποκάλυψαν το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και την ελληνική προϊστορική «Πομπηία» — το Ακρωτήρι στη Θήρα; Πόσα γνωρίζουμε για τους τολμηρούς, πρωτοπόρους και θεμελιωτές μιας ολόκληρης επιστήμης, της αρχαιολογίας;
Η φωτογραφική έκθεση «Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία» γυρίζει τον χρόνο στο 1837 και αφήνει το νήμα να ξετυλιχθεί ώς τις μέρες μας, με στόχο να μάθουν οι νεότεροι αλλά και να θυμηθούν (σε κάποιες περιπτώσεις) οι παλαιότεροι τους αρχαιολόγους που ξέθαψαν με μεράκι και κόπο το παρελθόν και ξανάγραψαν την Ιστορία. Και τα «Νέα» παρουσιάζουν ενδεικτικά:
Αναζήτησε ίχνη της ναυμαχίας της Σαλαμίνας στον βυθό του Σαρωνικού. Ανακάλυψε τα δυο αριστουργηματικά κύπελλα —μαζί με άλλα πολύτιμα ευρήματα— στον θολωτό τάφο του Βαφειού. Υπήρξε από τους πρώτους ανασκαφείς της Ακρόπολης και ο αρχαιολόγος που με τις έρευνές του στις Μυκήνες πρόσφερε επιστημονικό θεμέλιο σε όσα είχε ανακαλύψει ο Ερρίκος Σλίμαν. Ο πρωτοπόρος της ελληνικής αρχαιολογίας Χρήστος Τσούντας (1857-1934) όμως, που διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακαδημαϊκός, έμεινε στην Ιστορία κυρίως για τις ανασκαφές του στις προϊστορικές ακροπόλεις του Διμηνίου και του Σέσκλου στη Θεσσαλία, θεμελιώνοντας τη θεωρία για την ύπαρξη νεολιθικού πολιτισμού στην Ελλάδα.
Ο αυταρχικός γενικός έφορος Παναγής Καββαδίας (1851-1928), που έχασε τη θέση του λόγω του δύσκολου χαρακτήρα του, υπήρξε ο πρώτος που ανέσκαψε συστηματικά το ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο και κατάφερε κάτω από ένα πυκνό δάσος να εντοπίσει το εντυπωσιακό θέατρο, έργο του Πολυκλείτου, αλλά και ο πρώτος που άγγιξε τις αρχαίες επιχώσεις πάνω στην Ακρόπολη, με αποτέλεσμα να φέρει στο φως, ανάμεσα σε άλλα, τις εντυπωσιακές αρχαϊκές κόρες. Είναι εκείνος που οργάνωσε την πρώτη έκθεση τόσο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο όσο και σε εκείνο της Ακρόπολης. Εμπνεύστηκε τον πρώτο νόμο «περί αρχαιοτήτων», που καθιέρωσε το αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας του κράτους σε όλα τα αρχαία που βρίσκονται στην Ελλάδα. Οργάνωσε την Αρχαιολογική Υπηρεσία κι ίδρυσε την επιθεώρηση «Αρχαιολογικό Δελτίο» για τις επίσημες δημοσιεύσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Ο αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός με το τραγικό τέλος —σκοτώθηκε στον τόπο που ανέσκαπτε, το Ακρωτήρι της Θήρας— έμεινε στην Ιστορία διότι ηγήθηκε της σπουδαιότερης, κατά πολλούς, ανασκαφής του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Κάτω από ένα παχύτατο στρώμα ελαφρόπετρας και θηραϊκής γης ανακάλυψε μια ολόκληρη πόλη του 16ου αι. π.Χ. με κυκλαδικό πολιτισμό επηρεασμένο από τους Μινωίτες, που καταστράφηκε —σύμφωνα με τον ανασκαφέα— από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας έναν αιώνα αργότερα. Ο Σπυρίδων Μαρινάτος (1901-1974) όμως ήταν εκείνος που ανακάλυψε και το προϊστορικό νεκροταφείο στο Τσέπι Μαραθώνα, ενώ διετέλεσε σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους διευθυντής Αρχαιοτήτων. Μελανή σελίδα στο βιογραφικό του, ωστόσο, αποτελεί η κατηγορία πως είχε ταχθεί με τη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Από καθηγητής σε γυμνάσιο στο Διδυμότειχο βρέθηκε στη Μέση Ανατολή κι εν συνεχεία στην Οξφόρδη για επιπλέον σπουδές. Η τύχη όμως τα έφερε έτσι ώστε ο καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Μανόλης Ανδρόνικος (1919-1992) να επιστρέψει στην ανασκαφή που πήγαινε από φοιτητής μαζί με τον δάσκαλό του Κωνσταντίνο Ρωμαίο: στη Βεργίνα. Η ανασκαφή της Μεγάλης Τούμπας έμελλε να αποδειχθεί έργο ζωής για τον αρχαιολόγο, που αποκάλυψε κάτω από την επίχωση της νοτιοδυτικής πλευράς του τύμβου τα θεμέλια ενός υπέργειου οικοδομήματος, του Ηρώου, τον συλημένο τάφο της Περσεφόνης και τους ασύλητους τάφους του Φιλίππου Β′, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Πρίγκιπα, προκαλώντας τον θαυμασμό παγκοσμίως για μια από τις σπουδαιότερες ανακαλύψεις, αλλά πυροδοτώντας παράλληλα πλήθος αντιρρήσεων σχετικά με την ταυτότητα των νεκρών που ήταν θαμμένοι στους πλούσια κτερισμένους τάφους.
Έκανε την πρώτη ανασκαφή στην Ακρόπολη. Έφτιαξε πλαστό χειρόγραφο για να εξαπατήσει τον Φαλμεράγιερ. Έπεισε τους Ελληνες να δώσουν βόλια στους Τούρκους ώστε να μη διαλύσουν τους κίονες του Παρθενώνα για να πάρουν το μολύβι. Υπήρξε από τους ιδρυτές της Αρχαιολογικής Εταιρείας και ψυχή της «Αρχαιολογικής Εφημερίδας», πολύτιμου θησαυρού γνώσεων για χιλιάδες μνημεία. Πήρε την απόφαση να ιδρύσει το πρώτο Μουσείο Ακρόπολης. Κυριάρχησε επί 27 χρόνια στην ελληνική αρχαιολογία. Κι όμως ο Κυριακός Πιττάκης (1793-1863) δεν είχε σπουδάσει Αρχαιολογία, αλλά Ιατρική! Μαθητής του Ιωάννη Παλαμά —προγόνου του ποιητή Κωστή— μυήθηκε με «την λεπτομερή ανίχνευση των Ελληνικών ερειπίων υπό την οδηγίαν του καλού μου φίλου κυρίου Φωβέλ», του Γάλλου προξένου της εποχής που είχε συγκεντρώσει μεγάλη ποσότητα αρχαιοτήτων, τις οποίες πωλούσε σε βρετανούς περιηγητές. Αν και δεν είχε πλούσιες γνώσεις ούτε μέθοδο για να τιθασεύσει το υλικό του, επιχειρούσε να καλύψει τα κενά του με την εργατικότητα και το πάθος του για τις αρχαιότητες.