Μια περίοδο υποφωτισμένη και εν πολλοίς παρεξηγημένη έρχεται να φωτίσει και να αναδείξει η νέα μεγάλη έκθεση που θα παρουσιαστεί στο Ωνάσειο Μορφωτικό Κέντρο του Μανχάταν, από τις 7 Δεκεμβρίου έως τις 14 Μαΐου.
Με τίτλο «Μετάβαση στον Χριστιανισμό: η Τέχνη στην Ύστερη Αρχαιότητα, 3ος-7ος αιώνας μ.Χ.», η έκθεση, που συνδιοργανώνουν το Θυγατρικό Κοινωφελές Ίδρυμα Ωνάση με το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, με την ακαδημαϊκή υποστήριξη μιας συμβουλευτικής επιτροπής από το Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πρίνστον, συγκεντρώνει 170 εξαιρετικά αντικείμενα που προέρχονται από μουσεία της Ελλάδας, της Κύπρου και των ΗΠΑ.
Θα είναι έτσι η πρώτη φορά που, χάρη στην έκθεση, θα συγκεντρωθούν αντικείμενα τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορα μουσεία και συλλογές. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι τα τρία πινάκια του Δαυίδ, που προερχόμενα από τον περίφημο «θησαυρό» της Λάμπουσας στην Κύπρο θα εκτεθούν για πρώτη φορά μαζί, αν και ανήκουν στο ΜΕΤ και το Μουσείο της Κύπρου. Η Ευγενία Χαλκιά, διευθύντρια του Βυζαντινού Μουσείου, και η Αναστασία Λαζαρίδου, αναπληρώτρια διευθύντρια, νιώθουν υπερήφανες για τα εκθέματα αυτά.
Μεταξύ των εκθεμάτων και ορισμένα που βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας, καθώς αποτελούν πολύ πρόσφατα ανασκαφικά ευρήματα. Οπως τα ελεφαντοστέινα πλακίδια από τη Μαρώνεια.
«Προβληματιστήκαμε για την ιδιαιτερότητα της έκθεσης αυτής», εξομολογήθηκε ανοιχτά η Ευγενία Χαλκιά. Εδώ και τρία χρόνια δουλεύει γι’ αυτήν. Στην αρχή ως εξωτερική συνεργάτις και τον τελευταίο χρόνο ως διευθύντρια του Μουσείου, μετά τον αιφνίδιο χαμό του Δημήτριου Κωνστάντιου, στον οποίο είναι αφιερωμένη η έκθεση και ο κατάλογος.
Μια έκθεση με το ίδιο περίπου θέμα είχε διοργανωθεί το 1976 στον ίδιο χώρο, με τίτλο «The Age of Spirituality».
«Δεν θέλαμε να επαναληφθούμε στον ίδιο χώρο και σε μια εποχή, όχι και τόσο μακρινή. Γι’ αυτό και σκεφτήκαμε να επικεντρωθούμε στην Ελλάδα», μας εξήγησε η Ευγενία Χαλκιά. Δεν συνεργάστηκαν μόνο με τις Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά και με τις Κλασικές, μια και το ζητούμενο ήταν ακριβώς να φανεί αυτή η μετάβαση από έναν κόσμο που φθίνει σε έναν νέο.
«Ζούμε και τώρα μια αντίστοιχη μεταβατική εποχή. Καλούμαστε και σήμερα να αναγνώσουμε μια εποχή σκοτεινιάς και να τη μετατρέψουμε σε κάτι άλλο», επισήμανε η Αναστασία Λαζαρίδου. Μέσα από αυτή την οπτική, άλλωστε, κατάφεραν να βρουν το σημείο ταύτισης του σημερινού θεατή με μια αρχαιολογική έκθεση.
Πρόκειται για τη δεύτερη έκθεση που πραγματοποιεί το Βυζαντινό Μουσείο σε συνεργασία με το Ωνάσειο. «Οι εκθέσεις που κάνουμε στη Νέα Υόρκη εντάσσονται σε ένα γενικότερο σκεπτικό, να προβάλουμε τον Ελληνισμό σε ένα χώρο όπου, δυστυχώς, δεν υπάρχουν άλλες δομές του κράτους για να υποστηρίξουν την πολιτιστική διείσδυση, αλλά και να επισημάνουμε την ουσιαστική Ελλάδα, και όχι την εικόνα που βλέπουμε σήμερα και η οποία, ελπίζουμε όλοι, να είναι προσωρινή», δήλωσε με τη σειρά του ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση Αντώνης Παπαδημητρίου. «Οι εκθέσεις μας εντάσσονται στη λογική της έκπληξης ή της αντίδρασης ενάντια σε μια προκατάληψη. Για παράδειγμα, είχαμε τη Σύγκριση των πολιτισμών Αθήνας – Σπάρτης ή τη Θέση της Γυναίκας στην Αρχαία Αθήνα. Αυτά τα στοιχεία είναι εκείνα που κάνουν ελκυστικές τις 13 μεγάλες και άλλες 13 μικρές εκθέσεις που έχει διοργανώσει μέχρι σήμερα το Ίδρυμα, προσελκύοντας εβδομήντα με ογδόντα χιλιάδες επισκέπτες κατά μέσο όρο».
Αυτή τη φορά εστιάζουν σε μια περίοδο που μόλις τα τελευταία χρόνια έχει ερευνηθεί, καθώς είχε πέσει θύμα διαφόρων πολιτιστικών, πολιτικών, χριστιανικών και βυζαντινών ναρκισσισμών, όπως εξήγησε ο Αντώνης Παπαδημητρίου, ο οποίος μας κάλεσε να δούμε αυτή την περίοδο όχι μόνο ως θρίαμβο του χριστιανισμού, αλλά και την «απορρόφηση του χριστιανισμού από τις προϋφιστάμενες αισθητικές, φιλοσοφικές, κοινωνικές και πολιτικές δομές». «Δεν είναι τυχαίο ότι η λήξη της περιόδου της έκθεσης ταυτίζεται με την έναρξη μιας άλλης περιόδου, αυτής του Ισλάμ».
Ποικίλες πτυχές του δημόσιου και ιδιωτικού βίου παρουσιάζονται έμμεσα μέσα από τα διαφορετικών υλικών αντικείμενα της έκθεσης. Πρόκειται δηλαδή για ψηφιδωτά, εικόνες, γλυπτά, αρχιτεκτονικά μέλη, επιγραφές, νομίσματα, λειτουργικά σκεύη, κοσμήματα και αντικείμενα οικιακής χρήσης.
Ο πλήρης εικονογραφημένος κατάλογος αλλά και τα παράλληλα προγράμματα για το κοινό μάς καλούν να διαπιστώσουμε ξεκάθαρα πως «υπήρχε ζωή και μετά τον 3ο αιώνα, και αυτή ονομάστηκε Ύστερη Αρχαιότητα», όπως τονίζει ο Peter Brown, επικεφαλής της επιστημονικής συμβουλευτικής επιτροπής της ομάδας του Πρίνστον.