Το 1912 η Θεσσαλονίκη ήταν μια εξωστρεφής πόλη-λιμάνι, πολύγλωσση, δυναμική, αλλά και διχασμένη ανάμεσα στη νεωτερικότητα και την παράδοση, που κάλυπτε 600 εκτάρια και αριθμούσε περίπου 160.000 κατοίκους. Σήμερα, με μία σειρά από αλλεπάλληλους μετασχηματισμούς, έφτασε να ξεπερνάει σε έκταση τα 15.000 εκτάρια και συνεχίζει να απλώνεται, όλο και περισσότερο «καμπυλωμένη σαν τόξο γύρω από τη μητρική θάλασσα», σύμφωνα με τον Ν.Γ. Πεντζίκη.
Την πολυδιάστατη, ενίοτε απρόσμενη, αρκετές φορές άτυχη, σίγουρα πάντως γοητευτική εξέλιξη της πόλης μέσα στο χώρο και στο χρόνο ερευνά και καταγράφει συστηματικά η αρχιτέκτων πολεοδόμος, καθηγήτρια του τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, Αλέκα Καραδήμου – Γερόλυμπου. Στη διαδρομή αυτή θα επιχειρήσει η ίδια να μυήσει το κοινό στην ομιλία της με θέμα «Θεσσαλονίκη 1912-2012. Από την απελευθέρωση και την πυρκαγιά στην ανάδυση του σύγχρονου αστικού τοπίου». Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 15 Νοεμβρίου (19.00), στο Αμφιθέατρο III του Κέντρου Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων του ΑΠΘ. Εντάσσεται σε σειρά ενημερωτικών ομιλιών που διοργανώνεται από την Επιτροπή Πολιτιστικής Πολιτικής του ΑΠΘ με θέμα την αρχιτεκτονική και πολεοδομική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα έως σήμερα.
«Η χωρική ιστορία της Θεσσαλονίκης αναδεικνύει τη γεωγραφική ταυτότητα και τη σημασία του φυσικού τοπίου, την αδιατάρακτη ιστορική παρουσία και το βαλκανικό ρόλο της πόλης ως μεγάλου εμπορικού και διαμετακομιστικού κέντρου και εκφράζει την προσαρμοστική της ικανότητα, στην οποία συνέβαλε ο συνεχής εμπλουτισμός της με νέους κατοίκους. Οι πολυδιάστατοι και απανωτοί μετασχηματισμοί στα νεότερα χρόνια αποδεικνύουν τη γρήγορη αντίδραση των τοπικών δυνάμεων στις γενικότερες εξελίξεις. Από περίκλειστη μεσαιωνική πόλη, ακινητοποιημένη από την παράδοση, η Θεσσαλονίκη μεταμορφώθηκε σε μια εξωστρεφή πόλη-λιμάνι, πολυπολιτισμική, αναπτυσσόμενη αλλά και διχασμένη ανάμεσα στο νέο και το παλιό. Και γρήγορα, μετά από μια μεγάλη καταστροφή το 1917, αναδύθηκε ως η πρώτη πραγματοποίηση της ευρωπαϊκής πολεοδομίας του 20ού αιώνα», σημειώνει η κ. Γερόλυμπου.
«Η πόλη βίωσε με κομμένη ανάσα μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο την εφαρμογή αλλά και την υπέρβαση του πολεοδομικού μεσοπολεμικού μοντέλου και την απώλεια της πολυπολιτισμικότητάς της και στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα υποδέχθηκε τους εσωτερικούς μετανάστες και τη βιομηχανική λειτουργία μαζί με τις λιτές εκδοχές του μοντέρνου που επέβαλαν η φτώχεια και οι ανάγκες των οικιστών και η αβελτηρία της Πολιτείας. Μετά από την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη διάλυση του ανατολικού μπλοκ, τη βελτίωση της οικονομίας αλλά και την αποβιομηχάνιση, με μισάνοιχτες τις διόδους επαφής με την παλιά ενδοχώρα των Βαλκανίων, η πόλη αναδύεται σταδιακά ως μια μεταβιομηχανική μητρόπολη, στην αρχαία της θέση και με πληθυσμό από ντόπιους και ξένους που αδιάκοπα ανανεώνεται».
Η πυκνή σε κρίσιμα ιστορικά γεγονότα δεκαετία 1912-1922 (Απελευθέρωση, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, κατάληψη της Θεσσαλονίκης από το στρατό της Αντάντ, πυρκαγιά του ‘17, Μικρασιατική Καταστροφή, ανταλλαγή πληθυσμών) σήμανε και το πέρασμα της Θεσσαλονίκης σε μία καινούργια εποχή, με το «παλιό» παράλληλα να αντιστέκεται. Τέτοιου είδους αντιφάσεις διακρίνει η κ. Γερόλυμπου στο αστικό τοπίο αυτής της περιόδου, στο οποίο συνυπάρχουν αστοί κι αγρότες, Εβραίοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, ιερωμένοι, στρατιώτες, τσιγγάνοι, πρόσφυγες, πραματευτές. Πλάι στις εξευρωπαϊσμένες γειτονιές της πόλης εντός των τειχών και τα νέα προάστια, που επιδεικνύουν μια «δυτική» εικόνα, διατηρούνται τα ίχνη του παρελθόντος: ο μόλος με τα σκαριά των ιστιοφόρων, η παλιά αγορά, η κυρίαρχη παρουσία των λατρευτικών κτισμάτων (βυζαντινοί ναοί, συναγωγές ή μικρά τεμένη), δρόμοι με αρχαία κτίσματα και ξυλόπηκτες κατασκευές, μιναρέδες, ξεχασμένα νεκροταφεία και «τούμπες» που κρύβουν νεολιθικούς οικισμούς.
Δημοσίευμα εφημερίδας της Θεσσαλονίκης, παραμονές της μεγάλης πυρκαγιάς, αναφέρει: «Aλλόκοτη πόλις η Θεσσαλονίκη, σ’ όλα αλλόκοτη, χωρίς ρυθμόν, χωρίς τάξι. Kοντά στο μέγαρο θα δης και σταύλο, κάτω από κλινικήν καζαντζίδικο, κοντά σε πλούσιο κήπο βίλλας αποθήκην καυσίμου ξυλείας, κοντά σε μεγάλα καταστήματα παμπάλαιες ταβέρνες… Aλλά και η ρυμοτομία της τόσον περίεργος…».
H πυρκαγιά του 1917 συνιστά ορόσημο στην Ιστορία της πόλης και στην εξέλιξη του αστικού τοπίου. Μέσα σε τριάντα δύο ώρες κάηκαν 120 εκτάρια του ιστορικού κέντρου και μαζί τους η «ανατολίτικη» φυσιογνωμία της πόλης έγινε στάχτη. Με ταχύτητα και αποφασιστικότητα η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων αποφάσισε τον ανασχεδιασμό της «πυρίκαυστης», υιοθετώντας τις πλέον πρόσφατες μεθόδους της πολεοδομίας. «Αποφασίζοντας να αγνοήσει το προϋπάρχον καθεστώς ιδιοκτησίας και τις παραδοσιακές χρήσεις της γης, η Πολιτεία χρησιμοποίησε την ανοικοδόμηση ως μοχλό για την ενδυνάμωση της ελληνικής κυριαρχίας, την άσκηση μεταρρυθμιστικής πολιτικής και τον κοινωνικό και χωρικό εκσυγχρονισμό της πόλης», παρατηρεί η κ. Γερόλυμπου. Tο σχέδιο που εκπόνησε Διεθνής Eπιτροπή υπό την καθοδήγηση του Γάλλου αρχιτέκτονα Eρνέστ Eμπράρ εισήγαγε στη Θεσσαλονίκη κλασικές χαράξεις (άξονες, διαγωνίους, μνημεία-εστιακά σημεία) και οριοθετούσε βιομηχανικές ζώνες, εργατικούς οικισμούς, περιοχές κατοικίας και αναψυχής, ενώ προέβλεπε την επέκταση του λιμανιού, ένα ιεραρχημένο οδικό δίκτυο και τη δημιουργία πολιτικού κέντρου με τη συγκέντρωση των δημοσίων υπηρεσιών, την επιλεκτική ανάδειξη μνημείων και τη διατήρηση ορισμένων «γραφικών» συνοικιών.
Tο 1940 η Θεσσαλονίκη αριθμεί 278.000 κατοίκους και απλώνεται σε 2.000 εκτάρια. Η επαύριος του Πολέμου βρίσκει την πόλη να έχει χάσει με τραγικό τρόπο το μεγαλύτερο μέρος του εβραϊκού πληθυσμού της και να έχει αποκοπεί από τη φυσική της ενδοχώρα προς Βορρά. Ο μοναδικός δρόμος που τη συνδέει με την κεντρική Ευρώπη περνά από τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Πολεμικές καταστροφές (7% του κτιριακού αποθέματος της πόλης και όλες οι μεγάλες υποδομές), ριζικές (και βίαιες) μεταβολές στη σύνθεση του ανθρώπινου δυναμικού – απώλειες αστικών ομάδων, είσοδος μεταναστών από την ύπαιθρο – και η απουσία ιδιωτικών ή δημοσίων επενδύσεων είναι τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου.
Η δεκαετία του ‘60 συνοδεύεται από την έξαρση του φαινομένου της αστυφιλίας και την ελέω των διαταγμάτων του 1956 και του 1960 -που επέτρεψαν μια ιδιαίτερα υψηλή εκμετάλλευση των οικοπέδων της Θεσσαλονίκης- έντονη ανοικοδόμηση. Ένας μεγάλος αριθμός κομψών κτιρίων της αρχής του αιώνα κατεδαφίζεται. Παράλληλα, μεγάλα δημόσια έργα διαμορφώνουν τα σύγχρονα χαρακτηριστικά της πόλης. Στη διαμόρφωση της νέας φυσιογνωμίας σημαντικό ρόλο παίζουν οι ανασκαφές μετά το 1945 στην περιοχή των ρωμαϊκών ανακτόρων και την Αρχαία Aγορά.
Μέσα σε τρεις δεκαετίες, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης εκτινάσσεται: από 330.000 κατοίκους τη δεκαετία του ’60, φτάνει τους 557.000 το ’70 και τους 706.000 το ‘80. Οικοδομούνται και τα τελευταία άκτιστα οικόπεδα, εξαφανίζονται χώροι στάθμευσης, πρασίνου και παιδικού παιχνιδιού, θερινά σινεμά. O σεισμός του 1978 αποκάλυψε τη δυσλειτουργία της πόλης, που παγιδεύει τους κατοίκους σ’ έναν «πνιγμένο» και ανεπαρκή δημόσιο χώρο.
Στα τέλη του 20ού αιώνα, και παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης σταθεροποιείται, η πόλη επεκτείνεται ταχύτατα. Πληθυσμιακές μετακινήσεις, διεθνείς προοπτικές, οικονομική ανάπτυξη και αναταραχή στα Βαλκάνια συνθέτουν μια εικόνα ρευστότητας. Τα παλιά προάστια και τα θέρετρα της Θεσσαλονίκης στις νότιες ακτές του Θερμαϊκού αυξάνουν ταχύτατα τον πληθυσμό τους, ενώ η κατοικία εγκαταλείπει σταδιακά το κέντρο. Στις εισόδους της πόλης, οι παλιές κλασικές χρήσεις ανατολικά και γύρω από την ακτογραμμή -καρνάγια, φυτώρια, μάντρες, αγροκτήματα και ήπιες βιομηχανίες- δίνουν τη θέση τους σε εμπορικά κέντρα, multiplex κινηματογράφους, ξενοδοχεία και νοσοκομειακές μονάδες, καζίνα, νυχτερινά κέντρα και ιδιωτικά σχολεία. Στα δυτικά, οι παλιές βιομηχανίες χάνονται ανάμεσα σε ογκώδη κτιριακά συγκροτήματα που στεγάζουν γραφεία και επιχειρηματικές δραστηριότητες, σε ανισόπεδες διαβάσεις και κόμβους αυτοκινητοδρόμων, καθώς και νέα συγκροτήματα πολυκατοικιών μεσαιο-χαμηλών εισοδημάτων.
Το σχόλιο της κ. Γερόλυμπου πάνω στις τελευταίες αυτές εξελίξεις είναι ενδιαφέρον: «Μέσα στο ανοργάνωτο αυτό μωσαϊκό, πάνω στις χαράξεις ενός αγροτικού υποβάθρου χωρίς κανένα ίχνος δημόσιας παρέμβασης, ανεγείρεται το σκηνικό της οικονομικής δραστηριότητας ενός ανώριμου και ατίθασου καπιταλισμού, που αδιαφορεί για την ποιότητα του αστικού και φυσικού περιβάλλοντος, παρά την πολιτικά ορθή ρητορική περί του αντιθέτου».
Ακόμη κι έτσι όμως φαίνεται πως όλα δεν έχουν χαθεί: το κέντρο της Θεσσαλονίκης, που παραμένει ζωντανό και συγκεντρώνει πληθώρα χρήσεων κατοικίας, εμπορίου και οικονομικών δραστηριοτήτων, πολιτισμού και ψυχαγωγίας, οι γεμάτες ζωντάνια πυκνοδομημένες γειτονιές, που θα μπορούσαν με μικρές αλλά αποφασιστικές παρεμβάσεις να μεταμορφωθούν σε τόπους ευχάριστης διαβίωσης, η μοναδική σχέση της πόλης με τη θάλασσα, θα πρέπει να προσμετρηθούν στα θετικά στοιχεία της πόλης, που αρχές του 21ου αιώνα ανοίγεται σε παλιούς και νέους δρόμους.