Η αρχαιολογία στην Ιερουσαλήμ ανέκαθεν έδινε τροφή για πολιτικές διαμάχες. Έτσι δεν προκαλούν εντύπωση οι πρόσφατες έντονες διαφωνίες για τα οικοδομικά και ανασκαφικά προγράμματα στην Ιερή Πόλη. Στο επίκεντρο μίας από αυτές τις αντιπαραθέσεις με αρχαιολογικό… περιεχόμενο βρίσκεται το αμφιλεγόμενο σχέδιο ανέγερσης ενός «Μουσείου της Ανοχής», του Simon Wiesenthal Center (SWC), το οποίο παρουσιάστηκε στη δημοσιότητα το 2005. Το αρχικό σχέδιο που είχε εκπονήσει ο αρχιτέκτονας Φρανκ Γκέρι, τον οποίο πολλοί χαρακτήρισαν μεγαλομανή, απορρίφθηκε.
Ο λόγος δεν ήταν μόνο η αγωγή που κατέθεσε ισραηλινο-αραβική μουσουλμανική ομάδα στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ, που είχε ως αποτέλεσμα να ανασταλούν οι οικοδομικές εργασίες για την ανέγερση του Μουσείου – το οποίο εν μέρει καλύπτει το παλαιό μουσουλμανικό νεκροταφείο Mamilla, κλειστό πλέον. Το SWC αναγκάστηκε επίσης εξαιτίας της αυξανόμενης κριτικής που δέχτηκε από την ισραηλινή πλευρά, να μειώσει αισθητά το τεράστιο κόστος των 250 εκατομμυρίων δολαρίων. Έτσι, στη θέση του Γκέρι, ο οποίος εξαιτίας των νέων δεδομένων εγκατέλειψε το εγχείρημα, το έργο ανατέθηκε το 2010 στο αρχιτεκτονικό γραφείου των Bracha και Michael Chyutin από το Τελ Αβίβ. Το νέο σχέδιο αποτελεί ένα πολύ πιο «σεμνό» και μετρημένο κτιριακό συγκρότημα, με κάτοψη σχήματος S, που ενσωματώνεται αρμονικά στον περιβάλλοντα χώρο του, ενώ μέσω μιας γυάλινης πρόσοψης προσφέρει θέα στο πάλαι ποτέ νεκροταφείο.
Οι εργασίες ανέγερσης του μουσείου θα έπρεπε να έχουν ξεκινήσει ήδη από τα μέσα Οκτωβρίου. Οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις όμως δεν έχουν επιτρέψει ακόμη την έναρξη των εργασιών. Στις αρχές Νοεμβρίου, ο ισραηλινός Τύπος έγραφε για άλυτες διαφορές ανάμεσα στο αρχιτεκτονικό γραφείο και το SWC . Και τώρα έχουν αρχίσει να διαμαρτύρονται οι αρχαιολόγοι στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ενάντια στο Μουσείο. Πάνω από 80 αρχαιολόγοι, οι οποίοι έχουν τη στήριξη της αμερικανικής οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων Center for Constitutional Rights, συνέταξαν πρόσφατα ανοιχτή επιστολή προς το Διοικητικό Συμβούλιο του SWC, τον Δήμαρχο της Ιερουσαλήμ καθώς και τον Διευθυντή της ισραηλινής Υπηρεσίας Αρχαιοτήτων και την UNO, ζητώντας τη ματαίωση του σχεδίου ανέγερσης του μουσείου.
Οι αρχαιολόγοι ισχυρίζονται ότι κατά τις οικοδομικές εργασίες τα αρχαιολογικά κατάλοιπα που βρίσκονται στη συγκεκριμένη έκταση θα υποστούν μη αναστρέψιμες φθορές ή και καταστροφή. Η κριτική τους επικεντρώνεται στην αμέλεια και την απροσεξία που χαρακτηρίζει την αντιμετώπιση των ανθρώπινων καταλοίπων και αφενός προσβάλλει τη μνήμη των νεκρών, αφετέρου δε δεν πληροί τα αρχαιολογικά-επιστημονικά κριτήρια που προβλέπει ο νόμος. Οι αρχαιολόγοι καλούν τους ιθύνοντες του σχεδίου να εγκαταλείψουν κάθε περαιτέρω εργασία στη συγκεκριμένη έκταση, όπου βρίσκεται «ένα από τα ωραιότερα και αρχαιότερα νεκροταφεία του κόσμου».
Το Simon Wiesenthal Center, από την άλλη, θεωρεί την κίνηση των αρχαιολόγων ως άλλη μία πολιτικά υποκινούμενη προσπάθεια να ματαιωθεί το σχέδιο ανέγερσης του Μουσείου – μια παρόμοια απόπειρα, από την παλαιστινιακή πλευρά όμως, απέτυχε την άνοιξη του 2010. Το SWC απαντά στους αρχαιολόγους κατηγορώντας τους για παραποίηση στοιχείων και υπενθυμίζοντάς τους ότι το πράσινο φως για την οικοδόμηση της έκτασης έχει δοθεί με δικαστική απόφαση από το 2008.
Στο μεταξύ, το σχέδιο ανέγερσης του μουσείου έχει απασχολήσει και την πολιτική επιστήμη. Ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Yitzhak Reiter, ο οποίος έχει δημοσιεύσει εκτενή μελέτη για το θέμα, ισχυρίζεται ότι είναι πολύ λογικό η διαμάχη να παρουσιάζει αυτή την κλιμάκωση. Κι αυτό γιατί ο πυρήνας των αντιπαραθέσεων αφορά το γεγονός ότι η εβραϊκή πλευρά καταπατά στο όνομα της… ανοχής (!) ένα παραδοσιακό, μουσουλμανικό νεκροταφείο. Επίσης, η διαμάχη δεν μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από τις επίμονες και διαρκείς επιδιώξεις του ισραηλινού κράτους να αφαιρεί σε κάθε ευκαιρία από τη μουσουλμανική μειονότητα τη γη της. Οι μουσουλμάνοι, από τη μεριά τους, σύμφωνα με τον καθηγητή, θέλησαν να προσδώσουν σε ένα καθαρά οικοδομικό σχέδιο διαστάσεις εθνικής διαμάχης, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι η μουσουλμανική πλευρά ήταν η πρώτη που ουσιαστικά ακύρωσε τη χρήση του νεκροταφείου αφενός λόγω της οικοδόμησης της περιοχής και αφετέρου λόγω της χρόνιας παραμέλησής του.
Εάν οι αρχιτέκτονες γνώριζαν εξαρχής ότι το συγκεκριμένο οικόπεδο περιείχε ένα μεγάλο κλειστό μουσουλμανικό νεκροταφείο ή όχι –καθώς είναι κάτι που οι μουσουλμάνοι ενάγοντες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν- δεν αλλάζει, πάντως, την αρχαιολογική αξία της θέσης. Τα δικαστήρια, κατά τον Reiter πάντα, δεν είναι οι κατάλληλοι θεσμοί για να αποφασίσουν για το Μουσείο της Ανοχής. Κι αυτό γιατί, το μόνο αποτέλεσμα που είχε η δικαστική απόφαση ήταν να αποκτήσει διεθνή προβολή η διαμάχη για την ανέγερση του Μουσείου και το όλο εγχείρημα να βρει ακόμη περισσότερους αντιπάλους στο εξωτερικό. Το ισραηλινό κράτος θα έπρεπε, όπως πιστεύει ο Reiter, στο μέλλον να αφήσει τέτοιες αποφάσεις που σχετίζονται με θρησκευτικά αμφιλεγόμενες περιοχές σε μια διαθρησκευτική επιτροπή, η οποία θα είχε περιβληθεί τις απαραίτητες εξουσίες.
Δυστυχώς, η πρόταση του Reiter έρχεται καθυστερημένα. Εάν είχε εφαρμοστεί στο επίσης αμφιλεγόμενο ανασκαφικό εγχείρημα της «Πόλης του Δαβίδ», νότια των τειχών της παλαιάς πόλης της Ιερουσαλήμ, η ισραηλινή αρχαιολογική κοινότητα θα είχε γλιτώσει έναν καβγά. Το ισραηλινό κράτος, όμως, εξουσιοδότησε το εθνικιστικής κατεύθυνσης ίδρυμα «Elad» να διαχειριστεί το θέμα, ίδρυμα που ασκεί μια πολιτικοποιημένη μορφή αρχαιολογίας στην περιοχή με στόχο να κομίσει αποδείξεις για την πάλαι ποτέ υποτιθέμενη μνημειακότητα της πόλης της Ιερουσαλήμ. Η βιβλική αφήγηση τείνει να αποκτήσει έτσι ισχύ ιστορικής αλήθειας και να νομιμοποιήσει τις εβραϊκές διεκδικήσεις γης.
Στο πλαίσιο του γενικότερου πολιτικού κλίματος στο Ισραήλ, διευρύνθηκαν προσφάτως και οι αρμοδιότητες του «Elad»: Όχι μόνο του επιτράπηκε να κτίσει μουσείο στο οικόπεδο και να εκπαιδεύσει το ίδιο τους ξεναγούς του, αλλά και να κλείσει κατά βούληση τμήματα της έκτασης σε επισκέπτες κατά το εβραϊκό Σάββατο – δημιουργώντας προηγούμενο μέσα στους εθνικούς δρυμούς του Ισραήλ, όπου ανήκει και η «Πόλη του Δαβίδ». Ενώ, οι αντίπαλοι του σχεδίου διαμαρτύρονται για τη διεύρυνση αρμοδιοτήτων του «Elad», το ίδιο το ίδρυμα προβάλλει έναν διάσημο υποστηρικτή του: τον συγγραφέα και κάτοχο του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης Ελί Βιζέλ, ο οποίος εδώ και λίγο καιρό είναι επικεφαλής του διοικητικού συμβουλίου του «Elad».
Η εξέλιξη αυτή πρέπει να ιδωθεί ως μέρος μιας προσπάθειας ανακατανομής της εξουσίας, που αυτή τη στιγμή γίνεται σε ορισμένες σημαντικές και άμεσα συνδεδεμένες με το πεδίο της αρχαιολογίας ισραηλινές υπηρεσίες. Έτσι, προβλέπεται στο εγγύς μέλλον η ψήφιση ενός νόμου που θα επιτρέπει την ιδιωτικοποίηση ισραηλινών εθνικών δρυμών.