Η βαριά πόρτα στο εντυπωσιακό κτίριο της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην οδό Πανεπιστημίου 22, στη γωνία με την οδό Ομήρου, οδηγεί σε ένα κόσμο παλιό γεμάτο επιτεύγματα στην αρχαιολογία, από τότε που ήταν καθήκον και εθνικός στόχος η αποκάλυψη των μνημείων, η μελέτη και η δημοσίευσή τους. Σε καιρούς χειρότερους από τους σημερινούς, τότε που η Αθήνα έμοιαζε με χωριό που αναπτύσσεται ραγδαία και άναρχα με τα αρχαία ερείπια να χρησιμεύουν για οικοδομικό υλικό της πόλης.
Αυτά είδε ο Έλληνας ταξιδιώτης από τη Bιέννη, ο βαρώνος Kωνσταντίνος Mπέλλιος σε μια επίσκεψή του με τον Πιττάκη στην Aκρόπολη, καταγράφοντας τις ανάγκες των μνημείων της πόλης. Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα της ίδρυσης της Eταιρείας την οποία ανακοίνωσε στον υπουργό Παιδείας Iακωβάκη Pίζο Nερουλό και τον τμηματάρχη του υπουργείου Παιδείας Aλέξανδρο Pίζο Pαγκαβή, που την υποστήριξαν με τη σειρά τους. Η «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία» ιδρύθηκε το 1837 και έκτοτε δεν παρεξέκλινε ποτέ από τον αρχικό στόχο εδώ και 174 χρόνια: την ανεύρεση, αναστήλωση και συμπλήρωση των αρχαίων της Eλλάδας.
«Όταν είμαστε αισιόδοξοι, γινόμαστε δημιουργικοί», λέει ο ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος, γεν. γραμματέας της Εταιρείας, ξεναγώντας μας στην καινούργια έκθεση «Οι αρχαιολόγοι και οι ανασκαφές» που εγκαινιάστηκε πριν από λίγες ημέρες στο υπόγειο του κτιρίου.
«Στιγμές της δουλειάς της αρχαιολογίας». Έτσι χαρακτηρίζει την έκθεση που περιλαμβάνει φωτογραφίες όλων των ανασκαφών αλλά και των ανθρώπων που μόχθησαν γι’ αυτές, αμέσως μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1830. Γιατί οι πρώτες κυβερνήσεις καταπιάστηκαν με τα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας, της διοίκησης και της εκπαίδευσης, όμως οι αρχαιότητες τις οποίες επί αιώνες λεηλατούσαν και κατέστρεφαν οι αρχαιοκάπηλοι δεν ήταν ακόμη άμεση προτεραιότητα. Η πρωτοβουλία του Kωνσταντίνου Mπέλιου για να ιδρύσει την Aρχαιολογική Eταιρεία ήταν η αρχή, αλλά ο ενθουσιασμός, η σκληρή δουλειά, οι μικρές προσφορές των μελών της και οι δωρεές ήταν το στήριγμα για μια σειρά μεγάλων έργων, όπως: η ανασκαφή της Aκρόπολης, η αναστήλωση του Παρθενώνος, η ανασκαφή του θεάτρου του Διονύσου, του Ωδείου Hρώδου του Aττικού, του Πύργου των Aνέμων στην Aθήνα. Αλλά και αργότερα, επί Στέφανου Kουμανούδη, οι ανασκαφές στον Kεραμεικό, τη βιβλιοθήκη του Aδριανού, τη στοά του Aττάλου, το Θέατρο του Διονύσου, επίσης στον Pαμνούντα, το Θορικό, τον Mαραθώνα, την Eλευσίνα, τις Mυκήνες, την Eπίδαυρο κ.α.
Η κατάταξη και η έκθεση των φωτογραφιών είναι χρονολογική, κατά το έτος γέννησης των ανασκαφέων, παρουσιάζοντας στον επισκέπτη τη συνέχεια που χαρακτηρίζει το έργο της Εταιρείας ως σήμερα.
Από τους Kυριάκο Πιττάκη, Στέφανο Κουμανούδη, Ιωσήφ Χατζιδάκι, Παναγιώτη Καβαδία, Δημήτριο Καμπούρογλου, Γεώργιο Σωτηριάδη, Βαλέριο Στάη, Χρήστο Τσούντα, Βασίλειο Λεονάρδο, Παναγιώτη Καστριώτη, Νικόλαο Μπαλάνο, Στέφανο Ξανθουδίδη, Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη, Αναστάσιο Ορλάνδο, Ιωάννη Μηλιάδη, Ιωάννη Παπαδημητρίου, Χρήστο και Σέμνη Καρούζο, Σπυρίδωνα Μαρινάτο, Ιωάννη Τραυλό, Μανόλη Ανδρόνικο, Γιάννη Σακελλαράκη, μέχρι νεότερους που συνεχίζουν όπως οι: Χρίστος Ντούμας, Πέτρος Θέμελης, Λίλα Μαραγκού, Ξένη Αραπογιάννη κ.ά.
«Υπάρχει μεγαλύτερος εκσυγχρονισμός από την επιστήμη; Ουσιαστικό έργο είναι να κάνουμε ανασκαφές, δημοσιεύσεις, μαθήματα. Όχι να εκλαϊκεύσουμε την επιστήμη, αλλά να την κάνουμε κατανοητή στον κόσμο», λέει ο κ. Πετράκος σε όσους κατηγορούν την Εταιρεία ότι δεν εκσυγχρονίζεται.
«Η αρχαιολογία στην Ελλάδα δεν ήταν εξ αρχής θύμα ερασιτεχνικής απασχόλησης κάποιων λογίων, φιλαρχαίων ή συλλογέων. Ήταν καθήκον και έργο κρατικό, συνδεδεμένο με την παιδεία. Δεν υπήρξε, όμως, ποτέ από τις πρώτες μέριμνες των κυβερνήσεων, μάλιστα έως και σήμερα, κρίνοντας από την οικονομική επιβάρυνση του προϋπολογισμού για την έρευνα των αρχαιοτήτων, μπορεί να θεωρηθεί παραμελημένη. Κρατικό ενδιαφέρον εκδηλώνεται ξαφνικά κατά καιρούς, έχει όμως πάντα σχέση με την οικονομική πολιτική που ακολουθείται», σημειώνει στον λεπτομερή κατάλογο.
Κάθε φωτογραφία της έκθεσης έχει πολλά να «διηγηθεί» για το έργο της Εταιρείας και τη συμβολή των εφόρων, των επιμελητών της Υπηρεσίας, για τα μνημεία που αποκαλύφθηκαν κι άλλα που σώθηκαν από διάφορες αντίξοες συνθήκες. Φεύγοντας από τον εκθεσιακό χώρο του υπογείου αναρωτιέμαι τι είχαν όλοι αυτοί οι αρχαιολόγοι, παλιότεροι αλλά και νεότεροι, που τιμά η Αρχαιολογική Εταιρεία με αυτόν τον τρόπο; «Ήταν αισιόδοξοι διότι είχαν απόλυτη αίσθηση ότι κάνανε ένα έργο εθνικό που θα έμενε», απαντά ο Β. Πετράκος.