Αρχαιολογικός μνημείο ή ενεργός θρησκευτικός χώρος; Ή μήπως και τα δύο; Και αν είναι έτσι, ποιος είναι υπεύθυνος για το μέλλον του; Η Αρχαιολογική Υπηρεσία ή η Μητρόπολη; Αυτά είναι τα ερωτήματα που προκαλεί η κατάσταση του βυζαντινού ναού του αγίου Στεφάνου στο Μανταμάδο της Λέσβου.
Τον κώδωνα του κινδύνου για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το ξωκκλήσι του Αγίου Στεφάνου κρούει ο πατέρας Στρατής Δήσσος, πρωτοπρεσβύτερος της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών σε κείμενό του στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Ο Ταξιάρχης». Εδώ, ο ιερέας κάνει λόγο για σημαντικές ζημιές που έχει υποστεί ο βυζαντινός ναός, αρκετές από τις οποίες προκλήθηκαν, όπως υποστηρίζει, από επεμβάσεις που έκανε η ίδια η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Πρόκειται συγκεκριμένα για κεραμίδια της στέγης που έσπασαν, αλλά και για οπές, που άνοιξαν υπάλληλοι της υπηρεσίας περιμετρικά του ναού και οι οποίες οδήγησαν το νερό της βροχής στο εσωτερικό του. Όπως εξηγεί, με πρωτοβουλία του ίδιου, η σκεπή του ναού συγκρατείται πρόχειρα με καυσόξυλα για να μην καταρρεύσει, ενώ το κωδωνοστάσιο κινδυνεύει να γκρεμιστεί ανά πάσα στιγμή, παρ’ όλο που έχει χτιστεί με πελεκητή πέτρα.
Ο βυζαντινός Ιερός Ναός του Αγίου Στεφάνου, χρονολογούμενος το 12ο αιώνα μ.Χ., είναι μοναδικό στο είδος του μνημείο της Λέσβου. Η σχετική μελέτη αποκατάστασής του καθυστέρησε για χρόνια κι έτσι ο ναός έχει μείνει χωρίς τις απαιτούμενες επεμβάσεις που θα βοηθούσαν στο να διατηρηθεί καλύτερα.
Σύμφωνα με τον π. Στρατή, δεν πρόκειται μόνο για το πρώτο βυζαντινό μνημείο της Λέσβου, αλλά και για το μοναδικό ναό που είναι αφιερωμένος στον Πρωτομάρτυρα Άγιο Στέφανο, και είναι πολλοί οι επισκέπτες και οι μελετητές, αλλά και οι ντόπιοι και τα σχολεία, που τον επισκέπτονται. «Δε ζητάμε χρήματα για αναπαλαίωση ή συντήρηση. Ζητάμε μόνο την άδεια να κάνουμε οι ίδιοι, με δικά μας χρήματα, τις όποιες επεμβάσεις. Είναι η ιστορία μας, είναι το αγαπημένο μας εξωκκλήσι. Είναι το στολίδι μας, είναι η πολιτισμική και πολιτιστική περιουσία μας», γράφει ο π. Στρατής στο κείμενό του.
«Το εκκλησάκι αυτό είναι από τα πιο παλιά βυζαντινά ιστορικά μνημεία, μαζί με την Παναγία των Πύργων Θερμής. Εκείνη, επειδή ήταν ενοριακός ναός, την έχουν επισκευάσει εδώ και χρόνια και είναι σε λειτουργία, τον Άγιο Στέφανο τον έχουν λησμονήσει τελείως». Όπως υποστηρίζει, ναι μεν έχουν γίνει πολλές φορές επεμβάσεις από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, ωστόσο αυτές δεν έγιναν με προσοχή και έχουν προκαλέσει μεγαλύτερα προβλήματα στο ναό.
Ισχυρίζεται επίσης πως έχει λάβει πολλές υποσχέσεις για ένταξη του έργου σε κάποιο πρόγραμμα, ενώ ο ίδιος έχει ζητήσει πολλές φορές τη σχετική μελέτη, προκειμένου να επισκευαστεί ο ναός με έξοδα της Εκκλησίας, ωστόσο δεν έχει καταφέρει να την πάρει στα χέρια του.
«Δε θέλω καμμία οικονομική βοήθεια. Ας μας δώσουν τη μελέτη και κάποιους ειδικούς, ώστε να μας βοηθήσουν», αναφέρει, εκφράζοντας παράλληλα το ενδιαφέρον των ντόπιων για το ξωκκλήσι. «Όχι μόνο οι Μανταμαδιώτες, αλλά και τα γύρω χωριά το θεωρούν δικό τους.», λέει.
Σε απάντησή της στο κείμενο του ιερέα, η προϊσταμένη της 14ης ΕΒΑ, Χριστιάνα Λούπου αναφέρει: «Οι όποιες επεμβάσεις γίνονται, δε χειροτερεύουν ποτέ την κατάσταση». Αναγνωρίζει πως ο ναός βρίσκεται πράγματι σε άσχημη κατάσταση εξ αιτίας σεισμού του παρελθόντος, υποστηρίζοντας όμως πως τα νερά έμπαιναν μέσα και πριν τις επεμβάσεις.
Η ίδια διαχωρίζει αρχικά την ευθύνη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας σχετικά με τους μικρούς ναούς που ανήκουν στις μητροπόλεις, ενώ προσθέτει πως η σχετική μελέτη, που εκπονήθηκε πρόπερσι με χρηματοδότηση που είχε εγκρίνει η τέως Νομαρχία Λέσβου, ολοκληρώθηκε μόλις φέτος, λόγω καθυστερήσεων.
«Την έχουμε εγκρίνει, από εμάς όμως δεν τη ζήτησε ποτέ κανείς, ούτε και μας ενημέρωσε για τις ζημιές που έχουν γίνει στο ναό», συνεχίζει η κ. Λούπου. «Εφόσον θέλει αντίγραφο ο π. Στρατής, μπορεί να το έχει και εφόσον υπάρξει απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, αξιολογηθεί το ποσό και υπάρξει και σχετική απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, το έργο μπορεί να προχωρήσει». Στη συνέχεια διευκρινίζει: «Ωστόσο, δεδομένου ότι πρόκειται για βυζαντινό μνημείο και πολύ δύσκολο έργο, την εποπτεία θα πρέπει να την έχουμε εμείς, ακόμη κι αν αξιοποιηθούν αρχιτέκτονας και εργάτες που δεν είναι στην υπηρεσία μας».