Zuanne Papadopoli, L’Occio (Time of Leisure), αγγλική μετάφραση, πρόλογος και σχόλια του Α. Vincent, “Graecolatinitas Nostra, Sources 8”, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Βενετία 2007, 405 σελ.
ISBN: 9789607743411
Εκδίδεται για πρώτη φορά στο σύνολό του το αυτόγραφο απομνημόνευμα της ένδοξης νεότητας του Κρητικού της Βενετίας Zuanne Papadopoli, στο οποίο περιγράφεται η ζωή στο νησί, κυρίως στην περιοχή του Χάνδακα, πριν από τον Κρητικό Πόλεμο και την Οθωμανική κατάκτηση (1645-1669).
Το χειρόγραφο εντοπίστηκε το 1965 από τον Χανιώτη δικηγόρο και φιλάρχαιο Ιωάννη Σκουλά και δημοσιοποιήθηκε η ύπαρξή του στο Museo Correr από τον Νικόλαο Παναγιωτάκη στα Θησαυρίσματα του 1968. Η έκδοση έχει γίνει με επιμέλεια (εισαγωγή, έκδοση του κειμένου, μετάφραση από το ιταλικό πρωτότυπο στα αγγλικά, σχόλια, γλωσσάρι και δύο appendices: «Money and prices», «Varieties of vines and wines») του Καθηγητή Alfred Vincent, Honorary Associate του Τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Sydney. Ο Alfred Vincent έχει δημοσιεύσει πλήθος μελετών για την «Κρητική Αναγέννηση» και είναι ο εκδότης του Φορτουνάτου του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου, –ένα άλλο αυτόγραφο– έργο που δημιουργήθηκε πιθανόν το 1655, στα χρόνια της πολιορκίας του Χάνδακα από τους Οθωμανούς. Προτάσσεται ο Πρόλογος της Διευθύντριας του Ινστιτούτου Καθηγήτριας Χρύσας Μαλτέζου.
Άλλη ανέκδοτη πηγή για την εποχή είναι η έκθεση του Λατίνου αρχιεπισκόπου Κρήτης Luca Stella (1623-1632) ο οποίος το 1625 με την ευκαιρία της επιθεώρησης των καθολικών ναών και των μονών στην περιοχή του Χάνδακα, παρουσιάζει και την αμεριμνησία της ζωής στην περιοχή.
Το otium και η εμπεδωμένη sprezzatura
Ο συγγραφέας στο Προοίμιό του παρουσιάζει το θέμα του, ένα απάνθισμα πληροφοριών που αποδεικνύεται μια περιεκτική συλλογή από αναμνήσεις γεμάτες χάρη. Ο τίτλος εκθέτει με συστολή τους όρους ενασχόλησης του συγγραφέα με το θέμα του: ο άπειρος ελεύθερος των ηλικιωμένων και η διαύγεια των απομακρυσμένων αναμνήσεων. Την benevolentia του αναγνώστη την επιζητεί ένας ειλικρινής, καθόλου ρητορικός, αφηγητής που τον έκανε παράτολμο η πλήξη.
Τον πραγματικό λόγο για όλα όμως τον αναφέρει κλείνοντας ξαφνικά σε πρώτο πρόσωπο, όπως λίγες φορές συμβαίνει στο βιβλίο: η δύναμη και η πικρή επίγευση ακόμα και των καλών αναμνήσεων.
Στο Προοίμιο αυτό λανθάνει και ο άνθρωπος για τον οποίο γράφει ο Zuanne, ο αναγνώστης του (ή και ο εσωτερικός συνομιλητής του). Ο Zuanne μιλάει ιταλικά για τον κοινό μας εχθρό και φαίνεται να παρουσιάζει μια σειρά από mirabilia.
Ο τίτλος, η δομή του κειμένου και ο λανθάνων χαρακτήρας του βιβλίου σκιαγραφούν και τον άνθρωπο απέναντι στον οποίο ο Zuanne διαχειρίζεται την εικόνα του εαυτού του.
Σε τούτο το βιβλίο με τον τίτλο Ώρες σχόλης θα παρουσιαστούν ποικίλες πληροφορίες για τις πόλεις του Βασιλείου της Κρήτης, την πατρίδα μου, πριν και μετά την εισβολή του κοινού μας εχθρού. Πολλά θα φανούν στον αναγνώστη αξιοθαύμαστα, άλλα απίστευτα και άλλα φανταστικά, αν και ό,τι παρουσιάζεται από τον συγγραφέα με πέννα τραχειά και προχειρογραμμένες λέξεις είναι αληθέστατο. Γι’ αυτό πρέπει να του δειχθεί επιείκεια και η μομφή να αποδοθεί στη σχόλη– για να την αποφύγει έγινε τόσο τολμηρός ώστε να αφηγείται αυτά που δεν ήξερε να τα στρώσει στο χαρτί και να τα εκθέσει με χάρη– και στην ηλικία μου μπορώ να πω ότι πιο πρόθυμα θα δεχόμουν την λήθη παρά την ανάμνηση της άτυχης πατρίδας, γιατί θυμάμαι πολλά πράγματα που δεν θα ήθελα, και δεν μπορώ να ξεχάσω αυτά που θα επιθυμούσα.
Ο Παπαδόπουλος γράφει ηλικιωμένος, το 1696, στο σπίτι του γιου του στην Padova. Είχε γεννηθεί περίπου το 1618 στον Χάνδακα, τον οποίο, μη έχοντας εμπιστοσύνη στον διαφαινόμενο νέο κατακτητή, εγκατέλειψε οικογενειακώς λίγο πριν από την πτώση του στους Οθωμανούς το 1669.
Πέρασε τα νεανικά του χρόνια κατά την ύστερη φάση της «Κρητικής Αναγέννησης» ως κρατικός αξιωματούχος. Το 1642 βοηθός γραμματέας στη δουκική Καγκελαρία και σε δέκα χρόνια δουκικός νοτάριος και γραμματέας –«επαγγελματίας» γραφέας με γνώση της γλώσσας που γράφει, όχι απλά all’orecchio. Την ύστατη χρονιά για εκείνον και τους Βενετούς στην Κρήτη, το 1669, εισήχθη και αυτός στην Κρητική Ευγένεια, σύμφωνα με επιστολή του Γενικού Προβλεπτή Girolamo Battaglia.
Ήταν καθολικός, από αρχικά ορθόδοξη οικογένεια, ελληνικής καταγωγής (οι Παπαδόπουλοι σύμφωνα με τον ίδιο προέρχονταν από τους Κομνηνούς: ήταν μία από τις δώδεκα οικογένειες που κατά παράδοση εστάλησαν για να εγκατασταθούν στην Κρήτη από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α´ Κομνηνό).
Ο Γιάννης (Janni in sermon greco, che vol dir Zuanne, 23r) παντρεύτηκε την Ανεζίνα, ανιψιά του γιατρού και λογίου Αθανασίου Πρίκη, την οποία είδε πρώτη φορά στην ανταλλαγή των δαχτυλιδιών –άλλη μια φορά που μιλά σε πρώτο πρόσωπο για να διαβεβαιώσει τον αναγνώστη πως έτσι γινόταν τότε και το μαρτυρεί και ο ίδιος –και ήμουν 34 ετών (65v).
Ο διάσημος Παπαδόπουλος της οικογένειάς του ωστόσο είναι ο Νικόλαος Κομνηνός, ένα από τα παιδιά του, ανήρ πολύγλωσσος, πολυμαθέστατος και βιβλιογραφικώτατος.
Ο γαλάζιος χρυσός και η αρχιτεκτονική
Οι παράμετροι για τη δομή της αφήγησης που μοιάζει συχνά προφορική είναι ο χώρος, όπως τον αφηγείται κανείς σε έναν δυνητικό επισκέπτη, και ο χρόνος που δεν είναι αφηρημένη έννοια, αλλά το περιεχόμενό του και η εμπειρία του.
O Zuanne αρχίζει με τη θέση του Χάνδακα, τις οχυρώσεις, τη θέση των πληθυσμών, το λιμάνι (όπου πρωτοφτάνει κανείς) και τα ναυπηγεία (1-5), το νερό και την νέα μεγάλη κρήνη:
Το 1628 έγιναν τα εγκαίνια της κρήνης Μοροζίνι (τα σημερινά «Λιοντάρια») παρουσία του Γενικού Προβλεπτή Francesco Moresini. Ήταν κατασκευασμένη con preziosa architetura, με ένα άγαλμα, il Zigante, έναν μαρμάρινο Ποσειδώνα μάλλον, να πατάει σε ένα δελφίνι. Ίσως μια (νεώτερη) ιταλική προσαρμογή των Ποσειδώνων της αδριάνειας νομισματικής εικονογραφίας, έργο που καταστράφηκε με τον Κρητικό πόλεμο. Τις εκδηλώσεις περιγράφει ο (δεκαετής αυτόπτης) Zuanne (5v-8r), που θαυμάζει το πελώριο άγαλμα και παρατηρεί την γενειάδα του γερο-Moresini.
Ωστόσο το ένα τρίτο του κειμένου για την κρήνη και την εορτή, δεν είναι παρά μια δραματική περιγραφή του κατάστεγνου θέρους στο νησί. Hò, quanta fu in quel tempo l’allegrezza di quella città – γιατί πριν ήταν σε ανάγκη από την έλλειψη καθαρού υγιεινού νερού, και πιο πολύ το καλοκαίρι, οπότε και βρέχει σπάνια, και τα μόνα αποθέματα νερού είναι από δεξαμενές, που και αυτές αφού δεν βρέχει, στεγνώνουν.
Μετά από δυο κάπως ενημερωτικές παραγράφους για άλλες κρήνες στην πόλη, ο Zuanne επανέρχεται, αλλά το μάτι του πια πέφτει εύκολα και αβρά αλλού.
Αποτιμά τον ευεργετικό ρόλο της νέας κρήνης (9r-v), που σκορπά τη δροσιά μέσα στη φλόγα του Μαΐου, του Ιουνίου, του Ιουλίου, του Αυγούστου –μετράει τους μήνες– και γύρω της χαρά, μουσικές, τραγούδια και χοροί –και πόσα ανύπαντρα κορίτσια, υπηρέτριες, ψυχοκόρες, όμορφες, νόστιμες, κλεισμένες στο σπίτι όλη μέρα από τις κυράδες τους μη της δει κανείς και τις γελάσει, τώρα τις έστελναν έξω μέσα στη νύχτα να φέρουν φρέσκο νερό από τον Γίγαντα! (το θαυμαστικό του συγγραφέα).
Η κρήνη είναι το ζωτικό στοιχείο στην οργάνωση του χώρου γύρω από το οποίο θα δει κανείς τους ευγενείς και ο αφηγητής θα περάσει σ’ αυτούς, θα αρχίσει να περιγράφει το Παλάτι του Δούκα και τη διοίκηση, θα περάσει στη διασκέδαση των ευγενών (19r), από τις επίσημες τελετές θα φτάσει στις λιτανείες και την περιγραφή των εκκλησιών, ξεκινώντας από την μητρόπολη, τον Άγιο Τίτο (29r), καθολικές πρώτα και μετά ορθόδοξες– τις λέξεις latino / greco τις χρησιμοποιεί για να δηλώσει τη θρησκευτική διαφορά.
Ο συγγραφέας Zuanne έχει ζήσει ως διακεκριμένος πολίτης στο Parenzo (Poreč), στη Βενετία και γράφει στο σπίτι του γιου του Nicolò στην Padova. Ζει από χρόνια σε μια περιοχή με εγκατεσπαρμένα τα έργα του Palladio και έναν ευφάνταστα πλωτό Brenta, τον ποταμό με τις όχθες του ποικιλμένες από επαύλεις.
Στην αφήγησή του για τα κτίρια του Χάνδακα επαναλαμβάνονται οι λέξεις: con fabricha antica (10v), in fabrica antichissima (29r), una guastissima fabrica, benché all’antica (32v), Santa Maria tre Martiri, di fabrica moderna e con qualche architetura (46v).
Η επανάληψη οφείλεται στις συγκρίσεις που συνθλίβουν τα εκθέματά του:
Δεν υπήρχε στην Κρήτη η χάρη και η εκλέπτυνση που όπου πάω την παρατηρώ με θαυμασμό σε αυτούς τους ευλογημένους τόπους (paesi benedeti), και στην κατασκευή των παλατιών, αλλά και στο σχεδιασμό των περιβολιών και των κήπων, και ακόμα περισσότερο στον εξοπλισμό των σπιτιών –η μέρα με τη νύχτα. (20r-v)
Hoc otium quod inter deos agitur
Από τους ναούς και τα περιεχόμενά τους, φτάνει στις μεγάλες εορτές. Οι Βενετοί ευγενείς της Κρήτης ακολουθούσαν το παλαιό, ιουλιανό, ημερολόγιο (vivevano alla vecchia), δέκα ημέρες πίσω, με άδεια του Πάπα για τις περιοχές πέραν του Saseno (νησάκι στον Κόλπο της Αυλώνας στην Αλβανία, το όριο του κόλπου της Βενετίας). Μιλάει εκτενώς πρώτα για το Πάσχα, την πρώτη μεγάλη γιορτή μετά τη βενετσιάνικη πρωτοχρονιά του Μαρτίου, και έπειτα για τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, το Καρναβάλι.
Το Καρναβάλι άρχιζε αμέσως μετά τα Θεοφάνεια, σε κλίμα γενικευμένης θυμηδίας, με τη μουσική να ακούγεται από παντού και θεατρικά έργα, κωμωδίες, στα ελληνικά (66v).
Τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια οι ευκατάστατοι πολίτες με ελαφρά λινά ρούχα, έβγαιναν από τα σπίτια τους με μια ακολουθία από φιλόμουσους κουρείς (factotum della città…) που έπαιζαν μανικόρδια, λαγούτα, βιολιά, μπάσα, φλάουτα, κιθάρες και τραγουδούσαν ελληνικά ή ιταλικά ως τα ξημερώματα με στάσεις για σερενάτες (serenate) κάτω από τα παράθυρα συγγενών και φίλων (76v-78r).
Οι γαιοκτήμονες που άφηναν τα αστικά κέντρα για τις θερινές τους κατοικίες στα χωριά τους, όπως ο Zuanne για το Σκαλάνι και τους Αστρακούς, συνοδεύονταν από παροίκους που κατά τη διαδρομή τραγουδούσαν παίζοντας άσκαυλο και φλάουτο (la piva…, detta in greco ascomadura, et flauto –f.74)
Για την «ελαφρά» μουσική στον Χάνδακα κάνει λόγο και αλλού –με αφορμή τον φόνο ενός θρασύ και βίαιου ευγενή, του Zan Αntonio Muazzo, γράφτηκαν ελληνικά και ιταλικά τραγούδια και μαδριγάλια (canzioni e madrigali) που τα τραγουδούσαν οι νέοι στις γειτονιές. Σατιρικά τραγούδια για παρόμοιους λόγους είχαν γραφτεί και παλαιότερα μετά τον αποκεφαλισμό με απόφαση του Συμβουλίου των Δέκα τού Zorzi Fradello (25v).
Σε όλες τις εκδηλώσεις τα όρια υλικού και πνευματικού πολιτισμού είναι ρευστά. Εύκολα το υπόλοιπο βιβλίο ξεκινώντας από τα ενδύματα των ευγενών περνά στην περιγραφή ενός διατροφικού παραδείσου (η λέξη abondanza επαναλαμβάνεται συχνά, 78v-106v) που ξεπερνά απίστευτα την μεσογειακή τριάδα του Braudel.
Ο Zuanne είναι βαθύς γνώστης των πραγμάτων που περιγράφει, κατέχει πάντα τη στιγμή που είναι πιο ευχάριστα. Δεν πρόκειται για έναν διατροφικό εγκυκλοπαιδισμό, αλλά καθώς οι πληροφορίες συμπλέκονται σοφά, διαπιστώνει κανείς πως στην καρδιά ακριβώς του βιβλίου καλύπτεται μια étiquette της εποχής.
Τα πεπόνια είναι ευχάριστη τροφή από τα μέσα Ιουνίου ως το τέλος του Ιουλίου, την εποχή που είναι ακόμη ακριβά– υπάρχουν και τον Αύγουστο μερικά καλά, αλλά γενικά είναι πια απωθητικά (exanostisse mou i corri ossan agustiano peponi, παραθέτει την παροιμία) (106r).
Με την αυτάρκεια του πραγματικά χορτάτου ανθρώπου ο Zuanne νοσταλγεί το ταπεινότερο φαγητό της ιδιαίτερης πατρίδας του:
Πριν από τον πόλεμο υπήρχαν στην Κρήτη άγρια χορτάρια για φαγητό νόστιμα και διαφόρων ειδών, που τα έκαναν βραστά το βράδυ. Κι αυτά έβγαιναν σε χωράφια στους λόφους, και σου ερχόταν ν’ αφήσεις το κρέας για να τα φας, έτσι όπως ήταν φτιαγμένα, θα ’λεγε κανείς, σε λάδι σκέτο, όπως το συνηθίζουν σε κείνο τον τόπο– και αυτά τα χόρτα άλλα τα λένε βρούβες και άλλα πρικοβρούβες– κι ας με πιστέψει ο αναγνώστης πως ευχαρίστως κάποιος θ’ άφηνε ό,τι άλλο έτρωγε για τις φάει, πιο πολύ τις πρικοβρούβες όταν σηκώνονταν απ’ το χώμα και πέταγαν ψηλά βλαστάρια σαν τα σπαράγγια. Ούτε πιστεύω πως θα βρεθεί σε όλον τον κόσμο άλλο χορτάρι σαν αυτό τόσο νόστιμο. (87v-88v)
Στο τέλος εστιάζει στον εαυτό του (137v): ασχολείται με τη μελισσοκομία ερασιτεχνικά– ας ληφθεί ωστόσο υπ’ όψιν πως η χρήση της λέξης με τη σημερινή έννοια είναι μάλλον ante litteram.
Για το κρασί δεν μπορεί να γράψει προτού μιλήσει για το κλίμα– ή η καταλληλότερη θέση στο βιβλίο αυτό για να μιλήσει για το κλίμα είναι εδώ:
Καταιγίδα από τον ουρανό δεν ερχόταν ποτέ, ούτε έβλεπες σε κείνους τους τόπους να παγώνει το νερό τον χειμώνα, αν και χιόνι έπεφτε πολύ, σαν φτιαγμένο από ζυμάρι– και όσο πιο πολύ έπεφτε, ήταν σημάδι για καλή σοδειά σιτηρών, κρασιών, λαδιού και φρούτων (115v). Ο τρύγος ερχόταν πρώιμος: τα μοσχάτα συλλέγονταν στις αρχές Αυγούστου (116v). Το κρασί του στεγνού τόπου με τα πολλά γράδα οι άνθρωποι το έπιναν (vino potente) και μεγάλωνε η διάθεση και η δύναμή τους να δουλεύουν τραγουδώντας (27v).
Τα μοσχάτα […] μια φορά ήπια με το ζόρι στη Βενετία […] Κι όμως αυτοί οι Φλαμανδοί το πίνουν σα να ’ταν νερό (130r).
Στα λίγα συγκριτικά φύλλα 145r-155r θα μιλήσει για τη ζωή των χωρικών: στην ενότητα αυτή, μάλλον εκτός παραδείσου, βρίσκονται τα σαλιγκάρια. Εκτός από τον φόνο ενός άδικου ευγενή και την εκτέλεση ενός άλλου, ο θάνατος σ’ αυτό το βιβλίο περνάει και εδώ: θάνατος των χωρικών σ’ εκείνο το Βασίλειο ήταν η υπηρεσία σε γαλέρα (153r-v).
Κατά την έξοδο από το κείμενο περιγράφονται οι χαρακτήρες των ντόπιων Κρητών, ξεκινώντας από τα Χανιά (157r), το Ρέθυμνο, (159r), τη Σητεία (162r), τον Χάνδακα (164v). Το βιβλίο κλείνει (φεύγουμε απ’ όπου ήρθαμε) με την περιγραφή κατά ένα μεγάλο μέρος του θαλάσσιου αγώνα και με την καταστροφή που σήμανε η πτώση της πόλης per li nostri peccati.
Η άλλη αυτή ιστορία, τα έργα του πολέμου, η πολιορκία του Χάνδακα που αρχίζει το 1648, όταν ο Zuanne είναι 30 ετών, περιγράφονται αναλυτικά στις ανέκδοτες Memorie della Guerra di Candia, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων είχε γραφεί πριν από το Occio (αυτόγραφο τμήμα τους: Museo Correr, Provenienze diverse MS 122b, αντίγραφα του συνόλου: Museo Correr, Cicogna MS 1768 και Library of Syracuse University, New York, Leopold von Ranke MS 77). Κατά τον πόλεμο ο Zuanne τραυματίστηκε, αν και ο πατέρας του είχε προσπαθήσει να τον προφυλάξει κλειδώνοντάς τον στο σπίτι.
Επιλογικά
Εκ των υστέρων γνωρίζουμε πόσο ο ευλογημένος εκείνος τόπος επέδρασε σημαντικά στην εικόνα της Κρήτης. Ο Giuseppe Gerola, το 1900-1902 ήρθε απεσταλμένος του Istituto Veneto να καταγράψει τα τεκμήρια της βενετικής παρουσίας στο νησί. Αποτέλεσμα ένα άλλο μνημείο, οι τέσσερις τόμοι των Monumenti Veneti nell’isola di Creta (Venezia 1905-1940) και ένα τεράστιο φωτογραφικό αρχείο: στον τόμο των Spiridione Alessandro Curuni και Lucilla Donati, Creta Veneziana: L’Istituto Veneto e la Missione Cretese di Giuseppe Gerola (Venezia 1988) περιλαμβάνονται 1642 φωτογραφικές αναπαραγωγές.
Ο Zuanne Papadopoli έχει επιλέξει για το άλλο του βιβλίο έναν σαφέστατο τίτλο (Memorie della Guerra di Candia) και αυτό εδώ το ονομάζει L’Occio. Ο τελικός απολογισμός δεν είναι μια σειρά από mirabilia. Ο τίτλος περιγράφει μια πραγματική κατάσταση και την από αιώνων γνωστή πνευματική και ψυχική άνεση που χρειάζεται για να ανθίσει η δημιουργία. Αλλά στο τέλος καταλαβαίνουμε πως η αδεξιότητα που συχνά αναφέρει ο συγγραφέας και η απλότητά του μας έχουν γοητεύσει αλλά δεν μας έχουν παραπλανήσει. Η φαινομενικά δίχως πλάνο γεροντική αφήγηση, χωρίς να δείχνει μεγάλη τέχνη ή πολλή σκέψη, φανερώνει πόσο στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία, ακόμα και κάποιος από μια μακρινή παλαιά επαρχία, εμπέδωνε τον τρόπο μιας ήρεμης αυτοεκτίμησης.
Τα χρώματα της αφήγησης του Zuanne καθορίζονται από τον φυσικό φωτισμό (ήλιο, σελήνη, φωτιά) και είναι χωρίς κοντινά πλάνα, και πάντοτε κάθε λεπτομέρεια βρίσκεται στη θέση της. Από το μυαλό του νέου Γιάννη δεν περνά εύκολα ο θάνατος ή ο 78χρονος ξεχνά τα πένθη –σαν να μην υπάρχει καμιά βραδυνή βενετσιάνικη ταφή. Ο πρεσβύτης Zuanne βρήκε στην Padova την κατάλληλη άπλα για τη συγγραφή του, το βιβλίο του ίσως όμως περιγράφει με τον πλέον εύχαρι τρόπο τι σήμαινε πραγματικό otium στην βαθύτατα επιθυμητή, νεαρή εκείνη Κρήτη.
Κατερίνα Γκίκα