Ο εξωτερικός περίβολος του Ιδαίου Άντρου στον Ψηλορείτη ήταν ένα οργανωμένο σε επιστημονική βάση Αστεροσκοπείο τουλάχιστον από τη Μινωική περίοδο, με όργανα επιστημονικών μετρήσεων των ηλιοστασίων το βωμό του Δία καθώς και τις βάσεις των αγαλμάτων που βρίσκονταν έξω από την είσοδο του ιερού σπηλαίου.
Αυτή είναι η επιστημονική ανακοίνωση -που αποτελεί πολιτισμική ανατροπή για τον αρχαίο κόσμο- του μηχανικού και ερευνητή Νίκου Λεβεντάκη, που έγινε στο 11ο Διεθνές Κρητολογικό Επιστημονικό Συνέδριο το οποίο πραγματοποιείται στο Ρέθυμνο, ανακοίνωση που βασίζεται στην «ανάγνωση» των μη κατανοητών αρχαιολογικών συμβολικών δεδομένων με βάση παραμέτρους των Θετικών Επιστημών.
Σύμφωνα με τον κύριο Λεβεντάκη, τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι πρώτοι οι αρχαίοι Κρήτες είχαν ένα ολοκληρωμένο ημερολογιακό έτος. Προτείνει μάλιστα ο κ. Λεβεντάκης το Αστεροσκοπείο του Σκίνακα, που βρίσκεται στον Ψηλορείτη, να ονομαστεί Αστεροσκοπείο της Ιδαίας Αρτέμιδος, αφού αυτή η θεά επόπτευε τα μονοπάτια στην ευρύτερη περιοχή, του Ψηλορείτη και φυσικά του Ιδαίου Άντρου, εκτός του κυρίαρχου ρόλου του Κρηταγενούς Δία.
Κύριε Λεβεντάκη, ποια είναι τα ημερολογιακά δεδομένα της Μινωικής περιόδου;
«Από στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από ιερά σπήλαια της Κρήτης βρέθηκε ότι, όπως οι Αιγύπτιοι έτσι και οι Μινωίτες διέθεταν χωριστό ηλιακό διοικητικό ημερολόγιο. Για τις θρησκευτικές τους τελετές οι Μινωίτες χρησιμοποιούσαν, παράλληλα, και σεληνιακό μηνολόγιο, το οποίο όμως διόρθωναν ηλιακά. Ειδικότερα η καταγραφή των βασικών σταθμών της πορείας του Ηλίου, δηλαδή των ισημεριών και των ηλιοστασίων, επιτυγχανόταν με κατασκευές στην αυλή του Ιδαίου Άντρου.
Ήδη αρχαίες μαρτυρίες (Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορικής) πληροφορούν ότι η αυλή του Ιδαίου θεωρούνταν το ίδιο ιερή όπως και η σπηλιά. Ο Σπυρίδων Μαρινάτος λ.χ. που έκαμε ανασκαφές στο Ιδαίον, διαπίστωνε το 1956 με θαυμασμό ότι “ανοίγεται προς ανατολάς με το ευρύχωρον στόμιόν του και βλέπει προς τον ουρανόν. Μεγαλοπρεπές είναι το θέαμα του βραδέως στρεφομένου στερεώματος από του ύψους τούτου, οπόθεν οι αστέρες λάμπουν μετά στίλβης ασυνήθους”.
Κατά σύμπτωση το Αστεροσκοπείο του Πανεπιστημίου Κρήτης, δίπλα στην κορυφή του Σκίνακα και στα 6.210 μ. από την είσοδο του Ιδαίου, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 230 μ. από τον άξονα των ισημεριών, που παρατηρούσαν οι ιερείς του. Ο εντοπισμός των κατασκευών που τοποθέτησαν οι ιερείς του Ιδαίου στην αυλή για να παρατηρούν την πορεία του Ηλίου, ανατρέπει τις επικρατούσες μέχρι σήμερα αντιλήψεις, ότι τα αρχαία ελληνικά ημερολόγια ήταν καθυστερημένα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα των Αιγυπτίων και των Βαβυλωνίων (G. Thomson, 1943).
Αντίθετα, οι προσαρμογές των ελληνικών σεληνιακών μηνολογίων στα ηλιακά δεδομένα είναι παλαιότερες των βαβυλωνιακών, που τοποθετούνται στο 528 π.Χ. Πιθανό δε ήταν πιο αξιόπιστες και από αυτές του αιγυπτιακού ημερολογίου, αν κρίνει κανείς από τη φήμη που κατέκτησε το Ιδαίον στους Ρωμαϊκούς χρόνους, πιθανό διότι χρησιμοποιήθηκαν οι παρατηρήσεις του για διόρθωση του Ρωμαϊκού ημερολογίου, που την περίοδο της Δημοκρατίας είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Φαίνεται δε ότι, αντίθετα πάλι με τη θρυλούμενη οκταετηριδική διόρθωση που χρησιμοποιούσαν άλλοι λαοί, είναι ακριβής η πληροφορία του Ρωμαίου Διδύμου, πως τα πολύ παλιά χρόνια οι Έλληνες προσάρμοζαν “κατά το τρίτο και πέμπτο και όγδοο έτος”, με υπόδειξη προφανώς των ιερέων του Ιδαίου».
Αυτό το αστρονομικό υλικό ως γνώση κυκλοφορούσε στην υπόλοιπη Ελλάδα;
«Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονταν στο Ιδαίον για τη διοικητική οργάνωση του χρόνου φαίνεται πως με διάφορους τρόπους διαχέονταν σε όλη την Ελλάδα. Με αυτές σχετίζονται οι επίμονες πληροφορίες του Ομηρικού Ύμνου στον Απόλλωνα, ότι το Μαντείο των Δελφών —με ηλιακό, επίσης, παρατηρητήριο— ιδρύθηκε από Κρήτες ναυτικούς. Παράλληλα, φαίνεται πως στη Βοιωτία υπήρχε σταθερός δεσμός με την Κρήτη. Ετσι εξηγούνται η φήμη του ημερολογίου της, αλλά και πολλές πληροφορίες του Ησιόδου, ιδιαίτερα για τις καλλιεργητικές υποχρεώσεις. Μάλιστα με λεπτομερή διαφοροποίηση των δεδομένων, που πρέπει ασφαλώς να αποδοθεί σε εμπεδωμένη γνώση των ημερολογιακών χαρακτηριστικών, διευκρινίζεται στον Ησίοδο πως “αυτός είναι ο νόμος των πεδιάδων και όποιων κατοικούν κοντά στη θάλασσα και στα δασωμένα φαράγγια” (Έργα και Ημέρες 388-), σε αντιδιαστολή με τα ορεινά μέρη, προφανώς.
Η δυσκολία του εγχειρήματος και η συχνότητα προσαρμογής του μηνολογίου στα ηλιακά δεδομένα περιλαμβανόταν στους λόγους των μεγάλων διαφοροποιήσεων των ημερολογίων στις ελληνικές πόλεις-κράτη. Όμως, σε τελική ανάλυση, ήταν εξαιρετικά ακριβής από τα παλιά ο χρόνος τέλεσης των μεγάλων κοινών τους εορτών, λ.χ. των Ολυμπιακών Αγώνων κ.ά. Εξάλλου η διασπορά των ημερολογιακών δεδομένων αποτελούσε, μάλλον, κριτήριο αυστηρής λεπτομερούς τήρησης παρά χαλαρότητας στην προσαρμογή.
Για τις μετρήσεις που μπόρεσε να πραγματοποιεί το ιερατείο του Ιδαίου, διέθετε ένα σταθερό παρατηρητήριο καταγραφής των ουράνιων φαινομένων γενικά και της πορείας του Ηλίου ειδικότερα. Έτσι εντόπιζαν τα σημεία ανατολής του Ηλίου κάθε φορά σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Εξηγείται λοιπόν η πληροφορία του Σολίνου, ενός συγγραφέα των ύστερων Ρωμαϊκών χρόνων, που υποστηρίζει ότι “ο Ψηλορείτης γνωρίζει τη θέση εμφάνισης της ανατολής του Ηλίου πριν βγει”».
Κύριε Λεβεντάκη, ποια είναι τα αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν την πρότασή σας;
«Οι μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν την ημέρα του θερινού ηλιοστασίου το 2009, από κοινού με τους αγρονόμους τοπογράφους μηχανικούς Νίκο και Γιώργο Ξυλούρη: εξαρτήθηκαν οι κρίσιμες θέσεις στην αυλή του Ιδαίου Άντρου από τριγωνομετρικά σημεία της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (ΓΥΣ) στις κορυφές “Κουροπητός”, “Μυίγα”, “Μαύρος Κούμος”, “Πίπερος” και “Σωρός”. Χρησιμοποιήθηκε μάλιστα για τις μετρήσεις γεωδαιτικός σταθμός τύπου “Topcon”, ακρίβειας έξι δευτερολέπτων.
Τα βάθρα αγαλμάτων και το αστρονομικό παρατηρητήριο, που ώς τώρα θεωρούσαμε ότι ήταν ένας απλός βωμός, αποτυπώθηκαν στο ΕΓΣΑ ΄87 (Εθνικό Γεωγραφικό Σύστημα Αναφοράς). Διαπιστώθηκε μετά και τη θεωρητική επεξεργασία πληροφοριών που αντλήθηκαν από το Google, ότι ο άξονας των ισημεριών ουσιαστικά ταυτίζεται με το διαμήκη άξονα του βωμού. Ο άξονας επίσης του θερινού ηλιοστασίου περνά από τις θέσεις και των δύο βάθρων».