Παναγιώτης Δελαβίνιας,
Πτυχιούχος Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Τα πρώτα ίχνη φωτιάς έχουν εντοπιστεί στο σπήλαιο Swartkrans, στη Ν. Αφρική, και χρονολογούνται στα 1,5 εκατ. χρόνια πριν. Ωστόσο, οι άνθρωποι ανέκαθεν ήθελαν να ελέγξουν την φωτιά, ώστε να την χρησιμοποιήσουν για τις ανάγκες τους. Μία από αυτές τις ανάγκες ήταν η δημιουργία επιμελημένων αγγείων, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν είτε για τελετουργικούς (θρησκεία) είτε για πρακτικούς σκοπούς (συμπόσια). Η διαδικασία της όπτησης των αγγείων μέσα στον κλίβανο [σημ. 1] ήταν ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, καθώς απαιτούσε σταθερή θερμοκρασία σε συνδυασμό με την παροχή ή έλλειψη οξυγόνου [σημ. 2]. Τα λιγοστά μέσα ελέγχου της θερμοκρασίας του κλιβάνου δυσχέραιναν την προσπάθεια, και οι «Βάναυσοι» (βλ. παρακάτω) είχαν μάθει εμπειρικά το χρόνο αλλαγής της θερμοκρασίας του κλιβάνου.
Οι πρώτοι κλίβανοι χρησιμοποιήθηκαν στην Εγγύς Ανατολή γύρω στο 8000 π.Χ. για την παραγωγή δημητριακών και ψωμιού [σημ. 3]. Ο αρχέγονος τρόπος ψησίματος των αγγείων ήταν αυτός της «ανοιχτής» φωτιάς [σημ. 4] (εικ. 1). Με τη μέθοδο αυτή ανοίγονταν μεγάλοι λάκκοι στο έδαφος, τους οποίους γέμιζαν με καύσιμη ύλη, όπως ξύλα, χόρτα, σπόρους κ.ά. Πάνω στην καύσιμη ύλη τοποθετούνταν τα αγγεία, καλύπτοντας κάθε διαθέσιμο χώρο. Αυτή η μέθοδος αποδείχθηκε ανεπαρκής, γιατί η πλειονότητα των αγγείων καταστρέφονταν λόγω έλλειψης σταθερής θερμοκρασίας. Οι πρώτοι κλίβανοι, που χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για την παραγωγή αγγείων, κατασκευάστηκαν στα Σούσα, γύρω στο 4000 π.Χ. [σημ. 5] (εικ. 2). Αυτοί οι κλίβανοι ήταν κάθετοι, και έτσι καθίστατο δυνατή η επίτευξη υψηλότερης και πιο σταθερής θερμοκρασίας. Οι Αιγύπτιοι γύρω στο 2700-2500 π.Χ. εξέλιξαν αυτού του είδους τον κλίβανο τον οποίο χρησιμοποιούσαν κατά κόρον για την παραγωγή γυαλιού [σημ. 6] (εικ. 3). Στην Ελλάδα, ο αρχαιότερος κλίβανος βρέθηκε στην Όλυνθο και χρονολογείται στο 3000 π.Χ. [σημ. 7].
Ο κλίβανος συναντάται, επίσης, πολύ συχνά στην αρχαία, ελληνική και μη, γραμματεία. Από τις αρχαιότερες φιλολογικές μαρτυρίες που σώζονται είναι κείμενα σε σφηνοειδή γραφή [σημ. 8]. Σύμφωνα με αυτά, ο φούρνος, που αρχικά χρησιμοποιήθηκε στην κουζίνα και μετέπειτα για τη θέρμανση της βύνης ονομαζόταν με τον γενικό όρο utûnu ή atûnu (ο ίδιος φούρνος χρησιμοποιήθηκε και για το λιώσιμο μετάλλων, για την όπτηση κεραμιδιών και τούβλων). Επίσης, συναντούμε τον όρο kîru ή kûru (Ακκαδικά), για το φούρνο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή γυαλιού και το λιώσιμο των μετάλλων. Αυτός φαίνεται πως αποτελείται από δύο διαφορετικούς χώρους, το χώρο όπτησης και την εστία. Τέλος, ως φούρνος για το ψήσιμο των τούβλων απαντά και ο όρος kiškittu ή kiškattu, ενώ αυτός για το λιώσιμο των μετάλλων και ως nasrapu ή našrapu [σημ. 9]. Ο κεραμικός κλίβανος συναντάται , επίσης, στις αρχαίες ελληνικές φιλολογικές πηγές με πολλά διαφορετικά ονόματα [σημ. 10], όπως ιπνός [σημ. 11], κρίβανος [σημ. 12] (ή κλίβανος στη δωρική διάλεκτο), κάμινος [σημ. 13] ή πνιγεύς [σημ. 14]. Ωστόσο, η γνωστότερη και πληρέστερη αναφορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία για τον κλίβανο και τους κινδύνους του ψησίματος των αγγείων, βρίσκεται σε ένα ποίημα του Ψευδο-Ηροδότου [σημ. 15].
Όσον αφορά το σημείο όπου θα κατασκευαζόταν ο κλίβανος έπρεπε να επιλεχθεί προσεκτικά, καθώς ήταν αναγκαία η τήρηση κάποιων κριτηρίων. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν η κατασκευή του στα περίχωρα της πόλης, ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος ο καπνός να πλησιάσει σε αυτήν. Ένα εξίσου σημαντικό κριτήριο ήταν η επάρκεια σε καύσιμη ύλη και νερό (για την αραίωση του πηλού). Επίσης, το έδαφος θα έπρεπε να είναι μαλακό, ώστε να επιτρέπει την κατασκευή του, και να έχει φυσική κατωφέρεια, για να διευκολύνεται η κυκλοφορία του αέρα, αν και αυτό δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση [σημ. 16]. Το σχήμα [σημ. 17] (εικ. 4), κυκλικό [σημ. 18], ελλειψοειδές [σημ. 19] ή ορθογώνιο [σημ. 20], και το μέγεθος των κλιβάνων ποίκιλλε ανάλογα την εποχή [σημ. 21] που αυτός είχε κτιστεί και το μέγεθος της παραγωγής, στο οποίο έπρεπε να ανταποκριθεί.
Ωστόσο, η γενική δομή των κλιβάνων [σημ. 22] (εικ. 5)** ήταν απλή και έχει απεικονιστεί πολλές φορές σε πίνακες από πηλό [σημ. 23], σε αγγεία [σημ. 24] και σε ημιπολύτιμους λίθους [σημ. 25]. Αποτελούταν από δύο «ορόφους», έναν υπόγειο και έναν ισόγειο. Ο «δρόμος» [σημ. 26] ήταν μέρος του υπόγειου ορόφου και ποίκιλλε σε μήκος. Εκεί τοποθετούνταν όλη η καύσιμη ύλη. Σε σύνδεση με αυτόν υπήρχε ένας άλλος θάλαμος, ο θάλαμος οπτήσεως [σημ. 27], που διέφερε σε μήκος και σχήμα. Αυτός έφερε ένα διάτρητο πάτωμα από πηλό, την «εσχάρα» ή «μπάτο» [σημ. 28], που στηριζόταν σε έναν κεντρικό πεσσό και τόξα σε ακτινωτή διάταξη. Μέσα από αυτές τις σήραγγες και τις οπές της «εσχάρας» περνούσε ο καυτός αέρας για να καταλήξει στο θάλαμο οπτήσεως, όπου ήταν στοιβαγμένα με προσοχή τα αγγεία. Ο θάλαμος οπτήσεως ήταν καλυμμένος με το «θόλο». Πρόκειται για το πιο εύθραυστο σημείο των κλιβάνων καθώς πολύ σπάνια σώζεται. Ως προς το σχήμα τους, στην Ελλάδα οι θόλοι είναι ημισφαιρικοί, μιμούμενοι τους αντίστοιχους της Μεσοποταμίας [σημ. 29] (εικ. 6). Στην Αίγυπτο ο θόλος είναι επίπεδος [σημ. 30]. Το μέγεθος του θόλου ποίκιλλε και ήταν ανάλογο της διαμέτρου του θαλάμου. Στο «θόλο» είχε διανοιχθεί οπή [σημ. 31], που με το κλείσιμο ή το άνοιγμά της, ρύθμιζαν την παροχή αέρα σε αυτόν. Στην κορυφή του «θόλου» υπήρχε η καμινάδα για την εξαγωγή του καπνού. Όλη η κατασκευή ήταν από πηλό, και αργότερα από τούβλα.
Καταλήγοντας, θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε στους κατασκευαστές των κλιβάνων. Η Scheibler [σημ. 32] αναφέρει πως οι κατασκευαστές των κλιβάνων ήταν οι ίδιοι οι κεραμείς. Αυτό πιθανώς θα συνέβαινε στην πρώτη περίοδο της ύπαρξης του κλιβάνου, αλλά, όσο η ζήτηση ολοένα αυξανόταν ( ιδιαίτερα στις «πόλεις» ή στα μεγάλα κέντρα ) και οι ίδιοι οι κεραμείς έφτασαν σε σημείο να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν σε αυτή, δημιουργήθηκε μια ομάδα «επαγγελματιών», που θα κατασκεύαζαν κλιβάνους για χάρη των κεραμικών εργαστηρίων. Στις φιλολογικές πηγές [σημ. 33] απαντούν ως ιπνοπλάθαι [σημ. 34], ιπνοπλάσται [σημ. 35] και ιπνοποιοί [σημ. 36]. Όσον αφορά τους τεχνίτες, που ήταν υπεύθυνοι για την τοποθέτηση και ψήσιμο των αγγείων, αυτοί ήταν γνωστοί και ως «Βάναυσοι» [σημ. 37]. Η τοποθέτηση των αγγείων έπρεπε να γίνει προσεκτικά, με τη βοήθεια σφηνών [σημ. 38]. Τα μικρά τοποθετούνταν εντός των μεγαλυτέρων για εξοικονόμηση χώρου. Οι «Βάναυσοι» ήταν επαγγελματίες και, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ήταν σε θέση να προσδιορίζουν τη θερμοκρασία του κλιβάνου εμπειρικά. Παρ’ όλα αυτά, επειδή η εργασία τους εμπεριείχε πολλούς κινδύνους, πολύ συχνά «τοποθετούσαν αποτροπαϊκές μάσκες και μορφές δαιμόνων ή κακών πνευμάτων (…) ή κρεμούσαν κλαδιά ελιάς, που υποτίθεται ότι προσείλκυαν τα συνεπίκουρα πνεύματα» [σημ. 39].
Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε πως η δομή και η λειτουργία των σύγχρονων κεραμικών κλιβάνων έχει παραμείνει, σχεδόν, αναλλοίωτη, όπως αποδεικνύει ένα παράδειγμα σύγχρονου κλιβάνου από τον Μανταμάδο Λέσβου [σημ. 40] (εικ. 7).
* Το παρόν άρθρο αποτελεί περίληψη εργασίας που έγινε την άνοιξη του 2005, στο πλαίσιο του μαθήματος «Θέματα τεχνικής: Κεραμική και σχήματα των αρχαίων ελληνικών αγγείων των ιστορικών χρόνων», με επιβλέπουσα την Αναπλ. Καθηγήτρια Χρυσηίδα Τζουβάρα-Σούλη.
** Υπόμνημα εικόνας 5: 1. Στόμιο για πυροδότηση, 2. Αλεξίπυρο, 3. Δίοδος για φωτιά, 4. Καύσιμη ύλη, 5. Κάτω θάλαμος ή χώρος καύσης, 6. Κολόνα, 7. Μπάτος, 8. Δίοδοι ή εσχάρα, 9. Εξωτερική επένδυση καμινιού, 10. Κεντρικός χώρος ή θόλος ψησίματος, 13. Στοιβαγμένα αγγεία, 14. Διάμεσο σκέπασμα, 15. Βοηθητικό άνοιγμα κτισμένο με πλιθιά, 16. Χώρος συγκέντρωσης καπνού, 17. Θόλος, 18. Οπή εξαερισμού, 19-20. Οπές ελέγχου.