Την αρχαία ελληνική θρησκεία εξετάζει υπό το πρίσμα της συγκριτικής ανθρωπολογίας ένας επιφανής ελληνιστής: ο Βάλτερ Μπούρκερτ.
Η επιθετικότητα είναι εγγενές χαρακτηριστικό του ανθρώπου ο οποίος αγωνίζεται για την επιβίωσή του υποστηρίζει ο Μπούρκερτ και παίρνει ως σημείο αναφοράς τον Homo necans ή αλλιώς τον «άνθρωπο που φονεύει» (από το λατινικό ρήμα neco: φονεύω, σφαγιάζω). Με δεδομένο λοιπόν ότι «το αίμα και η βία καραδοκούν, κατά τρόπο συναρπαστικό, στην καρδιά ακριβώς της θρησκείας», ο γερμανός μελετητής συνδέει την κυνηγετική πρακτική των προϊστορικών κοινωνιών με τη μετέπειτα θυσιαστήρια τελετουργία, μετεξέλιξη της οποίας υπήρξαν πάμπολλες θρησκευτικές γιορτές και «ιεροπραξίες» της αρχαιότητας.
Από τους εγκυρότερους μελετητές της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και ομότιμος καθηγητής των Πανεπιστημίων της Ζυρίχης και του Βερολίνου, ο Μπούρκερτ ξεκινά από μια ευρύτερη ανθρωπολογική θεώρηση και επιχειρεί τη διατύπωση μιας γενικής θεωρίας της γένεσης της θρησκείας και του πολιτισμού (κεφάλαιο 1ο), επιχειρηματολογώντας ως εξής: όντας αναγκασμένος να σκοτώσει για να τραφεί, ο άνθρωπος – κυνηγός από τη μία ένιωθε αποτροπιασμό και ενοχή για την πράξη του, από την άλλη όμως ήταν χαρούμενος επειδή κατάφερνε να επιζήσει. Τα δύο πρώτα κατάφερνε να τα ξορκίσει, επινοώντας μύθους και θυσιαστήριες τελετουργίες. Εξέλιξη αυτών των μύθων και των τελετουργιών υπήρξε (και) η αρχαιοελληνική θρησκεία.
Προκειμένου να επιβεβαιώσει τις υποθέσεις του αναφορικά με τη θυσιαστήρια τελετουργία, ο Μπούρκερτ αναζητά τα βασικά της χαρακτηριστικά σε αρχαιοελληνικές λατρευτικές πρακτικές. Έτσι μαθαίνουμε για τη μεγαλύτερη αρκαδική εορτή, τα Λύκαια, που λάμβανε χώρα στο Λυκαιον Ορος, στην καρδιά της Αρκαδίας, προς τιμήν του Δία. Σύμφωνα με τον μύθο οι θεοί, μεταξύ των οποίων και ο Δίας, ήταν καλεσμένοι σε θυσιαστήριο γεύμα που τους προσέφερε ο πρώτος βασιλιάς των Αρκάδων, ο Λυκάων.
Το γεύμα όμως κατέληξε σε ανθρωποφαγία, καθώς ο βασιλιάς είχε θυσιάσει στον βωμό του βουνού ένα αγοράκι και στη συνέχεια ανακάτεψε τα εντόσθιά του με τα υπόλοιπα κρέατα της θυσίας και τα παρουσίασε στο τραπέζι. Για να τιμωρήσει τον Λυκάονα ο Δίας τον μεταμόρφωσε σε λύκο.
Το αγόρι που είχε θυσιαστεί ήταν ο Αρκάς, πατρογονικός βασιλιάς των Αρκάδων και γιος του Δία και της κόρης του Λυκάονα, της Καλλιστώς, η οποία ύστερα από τη συνεύρεσή της με τον Δία είχε μεταμορφωθεί σε αρκούδα. Ο Δίας επανέφερε τον Αρκάδα στη ζωή, αυτός μεγάλωσε κοντά σε έναν βοσκό και όταν έγινε έφηβος καταπιάστηκε με το κυνήγι.
Μια μέρα, περιπλανώμενος στο Λύκαιον Ορος, συνάντησε τη μητέρα του και σύμφωνα με μία εκδοχή την κυνήγησε, σύμφωνα με μία άλλη ζευγάρωσε μαζί της. Η αποτρόπαια αυτή πράξη όμως συνέβη στο ορεινό τέμενος όπου η είσοδος ήταν απαγορευμένη σε όλους. Για αυτόν τον λόγο, ο Αρκάς και η αρκούδα έπρεπε να θυσιαστούν πάνω στον βωμό του Διός Λυκαίου, εγκαθιδρύοντας έτσι μια τελετουργία η οποία θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια στην ίδια τοποθεσία και θα αποτελέσει κεντρικό σημείο στη ζωή των Αρκάδων.
Παρουσιάζοντας και αναλύοντας διεξοδικότατα και άλλους μύθους και θυσιαστήριες τελετουργίες της αρχαίας ελληνικής θρησκείας (τα Ανθεστήρια, τα Ελευσίνια Μυστήρια, τελετές διάλυσης και «πρωτοχρονιάς» όπως τα Παναθήναια και τα Αγριώνια), ο Μπούρκερτ φαίνεται να επιβεβαιώνει την αρχική του υπόθεση αναφορικά με την εξέλιξη της αρχαιοελληνικής θρησκείας.
Το βιβλίο του Βάλτερ Μπούρκερτ μπορεί να διαβαστεί ως μια διεξοδική ερμηνευτική των μύθων και των τελετουργιών της αρχαίας Ελλάδας, υπό το πρίσμα της ελεγχόμενης επιθετικότητας και της ανάγκης των ανθρώπων της εποχής εκείνης για τη συγκρότηση μιας στερεής και συνεκτικής κοινότητας.