«Σκορπισμένοι στο πάτωμα ήταν άνθρωποι νεκροί, άνθρωποι που πέθαιναν ή ετοιμάζονταν να πεθάνουν. Άλλοι ντυμένοι κι άλλοι γυμνοί […] Αυτό που συναντάς σε αυτού του είδους τα μέρη είναι η έντονη μυρωδιά ανθρώπων που πεθαίνουν … ή ανθρώπων που έχουν ήδη πεθάνει κι έχουν αρχίσει να αποσυντίθενται». Με αυτά τα λόγια ο Αμερικανός Τζέιμς Χέις (James Hayes) καταθέτει στο USC Shoah Foundation Institute, το μεγαλύτερο οπτικοακουστικό ιστορικό αρχείο στον κόσμο, τη δική του «εικόνα του Ολοκαυτώματος», όπως λέει χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος δεν υπήρξε θύμα της ναζιστικής θηριωδίας σε κάποιο από τα στρατόπεδα-κολαστήρια, που είχε στήσει η απάνθρωπη στρατιωτική μηχανή του Γ´ Ράιχ, αλλά ένας εκ των ελευθερωτών των ανθρώπων αυτών, που με αποτρόπαιο τρόπο βασανίστηκαν –ενώ άλλοι βρήκαν τραγικό θάνατο– από το χιτλερικό καθεστώς.
Επί δέκα ημέρες, αυτός και οι σύντροφοί του έδιναν σκληρή μάχη σε ένα από τα στρατόπεδα θανάτου του Γ´ Ράιχ για να κάμψουν την αντίσταση της καλοκουρδισμένης γερμανικής στρατιωτικής μηχανής κι αφού κατάφεραν να την απωθήσουν, βρέθηκαν να κοιτούν κατάματα την ίδια την ιστορία και μάλιστα την πλέον «μαύρη» σελίδα της.
«Η μητέρα μου ήταν μια πολύ ωραία γυναίκα. Και ξαφνικά βλέπεις κάποιον να τρέχει σ’ εσένα. Μια ξανθιά (φιγούρα), με μια μακριά φορεσιά με ρίγες. Δεν αναγνωρίσαμε τη μητέρα μας…». Με αυτόν τον τρόπο ο Τζορτζ Γκότλιμπ (George Gottlieb), επιζήσας του Ολοκαυτώματος περιγράφει στο USC Shoah Foundation Institute την τελευταία εικόνα της μητέρας του στο ναζιστικό κολαστήριο του Άουσβιτς Μπίρκεναου.
Γεννημένος το 1929, στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας, ο Τζορτζ μαζί με τον αδελφό του και τη μητέρα του οδηγήθηκαν στο κολαστήριο αυτό του Γ´ Ράιχ, επειδή για τη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ, οι Εβραίοι έπρεπε να αφανιστούν από προσώπου γης.
Τα δυο αδέλφια χωρίστηκαν από τη μητέρα τους και βίωναν τη σκληρή πραγματικότητα των ναζιστικών στρατοπέδων. Χάρη σε έναν φρουρό, που μαζί με μια φρατζόλα ψωμί κι ένα λουκάνικο τους έδωσε τη δυνατότητα να ψάξουν τη μητέρα τους στο πλήθος των κρατουμένων και να μείνουν μαζί της για 20 λεπτά, τα δυο αδέλφια κατάφεραν να δουν, για τελευταία, όπως έμελλε, φορά, τον άνθρωπο που τους έφερε στη ζωή.
Και μπορεί ο χρόνος να συνέχιζε να κυλάει χωρίς γυρισμό, αλλά ο Τζορτζ Γκότλιμπ συνέχιζε να ακούει τη μητέρα του να τον συμβουλεύει να είναι περήφανος για την κληρονομιά του, αλλά και να λέει, στην τελευταία εκείνη συνάντησή τους, σε αυτόν και τον αδελφό του: «να είστε περήφανοι για το όνομά σας».
Η ημέρα του Γιομ Κιπούρ (Ημέρα του Εξιλασμού – ημέρα σκέψης, προσευχής και νηστείας) το 1944 ήταν μια φωτεινή, ζεστή ημέρα. Στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου, η νεαρή κρατούμενη Εβραιοπούλα Ρουθ Μπραντ (Ruth Brand) από την Τσούχεα (Cuhea) της Ρουμανίας, μαζί με την ξαδέλφη της Χάγια, δούλευαν κοντά στο κρεματόριο, αναγκαζόμενες να σκάψουν ανάμεσα στις στάχτες ομοθρήσκων τους, που βρήκαν τραγικό θάνατο από τους αιμοδιψείς στρατιώτες του Γ´ Ράιχ.
Ήταν τότε που αποφάσισαν να νηστέψουν, ακολουθώντας την εβραϊκή παράδοση. «Ήταν μια απλή απόφαση. Δεν θα πίναμε αυτό που αποκαλούσαν καφέ το πρωί και το μεσημεριανό, μια σούπα, θα την παίρναμε μαζί μας, πίσω στο στρατόπεδο», ανέφερε η γεννηθείσα το 1928 Ρουθ Μπραντ, στη μαρτυρία που κατέθεσε στο μεγαλύτερο οπτικοακουστικό ιστορικό αρχείο στον κόσμο, ένα μικρό απόσπασμα της οποίας (όπως και οι παραπάνω) δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Shoah.
«Οι SS έμαθαν ότι νηστεύαμε κι αποφάσισαν να μας κάνουν ένα … δώρο. “Σήκω πάνω”, “κάτσε κάτω”, “τρέξε” – και τα σκυλιά να τρέχουν ξοπίσω μας. Κι αν κάποιος έπεφτε, τα σκυλιά τον δάγκωναν. Αυτό συνεχιζόταν δεν ξέρω κι εγώ για πόση ώρα», θυμάται η Ρουθ Μπραντ, που μαζί με την ξαδέλφη της, αψηφώντας τη σκληρή αυτή πρακτική, συνέχισαν να νηστεύουν.
Ήταν, μάλιστα, τέτοια η πίστη της Ρουθ στο Θεό, αλλά και στη νηστεία ως μορφή αντίστασης, που όταν οι συγκρατούμενές της, της είπαν, «δεν βλέπεις ότι ο Θεός δεν θέλει να νηστέψουμε, αφού αν ήθελε, θα μας παρείχε καλύτερες συνθήκες;», εκείνη απάντησε πως ίσως αυτό ακριβώς ήθελε να δει ο Θεός – ότι δηλαδή, παρά την κατάσταση που βίωναν, είχαν τη δύναμη να νηστεύουν.
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής δίνεται η δυνατότητα πρόσβασης στο αρχείο του USC Shoah Foundation Institute, μια συλλογή με σχεδόν 52.000 βιντεοσκοπημένες μαρτυρίες, γυρισμένες σε 56 χώρες και σε 32 γλώσσες, μέσα από μια συνεργασία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) με τον οργανισμό αυτό.
Το Ινστιτούτο πήρε συνεντεύξεις από επιζήσαντες Εβραίους, ομοφυλόφιλους, Μάρτυρες του Ιεχωβά, Ρομά και Σίντι, καθώς και από επιζήσαντες προγραμμάτων ευγονικής, απελευθερωτές και μάρτυρες της απελευθέρωσης, πολιτικούς κρατούμενους, διασώστες και βοηθούς τους και συμμετέχοντες σε δίκες εγκληματιών πολέμου. Σχεδόν 300 μαρτυρίες-συνεντεύξεις διενεργήθηκαν στην Ελλάδα και στα ελληνικά, ενώ 601 επιζώντες ομιλητές έχουν τόπο γέννησης την Ελλάδα και, από αυτούς, 381 τη Θεσσαλονίκη.
Τα εγκαίνια της πρόσβασης του ΑΠΘ στο αρχείο αυτό, το οποίο αναμένεται να προσελκύσει το ενδιαφέρον ερευνητών όχι μόνο από τη Θεσσαλονίκη κι άλλες πόλεις της Ελλάδας, αλλά από όλα τα Βαλκάνια, θα γίνουν την προσεχή Δευτέρα 3 Οκτωβρίου, στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ. Την τελετή διοργανώνει το Αριστοτέλειο, σε συνεργασία με το Freie Universität Berlin.