Η Ακρόπολη στο ηλιοβασίλεμα, οι λόφοι της Επιδαύρου, οι Λέοντες των Μυκηνών. Με τον φόβο να μη θυμίζει το κείμενό της τουριστικό οδηγό, η διάσημη συγγραφέας είχε καταγράψει στο ημερολόγιό της εκείνα που την γοήτευσαν στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα σε μάλλον άγνωστα κείμενά της που περιλαμβάνει μια νέα –ιταλική– έκδοση.
«Όταν διαβάζω αυτό το σημειωματάριο κάποια κρύα βράδια Κυριακής στο Λονδίνο, εκπλήσσομαι από την ανεμελιά των περιγραφών, την επανάληψη των επιθέτων – με δυο λόγια, το θεωρώ ένα έργο πολύ απερίσκεπτο, αλλά δικαιολογώ τον εαυτό μου όταν θυμάμαι κάτω από ποιες συνθήκες γράφηκε».
Αυτά γράφει η πρωτοπόρος αγγλίδα μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Βιρτζίνια Γουλφ στα «Ημερολόγια ταξιδιού. Ιταλία, Ελλάδα, Τουρκία», που θα κυκλοφορήσουν για πρώτη φορά στην Ιταλία στις 5 Οκτωβρίου. Αφορά το πρώτο της ταξίδι στην Ελλάδα το 1906, ενώ ακολούθησε και δεύτερο το 1932.
«Φτάνουμε στην Αθήνα, το παράθυρο του τρένου βλέπει κατά μήκος της ακτής, από όπου φαίνονται καθαρά κολπίσκοι όπου σπάνε τα κύματα. Και στη στροφή διακρίνεται ήρεμη η Σαλαμίνα, κι εκεί στις τρεις κορυφές μπροστά καθόταν ο Ξέρξης –έτσι λένε– δύο χιλιάδες χρόνια πριν, ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη σαν αυτό.
Όταν ξημέρωσε πήγε ο καθένας μας στο κατάλληλο παράθυρο κι είδαμε από το σκοτάδι να αναδύεται ένας βράχος. Σκούρος κι αυλακωτός από τις σκιές, πάνω του υπήρχαν δύο συστάδες κιόνων, μία σκούρα όπως ο βράχος και μία λευκή και λεπτεπίλεπτη. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν κι άλλοι κίονες, αλλά ξέραμε ότι εκείνες οι σκούρες ήταν το απάνθισμα του χώρου, ο Παρθενώνας.
Όταν πλησιάσετε, θα δείτε ότι ο Παρθενώνας είναι μακράν το πιο εντυπωσιακό από όλα τα ιερά. Κι επίσης θα δείτε ότι η επιφάνεια των κιόνων είναι ραβδωτή και φθαρμένη. Η καταστροφή είναι φοβερή. Παρ’ όλα αυτά, ο Παρθενώνας είναι ακόμα νέος και λαμπερός. Ωστόσο, όταν τον είδαμε για πρώτη φορά, το φως ήταν τόσο βίαιο που μόλις και μετά βίας θα μπορούσαμε να δούμε τη ζωφόρο: και λόγω όλου εκείνου του μαρμάρου που ήταν σκορπισμένο στα πόδια μας –πλάκες και θραύσματα– που έμοιαζαν να ακτινοβολούν το φως από κάτω προς τα πάνω […]
Επισκεφθήκαμε επίσης την Ακρόπολη στο ηλιοβασίλεμα… Και όταν μιλάμε για «χρώμα» του Παρθενώνα, απλώς ενδίδουμε στις απαιτήσεις της γλώσσας. Κι ένας ζωγράφος αν χρησιμοποιούσε την τέχνη του για να το περιγράψει, πρέπει να ομολογήσουμε ότι θα είχε τους ίδιους περιορισμούς. Ακτινοβολεί φως και θερμότητα, ενώ οι άλλοι ναοί καίγονταν σε μια λευκή λάμψη. Κανένα μέρος δεν φαίνεται να έχει περισσότερη ενέργεια και να είναι πιο ζωντανό από αυτό το πλάτωμα με τις αρχαίες, νεκρές πέτρες».
Η συγγραφέας του έργου «Στον φάρο» και «Ορλάντο» δεν γοητεύτηκε μόνο από την Αθήνα και την Ακρόπολη. Στις σελίδες του ημερολογίου της καταγράφει τις εντυπώσεις της και από την Επίδαυρο: «Βρισκόμαστε στη γη των ερειπίων και των προϊστορικών καταλοίπων. Δεν υπάρχουν αγάλματα και ναοί, υποχρεωνόμαστε σε ένα άλλου είδους ενδιαφέρον. Σήμερα, για παράδειγμα, κάναμε είκοσι μίλια (κι εγώ γράφω, βλακωδώς, με θέα σε έναν δρόμο γεμάτο με θορύβους της νύχτας) προς την Επίδαυρο. Η ενδοχώρα είναι περίεργη και όμορφη. Υπάρχουν μακρείς κόκκινοι δρόμοι, ανώμαλοι λόγω της πέτρας, που διαπερνούν τους κόκκινους κάμπους, φυτεμένους με ελαιόδεντρα που έχουν στριφτούς κορμούς και μικρά αμπέλια».
«Οι λέξεις που χρησιμοποίησα για την Επίδαυρο με τρόπο βιαστικό και βάναυσο είναι ανεπαρκείς», έγραφε στις αρχές του 20ού αιώνα στα «Ημερολόγιά» της η Βιρτζίνια Γουλφ. «Όταν σκέφτομαι τις Μυκήνες, η επόμενη προσπάθειά μου μπορεί και να αφήσει ολότελα λευκή τη σελίδα. Δεν έχει υπάρξει άλλο μέρος, πιστεύω, πιο εύκολο να διαχειριστείς. Είναι σαν να ταξιδεύει μέσα από όλες τις ρότες του εγκεφάλου, να ξυπνά μνήμες και παράξενες φαντασιώσεις. Προαναγγέλλει ένα μακρινό μέλλον και διηγείται ξανά το μακρινό παρελθόν. […] Η φαντασία σε κάνει να πιστεύεις, καθώς περπατάς, ότι ο τόπος είναι γεμάτος ανθρώπους και ήσυχος συνάμα. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν πολλά για να δεις και τίποτα για να ακούσεις. Αλλά δεν μπορείς να αγνοήσεις τις τεράστιες πέτρες και τα δύο λιοντάρια που φρουρούν την είσοδο και σου επιτρέπουν να παραδεχτείς συνειδητά πως ο Αύγουστος βρίσκεται ακόμα εκεί».