«Ωραία η ιδέα την οποίαν είχεν ο Υπουργός των Ναυτικών να παρέξη όλα τα μέσα εις τον ζωγράφον κ. Χατζήν διά να απεικονίσει εις μεγάλον πίνακα την ναυμαχίαν της 5 Δεκεμβρίου…». Ένα περιοδικό τον Ιανουάριο του 1913 επικροτεί την εντολή που έδωσε ο τότε υπουργός των Ναυτικών Νικόλαος Στράτος προς τον ζωγράφο Βασίλειο Χατζή να απεικονίσει τη ναυμαχία της «Έλλης» , με το θωρηκτό «Αβέρωφ», και προς τις μονάδες του ελληνικού στόλου να του παράσχουν τις αναγκαίες διευκολύνσεις.
Ο μαθητής του Βολανάκη, αν και δεν είναι αποκλειστικά θαλασσογράφος, έχει μελετήσει τη θάλασσα και «προσωπογραφεί» το θωρηκτό από διάφορες οπτικές γωνίες, άλλοτε μόνο κι άλλοτε επικεφαλής της Μοίρας των καταδρομικών της οποίας ηγείται. Το ίδιο κάνουν κι άλλοι ζωγράφοι, γνωστά καλλιτεχνικά ονόματα. Ανάμεσά τους οι Αιμίλιος Προσαλέντης, Λυκούργος Κογεβίνας, Νικόλαος Καλογερόπουλος κ.ά., οι οποίοι απεικονίζουν πολεμικά πλοία, ιδίως το «Αβέρωφ», και τις δύο ιστορικές ναυμαχίες, της «Έλλης» (2/12/1912) και της Λήμνου (5/1/1913).
«Οι θαλάσσιες επιχειρήσεις των Βαλκανικών Πολέμων είναι και οι πρώτες ναυτικές πολεμικές σκηνές που απεικονίζονται στην ελληνική ζωγραφική με τα νέου τύπου καταδρομικά: ατμοκίνητα, όχι ιστιοφόρα, με μεταλλική θωράκιση και βαρύ οπλισμό νέας τεχνολογίας», σύμφωνα με τον Μανόλη Βλάχο, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιστορικό Τέχνης.
Ο Μ. Βλάχος επιμελείται την έκθεση «Το θωρηκτό “Γεώργιος Αβέρωφ” (1911-2011). Ιστορία και Τέχνη», που διοργανώνει το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, στην Ακτή Θεμιστοκλέους (εγκαίνια 5 Οκτωβρίου, 7 μ.μ.), με αφορμή την επέτειο των εκατό χρόνων από την ένταξη του πλοίου-συμβόλου και θρύλου στο Πολεμικό Ναυτικό.
Πενήντα ένας πίνακες, από τις συλλογές του Ναυτικού Μουσείου, της Βουλής, της Εθνικής Πινακοθήκης, της Δημοτικής Πινακοθήκης Αθηνών και Πειραιά, της Πινακοθήκης Αβέρωφ στο Μέτσοβο, του Πολεμικού Μουσείου, του ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ κ.ά., σκιαγραφούν την πρόσληψη του θέματος από μια ομάδα καλλιτεχνών, εντεταλμένων εικαστικών ανταποκριτών.
Ο Χατζής αποδίδει ρεαλιστικά το θωρηκτό και τις περιπολίες της Μοίρας, ο Κογεβίνας, ως κατεξοχήν χαράκτης, δίνει έντονα περιγράμματα και είναι περισσότερο περιγραφικός από τους ζωγράφους. Ο Προσαλέντης, γόνος παλαιάς κερκυραϊκής οικογένειας, είναι επηρεασμένος από την επτανησιακή παράδοση, που έχει ιταλικές και γαλλικές επιρροές, και δίνει «την αίσθηση του μεγάλου θέματος», αναφέρει ο Μ. Βλάχος.
«Προτιμά να διαγράφει τη σιλουέτα του πολεμικού στο ανοικτό πέλαγος ή να εμπλέκει τα σκάφη σε σχηματισμούς που προκαλούν εντύπωση». Αρχαιολόγος και ζωγράφος, ο Νικόλαος Καλογερόπουλος προσεγγίζει το πολεμικό στο πέλαγος σε έντονο διάλογο με τη θάλασσα, το φως και τον άνεμο, χωρίς να καταδιώκει ή να επιτίθεται.
Στους θαλασσογραφικούς πίνακες της έκθεσης παρεμβάλλονται προσωπογραφίες του ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ (δύο προσωπογραφίες, διά χειρός Σπυρίδωνος Προσαλέντη και Κωνσταντίνου Παρθένη) και των αξιωματικών που υπηρέτησαν στα τριάντα πέντε χρόνια που παρέμεινε ενεργό. Πρόκειται για έργα του Κώστα Ηλιάδη, ο οποίος υπογράφει την προσωπογραφία του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, ο μύθος του οποίου ταυτίζεται με τον μύθο του θωρηκτού, του Γ. Ροϊλού, του Ουμβέρτου Αργυρού, της Φλωρά-Καραβία κ.ά.
Φωτογραφικό και αρχειακό υλικό εμπλουτίζει την έκθεση, καθώς και σχέδια, σκαριφήματα ναυτικών, ερασιτεχνών ζωγράφων, καθώς και χρωμολιθογραφίες της εποχής, που μεταδίδουν το λαϊκό αίσθημα για το ένδοξο πολεμικό πλοίο.
Η στολή του Υδραίου Παύλου Κουντουριώτη, με τον οποίο ως κυβερνήτη το «Γεώργιος Αβέρωφ» αγκυροβόλησε στο Φάληρο την 1η Σεπτεμβρίου 1911, περιλαμβάνεται στην έκθεση, όπως και το ναυπηγικό πρότυπο του θωρηκτού από το ναυπηγείο Ορλάντο της Ιταλίας.