Σπασμένα και μαυρισμένα τα πάλλευκα κάποτε μάρμαρα της μνημειακής κλίμακας και της εισόδου, με ένα φανοστάτη ξεχαρβαλωμένο και όλο τον αύλειο χώρο της μπροστά κουτσουλισμένο από τα περιστέρια και ρυπαρό.
Το πρωινό που επισκεφθήκαμε τη Βιβλιοθήκη μετρούσες στα δάχτυλα των χεριών τούς επισκέπτες του αναγνωστηρίου. Κάποιοι ήταν σκυμμένοι στον προσωπικό τους φορητό υπολογιστή. Ένας υπάλληλος στεκόταν έτοιμος να τους εξυπηρετήσει. Από τη γυάλινη οροφή έμπαινε φως λιγοστό από τα μαυρισμένα τζάμια. Η μακρόχρονη έλλειψη συντήρησης και καθαρισμού ήταν ορατή παντού. Καλώδια κρέμονται από ψηλά μέσα στην αίθουσα με το δωρικό περιστύλιο του αναγνωστηρίου που διατηρεί την αρχοντιά του.
Ο υπάλληλος φαίνεται να ξέρει πού βρίσκεται καθετί. Πηγαίνει και τα φέρνει με κλειστά μάτια. Στο χώρο αυτό εργάζονται όμως ελάχιστοι. Κι αν πάθει κάποιος κάτι, δεν γνωρίζουν πολλοί τα κατατόπια στα υπόγεια, όπου φυλάσσονται μεταξύ άλλων οι συλλογές με τις γκραβούρες και τους χάρτες, ούτε τη θέση κάθε βιβλίου στο πενταώροφο βιβλιοστάσιο.
Αυτό δεν σημαίνει πως τα «υπάρχοντα» της Βιβλιοθήκης δεν είναι καταλογογραφημένα. «Είναι όλα καταγεγραμμένα» μας διαβεβαιώνουν. Η εγκατάλειψη της Βιβλιοθήκης και η απαξίωσή της έχει αρχίσει από χρόνια. Το 1999 ο καθηγητής Βασίλης Κρεμμυδάς, τότε πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της, προλογίζοντας τον κατάλογο έκθεσης των θησαυρών της έγραφε: «Η Εθνική Βιβλιοθήκη στενάζει κάτω από το ασήκωτο βάρος της ανυποληψίας. Κανένας σήμερα δεν την υπολήπτεται» συμπεριλαμβανομένης και της Πολιτείας. Και γιατί συνέβη αυτό; Ο ίδιος το απέδιδε στο γεγονός ότι «επί δεκαετίες ολόκληρες λειτούργησε με άξονα την ιδέα του ιδιωτικού μουσείου, που έπρεπε μάλιστα ζηλόφθονα να προφυλάξει τους θησαυρούς της από την κοινωνία». Με αποτέλεσμα, να χάσει στην πορεία «την καλή μαρτυρία της διαφύλαξης και συντήρησης θησαυρών που της εμπιστεύτηκαν». Αυτό είχε ως συνέπεια να αραιώσουν ανησυχητικά οι δωρεές. Επίσης, «δεν μπόρεσε ποτέ να ασκήσει σε ικανοποιητικό βαθμό το αποκλειστικό προνόμιο της κατά νόμον προσφοράς δύο αντιτύπων των ελληνικών βιβλίων, ώστε τα κενά της να είναι εφιαλτικά και να υπολογίζονται σε υψηλά ποσοστά επί του συνόλου της βιβλιοπαραγωγής αφότου ιδρύθηκε».
Το πρόβλημα με την Εθνική Βιβλιοθήκη περιγράφεται από τον ίδιο ως εξής: «Ουσιαστικά ποτέ δεν επιδίωξε να ανοιχτεί στην κοινωνία και να επικοινωνήσει μαζί της, σφυρηλατώντας τους όρους αυτής της πολύτιμης σχέσης. Προτίμησε τον αυτοαποκλεισμό για να αρχίσει να μετατρέπεται τα τελευταία χρόνια από μουσείο για λίγους σε απέραντη αποθήκη της έντυπης παραγωγής, ως φυσιολογική συνέπεια της απομόνωσης και της μιζέριας –ίσως και κάποιου φόβου τελικά– απέναντι στην κοινωνία».
Για όλα αυτά η λύση για τον κ. Κρεμμυδά ήταν η ίδρυση μιας Νέας Εθνικής Βιβλιοθήκης. Γιατί μια Εθνική Βιβλιοθήκη «πρέπει να είναι σε θέση να διαμορφώσει μείζονος σημασίας πολιτική στην Παιδεία και τον Πολιτισμό. Και η δική μας διαθέτει την πρώτη ύλη, τα προϊόντα του πνεύματος και της τέχνης πολλών αιώνων, για να ασκήσει επιτυχώς τον κοινωνικό και εθνικό της ρόλο».
Κι όμως η Βιβλιοθήκη αυτή, η απαξιωμένη από το ελληνικό κοινό, χαίρει μεγάλης εκτίμησης από τους ξένους, μας λένε οι εργαζόμενοι. «Είναι αρκετοί που έρχονται ειδικά στη χώρα μας για να μελετήσουν κυρίως τα χειρόγραφα. Επιστήμονες μεγάλου διαμετρήματος, όπως ο πρόεδρος της Διεθνούς Παλαιογραφίας και άλλοι εξίσου διάσημοι είναι οι «πελάτες» της από τη Ρωσία, το Βατικανό, από Πανεπιστήμια της Αγγλίας (πρόσφατα είχαμε μελετητές του έργου του Λόρδου Βύρωνα), αλλά και μεταπτυχιακοί φοιτητές από όλο τον κόσμο – μέχρι και από την Ιαπωνία. Κι αυτό συμβαίνει παρόλο που τα σπουδαία χειρόγραφα είναι σε μεγάλο βαθμό δημοσιευμένα και ως εκ τούτου γνωστά».
Η ανάγκη επέκτασης της Βιβλιοθήκης είχε γίνει αισθητή από την εποχή που ήταν υπουργός Παιδείας ο σημερινός πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου. Από τότε άρχισε η αναζήτηση ενός μεγάλου οικοπέδου, μας λέει μία από τις διευθύντριες του ιδρύματος και μετέπειτα ειδική γραμματέας του ΥΠΕΠΘ, Ευγενία Κεφαλληναίου. «Αρχικά, πρόσφερε ένα χώρο το Πολυτεχνείο στου Ζωγράφου. Μετά έγιναν συζητήσεις να διατεθούν από το Πανεπιστήμιο Αθηνών 50 στρέμματα πίσω από την Εστία στην Πανεπιστημιούπολη. Τίποτα από αυτά δεν προχώρησε. Έτσι, το 2005 αρχίσαμε να ψάχνουμε για ένα μεγάλο οικόπεδο. Αλωνίσαμε την Αθήνα, ακολουθώντας τους πολιτιστικούς άξονες της πόλης. Δύσκολα βρίσκεις πια μεγάλους ελεύθερους χώρους. Η λύση ήταν τελικά στον πρώην Ιππόδρομο, με την προϋπόθεση, όπως μας είπαν τότε, ότι θα εγκατασταθεί εκεί και η άστεγη Λυρική Σκηνή, για να αποτελέσουν μαζί ένα μεγάλο εκπαιδευτικό-πολιτιστικό πάρκο».
Το γεγονός ότι η Βιβλιοθήκη θα είναι τόσο μακριά από το κέντρο και από τη φοιτητική κοινότητα, ότι θα χρειάζεται κανείς δύο και τρία μέσα για να φτάσει, δεν το θεωρεί πρόβλημα. «Υπάρχουν πολλές γραμμές λεωφορείων που πάνε προς τα εκεί», λέει, «και επιπλέον έχει προβλεφθεί ώς το 2020 να φτάσει το μετρό εκεί».
Η ίδια πιστεύει πως μπορούν να μείνουν στη Βαλλιάνειο Βιβλιοθήκη «τα χειρόγραφα και τα αρχέτυπα, οι πρώτες εκδόσεις βιβλίων, όπως είναι η Γραμματική του Λάσκαρι, το πρώτο χρονολογημένο έντυπο στην ελληνική γλώσσα τυπωμένο στη Βενετία το 1495, ίσως και τα παλαίτυπα του 16ου αιώνα, γιατί είναι το πιο πολύτιμο υλικό. Στο παλιό κτίριο μπορούν να γίνονται εκθέσεις, εκδηλώσεις και από την πλευρά της Ρήγα Φεραίου όπου σήμερα έχουμε το βιβλιοστάσιο με εσχαροειδές πάτωμα, μπορεί να διαμορφωθεί εσωτερικά ένα πενταώροφο κτίριο. Ο χώρος δεν είναι αμελητέος. Η βιβλιοθήκη μπορεί να αποκτήσει χώρους 4.000 τ.μ. Πάντως, θεωρώ πως από τους θησαυρούς της πρέπει να είναι αμετακίνητα τα παλαίτυπα, γιατί αυτά δεν ξαναγίνονται. Όπως δεν ξαναγίνεται ο Ερμής του Πραξιτέλη, έτσι κι αυτά».