Ένα μεγάλο τεχνικό έργο, που θα ξεκινήσει το φθινόπωρο, φιλοδοξεί να μεταμορφώσει το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης με τρόπο που θα είναι… αόρατος! Υιοθετώντας μία καινοτόμο αντίληψη που θα ζήλευαν ακόμη και μεγάλα αντίστοιχα ιδρύματα του εξωτερικού, το πλέον δραστήριο μουσείο της Βόρειας Ελλάδας επεκτείνεται υπογείως για να κερδίσει πολύτιμο χώρο που μακροπρόθεσμα θα φτάσει τα 1.300 τ.μ. αφήνοντας ουσιαστικά ανέπαφη τη νησίδα πρασίνου που το περιβάλλει μέσα στο πυκνοδομημένο κέντρο της πόλης.
Ήδη πήρε το «πράσινο φως» και ξεκινά άμεσα η διαδικασία για την κατασκευή υπόσκαφης αποθήκης αρχαιοτήτων 360 τ.μ. στη δυτική ζώνη του περιβάλλοντος χώρου του ΑΜΘ, η οποία θα συνδέεται με υπόγειο διάδρομο με το κτίριο του μουσείου. Ο προϋπολογισμός του έργου, που θα χρηματοδοτηθεί μέσω του ΕΣΠΑ, ανέρχεται σε 2.400.000 ευρώ, όπως εξηγεί η διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου, Τζένη Βελένη.
Η αποθήκη θα είναι οργανωμένη σε δύο διαμερίσματα: το μικρότερο σχεδιάζεται να χρησιμοποιηθεί για τη φύλαξη και προστασία ιδιαίτερα πολύτιμων αρχαίων αντικειμένων. Αρχές Σεπτεμβρίου θα μεταφερθούν σε κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο αρχιτεκτονικά μέλη και ταφικά μνημεία (κυρίως σαρκοφάγοι και βωμοί) που βρίσκονται στο χώρο όπου πρόκειται να κατασκευαστεί η υπόσκαφη αποθήκη. Μετά την ολοκλήρωση κατασκευής της υπόσκαφης αποθήκης, τα αντικείμενα θα επανατοποθετηθούν στο ειδικά διαμορφωμένο δώμα. Παράλληλα, θα γίνει και η μεταφορά των αρχαιοτήτων που βρίσκονται στη σημερινή αποθήκη λίθου στη νέα υπόσκαφη αποθήκη. Το δώμα της υπόγειας αποθήκης θα καλυφθεί με χώμα για τη διαμόρφωση πρασίνου, καθώς η περιοχή στην οποία οργανώνεται εντάσσεται στη ζώνη της πρόσοψης του κτιρίου του μουσείου.
Υπολογίζεται ότι η δημοπράτηση του έργου θα γίνει τον Νοέμβριο από υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, προκειμένου οι τεχνικές εργασίες να αρχίσουν αμέσως μετά. Σύμφωνα με το σχεδιασμό, το έργο θα έχει ολοκληρωθεί ώς τα τέλη του 2013.
«Το έργο αυτό αποτελεί μία λύση τεράστιας ανάγκης για το ΑΜΘ. Τα σύγχρονα μουσεία έχουν ανάγκες που συνεχώς μεγαλώνουν», τονίζει η κ. Βελένη. Όπως εξηγεί η ίδια, το έργο θεωρείται εξαιρετικής σπουδαιότητας για την εκθεσιακή και αναπτυξιακή πολιτική του μουσείου. Το ΑΜΘ ως το κεντρικό μουσείο της Μακεδονίας, έχει αυξημένες ανάγκες για τη δημιουργία νέων εκθεσιακών, αποθηκευτικών και εργαστηριακών χώρων, καθώς με τα σημερινά δεδομένα, αίθουσες κατάλληλες για εκθέσεις χρησιμοποιούνται ως αποθήκες αρχαίων, ενώ παράλληλα μεγάλος αριθμός μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών και γλυπτών βρίσκονται στον υπαίθριο χώρο του μουσείου, σε συνθήκες ακατάλληλες για την ασφάλεια και την προστασία τους.
Η δημιουργία της υπόσκαφης αποθήκης προέκυψε από την αναγκαιότητα μεταφοράς των λίθινων αρχαίων από υπάρχουσα ισόγεια αποθήκη του μουσείου, ώστε ο χώρος της, καθώς είναι ισόγειος και διαθέτει μεγάλα ανοίγματα προς την οδό Μ. Ανδρόνικου, να αποδεσμευτεί από τη σημερινή του χρήση και να αξιοποιηθεί καλύτερα ως εκθεσιακός χώρος.
Απαραίτητη θεωρείται και η προώθηση του δεύτερου σταδίου του έργου, που αφορά τη διαμόρφωση υπόσκαφων εργαστηρίων (συντήρησης λίθου, ξυλουργεία κ.λπ.) καθώς και άλλων αποθηκών στα ΝΑ του περιβάλλοντος χώρου, σε συνολική έκταση 1.000 τ.μ. που θα αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα.
Το τεχνικό τμήμα του ΑΜΘ (με υπεύθυνη την αρχιτέκτονα Χ. Ζαρκάδα) εκπόνησε το 2007 προμελέτη με θέμα «Μελέτες βελτίωσης κτιριακών εγκαταστάσεων του ΑΜΘ», που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη διαμόρφωση υπόσκαφων χώρων εργαστηρίων και αποθηκών και υπαίθριας αρχαιολογικής έκθεσης στον περιβάλλοντα χώρο του, καθώς και σύνδεσή του με το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Η προμελέτη –με εξαίρεση τη σύνδεση των δύο μουσείων– εξετάστηκε από το ΚΑΣ και εγκρίθηκε με απόφαση του υπουργού Πολιτισμού το 2007, ενώ τρία χρόνια αργότερα εγκρίθηκε η οριστική μελέτη.
Την επίβλεψη του έργου ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες-συντηρητές αρχαιοτήτων του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης Μαρία Λουκμά και Γιώργος Τσεκμές.
Φιλοσοφία της επέμβασης είναι η κυριαρχία της υπαίθριας αρχαιολογικής έκθεσης που υλοποιήθηκε στη ΒΑ και νότια ζώνη του περιβάλλοντος χώρου του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης σε συνδυασμό με ζώνες πρασίνου, όπου οι υπόσκαφες αίθουσες εντάσσονται διακριτικά.
Στη σύνθεση κυριαρχεί ένας άξονας κίνησης, ο οποίος ως προέκταση της εισόδου από το υπάρχον αίθριο του Αρχαιολογικού Μουσείου και της στοάς που ακολουθεί, οδηγεί στο κλιμακοστάσιο το οποίο καταλήγει σε μια υπόσκαφη πλατεία, με την οποία επικοινωνούν οι υπόσκαφες αίθουσες. Παράλληλα, μια ανυψωτική «πλατφόρμα» και ένας ανελκυστήρας δίνουν τη δυνατότητα κίνησης ατόμων με ειδικές ανάγκες, στον άξονα αυτόν. Ένας δεύτερος άξονας κάθετος στον πρώτο, οδηγεί προς την υπαίθρια αρχαιολογική έκθεση ή στην έξοδο προς την οδό Μ. Ανδρόνικου.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης αποτελεί έργο του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Χτίστηκε το 1961-1962, ενώ το 1980 επεκτάθηκε με την προσθήκη διώροφου κτίσματος στη ΝΑ ζώνη του περιβάλλοντος χώρου και σε μικρή απόσταση από το αρχικό κτίριο.
Με απόφαση του υπουργού Πολιτισμού, το 2001, το κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης με τον περιβάλλοντα χώρο του χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και ως έργο τέχνης που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία. Όπως επισημαίνεται στην απόφαση, «αποτελεί ιδιαιτέρως σημαντικό δείγμα της αρχιτεκτονικής των δημόσιων κτιρίων της πόλης της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο του β μισού του 20ού αιώνα. Το κτίριο είναι επίσης σημαντικό για τη μελέτη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής δεδομένου ότι συνδυάζει χαρακτηριστικά του μοντερνισμού και της ελληνικής κλασικής παράδοσης και εντάσσεται αρμονικά στο αστικό περιβάλλον».
Στο πλαίσιο του έργου «Εκσυγχρονισμός – επισκευή- επέκταση Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης» (2001-2006), το κτίριο του μουσείου επισκευάστηκε με επανασχεδιασμό του εσωτερικού χώρου (βύθιση του επιπέδου του κεντρικού αιθρίου με παράλληλη στέγαση, σύνδεση με την προσθήκη του 1980), ενώ επεκτάθηκε υπόγεια για τη στέγαση των Η/Μ εγκαταστάσεων.
Ως το τέλος του 2011 το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης παρουσιάζει στο κοινό της πόλης και τους επισκέπτες της ένα εντυπωσιακό εκθεσιακό πρόγραμμα, παράλληλα με τις μόνιμες εκθέσεις του, οι οποίες συγκεντρώνουν σταθερά το ενδιαφέρον του κοινού.
Αυτό τον καιρό και μέχρι το Σεπτέμβριο του 2012 λειτουργεί η έκθεση «Το Δώρο του Διονύσου», που ξεναγεί τον επισκέπτη στην αρχαία παράδοση του κρασιού της κεντρικής Ιταλίας και της Βόρειας Ελλάδας. Παρουσιάζονται αρχαιολογικά τεκμήρια της λατρείας του Διονύσου στην κεντρική Ιταλία και αντίστοιχα ευρήματα από τη Βόρεια Ελλάδα, τα οποία προέρχονται από την κεντρική Μακεδονία και ανήκουν στις συλλογές του ΑΜΘ και της ΙΣΤ′ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης. Στόχος είναι, μέσα από το «διάλογο» που αναπτύσσεται ανάμεσα στα αντικείμενα, να παρουσιαστούν οι πολλαπλές και αμφίσημες όψεις του Διονύσου, ενώ παράλληλα δίνεται η αφορμή να γίνει γνωστή η μακραίωνη ιστορία του κρασιού στον μεσογειακό χώρο και ο κυρίαρχος ρόλος του στην οικονομία, τη θρησκεία και τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Η έκθεση αποτελεί προϊόν της συνεργασίας του ΑΜΘ με το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης και της Εφορείας Αρχαιοτήτων του Μολίζε.
Ακολουθεί το φθινόπωρο η έκθεση «Οι Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη. Ανεξίτηλα σημάδια στον χώρο», που θα διερευνήσει τη μακραίωνη και καταλυτική πορεία των Εβραίων στην πόλη. Μέσα από την παρουσίαση μνημείων, τα οποία αποτελούν τα ανεξίτηλα σημάδια της εβραϊκής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη, δίνεται η αφορμή να σχολιαστούν οι σημαντικότεροι σταθμοί της ιστορίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης αλλά και επιμέρους θέματα, τα οποία αφορούν την οικονομική, κοινωνική και πνευματική ζωή της εβραϊκής κοινότητας. Παράλληλα μέσα από την πραγμάτευση της διαδρομής των Εβραίων ανιχνεύονται ψηφίδες της ιστορίας της ίδιας της Θεσσαλονίκης.
Μνημεία, όπως το εβραϊκό νεκροταφείο, στη θέση του οποίου σήμερα βρίσκεται το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Παλιό Αρχαιολογικό Μουσείο –άλλοτε τζαμί των Ντονμέδων και τώρα εκθεσιακός χώρος– η στοά Μοδιάνο, που ακόμα σήμερα είναι στο κέντρο της οικονομικής περιοχής, η βίλα Αλλατίνη αποτελούν λίγα μόνο από τα ανεξίτηλα σημάδια της εβραϊκής παρουσίας στο χώρο. Σε συνεργασία με το Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης και άλλα μουσεία και φορείς της πόλης θα εκτεθεί πλούσιο φωτογραφικό υλικό και αντικείμενα της καθημερινής ζωής των Εβραίων.
Η έκθεση με την οποία το ΑΜΘ συμμετέχει και στο παράλληλο πρόγραμμα της 3ης Μπιενάλε Σύγχρονης Θεσσαλονίκης εντάσσεται στο πρόγραμμα του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού «Θεσσαλονίκη: Σταυροδρόμι Πολιτισμών», με θέμα για το 2011 τη Μέση Ανατολή. Χρηματοδοτείται από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Μακεδονίας-Θράκης του ΕΣΠΑ και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης).
Μία ακόμη έκθεση με θέμα την παρουσία των Φοινίκων κατά την αρχαιότητα στο Βόρειο Αιγαίο, καθώς και δύο φωτογραφικές εκθέσεις που σχετίζονται με αρχαιολογικά θέματα θα συμπληρώσουν το πρόγραμμα του ΑΜΘ ώς το τέλος του 2011.