Ένα μυστηριώδες πέτρινο άγαλμα, το οποίο πιθανόν αναπαριστούσε τον μεγάλο αυτοκράτορα των Ίνκας Πατσακούτι υπήρχε κάποτε στο Μάτσου Πίτσου, σύμφωνα με την αρχειακή έρευνα. Τοποθετημένο, κατά πάσα πιθανότητα, μπροστά από έναν στρογγυλό πέτρινο τοίχο σε ένα από τα «μπαλκόνια» του Μάτσου Πίτσου, το άγαλμα είχε ήδη εξαφανιστεί όταν ο Αμερικανός εξερευνητής Χάιραμ Μπίνγκχαμ ανέβηκε την απόκρημνη πλαγιά με τη θηριώδη βλάστηση για να αντικρίσει το γνωστό σε όλους αρχαιολογικό θαύμα ακριβώς έναν αιώνα πριν, στις 24 Ιουλίου του 1911.
Ο Μπίνγκχαμ, που θεωρείται πως ενέπνευσε τη δημιουργία του κινηματογραφικού ήρωα «Ιντιάνα Τζόουνς», είδε «μια αξιοσημείωτα μεγάλη και καλοδιατηρημένη εγκαταλειμμένη πόλη», που σκαρφαλωμένη σε ύψος 8.000 ποδιών χανόταν μέσα στα σύννεφα, σε μια «υπέροχη γραφική τοποθεσία», όπως έγραψε στο τεύχος της 26ης Μαρτίου 1914 του περιοδικού Nature.
Περικυκλωμένη, στις τρεις πλευρές της, από τις χαράδρες του ποταμού Ουρουμπάμπα (ή αλλιώς Βιλκανότα), και προστατευμένη από τις κορυφές δύο ορεινών όγκων –του Χουαϊάνα Πίτσου και του Μάτσου Πίτσου–, η καλυμμένη από βλάστηση «χαμένη πόλη των Ίνκας» στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ ακριβώς χαμένη.
«Το Μάτσου Πίτσου ποτέ δεν ήταν χαμένο για τους ντόπιους και σίγουρα όχι για τους γουακέρος [αρχαιοκάπηλους και τυμβωρύχους] που λεηλάτησαν την πόλη προτού ακόμη γεννηθεί ο Χάιραμ Μπίνγκχαμ» είπε ο Αμερικανός εξερευνητής και επιστήμονας Πάολο Γκρηρ στο Discovery News.
«Πιστεύω πραγματικά ότι ο Χάιραμ Μπίνγκχαμ ήταν ένα από τα καλύτερα πράγματα που συνέβησαν ποτέ στο Μάτσου Πίτσου. Σταμάτησε τους αρχαιοκάπηλους που είχαν κατακλέψει την ερειπωμένη πόλη δεκαετίες προτού εμφανιστεί ο ίδιος. (…) Το πέτρινο άγαλμα χάθηκε σε αυτές ακριβώς τις λεηλασίες» πρόσθεσε ο Γκρηρ.
«Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, τελευταία φορά που το είδαν στο Μάτσου Πίτσου ήταν τη δεκαετία του 1860. Ύστερα, πιθανότατα γύρω στο 1880, έπεσε θύμα ενός από τους ντόπιους κυνηγούς θησαυρών».
Ο Γκρηρ που έχει αφιερώσει τις τελευταίες δύο δεκαετίες στη μελέτη των ερειπίων των Ίνκας, ισχυρίστηκε το 2008 ότι το Μάτσου Πίτσου είχε «ανακαλυφθεί» 43 χρόνια πριν από την έλευση του Μπίνγκχαμ από έναν άγνωστο Γερμανό επιχειρηματία, ονόματι Αουγκούστο Μπερνς.
Αναζητώντας στοιχεία που να φωτίζουν τις δραστηριότητες του Μπερνς στα αρχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Περού, ο Γκρηρ βρήκε μια αναφορά του μυστηριώδους αγάλματος.
«Πράγματι, ήταν ο ίδιος ο Αουγκούστο Μπερνς εκείνος που είδε το άγαλμα. Στις προσωπικές του επιστολές έγραφε για ένα τεράστιο ομοίωμα ενός Ίνκα, ένα είδος συμβόλου, το οποίο μάλιστα χρησίμευε ως πρότυπο για τους αργυροχόους. Ο Μπερνς ανέφερε ότι το άγαλμα καταστράφηκε από εκείνους που έψαχναν κάτω από αυτό για χρυσά και αργυρά ειδώλια» λέει ο Γκρηρ.
Ο Γκρηρ ισχυρίζεται επίσης ότι το πέτρινο ομοίωμα αναπαριστούσε τον Πατσακούτι (π. 1391-1473), ο οποίος θεωρείται ο σπουδαιότερος αυτοκράτορας των Ίνκας. Το όνομά του σήμαινε «αυτός που τραντάζει τη γη» ή «αυτός που θα αλλάξει τον κόσμο». Ο Πατσακούτι επέκτεινε την αυτοκρατορία με την κατάκτηση νέων εδαφών ενώ πιστεύεται ότι σε εκείνον οφείλεται η ίδρυση της πόλης του Μάτσου Πίτσου.
Η παρουσία ενός πέτρινου αγάλματος που έφερε τα χαρακτηριστικά του αυτοκράτορα θα ενίσχυε την υπόθεση ότι στο Μάτσου Πίτσου βρίσκεται ο τάφος του Πατσακούτι.
Ο Γκρηρ πιστεύει ότι η μούμια του αυτοκράτορα ήταν τοποθετημένη σε αυτό που ο Μπίνγκχαμ ονόμαζε «Το αυτοκρατορικό μαυσωλείο», μια σπηλιά κάτω από τον Ναό του Ήλιου στο Μάτσου Πίτσου, και ότι αργότερα μεταφέρθηκε σε μια κρύπτη σε ψηλότερο σημείο.
«Στο χώρο πάνω από το μαυσωλείο υπάρχει μία στρογγυλή πλίνθινη κατασκευή όπου κάποτε βρισκόταν ένα χρυσό άγαλμα του αυτοκράτορα» κατά τον Γκρηρ.
Το άγαλμα περιγράφεται στο «Χρονικό των Ίνκας» του 1557 από τον Χουάν ντε Μπετάνθος, μία από τις σημαντικότερες πηγές για τον πολιτισμό των Ίνκας.
Σύμφωνα με το χρονικό αυτό, ο Πατσακούτι διέταξε «να τοποθετηθεί ένα χρυσό ομοίωμά του πάνω από τον τάφο του». Το χρυσό άγαλμα θα λατρευόταν στη θέση της μούμιας.
Ο Περουβιανός ιστορικός Λουίς Γκιγιέρμο Λουμπρέρας συμφωνεί ότι ο Πατσακούτι τάφηκε στο Μάτσου Πίτσου.
«Τα τελευταία πορίσματα της έρευνας αποκαλύπτουν ότι το Μάτσου Πίτσου ήταν ένα είδος μεγάλου μοναστηριού όπου οι άνθρωποι λάτρευαν τις [αυτοκρατορικές] μούμιες» κατά τον Λουμπρέρας.
Δυστυχώς, οι μούμιες των αυτοκρατόρων των Ίνκας έχουν χαθεί. Προκειμένου να σταματήσει η λατρεία των μουμιοποιημένων καταλοίπων και, πιθανόν, να κλαπούν ο χρυσός και οι θησαυροί που συνόδευαν τις μούμιες, οι Ισπανοί κατέσχεσαν τα κατάλοιπα 11 βασιλιάδων και αρκετών βασιλισσών. Πέντε βασιλικές μούμιες, συμπεριλαμβανομένης αυτής του Πατσακούτι, που διατηρούνταν σε «τόσο καλή κατάσταση ώστε έμοιαζε ζωντανή», μεταφέρθηκαν το 1560 στη Λίμα και εκτέθηκαν στο Νοσοκομείο του Σαν Αντρές.
Γύρω στο 1638 εξαφανίστηκαν. Οι ερευνητές επέμεναν επί χρόνια ότι οι μούμιες εξακολουθούν να βρίσκονται θαμμένες στην έκταση του νοσοκομείου, ωστόσο όλες οι απόπειρες να τις βρουν παρέμειναν άκαρπες.
Η τελευταία προσπάθεια που έγινε το 2001 και το 2005 από τον Μπράιαν Μπάουερ, έναν ανθρωπολόγο-αρχαιολόγο στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, και δύο Περουβιανούς συναδέλφους του, τον ιστορικό Τεοντόρο Χάμπε Μαρτίνεζ και τον αρχαιολόγο Αντόνιο Κοέγιο Ροντρίγκεζ, συμπεριλάμβανε έρευνα με ραντάρ και δοκιμαστική ανασκαφή. Το αποτέλεσμα ήταν να φέρουν στο φως μια κενή κρύπτη.
«Παραμένει άγνωστο το τι απέγιναν οι αυτοκρατορικές μούμιες των Ίνκας» κατέληξαν οι ερευνητές.
Ο Γκρηρ, που φοβάται ότι σύντομα νέα κτίρια θα καλύψουν το παλαιό νοσοκομείο, εμποδίζοντας τη συνέχιση των ανασκαφών, πιστεύει ότι ίσως οι έρευνες αποφέρουν θραύσματα τουλάχιστον του πέτρινου αγάλματος του Πατσακούτι .
«Ο Μπερνς είπε ότι, ενώ ο ίδιος έλειπε, οι Ινδιάνοι τεμάχισαν το άγαλμα και το πέταξαν στο ποτάμι. Το ποτάμι, ωστόσο, ήταν αρκετά μακριά (…) από εκείνο το σημείο. Πιστεύω ότι τμήματα του αυθεντικού αγάλματος του Πατσακούτι ίσως βρίσκονται ακόμη θαμμένα στο Μάτσου Πίτσου. Μάλιστα, νομίζω πως ξέρω πού ήταν στημένο κάποτε το άγαλμα» καταλήγει ο Γκρηρ.