Το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου ανακοίνωσε τη λήξη της δεύτερης ανασκαφικής περιόδου του προγράμματος «Παναγία Καρμιώτισσα». Οι έρευνες διεξήχθησαν στον χώρο που περιβάλλει το ναό της Παναγίας Καρμιώτισσας στα Κάτω Πολεμίδια, υπό τη διεύθυνση του δρος Ανδρέα Νικολαΐδη και της δρος Margot Hoffelt.
Το έργο αυτό εντάσσεται στο ερευνητικό πρόγραμμα μιας τριετούς στενής συνεργασίας του Κέντρου Αριστείας «Ερατοσθένης» και του Κέντρου CNRS Μεσαιωνικής και Σύγχρονης Αρχαιολογίας στη Μεσόγειο (LA3M) του Πανεπιστημίου Αιξ – Μασσαλίας (AMU). Η ερευνητική ομάδα απαρτίζεται από τους δρες Margot Hoffelt, Αντρέα Νικολαΐδη, Κυριάκο Θεμιστοκλέους και Αντρέα Αναγιωτό.
Η ανασκαφή στην Παναγία Καρμιώτισσα επιχειρεί να κατανοήσει τα ιστορικά δεδομένα αναφορικά με την ίδρυση του ναού, καθώς επίσης και να εξερευνήσει, να συγκεντρώσει και να διερευνήσει τα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα της περιοχής. Για πολλούς αλληλένδετους λόγους (δευτερεύουσες ιστορικές πηγές, τοπογραφία, τοπωνύμια, προφορικές παραδόσεις) υπήρχαν υπόνοιες ότι η εκκλησία είχε ιδρυθεί από τους Καρμηλίτες κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα. Ωστόσο, καθώς ο σημερινός ναός χρονολογείται στον 14ο αιώνα, κρίθηκε απαραίτητο να διερευνηθεί ανασκαφικά ώστε να καταγραφεί η στρωματογραφία της περιοχής.
Η φετινή έρευνα επικεντρώθηκε στα σημεία της ανασκαφής του 2023, βόρεια του ναού και στα ανατολικά του ιερού της εκκλησίας. Στη βορειοανατολική τομή αποκαλύφθηκαν και εξετάστηκαν αρκετά στρώματα χρήσης που δύναται να χρονολογηθούν από τον 13ο αιώνα. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που εντοπίστηκαν χαρακτηρίζονται από απλή τοιχοποιία χωρίς εμφανές συνδετικό κονίαμα και εικάζεται ότι οι χώροι θα σχετίζονταν με οικιακές δραστηριότητες. Κάτω από το ασβεστολιθικό δάπεδο εντοπίστηκαν ενδείξεις για την ύπαρξη ενός συστήματος διανομής νερού.
Στην τομή που διενεργήθηκε στα ανατολικά του ναού ανασκάφηκαν περίπου είκοσι λαξεύματα, ανθρώπινου μεγέθους, τα οποία ήταν προσανατολισμένα ανατολικά – δυτικά, και ερμηνεύονται από τους ανασκαφείς ως ταφές. Όλα ήταν κενά και έχουν αδειάσει με πολύ σχολαστικό τρόπο. Καταγράφηκαν τουλάχιστον πέντε είδη «τάφων», ένας από τους οποίους συνδέεται με την ύπαρξη βαθμίδων λαξευμένων στον μαλακό φυσικό βράχο που φαίνεται να οδηγούν κάτω από το ιερό της εκκλησίας. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται και με τη γεωμαγνητική επισκόπηση που πραγματοποιήθηκε από το Κέντρο Αριστείας «Ερατοσθένης» στο εσωτερικό της εκκλησίας και αφήνει να νοηθεί την ύπαρξη κτισμάτων κάτω από αυτήν. Στα ανώτερα στρώματα εντοπίστηκαν αρκετά θραύσματα τοιχογραφιών, κάποια από τα οποία απεικονίζουν υφάσματα ή τμήματα επιγραφών. Καταγράφηκαν επίσης αρκετοί πλίνθινοι τοίχοι μερικώς διατηρημένοι καθώς και οπές για πασσάλους. Η ακριβής χρονολόγηση θα επιτευχθεί μέσω ανάλυσης ραδιοανθράκων. Τα δομικά αυτά στοιχεία αποτελούν μια σημαντική ανακάλυψη, καθώς σπάνια παρατηρούνται τόσο εκτεταμένα.