Το 2007, μεταξύ Ηρίων Πυλών και Δίπυλου, στην περιοχή του Κεραμεικού, βρέθηκε σε σωστική ανασκαφή της τότε Γ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, με υπεύθυνη αρχαιολόγο την Αντωνία Κοκκολιού, η ταφή ενός έφηβου 10-13 ετών, που έζησε γύρω στο 470-450 π.Χ. Μεταξύ των πλούσιων κτερισμάτων της ταφής, ήταν και μια λύρα τύπου χέλυς, το μουσικό όργανο που συνόδευε την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία παιδιών και εφήβων στην αρχαία Ελλάδα. Από το μουσικό όργανο διασώθηκαν 74 τμήματα του αντηχείου από κέλυφος χελώνας και εννέα τμήματα από τον σιδηρό χορδοτόνο, το μεταλλικό εξάρτημα στο οποίο προσδένονταν οι χορδές.
Το εύρημα ήταν πολύτιμο. «Η αποκάλυψη τμημάτων μουσικών οργάνων, και πολύ περισσότερο ακέραιων, σε ανασκαφές συμβαίνει εξαιρετικά σπάνια λόγω της αυξημένης ευπάθειας των υλικών κατασκευής τους», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Βασιλική Μυλωνά, συντηρήτρια αρχαιοτήτων της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών, υπεύθυνη για τη συντήρηση του αρχαίου μουσικού οργάνου, καθώς και της ανάταξης του χορδοτόνου, η οποία παρουσίασε πρόσφατα στο κοινό το περιπετειώδες ταξίδι του στον χρόνο. «Τα αρχαία μουσικά όργανα κατασκευάζονταν πρωτίστως από οργανικά υλικά όπως ξύλο, κέρατο, οστό, δέρμα, μεμβράνες ζωικής προέλευσης κ.ά. Τα παραπάνω υλικά φθείρονται εύκολα και γρήγορα στα περισσότερα είδη ταφικού περιβάλλοντος. Οι διακυμάνσεις της υγρασίας και θερμοκρασίας, η οξύτητα ή αλκαλικότητα του περιβάλλοντος ταφής, η αλληλεπίδραση, λόγω γειτνίασης, με κτερίσματα από διαφορετικά υλικά κατασκευής, είναι μόνο μερικές από τις παραμέτρους που επηρεάζουν την πορεία φθοράς των οργανικών υλικών κατά την ταφή τους», συμπληρώνει η ίδια.
Η προσπάθεια διάσωσης του πολύτιμου αντικειμένου ήταν τιτάνια και περιλάμβανε αρκετούς «σταθμούς»: Από την απόσπαση και μεταφορά του από το ανασκαφικό πεδίο στο εργαστήριο συντήρησης σε μπλοκ ταφικού περιβάλλοντος, μέχρι την ανάταξή του από την ομάδα συντηρητών της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών, υπό τη Βασιλική Μυλωνά, και με τη συνεργασία του αρχαιομουσικολόγου Στέλιου Ψαρουδάκη, μόνιμου επίκουρου καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, στο τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Φυσικά, ήδη από την εύρεσή του, η σημασία του είχε αναγνωριστεί, όπως και όλων των ευρημάτων της ταφής του Τ48, ονομασία που πήρε ο τάφος του άτυχου έφηβου.
«Παρατηρείται ιδιαίτερη μέριμνα για την ταφή του εφήβου του Τ48, καθώς συνοδεύεται από αξιοσημείωτο αριθμό κτερισμάτων. Διακρίνονται, κυρίως, ένας αυλός (αποτελούμενος από τρία στελέχη)/δίαυλος, ένα αντηχείο λύρας και ένας χορδοτόνος. Εκτός των μουσικών οργάνων, βρέθηκαν δύο μελαμβαφείς αρυβαλλοειδείς λήκυθοι, μία λευκή λήκυθος, ένα πήλινο αλάβαστρο του 5ου αι. π.Χ. και μία σιδερένια στλεγγίδα. Οι στλεγγίδες συνήθως αφορούν σε ανδρικές αλλά και παιδικές ταφές, από την Κλασική εποχή και εξής, γεγονός το οποίο χαρακτηρίζει τον νεκρό ως αθλητή», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Α. Κοκολιού.
Και προσθέτει ως προς το μουσικό όργανο: «Το πλέον ιδιαίτερο κτέρισμα είναι το αντηχείο της λύρας, το οποίο υποδηλώνει την ύπαρξη μιας δυνατής σχέσης μεταξύ της κοινωνικής τάξης και της ελπίδας που συνδέει τον Κάτω κόσμο με τα μουσικά όργανα. Επίσης, η λύρα κατέχει υψηλή θέση, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Σύμφωνα με τον Jasper Svenbro, η λύρα είναι το μοναδικό όργανο που επιτρέπει στις ψυχές των νεκρών να επιστρέψουν στον κόσμο των ζωντανών. Η συνύπαρξη των δύο μουσικών οργάνων, λύρας και αυλού, του Τ48, δίνει το στίγμα του νεκρού του τάφου. Πρόκειται πιθανόν για αγόρι, το οποίο σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους ήταν στην εφηβεία. Ο τάφος, λοιπόν, ανήκε σε έναν μικρό Αθηναίο και, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, χρονολογείται γύρω στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. ή γύρω στο 480 π.Χ.».
Η ταφή του, όπως διευκρινίζει η αρχαιολόγος, έγινε με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση αυτών που την ετοίμασαν. «Τα αντικείμενα είχαν τοποθετηθεί με επιμέλεια στον τάφο του παιδιού από τους οικείους του και αντικατοπτρίζουν τις προσδοκίες τους που ο θάνατος συνέτριψε. Οι λύρες, εκτός του ότι αποδίδουν ένα στοιχείο πολυτέλειας, μεταφέρουν επίσης την εικόνα της κοινωνικής ζωής και παρουσιάζονται στο ευρύτερο σύνολο. Η πλέον οικεία εικόνα αποδεικνύει ότι οι νεκροί αγαπήθηκαν από την οικογένειά τους, αλλά παράλληλα είναι και μια ακριβής εικόνα των αντικειμένων που παραμένουν εντός του τάφου αλλά και στη μνήμη των αγαπημένων τους συγγενών που παρευρέθηκαν στην τελετή. H μουσική για τους αρχαίους Έλληνες συνέβαλλε αποκλειστικά στην αγωγή της ψυχής, ενώ η γυμναστική στην αγωγή του σώματος. Τέλος, η παρουσία των μουσικών οργάνων θα μπορούσε να παράσχει μια ακριβή αναδρομική παρουσίαση της κατάστασης του νεκρού και της συμβολής του σε έναν καλλιεργημένο και εκλεπτυσμένο κόσμο με μία αναφορά στο κοινωνικοπολιτικό καθεστώς. Τα μουσικά όργανα τοποθετούνται στον τάφο δηλώνοντας ότι τα παιδιά δεν θα περάσουν ποτέ τα προδιαγεγραμμένα κατώφλια της κοινωνικής ζωής, της ενηλικίωσης, του συζύγου ή πατέρα και κυρίως του σεβάσμιου Αθηναίου. Αντ’ αυτού, ο θάνατος τα μετέφερε σε κάποια μεθοριακή θέση, από όπου μόνο μια διάβαση είναι δυνατή. Ο γιος του αριστοκράτη αποχωρίστηκε την κουροτρόφο Άρτεμη και παραδόθηκε σε κάποια άγνωστη, πρωτόγνωρη σφαίρα», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Α. Κοκολιού.
Η ανασκαφή διεξήχθη σε μικρή απόσταση από την ανασκαφή του Δημοσίου Σήματος (Σαλαμίνος 35), μεταξύ της οδού των Ηρίων Πυλών και του Δημοσίου Σήματος. «Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του Nathan Arrigton –με την οποία και θα συμφωνήσουμε–, το Δημόσιο Σήμα εκτεινόταν γύρω από την πύλη V, τις λεγόμενες “Ήριες Πύλες”. Ο Α. Ματθαίου διαφωνεί με αυτή την ονομασία. Ο συγκεκριμένος τάφος βρίσκεται στον Κεραμεικό (Δήμος Κεραμέων) και θεωρούμε ότι αποτελεί συνέχεια του μεγάλου νεκροταφείου, ενώ σε κοντινή απόσταση βρίσκεται περίβολος τεμένους-ιερού αφιερωμένου στην Άρτεμη κουροτρόφο, χθόνια θεά της γονιμότητας, προστάτιδα του τοκετού και του άγριου κόσμου, η οποία αναλαμβάνει την ανατροφή όλων των μικρών. Στο ίδιο νεκροταφείο βρέθηκε και ένας δεύτερος τάφος μικρού παιδιού, ο Τ63 (4 ετών περίπου), με πλήθος κτερισμάτων (συνολικά 36), καθώς και ένα δεύτερο αντηχείο μικρής λύρας. Ο τάφος χρονολογείται γύρω στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.», δηλώνει η ανασκαφέας.
Η συντήρηση του μουσικού οργάνου δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπιστούν εμφανίστηκαν από το στάδιο της απόσπασής του. «Η ασφαλής απόσπαση του συνόλου των τμημάτων από το ανασκαφικό πεδίο και η ομαλή μετάβασή του από το περιβάλλον ταφής στο εργαστήριο συντήρησης ήταν η πρώτη μας πρόκληση. Τα κεράτινα τμήματα του αντηχείου της αρχαίας λύρας εντοπίστηκαν σε διαφορετικό βάθος και αποσπάστηκαν από το έδαφος μαζί με τμήμα/όγκο χώματος ενισχυμένου με γύψινες ταινίες. Γύρω από τον όγκο χώματος κατασκευάστηκε γύψινη μήτρα για την ασφαλή μεταφορά του συνόλου στο εργαστήριο συντήρησης. Πριν από την έναρξη της συντήρησης, τα τμήματα του ευρήματος αποσπάστηκαν από το συμπαγές περιβάλλον ταφής με μεθοδολογία μικροανασκαφής», περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Β. Μυλωνά.
Επόμενη πρόκληση, η απομάκρυνση του σκληρού συμπαγούς στρώματος χώματος και αλάτων από τις κεράτινες πλάκες. «Μεγάλο μέρος του υλικού παρουσίαζε αυξημένη ευθραυστότητα, τάση απόσπασης σε φλοίδες, ρωγματώσεις, θραύσεις, αποδόμηση, συρρίκνωση, παραμορφώσεις-επιπεδοποίηση, προσβολή από μικροοργανισμούς κ.ά. Τα σιδηρά τμήματα του αρχαίου οργάνου παρουσίαζαν έντονη διάβρωση και είχαν “ορυκτοποιηθεί” πλήρως. Οι επεμβάσεις καθαρισμού του υλικού πραγματοποιήθηκαν αποκλειστικά στο οπτικό μικροσκόπιο με τη χρήση μηχανικών μέσων και την εφαρμογή διαλύματος ήπιων οργανικών διαλυτών. Η διαδικασία καθαρισμού ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα και επίπονη και αποτέλεσε το πιο απαιτητικό μέρος στη συντήρηση του πολύτιμου ευρήματος. Ακολούθησαν εργασίες στερέωσης –ώστε να συγκρατηθούν οι μικροσκοπικές φλοίδες υλικού, να ενδυναμωθούν οι εύθραυστες περιοχές και οι ρωγματώσεις–, καθώς και συγκόλλησης των θραυσμένων τμημάτων και ανάταξης του υλικού. Στον χορδοτόνο έγιναν εργασίες καθαρισμού από τα προϊόντα διάβρωσης του σιδήρου, συγκολλήσεις και επιφανειακή προστασία. Η απόσπαση από το ανασκαφικό πεδίο και η συντήρηση τριών τμημάτων του χορδοτόνου πραγματοποιήθηκε από τις συναδέλφους συντηρήτριες αρχαιοτήτων Χρυσή Βομβογιάννη, Ελένη Κούμα και Ελένη Νικολακοπούλου. Αποφασίσαμε να μην γίνουν συμπληρώσεις των απολεσθέντων τμημάτων του αρχαίου μουσικού οργάνου με σύγχρονα υλικά (π.χ. εποξικές ρητίνες) για λόγους ηθικής στη συντήρηση (αρχή αντιστρεψιμότητας) και αισθητικής», επισημαίνει η Β. Μυλωνά, που έκανε τη συντήρηση του κελύφους-αντηχείου, των σιδηρών τμημάτων που εντοπίστηκαν κατά τη μικροανασκαφή, καθώς και την πλήρη ανάταξη του χορδοτόνου.
Εννέα μήνες κράτησε η συντήρηση της λύρας, διαδικασία που διανθίστηκε από πολλές συγκινήσεις. «Ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση μας επιφύλασσε ο εντοπισμός μέσα στο χώμα δύο σιδηρών τμημάτων, τα οποία διατηρούσαν στο άκρο τους μικρά κεράτινα τμήματα. Η ανακάλυψή αυτή μας πρόσφερε το κλειδί σύνδεσης του χορδοτόνου με το αντηχείο, καθώς τα σιδηρά τμήματα ταίριαξαν απόλυτα στις δύο μεγάλες οπές του κελύφους, δηλαδή τις αναμενόμενες θέσεις τοποθέτησής του», προσθέτει η Β. Μυλωνά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ωστόσο, δεν βρέθηκαν άλλα υπολείμματα. «Αναζητήσαμε εναγωνίως κατάλοιπα από τα υπόλοιπα μέρη της λύρας, δηλαδή μικροσκοπικά υπολείμματα δέρματος από το ηχείο, μικρά τμήματα ξύλου από τους πήχεις, του ζυγού με τα κουρδιστήρια, τη γέφυρα, τη στεφάνη, το πλήκτρο με το κορδόνι του και τις εντέρινες χορδές, αλλά, προς απογοήτευσή μας, χωρίς αποτέλεσμα. Από το αντηχείο (κέλυφος) της λύρας δεν διασώθηκαν αρκετές πλευρικές πλάκες», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η συντηρήτρια η οποία, στο πλαίσιο του εορτασμού της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων στις 18 Μαΐου, παρουσίασε τη διαδρομή του αρχαίου αντικειμένου, από την εύρεση έως την ανάταξή του, διατυπώνοντας και μια ερευνητική υπόθεση: Ότι στον μεταλλικό χορδοτόνο διασώζεται «απότμημα εντέρινης χορδής σε πλήρως ορυκτοποιημένη κατάσταση», κάτι πολύ σπάνιο, αν όχι μοναδικό.
«Οι χορδές των αρχαίων έγχορδων μουσικών οργάνων, όπως οι διάφοροι τύποι λύρας, η κιθάρα, η άρπα, κατασκευάζονταν από έντερο ζώων ή τένοντες, σύμφωνα με σωζόμενες γραπτές πηγές. Στην περίπτωση της λύρας, η σχολαστική παρατήρηση του κεντρικού τμήματος του χορδοτόνου στο μικροσκόπιο μάς αποκάλυψε την παρουσία μικροσκοπικής στενής λωρίδας, εγκλωβισμένης σε στρώμα προϊόντων διάβρωσης. Διατυπώσαμε την υπόθεση ότι πρόκειται για μικροσκοπικό τμήμα εντέρινης χορδής, το οποίο διασώθηκε στην επιφάνεια του σιδηρού χορδοτόνου λόγω της διάχυσης των προϊόντων διάβρωσης του σιδήρου στην οργανική δομή του. Στο πέρασμα του χρόνου, συνέβη κατά κάποιον τρόπο “ορυκτοποίηση” της οργανικής δομής, όπως λέμε», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Β. Μυλωνά, η οποία, όπως μας πληροφορεί, έχει εντοπίσει πιθανά κατάλοιπα εντέρινης χορδής και στη μικρότερη λύρα Τ63 του δεύτερου τάφου της ίδιας ανασκαφής, τα οποία διασώθηκαν στην επιφάνεια κεράτινης πλάκας του αντηχείου.
«Ωστόσο, οι υποθέσεις μας θα πρέπει να διερευνηθούν και να τεκμηριωθούν περαιτέρω με ειδικές εξετάσεις. Δεν γνωρίζω με βεβαιότητα εάν έχουν εντοπιστεί και διατηρηθεί μικρά έστω τμήματα χορδών σε τμήματα αρχαίων μουσικών οργάνων που έχουν αποκαλυφθεί έως τώρα. Η σπανιότατη εύρεσή τους αποδίδεται στην ταχεία αποδόμηση της οργανικής ύλης στα περισσότερα είδη περιβάλλοντος ταφής. Ο μη εντοπισμός τους ενδέχεται να οφείλεται σε διάφορα αίτια, όπως η απουσία εξειδικευμένου συντηρητή, η έλλειψη κατάλληλου εξοπλισμού (οπτικό μικροσκόπιο) κ.ά.», καταλήγει η ίδια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.