Ημερίδα-αφιέρωμα στον ταλαντούχο αρχιτέκτονα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, που επηρέασε όσο λίγοι την ελληνική αρχιτεκτονική, πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 29 Μαρτίου στην Ανατολική Αίθουσα της Ακαδημίας Αθηνών, αποκαλύπτοντας πολλά στοιχεία της προσωπικότητας και της κληρονομιάς του.
«Ο Ερνέστος Τσίλλερ, ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, που πάντρεψε το ευρωπαϊκό με το ελληνικό πνεύμα, γιορτάζεται 100 χρόνια από τον θάνατό του και μάλιστα στο κτήριο της Ακαδημίας Αθηνών, στο οποίο συνέβαλε και ο ίδιος για να ολοκληρωθεί. Είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να ξαναμιλήσουμε για τον Ε. Τσίλλερ, ειδικά στο κέντρο της Αθήνας, επειδή εδώ που βρισκόμαστε, ολόγυρά μας, υπάρχουν πολλά δικά του κτήρια, άλλα γνωστά στους περισσότερους και άλλα ελάχιστα γνωστά, που όμως είναι τυπωμένα στη μνήμα μας σαν τα χαρακτηριστικά κτήρια που σηματοδοτούν την ιστορία της πόλης μας», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης, ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ, αντιπρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής, μέλος της επιστημονικής επιτροπής της επετειακής ημερίδας «Αφιέρωμα στο έργο του Αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ», που πραγματοποιήθηκε με αφορμή τα 100 χρόνια από τον θάνατο του αρχιτέκτονα.
Ο Π. Τουρνικιώτης αναφέρθηκε επίσης στην κληρονομιά του Τσίλλερ, «μια δύσκολη υπόθεση, γιατί στον 20ό αιώνα πολλές φορές απαξιώθηκε από τους πραγματικούς του κληρονόμους, δηλαδή τους κληρονόμους των σπιτιών και των δημοσίων κτηρίων που κατασκεύασε. Η επιστροφή του ενδιαφέροντος για τα κτήρια του 19ου αιώνα και η ανάδειξή τους τα τελευταία χρόνια έχει καταστήσει τον Τσίλλερ πολιτιστική κληρονομιά για το σύνολο της κοινωνίας. Κι ενώ λοιπόν οι φυσικοί κληρονόμοι των έργων του, αλλά και του ίδιου, δεν έδειξαν πολλές φορές το ενδιαφέρον που του αναλογούσε –αλλά έτσι ήταν η εποχή, είχε άλλα ενδιαφέροντα– τώρα υπάρχει ένα συλλογικό ενδιαφέρον γι’ αυτή την πολιτιστική κληρονομιά, που τη θεωρούμε δικιά μας, παρότι που ο Τσίλλερ δεν ήταν δικός μας», πρόσθεσε ο Π. Τουρνικιώτης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τον αρχιτέκτονα στον οποίο έχουν αποδοθεί εκατοντάδες κτήρια, «περισσότερα από 500 ή και από 600 έργα, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε πόσα πραγματικά έκανε».
«Πάντως έκανε πάρα πολλά. Υπάρχει ανάγκη για μια καλή έρευνα, γιατί ναι μεν ένα μεγάλο μέρος των σχεδίων του σώθηκε και βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη, όμως δεν σώθηκε τεκμηριωμένο αρχείο της δουλειάς του, δηλαδή στοιχεία που να τεκμηριώνουν τι ακριβώς έκανε. Την εποχή που δούλευε. πολλές φορές σε ένα κτήριο ανακατεύονταν περισσότεροι από ένας αρχιτέκτονες. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, η Ακαδημία Αθηνών κ.ά., είναι κτήρια που έχει βάλει το χεράκι του για την ολοκλήρωσή τους, αλλά δεν τα έχει σχεδιάσει ο ίδιος από την αρχή. Το ίδιο ισχύει και για το Αρσάκειο, ενώ από ένα σημείο και μετά, ο Τσίλλερ, ο οποίος ήταν πρωτοπόρος στην τυποποίηση και στην εκβιομηχάνιση των διακοσμητικών στοιχείων της αρχιτεκτονικής, ήταν εύκολο να αντιγραφεί από άλλους αρχιτέκτονες. Έτσι, ενώ στην επαρχία και στην Αθήνα θεωρούμε με σιγουριά ότι ένα κτήριο είναι έργο του Τσίλλερ, ενδέχεται σε κάποιες από αυτές τις πόλεις να μην πήγε ποτέ ο Τσίλερ», επεσήμανε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής.
«Ο Τσίλλερ ήταν ένας ταλαντούχος αρχιτέκτονας, αλλά δεν ξέρω αν θα ήταν “Ο” Τσίλλερ στην Ευρώπη. Δηλαδή, αυτά που έχει κάνει είναι, όχι αντίγραφα, αλλά σαφώς επηρεασμένα από τα έργα άλλων, και σε αυτά τα πολύ μεγάλα κτήρια –Ζάππειο, Βιβλιοθήκη, Ακαδημία Αθηνών– είναι βοηθός, δεν τα έχει κάνει ο ίδιος», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, ομότιμη καθηγήτρια της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, μέλος της επιστημονικής επιτροπής της ημερίδας, στην οποία συμμετείχε με την ομιλία «Ανιχνεύοντας την προσφορά του Τσίλλερ στη νεοελληνική αρχιτεκτονική».
«Για μένα, τα μεσοαστικά σπίτια της Νεάπολης, του Μεταξουργείου, του Κεραμεικού κ.λπ., που έκανε ο Τσίλλερ, αυτά που λέμε αθηναϊκό νεοκλασικισμό και εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα, είναι η μεγαλύτερη προσφορά του. Γιατί ένωσε τον μέσο αστό, τον μέσο Έλληνα, με τις ρίζες του. Κι αυτό είναι το σημαντικό. Και γι’ αυτό του χρωστώ εγώ πολλή ευγνωμοσύνη», πρόσθεσε η Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη.
Για τη «Θεατρική αρχιτεκτονική του Tσίλλερ» μίλησε στην ημερίδα το τρίτο μέλος της επιστημονικής επιτροπής του αφιερώματος, η Eλένη Φεσσά-Eμμανουήλ, ομότιμη καθηγήτρια του ΕΚΠΑ, η οποία παρουσίασε εκτενώς τα τέσσερα από τα δέκα σημαντικότερα χειμερινά θέατρα της Ελλάδας, έργα του Τσίλλερ. Το μικρό και κομψό Δημοτικό Θέατρο Aπόλλων της Πάτρας (1871-72), το Δημοτικό Θέατρο Φώσκολος της Zακύνθου (1871-75), καθώς και τα δύο εκλεκτικιστικής μορφολογίας θέατρα της Αθήνας: το κακότυχο Δημοτικό Θέατρο (1872-1888) και το Bασιλικό, σήμερα Eθνικό Θέατρο (1891-1901). Αναφορά έκανε και στο βραχύβιο υπαίθριο Θέατρο των Ολυμπίων (1881-1887) στην Αθήνα, που διαμορφώθηκε με σχέδιά του.
«Εκτός από τις προσωπικές ικανότητες του Ερνέστου Τσίλλερ –καλαισθησία, ευφυΐα, επιχειρηματική τόλμη, εργατικότητα, μεθοδικότητα και ταλέντο στις δημόσιες σχέσεις– καθοριστικός παράγοντας της επιτυχημένης συνάντησής του με την Eλλάδα ήταν η οικογενειακή παράδοση “των εργολάβων-αρχιτεκτόνων Ziller”, οι οποίοι είχαν έδρα το προάστιο της Δρέσδης Radebeul και κύριο αντικείμενο τις μελέτες-κατασκευές κτηρίων αντίστοιχης κλίμακας με τις ελληνικές. O “εργοληπτικός” πραγματισμός και η τυποποίηση σε θέματα κτηριολογίας, μορφολογίας και κατασκευής ήταν κυρίως εκείνα που επέτρεψαν στον ικανότατο Σάξονα να πετύχει αυτό που καμαρώνει ο τύπος της γενέτειράς του: «να χτίσει τη μισή Aθήνα» και όχι μόνο, αφού ένα μέρος του έργου του πραγματοποιήθηκε και σε άλλες ελληνικές πόλεις», πρόσθεσε στην ομιλία της η Ε. Φεσσά.
Στο αδημοσίευτο έως σήμερα αρχειακό υλικό από την αλληλογραφία, τις συνεννοήσεις και τους υπολογισμούς του Ερνέστου Τσίλλερ με την ελληνική κυβέρνηση και τους υπηρεσιακούς παράγοντες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ), στο πλαίσιο της επίσημης ανάληψης του έργου της κατασκευής του, το 1889, αναφέρθηκε η Άννα-Βασιλική Καραπαναγιώτου, γενική διευθύντρια του ΕΑΜ, στην ομιλία της με τίτλο «Από το αύριο στην ιστορία. Ο Ερνέστος Τσίλλερ και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο». Η ανακοίνωσή της αφορούσε το αρχειακό υλικό του ΕΑΜ που σχετίζεται με την ανάληψη του έργου κατασκευής του, το οποίο παρουσιάστηκε δημόσια για πρώτη φορά.
«Πρόκειται για όλη την επίσημη αλληλογραφία του Ε. Τσίλλερ με την ελληνική κυβέρνηση και τα αρμόδια υπουργεία από τη στιγμή που ανέλαβε τελικά, με την υπογραφή του Χαρίλαου Τρικούπη, τη συνέχιση των εργασιών του ΕΑΜ, το οποίο είχε μείνει ανολοκλήρωτο για πάνω από μια 20ετία», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Α.-Β. Καραπαναγιώτου.
«Δηλαδή, μέσα από την αλληλογραφία αυτή, μέσα από τα επίσημα δημόσια έγγραφα, φαίνεται ότι ο Χαρίλαος Τρικούπης αποφάσισε να αναθέσει την ολοκλήρωση της σύλληψης του ΕΑΜ στον Τσίλλερ. Είναι πολύ μεγάλο το αρχείο –και εξαιρετικά συγκινητικό– και αποκαλύπτει πτυχές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Μπορούμε ακροθιγώς να δούμε ακόμα και τη σχέση και την υπόγεια αντιπαράθεση για την ανάθεση του έργου. Γιατί ο βασιλιάς ήθελε να το αναλάβει ο Θεόφιλος Χάνσεν, ενώ ο Τρικούπης ήθελε τον Ερνέστο Τσίλλερ. Ο Χάνσεν ποτέ δεν είχε πιστέψει ότι το έργο θα το έπαιρνε ο Τσίλλερ. Τελικά κέρδισε ο Γερμανός και νεότερος, έναντι του Δανού καταξιωμένου και μεγαλύτερου. Όλα αυτά και πάρα πολλά ακόμα, τα οποία προτίθεμαι και εύχομαι σύντομα να βγάλω σε μονογραφία, αναφέρονται στο αρχείο», σημείωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η γενική διευθύντρια του ΕΑΜ για το πολύτιμο αρχειακό υλικό των εκατοντάδων σελίδων με τα έγγραφα, τις επιστολές, τα τιμολόγια και τα ακριβή στοιχεία τα οποία συνέταξε ο ίδιος ο αρχιτέκτονας στα ελληνικά. «Για παράδειγμα, ο προϋπολογισμός για την πρόσοψη του Μουσείου, αυτή που βλέπουμε και σήμερα, ήταν της τάξης των 100.000 ευρώ. Πόσο πήγε στο τέλος η κατασκευή δεν μπορώ να πω ακόμα, γιατί δεν έχω προλάβει να δω αναλυτικά όλο το αρχείο», συμπλήρωσε η κα Καραπαναγιώτου.
«Ο Ερνέστος Τσίλλερ είναι ο αναμορφωτής του τοπίου πάρα πολλών πόλεων της Ελλάδας. Μέσα σε αυτές τις πόλεις ανήκει και η Πάτρα και το Αίγιο, αλλά κυρίως η Πάτρα, στην οποία, τα σημαντικότερα κτήρια που έχουμε ακόμα και σήμερα, είτε σχεδιάστηκαν, είτε εκτελέστηκαν από τον Τσίλλερ», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θεόδωρος Λουλούδης, εκδότης της εφημερίδας «Πελοπόννησος», που συνδιοργάνωσε την ημερίδα μαζί με το Παρατηρητήριο Περιφερειακών Πολιτικών.
«Ορισμένα από τα έργα του Τσίλλερ δυστυχώς σήμερα παρακμάζουν, δεν έχουν τη φροντίδα που θα έπρεπε από τους ιδιοκτήτες τους, είτε είναι το Δημόσιο, είτε ιδιώτες. Θέλουμε λοιπόν μέσα από αυτή την ημερίδα, να ευαισθητοποιήσουμε τους κατόχους των κτηρίων αυτών, στην περίπτωση που είναι το Δημόσιο με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή το κράτος ή οι δήμοι, να δώσουν τους πόρους που απαιτούνται για τη συντήρησή τους και στην περίπτωση που είναι ιδιώτες να βοηθηθούν, έτσι ώστε να μπορέσουν να συντηρήσουν αυτά τα κτήρια, τα οποία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χαθούν», συμπλήρωσε ο εκδότης, ο οποίος αναφέρθηκε ειδικά στο Θέατρο Απόλλων στην Πάτρα, «ίσως το κορυφαίο παράδειγμα ενός τέτοιου κτηρίου, που έχει πολύ σημαντικό πρόβλημα. Είναι μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου, είναι το μοναδικό θέατρο που έχουμε στην πόλη αυτής της ποιότητας και ήταν μέχρι πριν από λίγο ενεργό θέατρο. Ιδιοκτήτης του είναι ο δήμος Πατρέων και θέλουμε μέσω αυτού του τρόπου να ευαισθητοποιήσουμε περαιτέρω τον δήμο να το αντιμετωπίσει με καλύτερο τρόπο», επεσήμανε.
Στην ημερίδα μίλησαν επίσης, μεταξύ άλλων, οι: Μανόλης Κορρές, ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ, ακαδημαϊκός με τίτλο ομιλίας «Ερνέστος Τσίλλερ: μεταξύ δωρικού, ιωνικού και κορινθιακού ρυθμού», Βασίλης Κ. Δωροβίνης, δικηγόρος, πολιτικός επιστήμονας, ιστορικός («Ο Τσίλλερ στην Πελοπόννησο και ο συνεργάτης του Πάνος Καραθανασόπουλος»), Θεμιστοκλής Μπιλής, Δρ αρχιτέκτονας («Η τέχνη του Τσίλλερ στο κτήριο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου»), Δημήτρης Φιλιππίδης, αρχιτέκτονας, καθηγητής πολεοδομίας και ομότιμος καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ («Οι τρεις συνάψεις του Τσιλλέρου»), Παναγιώτης Τουρνικιώτης («Η Διάσωση, Προστασία και Επανάχρηση της αρχιτεκτονικής του Τσίλλερ»), Ολυμπία Βικάτου, γενική διευθύντρια αρχαιοτήτων και πολιτιστικής κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού («Παρουσία του πρωτοπόρου αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ στην Ηλεία») και Νίκος Τριανταφυλλόπουλος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πολυτεχνικής Σχολής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, μέλος του advisory board της διαΝΕΟσις («Αναγκαιότητα μιας εθνικής πολιτικής για τα διατηρητέα κτήρια»).