Την «ανάσταση» του ανακτόρου του Φιλίππου Β’ στις Αιγές από τα σπαράγματά του γιόρτασαν την περασμένη Παρασκευή οι προσκεκλημένοι στο Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών, ανάμεσά τους ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Το αναστηλωμένο ανάκτορο που αναδύθηκε από τη λήθη των αιώνων παραπέμπει ξανά στην αρχική του εικόνα και αίγλη και μάλιστα από την Κυριακή άνοιξε τις πύλες του για να υποδεχθεί το κοινό.
Το ανάκτορο του Φιλίππου Β’ βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα μακριά από το νέο μουσείο, αποτελεί το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής Ελλάδας, είναι σημείο αναφοράς, καθώς εκεί οι Μακεδόνες ανακήρυξαν βασιλιά τους τον Αλέξανδρο, λίγο μετά τη δολοφονία του πατέρα του Φίλιππου Β’ και ήταν ορατό από ολόκληρο τον μακεδονικό κάμπο.
Η σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα ενός έργου συντήρησης και συνένωσης χιλιάδων κομματιών, που ξεκίνησε από το 2007. Το τιτάνιο αναστηλωτικό έργο από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας είχε διαδοχική χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ 2007-2013 και 2014-2020 συνολικού ύψους 20.000.000 ευρώ. Επικεφαλής των εργασιών σε κάθε στάδιο ήταν η αρχαιολόγος Αγγελική Κοτταρίδη, η οποία αν και αφυπηρέτησε από την υπηρεσία πριν από λίγες μέρες, δήλωσε ότι δεν έφυγε ποτέ από την αρχαιολογία.
«Το ’23 συμπλήρωσα 46 χρόνια δουλειά στις Αιγές: Δεκατρία σαν βοηθός του Μ. Αδρόνικου, 33 στην αρχαιολογική υπηρεσία και τα 13 τελευταία στο τιμόνι των αρμόδιων εφορειών», είπε από το βήμα του αμφιθεάτρου στο πλαίσιο των εγκαινίων η κα Κοτταρίδη. Χαρακτήρισε την αρχαιολογία «αγάπη της ζωής της», η οποία της έδωσε τη χαρά να δει πολύ μεγάλα όνειρά της να γίνονται πραγματικότητα. «Κάποια από αυτά είναι η επιστροφή των θησαυρών στη θέση τους, η δημιουργία του μουσείου των Αιγών και το πιο τολμηρό απ’ όλα, η “ανάσταση” του “βασιλείου” καθιδρύματος του Φιλίππου από τα σπαράγματά του, η επιστροφή του κτιρίου και του κόσμου του, από την τιμωρία της λήθης, που του επέβαλαν οι εχθροί των Μακεδόνων, σε μια νέα ζωή μνήμης», υπογράμμισε η κα Κοτταρίδη.
Αποδίδοντας όμως –όπως είπε– τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, όλα αυτά θα παρέμεναν όνειρα, αν δεν βρίσκονταν άνθρωποι φωτισμένοι και ανοιχτόμυαλοι στην πολιτική ηγεσία της χώρας, να τα ακούσουν και να τα στηρίξουν. Στο πλαίσιο αυτό μνημόνευσε όλους όσοι στάθηκαν αρωγοί στην προσπάθειά της, καταλήγοντας στη νυν υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, η οποία, λόγω covid δεν μπόρεσε να παραστεί στα εγκαίνια, ενώ τον χαιρετισμό της εκφώνησε ο γενικός γραμματέας Πολιτισμού Γιώργος Διδασκάλου.
«Το υπουργείο Πολιτισμού, από κοινού με την πανεπιστημιακή και ευρύτερη επιστημονική και ερευνητική κοινότητα, εργάζονται μεθοδικά για την αποκάλυψη, μελέτη, συντήρηση, αναστήλωση και ανάδειξη των τεράστιας ιστορικής και πολιτισμικής σπουδαιότητας ακίνητων και κινητών μνημείων των Αιγών, που από το 1996 περιλαμβάνονται στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Ειδικά το υπουργείο Πολιτισμού και η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας υλοποιούν τις τελευταίες δεκαετίες ένα ευρύ πρόγραμμα έργων, ο συνολικός σχεδιασμός των οποίων έχει εξαρχής ως στόχο τη συστηματική και ολοκληρωμένη προστασία, την αποκατάσταση και απόδοση στο κοινό του ιδιαίτερα εκτενούς αρχαιολογικού χώρου, υπό τη μορφή ενός τεράστιου αρχαιολογικού πάρκου με σύγχρονες και υψηλού επιπέδου υποδομές και υπηρεσίες, το οποίο προσφέρει στους επισκέπτες πλήρη, ενιαία και ολοκληρωμένη γνώση και εμπειρία της ιστορίας της πόλης των Αιγών, των βασιλέων της και της ευρύτερης Μακεδονίας», σημειώνει η κα Μενδώνη.
Αναφερόμενη η Αγγελική Κοτταρίδη στην ιστορία της ανάδειξης του μνημείου, τόνισε ότι από το 2011 ήταν σίγουρη για τη μορφή του κτιρίου, που αποδείχτηκε οριστικά και από την αναστήλωση. Δύο χρόνια αργότερα συνειδητοποίησαν ότι η αρχαία κατολίσθηση που τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα έγινε η αιτία της τελικής καταστροφής και εγκατάλειψης των Αιγών, ήταν ακόμα ενεργή. Τότε ξεκίνησε ένα μεγάλο τεχνικό έργο για τη σταθεροποίηση του αργιλικού εδάφους της πλαγιάς, που ολοκληρώθηκε το ’18. Και ενώ όλα ήταν έτοιμα για την προετοιμασία της ανάταξης και της αναστήλωσης, μεσολάβησε η πανδημία, για να ξεκινήσει τελικά μόλις τον περασμένο Μάιο.
«Το “Βασίλειον” έχει έκταση περίπου 15 στρέμματα και είναι το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Χρονολογείται με βεβαιότητα στα μέσα του 4ου αιώνα και αποτελεί το αποκορύφωμα του αρχιτεκτονικού οράματος, με το οποίο ο Φίλιππος Β’ προσπάθησε να εκσυγχρονίσει και να αναμορφώσει τη βασιλική μητρόπολη των Μακεδόνων», ανέφερε η κα Κοτταρίδη.
Όπως συμπλήρωσε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο Γερμανός μελετητής Βόλφραμ Χέφνερ, ο πρώτος που χρονολόγησε σωστά το μνημείο, το ονόμασε «Παρθενώνα της Μακεδονίας», θέλοντας να τονίσει έτσι τη σημασία του. Η Αγγελική Κοτταρίδη ωστόσο συνέκρινε τα δύο μνημεία, τονίζοντας το σχεδόν τριπλάσιο μέγεθος του Ανακτόρου των Αιγών, αλλά και την ευρύτερη χρήση του.
«Ο Παρθενώνας, ένας ναός, είναι κορυφαίο αποτέλεσμα αρχιτεκτονικής εξέλιξης τουλάχιστον τριών αιώνων. Ένα κτίριο που αποτελεί κορυφαία προσφορά στη θεά Αθηνά για να χαίρεται αυτή βλέποντας το ναό της. Συγχρόνως όμως είναι και ένα εμβληματικό οικοδόμημα, για να το βλέπουν και να περηφανεύονται οι Αθηναίοι πολίτες, που όμως στην πραγματικότητα δεν μπορούν να το χρησιμοποιήσουν με την κυριολεξία της λέξης. Το βασίλειον οικοδόμημα του Φιλίππου αντίθετα, που δεν είναι καθόλου αυτό που εμείς καταλαβαίνουμε ως ανάκτορο, δηλαδή το σπίτι του βασιλιά, είναι ένα κτίριο προορισμένο να χρησιμοποιηθεί από τους Μακεδόνες, εταίρους και πεζεταίρους, δηλαδή όλους», εξήγησε.
Σύμφωνα με την ίδια, αρχιτέκτονάς του πιθανότατα ήταν ο Πύθεος και ήταν ένα απολύτως πρωτοποριακό για την εποχή του κτίριο, κατεξοχήν δημόσιο, εντυπωσιακά μνημειακό και συγχρόνως πολυλειτουργικό, που απευθύνεται στους συμπολίτες του Μακεδόνα βασιλιά με πολλαπλές χρήσεις. «Είναι τόπος συγκέντρωσης, πολιτική αγορά, τόπος διαβούλευσης, βουλευτήριο, είναι δικαστήριο, πρυτανείο, ιερό του πατρώου Ηρακλή, τόπος φιλοσοφικών και λογοτεχνικών ακροάσεων και συζητήσεων, τόπος κοινών γευμάτων και συμποσίων, ακόμη και παλαίστρα για τους νέους στο συνοδό περιστύλιο», επισημαίνει.
Σύμφωνα με τη Λίνα Μενδώνη, το υπουργείο Πολιτισμού και η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας υλοποιούν τις τελευταίες δεκαετίες ένα ευρύ πρόγραμμα έργων, ο συνολικός σχεδιασμός των οποίων έχει εξαρχής ως στόχο τη συστηματική και ολοκληρωμένη προστασία, την αποκατάσταση και απόδοση στο κοινό του ιδιαίτερα εκτενούς αρχαιολογικού χώρου, υπό τη μορφή ενός τεράστιου αρχαιολογικού πάρκου, με σύγχρονες και υψηλού επιπέδου υποδομές και υπηρεσίες, το οποίο προσφέρει στους επισκέπτες πλήρη, ενιαία και ολοκληρωμένη γνώση και εμπειρία της ιστορίας της πόλης των Αιγών, των βασιλέων της και της ευρύτερης Μακεδονίας.
Περιλαμβάνει ακόμα:
– το Μουσείο των Βασιλικών Τάφων, που κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1990 για να αποτελέσει το κέλυφος προστασίας των βασιλικών τάφων της συστάδας του Φιλίππου Β’ και τον εκθεσιακό χώρο των μοναδικών θησαυρών που έφερε στο φως ο Μανόλης Ανδρόνικος,
– το αρχαιολογικό πάρκο της νεκρόπολης, έκτασης σχεδόν 550 στρεμμάτων, που αποδόθηκε στο κοινό ως επισκέψιμος δενδροφυτεμένος χώρος, αρχαιολογικής και φυσιολατρικής περιήγησης το 2021,
– το νέο υπερσύγχρονο μουσειακό κτίριο εμβαδού 146.000 τ.μ. και δαπάνης 18 εκατ. ευρώ, που εγκαινιάστηκε ακριβώς πριν από έναν χρόνο από τον πρωθυπουργό και ήδη αποτελεί σημείο αναφοράς και μια από τις σημαντικότερες πολιτιστικές υποδομές της χώρας,
– και το αρχαίο θέατρο που επίσης αναστηλώνεται, την κατάγραφη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και άλλα επιμέρους μνημεία.
Την εκδήλωση των εγκαινίων για το αναστηλωμένο και αποκατεστημένο ανάκτορο του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας στις Αιγές προλόγισε η νέα προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας Γεωργία Στρατούλη.