«Πολύτροπος». Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβει κανείς γιατί ένα επίθετο, προσωνυμία του Οδυσσέα κατά τον Όμηρο, έγινε τίτλος σ’ ένα τιμητικό δίτομο έργο, με πρωτότυπα επιστημονικά κείμενα για τον αρχαίο κόσμο της Μεσογείου, το οποίο είναι αφιερωμένος στον Νικόλαο Σταμπολίδη, ομότιμο καθηγητή κλασικής αρχαιολογίας και γενικό διευθυντή του Μουσείου Ακρόπολης.
«Το επίθετο “πολύτροπος”, προσωνυμία του Οδυσσέα κατά τον Όμηρο, περιγράφει έναν άνθρωπο με πνεύμα ανήσυχο και ακούραστο, έναν άνδρα εύστροφο, κοσμογυρισμένο, που τρέπεται σε πολλά μέρη και στρέφεται σε πολλές διευθύνσεις και παντού τα καταφέρνει. Ο Ν. Σταμπολίδης είναι ένας ερευνητής που έχει την ικανότητα να στρέφεται προς διάφορες κατευθύνσεις του αρχαίου κόσμου –και όχι μόνο–, από τη Σιδώνα του Λιβάνου μέχρι τη Χουέλβα της Ισπανίας, από τον Κυκλαδικό πολιτισμό της 3ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι τον Πικάσο του 20ού αιώνα, από τη Θεογονία του Ησιόδου μέχρι τον ποιητικό λόγο του Καβάφη, και να ανατρέχει σε όλο το φάσμα της δυτικής τέχνης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αναζητώντας ΝοΗΜΑΤΑ στις προσωποποιήσεις και τις αλληγορίες της τέχνης. Είναι ένας ειδήμων της πολιτισμικής διαχείρισης, που ανέδειξε τον αρχαιολογικό χώρο της Ελεύθερνας, ίδρυσε το πρώτο Μουσείο Αρχαιολογικού Χώρου στην Κρήτη και που πρόσφατα πέτυχε την επιστροφή θραυσμάτων γλυπτών του Παρθενώνα χωρίς όρους δανεισμού. Ταυτόχρονα είναι κι ένας χαρισματικός δάσκαλος και καθοδηγητής. Μοιράζοντας απλόχερα τις γνώσεις του και πάντα με μεγάλο ενθουσιασμό, αποτέλεσε μεγάλη πηγή έμπνευσης για τους εκατοντάδες μαθητές και μαθήτριές του στο πέρασμα των χρόνων, πετυχαίνοντας να στρέφει τα ενδιαφέροντά τους προς τις σωστές κατευθύνσεις. Δεν σταματά ποτέ να ασχολείται μαζί τους και να επιδιώκει τη διάδραση, καθώς πιστεύει ότι οι προσωπικότητές τους αντανακλούν πάνω του και το αντίστροφο. “Πολύτροπος”, λοιπόν, σε όλα τα επίπεδα…», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μανόλης Στεφανάκης, καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας του τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, επιμελητής μαζί με τη δρα Μιμίκα Γιαννοπούλου και τη Μαρία Αχιολά του εξαιρετικού δίτομου συλλογικού έργου, που εξέδωσε η Μεσογειακή Αρχαιολογική Εταιρεία και επιδόθηκε στον Ν. Σταμπολίδη σε ειδική τελετή η οποία έγινε πρόσφατα στο αμφιθέατρο του Μουσείου Ακρόπολης. Σημειώνεται ότι ο τιμητικός τόμος για τον Νίκο Σταμπολίδη διατίθεται προς πώληση από την Γραφοτεχνική Κρήτης Α.Ε.Ε. (Ρέθυμνο).
Πώς, όμως, ξεκίνησαν όλα; ««Η ιδέα γεννήθηκε μετά την αποχώρηση του καθηγητή, λόγω συνταξιοδότησης, από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, και δεδομένου ότι είθισται, σε ακαδημαϊκούς που έχουν μεγάλη προσφορά στην επιστήμη, η επιστημονική κοινότητα και οι μαθητές να αποτίνουν φόρο τιμής με τη σύνταξη ενός τιμητικού τόμου με επιστημονικές συμβολές σχετικές συνήθως με τα επιστημονικά ενδιαφέροντα του τιμώμενου. Ο Νίκος Σταμπολίδης, βέβαια, είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα που τυγχάνει πολύ μεγάλου σεβασμού από την εγχώρια και διεθνή επιστημονική αρχαιογνωστική κοινότητα, έχει πολλούς μαθητές και μαθήτριες, και ακόμη περισσότερους συνεργάτες. Οι συν-επιμελήτριες του τόμου, δρ Μιμίκα Γιαννοπούλου και Μαρία Αχιολά, κι εγώ απευθυνθήκαμε σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό επιστημόνων, εκ των οποίων 87 ανταποκρίθηκαν θετικά και συνέβαλαν με ένα σύνολο 76 πρωτότυπων και ουσιαστικών επιστημονικών συμβολών για τον αρχαίο κόσμο της Μεσογείου. Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη ανταπόκριση –δεδομένης και της εξαιρετικά δύσκολης συγκυρίας της covid-19 που συνέπεσε με το κάλεσμα– η οποία μας οδήγησε να επιμεληθούμε ένα δίτομο έργο, που έφτασε τις 1.250 σελίδες και σίγουρα θα αποτελέσει έργο αναφοράς στα χέρια της διεθνούς αρχαιογνωστικής κοινότητας», τονίζει ο ίδιος για τον τόμο που είναι αφιερωμένος στον Ν. Σταμπολίδη, ο οποίος έχει διαπρέψει με ό,τι έχει καταπιαστεί – ως πανεπιστημιακός καθηγητής, αρχαιολόγος, ερευνητής, διευθυντής μουσείων, επιμελητής εκθέσεων, ιδρυτής μουσείων και επισκέψιμων αρχαιολογικών χώρων.
Σε τι από όλα θα εστίαζε και γιατί; «Δεν μπορώ να εστιάσω μόνο σε ένα… Θα σταθώ καταρχάς στην ανάδειξη της Ελεύθερνας, στην αρχαιολογική έρευνα της οποίας είχα την τιμή να συμμετέχω κι εγώ από το 1987 και για επτά συναπτά έτη και την οποία βέβαια ποτέ δεν έπαψα να παρακολουθώ. Ως έργο ζωής η Ελεύθερνα αποτελεί φυσικά το επίκεντρο του επιστημονικού έργου του καθηγητή, με πλήθος δημοσιεύσεων, οδηγών χώρου και μουσείου, μονογραφίες, καταλόγους εκθέσεων και τόμους πρακτικών συνεδρίων, ωστόσο ο Νίκος Σταμπολίδης δεν έμεινε μόνον εκεί. Μεγάλο του δημιούργημα είναι ο οργανωμένος επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος, καταμεσής στο αποκαλούμενο Ελευθερναίον άλσος, όπου ο επισκέπτης μπορεί να έχει μια ολιστική εμπειρία που την απολαμβάνει με όλες του τις αισθήσεις. Να δει μέσω των παρεμβάσεων, όπως το υπαίθριο μουσείο και τα στέγαστρα, τις αναστηλώσεις και τις αρχαιότητες κατά χώραν ή να πάρει πληροφορίες στον φυσικό χώρο με τα τεχνολογικά μέσα που είναι διαθέσιμα. Επιστέγασμα, δε, του πολύχρονου μόχθου του –και αποτέλεσμα της μεθοδικότητάς του– αποτέλεσε η ίδρυση του Μουσείου Αρχαιολογικού Χώρου Ελεύθερνας, το οποίο φέτος συμπληρώνει τα επτά χρόνια λειτουργίας και το οποίο είναι το πρώτο μουσείο αρχαιολογικού χώρου στην Κρήτη. Κεντρικός άξονας της μόνιμης έκθεσής του είναι η τεκμηρίωση της παρουσίας του ομηρικού κόσμου στην Κρήτη, ενώ περιλαμβάνει εκθέματα που αναδεικνύουν τη ζωή στην αρχαία Ελεύθερνα διαχρονικά, από τα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ. έως τους βυζαντινούς χρόνους. Θεωρώ, λοιπόν, ότι η ανάδειξη της Ελεύθερνας, που έχει πάρει πλέον τεράστιες διεθνείς διαστάσεις, αποτελεί τη μεγάλη παρακαταθήκη του Νίκου Σταμπολίδη στον κρητικό λαό, την Ελλάδα, αλλά και το παγκόσμιο αρχαιολογικό στερέωμα», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μ. Στεφανάκης.
Ο ίδιος στέκεται και σε μια ακόμα ιδιότητα του «πολύτροπου» καθηγητή. «Πέραν της Ελεύθερνας, τα τελευταία δύο χρόνια ο Νίκος Σταμπολίδης μεγαλουργεί και στη νέα του θέση, ως Γενικός Διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης. Έφερε έναν αέρα ανανέωσης στο Μουσείο με τις αλλαγές στην πρόσφατη επανέκθεση των αρχαϊκών γλυπτών του Μουσείου, πρωτοβουλίες όπως η σειρά των “απρόσμενων επισκεπτών”, έργων δηλαδή που έρχονται προς έκθεση από άλλα μεγάλα Μουσεία του κόσμου, εκδηλώσεις με ποίηση και μουσική και μεγάλες αναμενόμενες εκθέσεις, αλλά και το προετοιμαζόμενο “το Μουσείο κάτω από το Μουσείο”, δηλαδή το Μουσείο της Ανασκαφής κάτω από το Μουσείο της Ακρόπολης. Είναι παράλληλα, όμως, και ο άνθρωπος που μαζί με την τετραμελή επιτροπή του ΥΠΠΟ πέτυχαν για πρώτη φορά να υιοθετηθεί από την UNESCO Απόφαση που αναγνωρίζει ότι η υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα και η επανένωσή τους στο Μουσείο Ακροπόλεως είναι θέμα ορθό, δίκαιο, ηθικό και δεν αφορά μόνο τα δύο Μουσεία, αλλά έχει διακυβερνητικό χαρακτήρα», τονίζει. Και προσθέτει:
«Στα δύο αυτά χρόνια άλλωστε πραγματοποιήθηκαν δύο πολύ σπουδαίες οριστικές επανενώσεις γλυπτών θραυσμάτων από τον Παρθενώνα στο Μουσείο Ακρόπολης, επαναλαμβάνω, χωρίς όρους δανεισμού: Το περίφημο θραύσμα Fagan από το Μουσείο Antonino Salinas του Παλέρμο με τα κάτω άκρα της θεάς Αρτέμιδας από τον λίθο 6 της ανατολικής ζωφόρου, και τα 3 θραύσματα από τη συλλογή των μουσείων του Βατικανού: μια κεφαλή σκαφηφόρου άνδρα από τη βόρεια ζωφόρο, μια γενειοφόρος κεφαλή άνδρα από τις μετόπες της νότιας πλευράς κι ένα τμήμα κεφαλής αλόγου από το δυτικό αέτωμα. Μεγάλος αγώνας, ορθός, δίκαιος και ηθικός, όχι μόνο για τον ελληνικό λαό αλλά για όλη την ανθρωπότητα. Για τον Νίκο Σταμπολίδη το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα δεν είναι μια διένεξη μεταξύ του Βρετανικού Μουσείου και του Μουσείου Ακρόπολης – ούτε καν μια διένεξη ανάμεσα στη Βρετανία και στην Ελλάδα. Η επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι ένα παγκόσμιο αίτημα, καθώς το μνημείο είναι το πανανθρώπινο σύμβολο της δημοκρατίας», υπογραμμίζει ο συνομιλητής του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ο Μ. Στεφανάκης συνδιευθύνει με τον Ν. Σταμπολίδη, από το 2017, μία ανασκαφική έρευνα στην Κρήτη, στην Ορνέ Αγίου Βασιλείου στο νότιο Ρέθυμνο, όπου έχει έρθει στο φως η μεγαλύτερη Μυκηναϊκή ακρόπολη που έχει βρεθεί στο νησί. Με την ευκαιρία, τον ρωτήσαμε και για τη θέση. «Η οχυρωμένη ακρόπολη της Ορνέ είναι η πρώτη που έχει ανασκαφεί σε αυτήν την περιοχή της νότιας Κρήτης και πρέπει να ήταν ιδιαίτερα σημαντική κατά την αρχαιότητα. Βρίσκεται στην κορυφή ενός απότομου λόφου, του Κάστελλου της Ορνέ, με ύψος 530 μ., και καλύπτει μια έκταση περίπου 56 στρεμμάτων. Η θέση βρίσκεται κοντά στη νότια παραλία του νησιού και ελέγχει όλες τις φυσικές οδούς, που στο σημείο αυτό του νησιού ενώνουν τη βόρεια με τη νότια παραλία. Οδηγούν, επίσης, προς την περιοχή του Αμαρίου και την πεδιάδα της Μεσαράς. Η έρευνα ξεκίνησε το 2009 από την Αθανασία Κάντα και τον Νίκο Σταμπολίδη. Στην κορυφή του οικισμού αποκαλύφθηκαν δωμάτια με χαρακτηριστικές εστίες, αγγεία και μετάλλινα αντικείμενα που χρονολογούνται στην αρχή της Υστερομινωικής ΙΙΙΓ φάσης», σημειώνει για την ανασκαφή στην ομάδα της οποίας, από το 2016 και εξής, εκτός από τους αρχικούς ανασκαφείς, περιλαμβάνονται ο Μ. Στεφανάκης, εκ μέρους του Πανεπιστημίου Αιγαίου, και η διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου Αναστασία Τζιγκουνάκη.
«Η ανασκαφή μετακινήθηκε σε χαμηλότερο σημείο του λόφου όπου ήταν εμφανείς μεγάλοι τοίχοι δωματίων. Μέχρι τώρα έχουν εν μέρει ερευνηθεί δύο Κτήρια, Α και Β, που περιλαμβάνουν έναν αριθμό δωματίων το καθένα, τα οποία έχουν δώσει κεραμική που ανήκει στους Υστερομινωικούς ΙΙΙΓ χρόνους, δηλαδή περίπου στο 1200-1150 π.Χ. Το συμπέρασμα των μέχρι τώρα ανασκαφών στην ακρόπολη της Ορνέ είναι ότι η μεγάλη έκταση, η αρχιτεκτονική και η οργάνωση του οχυρωμένου οικισμού είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένου σχεδίου και κεντρικής σύλληψης. Η στιβαρή κατασκευή δείχνει ότι ο χώρος δεν προοριζόταν για βραχύχρονη κατοίκηση. Ωστόσο, η τελευταία δεν φαίνεται προς το παρόν να ξεπερνάει τα 50 με 70 χρόνια. Η εξαιρετική διατήρηση των Κτηρίων Α και Β οφείλεται στην κατάρρευση των ισχυρών τοίχων στο εσωτερικό των δωματίων. Διατηρήθηκε έτσι η επίχωση και τα περιεχόμενά τους. Η σύντομη κατοίκηση και η εγκατάλειψη έπειτα από πυρκαγιά που ενδεχομένως οφειλόταν σε σεισμό καθιστά την ακρόπολη της Ορνέ μια χρονοκάψουλα από την οποία μπορούμε να συνάγουμε συμπεράσματα καίρια για την εποχή μετά την οποία ξεκίνησε η αυγή του ελληνικού πολιτισμού στην Κρήτη», συμπληρώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μ. Στεφανάκης.
Ο οποίος δεν παραλείπει να τονίσει την τύχη που είχε να φοιτήσει κοντά στον Νίκο Σταμπολίδη, «έναν πραγματικό Δάσκαλο με όλη την έννοια του όρου, στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Έναν καθηγητή με ευρύτατη παιδεία και ανοικτούς ορίζοντες, προικισμένο με την εξαιρετική ικανότητα να εμπνέει τον φοιτητή, να ανασύρει από μέσα του το καλύτερο και φυσικά να του μεταλαμπαδεύει τη γνώση με έναν τρόπο μαγικό… Ταυτόχρονα απόλυτα πειθαρχημένο και εξαιρετικά απαιτητικό άνθρωπο. Η μαθητεία μου κοντά του έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ενασχόλησή μου με την κλασική αρχαιολογία και στην αγάπη μου για την “αρχαιολογία του πεδίου”. Και μιλάω για την “αρχαιολογία του πεδίου”, γιατί στο πεδίο γίνεται η βασικότερη και πρωταρχική δουλειά της αρχαιολογίας. Έτσι, λοιπόν, επέλεξα την ενασχόληση με τη “μάχιμη αρχαιολογία”, ως κάτι που με εκφράζει καλύτερα. Ο πυρετός της αναζήτησης και η επιβράβευση της ανακάλυψης, που με τη σωστή μέθοδο έχει να προσφέρει τα μέγιστα στη γνώση μας για το ανθρώπινο παρελθόν, υπερνικούν κατά πολύ το γεγονός ότι πρέπει να περνάς ολόκληρες ημέρες κάτω από τον καυτό ήλιο, μέσα σε ένα σκάμμα εισπνέοντας χώμα και σκόνη, να έρπεις μέσα σε κάποιον τάφο και να ξαπλώνεις ενοχικά δίπλα σε κάποιον μακρινό άγνωστο, του οποίου την αιώνια γαλήνη τόλμησες με θράσος και ενδεδυμένος τον μανδύα της αναζήτησης της επιστημονικής γνώσης να διαταράξεις….», εξηγεί ο Μ. Στεφανάκης.
Από τον ομότιμο καθηγητή, όμως, δεν διδάχθηκε μόνο αρχαιολογία, έρευνα και μέθοδο ανασκαφής. «Έμαθα –και συνεχίζει μέχρι σήμερα να μου το τονίζει με κάθε ευκαιρία– πως πάνω από όλα βρίσκεται ο άνθρωπος. Πρώτα αυτός και μετά έπονται όλα τα άλλα. Μου δίδαξε δηλαδή, μέσα από την αρχαιολογική επιστήμη, πρωτίστως σεβασμό προς τον άνθρωπο και τα έργα του, πάντα μέσα στην αγκαλιά της μητέρας φύσης. Αυτό, πιστεύω ότι με βοήθησε να δω την αρχαιολογία, μια από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές επιστήμες, αλλά ακόμη και τη ζωή μου την προσωπική, με άλλο μάτι, κι αυτό είναι που προσπαθώ κι εγώ με τη σειρά μου, ως ένα ελάχιστο αντίδωρο για ό,τι απλόχερα μου προσφέρθηκε, να μεταδώσω στους δικούς μου μαθητές. Αυτόν τον Δάσκαλο, ανέλαβα την πρωτοβουλία να τιμήσουμε –με την αμέριστη συμπαράσταση της συναδέλφου και φίλης δρος Μιμίκας Γιαννοπούλου και της συναδέλφου και μαθήτριάς μου Μαρίας Αχιολά και τη συμβολή 97 επιστημόνων, συναδέλφων, συνεργατών και μαθητών του καθηγητή–, αφιερώνοντάς του έναν ευμεγέθη επιστημονικό συλλογικό τόμο, ευελπιστούμε ανάλογο του μεγέθους και της ποιότητας του Ανθρώπου. Ένα ιδιαίτερα μικρό αντίδωρο απέναντι στη μεγάλη συνολική του προσφορά στον πολιτισμό, την ελληνική και μεσογειακή αρχαιολογία και την εκπαίδευση», καταλήγει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.