«Χαιρώνεια, 2 Αυγούστου 338 π.Χ.: Μια μέρα που άλλαξε τον κόσμο». Η έκθεση που θα ξεκινήσει στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (ΜΚΤ) στις 14 Δεκεμβρίου 2023 και θα διαρκέσει έως τις 31 Μαρτίου 2024 αφορά τη μάχη που έφερε στην πολιτική σκηνή τον Μέγα Αλέξανδρο, έναν από τους μεγάλους πρωταγωνιστές της παγκόσμιας ιστορίας.
Πώς, όμως, άλλαξε ο κόσμος μετά από αυτήν;
Με αφορμή την πρόσφατη δημοσιογραφική αποστολή στη βοιωτική πόλη, το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνομίλησε με τον Παναγιώτη Ιωσήφ, δρα αρχαιολογίας, επιμελητή του ΜΚΤ και της έκθεσης (μαζί με τον Ιωάννη Φάππα), για τη σημασία της μάχης, τον ρόλο που έπαιξαν σε αυτή διάσημα πρόσωπα και πολεμικά σώματα της αρχαιότητας, αλλά και για έναν άνθρωπο της νεότερης εποχής για τον οποίο αξίζει να μάθουμε περισσότερα: Τον σπουδαίο «άγνωστο» Παναγιώτη Σταματάκη, τον ανασκαφέα της Χαιρώνειας.
«Με τη μάχη της Χαιρώνειας, ο Φίλιππος, ουσιαστικά, επιβάλλεται στις ελληνικές πόλεις. Εδραιώνει την ήδη σημαντική του κυριαρχία στα ελληνικά πράγματα και αφού αναγνωρίζεται από τους ηττημένους, πλέον, Έλληνες και τους συμμάχους του ως Ηγεμών στο Συμπόσιο της Κορίνθου, θέτει σε δράση το σχέδιό του. Ένα παλαιό σχέδιο που απεργάζονταν οι ελληνικές πόλεις: αυτό της εκστρατείας κατά των Περσών και του κινδύνου που αντιπροσώπευαν. Ο Αθηναίος Ισοκράτης είχε ήδη καλέσει τον Φίλιππο να αναλάβει την ηγεσία της μάχης, αλλά η μάχη της Χαιρώνειας είναι αυτή που του δίνει το νομικό και πολιτικό πάτημα ώστε να την αναλάβει. Φυσικά, όπως ξέρουμε, η δολοφονία του δύο χρόνια μετά τη μάχη θα φέρει τον Αλέξανδρο στη βασιλεία, άρα και στην ηγεσία της εκστρατείας», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Π. Ιωσήφ. Και συνεχίζει ως προς την ευρύτερη σημασία της μάχης με την οποία οι Μακεδόνες γίνονται οριστικά κυρίαρχη δύναμη στην Ελλάδα και την ανατολική Μεσόγειο:
«Ουσιαστικά, λοιπόν, η μάχη της Χαιρώνειας ανοίγει τον δρόμο για την κατάκτηση, αρχικά του βασιλείου των Αχαιμενιδών βασιλέων της Περσίας κι εν συνεχεία, των εσχατιών της τότε Οικουμένης. Είναι η μάχη που θα επιτρέψει στον ελληνικό κόσμο, οδηγούμενο από τη φιλοδοξία του Φιλίππου και κυρίως του Αλεξάνδρου, να γίνει κυρίαρχος όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά να φτάσει μέχρι τα ανατολικά του σημερινού Πακιστάν. Ως συνέπεια της μάχης, δημιουργείται αυτό που ονομάζουμε ο ελληνιστικός κόσμος, ένας νέος κόσμος όπου κυριαρχεί η Κοινή ελληνική γλώσσα, ανθίζουν οι τέχνες και τα γράμματα γύρω από τις μεγάλες βασιλικές αυλές της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας ή της Περγάμου. Είναι μια περίοδος απαράμιλλου πλούτου, ειδικά για τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας. Είναι αυτή η περίοδος κατά την οποία οι τεράστιες “αδρανείς” ποσότητες πολύτιμων μετάλλων στα θησαυροφυλάκια των Περσών βασιλέων βρίσκουν τον δρόμο προς τις “αγορές”. Τέλος, και μεταξύ των μυριάδων πραγμάτων που θα μπορούσε να πει κανείς για τον κόσμο που άνοιξε με τη μάχη της Χαιρώνειας, αξίζει να πούμε ότι έμοιαζε πάρα πολύ με τον δικό μας: ήταν ένας κόσμος απολύτως διασπασμένος μεταξύ μικρότερων ή μεγαλύτερων βασιλείων, πόλεων και Κοινών, αλλά ταυτοχρόνως, κι ένας κόσμος παγκοσμιοποιημένος κι ευρύς. Ήταν ένας κόσμος για έναν νέο άνθρωπο, όπως ακριβώς τον περιγράφει ο Όμηρος: έναν άνθρωπος που “Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές” (Όμηρος, Οδύσσεια Α, 3)».
Υπήρχε –ρωτήσαμε– περίπτωση ένας τόσο καλά οργανωμένος στρατός, με καινοτόμα όπλα και τακτικές, όπως αυτός των Μακεδόνων, να χάσει τη μάχη; «Βεβαίως. Μια μάχη έχει πάντοτε έναν αστάθμητο παράγοντα, έναν δαίμονα, όπως τον ονομάζει ο Δημοσθένης: την Τύχη. Σε αυτήν, άλλωστε, αποδίδει ο Αθηναίος πολιτικός την ήττα. Από την άλλη πλευρά, όμως, η τυχαιότητα της έκβασης της μάχης γίνεται πιο αντιληπτή μέσα από τα λόγια του ίδιου του Φιλίππου. Μας πληροφορεί ο Πλούταρχος ότι αμέσως μετά τη μάχη, κι αφού έχει γιορτάσει και ειρωνευτεί τον Δημοσθένη, ο βασιλιάς ανατρίχιασε με την ικανότητα του ρήτορα που τον ανάγκασε να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή και τη βασιλεία του στο διάστημα μίας και μόνο ημέρας. Ουσιαστικά, όμως, η σύγκρουση μεταξύ των δύο αριθμητικά ισοδύναμων σχεδόν στρατών δύσκολα θα μπορούσε να γείρει υπέρ των συμμαχικών δυνάμεων των ελληνικών πόλεων του Νότου. Ο μακεδονικός στρατός ήταν επαγγελματικός, αφού ο Φίλιππος είχε φροντίσει, ήδη από την άνοδό του στην εξουσία, να προχωρήσει σε βαθιά μεταρρύθμισή του, να εισάγει νέα όπλα και τακτικές κάνοντας σημαντική χρήση του ιππικού. Οι συνεχείς εκστρατείες δε κατά των βόρειων εχθρών της Μακεδονίας είχαν σκληραγωγήσει και εκπαιδεύσει τη μακεδονική φάλαγγα καθιστώντας της το απόλυτο όπλο της εποχής», απαντά ο συνομιλητής του ΑΠΕ-ΜΠΕ, που επισημαίνει κι έναν ακόμα λόγο υπεροχής των Μακεδόνων.
«Οι οικονομικοί συσχετισμοί μεταξύ των δύο αντιπάλων ήταν σαφέστατα υπέρ των Μακεδόνων. Οι πόροι και ο πλούτος του Φιλίππου είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος αυτού των αντιπάλων του, όπως θα υποστηρίξω και σε ανακοίνωση που ετοιμάζω στο πλαίσιο του συνεδρίου που θα διοργανώσουμε με την ευκαιρία της έκθεσης. Κι εδώ θα ήθελα να τονίσω ότι είναι πρόθεσή μας να συνδυάζουμε τις εκθέσεις μας με ένα καθαρά αρχαιολογικό και ερευνητικό κομμάτι, έτσι ώστε όλη η έρευνα που απαιτεί το στήσιμο μιας έκθεσης να έχει αντίκτυπο όχι μόνο μέσα από τον κατάλογο, αλλά και από τα πρακτικά ενός επιστημονικού συνεδρίου», υπογραμμίζει.
Η κουβέντα δεν θα μπορούσε να μην περιστραφεί και γύρω από τον Μεγάλο Αλέξανδρο και τον ρόλο του στη μάχη. «Ο Αλέξανδρος είναι 18 ετών, είναι σχεδόν στην ηλικία κατά την οποία ο πατέρας του ολοκλήρωσε την τριετή ομηρεία του στη Θήβα. Και αναλαμβάνει, σύμφωνα με τις πηγές, τη διοίκηση του αριστερού κέρατος της μακεδονικής παράταξης συνοδευόμενος από πολύπειρους στρατηγούς του Φιλίππου, μεταξύ αυτών και τον Αντίπατρο. Σύμφωνα με το σχέδιο που είχε καταστρώσει ο Φίλιππος, στον Αλέξανδρο έμελλε να αντιμετωπίσει το πλέον επίλεκτο σώμα του αντιπάλου: τον Ιερό Λόχο των Θηβαίων. Και έφερε σε πέρας την αποστολή του, καθώς εξουδετέρωσε μέχρι ενός τους αήττητους μέχρι τότε αντιπάλους του», αναφέρει ο επιμελητής του ΜΚΤ, που απαντά επίσης γιατί η έκθεση μας επιτρέπει να «αγγίξουμε» αρχαιολογικά τον μεγάλο βασιλιά, όσο ποτέ και πουθενά αλλού στον τόπο και τον χρόνο (όπως αναφέρει σχετικό δελτίο Τύπου του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης).
«Γιατί “αγγίζουμε” τον Αλέξανδρο; Καλή ερώτηση. Ο Αλέξανδρος είναι “παντού και πουθενά” στην ελληνική αρχαιότητα: Οι γραπτές πηγές που τον αφορούν είναι πολύ μεταγενέστερες, δεν έχει βρεθεί ο τάφος του, ενώ οι πόλεις που ίδρυσε φέρουν βαρύ το φορτίο των Διαδόχων του. Στη Χαιρώνεια, όμως, βρίσκουμε τα οστά και τα όπλα εκείνων που πολέμησαν δίπλα του, αυτών που δέχθηκαν τις εντολές του εκείνο το πρωινό των αρχών του Αυγούστου. Τα σώματα των εχθρών, κάποιοι από τους οποίους έπεσαν, ίσως, από το δικό του όπλο. Είναι, φυσικά, κρίμα να τον “αγγίζουμε” αρχαιολογικά σε ένα πεδίο μάχης με τη βιαιότητα που αυτό συνεπάγεται», επισημαίνει ο Π. Ιωσήφ.
Στη Χαιρώνεια, κάτω από το γνωστό μνημείο του Λέοντα (πολυάνδριο), βρίσκονται θαμμένοι 254 Θηβαίοι ιερολοχίτες. Ο Ιερός Λόχος των Θηβών, μια από τις πιο φημισμένες πολεμικές μονάδες της αρχαιότητας, έμελλε να εξολοθρευτεί άγρια στη μάχη της Χαιρώνειας. «Ο Ιερός Λόχος είναι μια πολύ εξαιρετική και ιδιαίτερη περίπτωση. Όπως και ο Αλέξανδρος θα έλεγα, είναι θύμα της φήμης του. Έχουμε ελάχιστες αναφορές σε αυτόν στις αρχαίες πηγές, γνωρίζουμε λίγα πράγματα για την οργάνωση και τις τακτικές του. Ξέρουμε όμως ποιοι τον ίδρυσαν, πώς τον εκπαίδευσαν, βάσει ποιας φιλοσοφίας και πού ήταν νικηφόρος. Συγκροτήθηκε, λοιπόν, από τον Γοργίδα λίγο μετά την απομάκρυνση της σπαρτιατικής φρουράς από τη Θήβα και έφτασε στην ακμή του υπό τη διοίκηση των Πελοπίδα κι Επαμεινώνδα. Δημιουργήθηκε με βάση τις αρχές της πλατωνικής φιλοσοφίας, όπως περιγράφεται στο Συμπόσιο και εκπαιδεύτηκε στο δημόσιο γυμνάσιο της πόλης. Ένα επίλεκτο σώμα 300 πολιτών σε ζεύγη. Ήταν εκείνο το σώμα που νίκησε τους μέχρι τότε αήττητους Σπαρτιάτες στα Λεύκτρα και τη Μαντίνεια και ηγήθηκε της θηβαϊκής κυριαρχίας για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες στην Ελλάδα. Ο τελευταίος χορός τους έμελλε να πραγματοποιηθεί στη Χαιρώνεια, απέναντι στον Αλέξανδρο», τονίζει.
Η αναφορά στον ανασκαφέα του πολυανδρίου, Παναγιώτη Σταματάκη, το χειρόγραφο ημερολόγιο του οποίου εκδόθηκε μόλις το 2022 από τον ΓΓ της Αρχαιολογικής Εταιρίας Β.Χ. Πετράκο και τη Βιβλιοθήκη της Εταιρείας, είναι περισσότερο από αναγκαία. «Ο Παναγιώτης Σταματάκης είναι ένας από τους πρωτοπόρους της ελληνικής αρχαιολογίας, της αρχαιολογίας γενικότερα, θα έλεγα. Ο ίδιος δεν ήταν αρχαιολόγος, είχε πραγματοποιήσει, χωρίς ωστόσο να τις ολοκληρώσει, σπουδές Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ως απόστολος της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανέσκαψε πλήθος άγνωστων αρχαιολογικών θέσεων, δημιούργησε αρχαιολογικές συλλογές και ίδρυσε μουσεία, ενώ έσωσε πλήθος αρχαιοτήτων από τους λαθρανασκαφείς και εκείνους τους αρχαιολόγους που εφήρμοζαν λιγότερο επιστημονικές πρακτικές», σημειώνει ο συνομιλητής του ΑΠΕ-ΜΠΕ για τον υποδειγματικό «αρχαιολόγο» που έφυγε πρόωρα, αφήνοντας πίσω του τεράστιο έργο.
«Στον Σταματάκη ανατέθηκε το έργο της ανασκαφής του Λέοντα στη Χαιρώνεια, μιας θέσης γνωστής ήδη από τις αρχές του 19ου αι. όταν περιηγητές είδαν τα θραύσματα του πεσμένου μνημείου. Ο Σταματάκης ξεκίνησε να ανασκάπτει το μνημείο το 1879 ενόψει της αναστήλωσής του, και συνέχισε την ανασκαφή και την ολοκλήρωσε το 1880. Ήταν τόσο συστηματικός και λεπτομερής στην ανασκαφή και την καταγραφή των ευρημάτων του, που θα ζήλευε κι ένας σύγχρονος αρχαιολόγος. Αφού εντόπισε τον περίβολο, άρχισε να ανασκάπτει τους σκελετούς στο εσωτερικό του, να τους σχεδιάζει και να τους σχολιάζει λεπτομερώς. Οι ανατομικές του γνώσεις του επέτρεψαν να είναι ακριβής και λεπτομερής στην ταύτιση των τραυμάτων. Και μέσα από αυτές γινόμαστε κι εμείς μάρτυρες της βιαιότητας της μάχης. Ο Σταματάκης πέθανε πολύ πρόωρα από ελονοσία και δεν μπόρεσε να δημοσιεύσει τις εργασίες του. Τα ημερολόγια του χάθηκαν μεταξύ κληρονομιάς και λήθης, όπως πολύ ωραία το περιγράφει ο κ. Βασίλειος Πετράκος. Η πρόσφατη δημοσίευσή τους μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για το μνημείο, για τη μάχη, αλλά και για τον ίδιο τον Σταματάκη, έναν από τους αδικημένους πρωτεργάτες της αρχαιολογίας».
Υποπτευόμαστε ότι μια νέα ανασκαφή στον χώρο του πολυανδρίου, ίσως και κάπου αλλού εκεί κοντά, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον – κάτι που μας το επιβεβαιώνει και ο συνομιλητής μας. «Μακάρι η περιοχή της μάχης με τα μνημεία της, ας μην ξεχνάμε και τον μνημειώδη τύμβο των Μακεδόνων με τα υπολείμματα της τεράστιας πυράς, να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας με όλες τις σύγχρονες μεθόδους. Μια τέτοια έρευνα θα μας επιτρέψει να απαντήσουμε σε πλήθος ερωτημάτων γύρω από τη μάχη, την αρχιτεκτονική των μνημείων· γύρω από την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του», καταλήγει ο Π. Ιωσήφ στο ΑΠΕ-ΜΠΕ με αφορμή την έκθεση, που όπως όλα δείχνουν θα συγκινήσει, θα εκπαιδεύσει, αλλά και θα εκπλήξει.