Έκθαμβοι έμεναν οι Ρωμαίοι κατακτητές, όταν πρωτοαντίκριζαν ελληνικές πόλεις. Μετά την επικράτησή τους, τον 2o αι. π.Χ., αμύθητης αξίας καλλιτεχνήματα και άλλα αντικείμενα ξεριζώθηκαν από τους ελληνικούς τόπους και μεταφέρθηκαν σαν λάφυρα, για να κοσμήσουν χώρους των κατακτητών. Επί 70 χρόνια, μετέφεραν έργα τέχνης, μαζικά και ακόρεστα, μετατρέποντας τη Ρώμη σε ένα απέραντο μουσείο καλλιτεχνικών θησαυρών (σημ. 1).
Ο θαυμασμός, το δέος για τα κλασικά έργα τέχνης, αλλά και γενικότερα για τον ελληνικό πολιτισμό στο σύνολό του, ωθούσαν τους Ρωμαίους στην παραγωγή αντιγράφων των αυθεντικών έργων (σημ. 2). Εξαίρετες προτομές αρχαίων Ελλήνων επιφανών που θαυμάζουμε στα μουσεία δεν είναι παρά αντίγραφα των αυθεντικών ορειχάλκινων ανδριάντων. Επί ρωμαϊκής κατοχής, Έλληνες γλύπτες κατασκεύαζαν προτομές κατά παραγγελία Ρωμαίων που επιθυμούσαν να διακοσμούν τους χώρους τους με αντίγραφα των αυθεντικών έργων.
Τα χάλκινα πρωτότυπα αγάλματα χάθηκαν δυστυχώς στην πλειονότητά τους εξαιτίας της επαναχύτευσης του χαλκού. Έλιωσαν χιλιάδες αριστουργήματα και τα μετέτρεψαν σε όπλα, νομίσματα, σκεύη κ.λπ. Τα 9/10 περίπου των έξοχων χάλκινων δημιουργημάτων που εκτίθενται σήμερα σε μουσεία προέρχονται από ναυάγια πλοίων, όπως ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, οι Πολεμιστές του Ριάτσε κ.ά. Ένα απλό παράδειγμα: Η μανία των σταυροφόρων, το 1204, να λεηλατήσουν τα χάλκινα αρχαία αγάλματα που κοσμούσαν τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης περιγράφεται από αυτόπτη μάρτυρα: «Οι του καλού ανέραστοι ούτοι βάρβαροι», γράφει ο Νικήτας Χωνιάτης, τεμάχιζαν πολλά αριστουργήματα, όπως την Ήρα ή τον Ηρακλή Τριέσπερο, ονομαστά έργα του Λύσιππου, και τα έλιωναν να γίνουν κέρματα (σημ. 3).
Η σχεδόν βιομηχανική παραγωγή αντιγράφων επί ρωμαϊκής κυριαρχίας μάς άφησε ορισμένες γλυπτές μορφές αρχαίων προσωπικοτήτων απαράμιλλης τέχνης. Τα εξαιρετικής ποιότητας αντίγραφα ήταν δημιουργήματα κορυφαίων Ελλήνων γλυπτών, οι οποίοι, παράλληλα με τις άλλες δημιουργίες τους, δέχονταν παραγγελίες από αυτοκράτορες και άλλους Ρωμαίους άρχοντες για την κατασκευή αντιγράφων, αμειβόμενοι αδρά. Διέθεταν καλούπια, αντίγραφα και σχέδια των πρωτότυπων (σημ. 4). Είχαν και την τεράστια πείρα αιώνων. Άλλωστε, αυθεντικοί ανδριάντες επιφανών ήταν ακόμη στημένοι στην Αθήνα (σημ. 5). Τα καλύτερα αντίγραφα των αγαλμάτων επιφανών του πνεύματος δημιουργήθηκαν κατά το πλείστον στα κορυφαία αθηναϊκά εργαστήρια γλυπτικής (σημ. 6) (εικ. 13).
Εφόσον ένα γλυπτό πορτρέτο ανταποκρινόταν στην αληθινή εμφάνιση ενός επιφανούς, η ζωγραφική αναπαράσταση του γλυπτού αποτελεί προσέγγιση της πραγματικής μορφής του. Από τα πιο ακριβή και ευαίσθητα αντίγραφα προέκυψαν οι ζωγραφικές αναπαραστάσεις που εκπόνησα, ξεκινώντας από το έτος 2010. Ήταν μια ιδέα της γράφουσας, την οποία ακολούθησαν καλλιτέχνες του εξωτερικού κυρίως με ψηφιακή τεχνική.
Κάθε αναπαράσταση που δημιούργησα δεν αφορά την απλή μεταφορά μιας γλυπτής κεφαλής σε ζωγραφική εικόνα. Η προσέγγιση του σκεπτικού και του στόχου των αρχαίων καλλιτεχνών απαιτούσε επιλογή και σπουδή των πιστότερων και πλέον ευαίσθητων αντιγράφων του αγάλματος κάθε προσωπικότητας, καθώς και μελέτη των καλλιτεχνικών ρευμάτων κάθε εποχής, σε μια πορεία τεσσάρων αιώνων (από τον 5ο έως τον 2ο αι. π.Χ.). Κύριο μέλημά μου για κάθε φυσιογνωμία ήταν η προσέγγιση της έκφρασης: Οι αρχαίοι Έλληνες γλύπτες δεν περιορίζονταν να αντιγράφουν μόνο τα εξωτερικά γνωρίσματα μιας μορφής. Με ασύγκριτη εκφραστικότητα εξύψωναν τον χαρακτήρα, τον ψυχισμό, την πνευματική δύναμη και τη στάση ζωής τους. Προέβαλλαν το «εντός άγαλμα» – εκείνο που οι επιφανείς λάξευαν, πνευματικά, σε όλη τη διάρκεια του βίου τους. Οι καλλιτέχνες στόχευαν να εικονίσουν το όλον της προσωπικότητας (σημ. 7).
Οι ομοιότητες που παρατηρούνται μεταξύ των φυσιογνωμιών αρχαίων και σύγχρονων Ελλήνων (εικ. 1) αποτελούν δεδομένο που συμπλέει με σύγχρονες μελέτες Γενετικής, οι οποίες απέδειξαν τη γενετική μας συνέχεια με τους αρχαίους Έλληνες, σε μεγάλο βαθμό (σημ. 8).
*
Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε χαρακτηριστικές γλυπτές μορφές επιφανών, προσπαθώντας να προσεγγίσουμε το σκεπτικό και τον στόχο των αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών, της μεγαλειώδους πορείας της αρχαίας προσωπογραφικής γλυπτικής, από τον 5ο έως τον 2ο αι. π.Χ.
Φυσιογνωμίες Προσωκρατικών φιλοσόφων δεν διασώθηκαν, ατυχώς.
Κάποια ρεαλιστικά χαρακτηριστικά αρχίζουν να εμφανίζονται στους ανδριάντες, περί τις αρχές του 5ου αι. π.Χ., με ολοένα αυξανόμενη και εντυπωσιακή ακρίβεια, στη διάρκεια των επόμενων αιώνων – συνδυαζόμενα πάντα με ιδεαλιστικά (δηλαδή, με εκείνα που δεν παρουσιάζουν ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά, αλλά υπόκεινται σε έναν γενικό τύπο) (σημ. 9).
Τον 5ο αιώνα, η καλλιτεχνική δημιουργία χαρακτηρίζεται από το ηθικό επίπεδο των έργων. Η αισθητική εμφάνιση αποτελεί μία έκφραση ηθικής αξίας (σημ. 10). Τα τιμητικά αγάλματα ήταν στημένα σε πολυσύχναστα μέρη και οι εικονιζόμενοι αποτελούσαν παραδείγματα προς μίμηση. Όπως, αντίστοιχα, το αρχαίο δράμα δίδασκε.
Περικλής (495-429 π.Χ.) (εικ. 2): Αθηναίος πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός του 5ου αι. π.Χ., του «Χρυσού Αιώνα». Οδήγησε την πόλη του στη μεγαλύτερη ακμή της ιστορίας της. Η ιδεαλιστική μορφή της προτομής του Περικλή (Μουσεία του Βατικανού) εμφανίζει μόλις κάποια προσωπικά χαρακτηριστικά. Αποπνέει αίσθηση πληρότητας.
Πίνδαρος (512-438 π.Χ.) (εικ. 3): Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., στήθηκε ο ανδριάντας του μεγαλύτερου λυρικού ποιητή Πίνδαρου, ενόσω εκείνος ζούσε. Αποτελεί μια από τις πρώιμες ελληνικές προσωπογραφίες (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης) (σημ. 11). Παρουσιάζεται με προσωπικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά και αίσθηση ικανοποίησης. Ρυτίδες σκέψης κοσμούν το μέτωπο. Η κόμμωσή του είναι αριστοκρατική. Φαίνεται πως γύριζε τη γενειάδα στο κάτω μέρος της, ώστε να μην τον εμποδίζει στο παίξιμο της λύρας (σημ. 12).
Τις επόμενες δεκαετίες, στα αγάλματα των επιφανών του πνεύματος, οι αρχαίοι Έλληνες γλύπτες επιθυμούσαν να εκφράζουν τη σκέψη και την ισχύ του νου, με ηθική εξύψωση.
Αλλά με ποια τεχνική επιτυγχάνεται αφενός η συγκέντρωση σκέψης και αφετέρου το ήθος στο εικονιζόμενο πρόσωπο; Παραθέτουμε παραδείγματα:
Ηρόδοτος (484-430 π.Χ.) (εικ. 4): Ο πρώτος ιστορικός της αρχαιότητας έζησε τον «Χρυσό αιώνα». Το δεξί του φρύδι σχεδιάστηκε να χαμηλώνει, καμπυλώνοντας προς την εσωτερική μεριά, να αγγίζει σχεδόν το μάτι. Το άλλο, το αριστερό φρύδι του, διαφορετικού σχήματος, σχεδιάστηκε σαν γεφύρι. Τα δύο ανόμοια σχήματα φρυδιών, με αυτόν τον τρόπο, συνθέτουν δύο διαφορετικές εκφράσεις: Με το δεξί του μάτι ο Ηρόδοτος εικονίζεται σκεπτόμενος, ερευνητικός, και με το αριστερό αποπνέει μια καλοσύνη και ένα ήθος (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη).
Θουκυδίδης (460-399 π.Χ.) (εικ. 5): Το σκεπτικό για την απόδοση της έκφρασης του Ηρόδοτου ισχύει και για τον εξέχοντα ιστορικό Θουκυδίδη, που έζησε τον 5ο αι. π.Χ. Το δεξί του φρύδι εσωτερικά (κοντά στη μύτη) πλησιάζει το μάτι. Ενώ το αριστερό, είναι σχεδιασμένο ψηλότερα, προσδίδοντας αίσθηση στοχασμού και ηθικού κύρους (Holkham Hall στο Νόρφολκ).
Λυσίας (459-377 π.Χ.) (εικ. 6): Ο λόγος του ρήτορα Λυσία χαρακτηρίστηκε «άριστος κανόνας της αττικής γλώσσας» (σημ. 13). Το δεξί φρύδι του, χαμηλωμένο κατάλληλα, δημιουργεί την εντύπωση μιας έντασης στη σκέψη (Μουσεία του Καπιτωλίου, Ρώμη).
Σωκράτης (470-399 π.Χ.) (εικ. 7): Οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι στόχευαν στην ερμηνεία του φυσικού κόσμου, ως συνόλου. Μετά τον Σωκράτη, η αναζήτηση μετατοπίστηκε στην ανάλυση της ανθρώπινης συνείδησης και νόησης. Ήταν Αθηναίος. Υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές της φιλοσοφικής διαλεκτικής. Δίδαξε τον ορισμό των εννοιών, που έδινε τη δυνατότητα προσέγγισης της ουσίας των πραγμάτων (σημ. 14). Η εικόνα του ήθους, της σεμνότητας και η εξατομίκευση της μορφής των μετέπειτα αγαλμάτων των διανοητών είχε επηρεαστεί από την αγαλματική απεικόνιση του φιλόσοφου Σωκράτη, σημειώνει ο R.R.R. Smith (σημ. 15).
Στην κεφαλή του αγάλματός του παρατηρούμε, όπως και στα προηγούμενα παραδείγματα, τη διαφορετική σχεδίαση φρυδιών, με τον ίδιο στόχο: Το δεξί του μάτι εκφράζει τη σοβαρή και κριτική σκέψη, ενώ το αριστερό, χαλαρό, την καλοσύνη, τη σεμνότητα, το ήθος (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης) (εικ. 8).
Στην ερώτηση επομένως: «Νοείται σοβαρή σκέψη δίχως ήθος;». Προφανώς δεν νοείται. Η απάντηση είναι σκαλισμένη, θα λέγαμε, στα πρόσωπα ελληνικών αγαλμάτων που εκπροσωπούν τη Σκέψη.
Οι αρχαίοι Έλληνες γλύπτες σχεδίαζαν τους επιφανείς φιλοσόφους και ποιητές ως πνευματικούς εκπροσώπους των αξιών της Πόλης, για να εκφράσουν τη δύναμη που προέρχεται από την πνευματική και ηθική υπεροχή.
Πλάτων (429-347 π.Χ.) (εικ. 9): Αθηναίος φιλόσοφος. Ο πλατωνικός διάλογος (σημ. 16) συγκαταλέγεται στα κορυφαία επιτεύγματα του αρχαίου έντεχνου λόγου. Στην ιδανική Πολιτεία του η εκπαίδευση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα και η αρετή της δικαιοσύνης εξαρτάται από την αρετή των κυβερνητών (σημ. 17). Κορυφαία σύλληψη η Θεωρία των Ιδεών, έχει εκμεταλλευτεί τη σχέση μαθηματικών και φιλοσοφίας (σημ. 18).
Ένα επόμενο στάδιο απόδοσης της σκέψης στις προσωπογραφίες των φιλοσόφων, μετά τις αρχές του 4ου αι. π.Χ., χαρακτηρίζεται από βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο. Όπως στην περίπτωση του Πλάτωνα. Ο φιλόσοφος παρουσιάζεται σαν ισχυρή, αυστηρή προσωπικότητα, βυθισμένη σε σκέψεις (Μουσείο της Κοπεγχάγης). Παρατηρούμε και τα δύο του φρύδια να σμίγουν, χαμηλωμένα προς τη μύτη. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται έκφραση εμβρίθειας… Στο εξής, οι βαθιές ρυτίδες σκέψης στο μέτωπο χαρακτήριζαν τους φιλοσόφους και τους διέκριναν από τους ποιητές, τους ρήτορες, και άλλους επιφανείς του πνεύματος.
Η Σκέψη θεωρείται σκληρή εργασία, που απαιτεί τεράστια προσωπική προσπάθεια και συγκέντρωση. Αποτελεί Αρετή (σημ. 19). Οι Αιγύπτιοι, πολύ παλαιότερα, παρουσίαζαν γλυπτά (όπως της Νεφερτίτης, τον 14ο αι. π.Χ.) με φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά (εικ. 10), αλλά στην ελληνική Τέχνη προβάλλεται στις μορφές η Σκέψη ως Αρετή.
Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) (εικ. 11): Γεννήθηκε στη Χαλκιδική. Το τεράστιο, πολυσχιδές έργο του τον έχει αναδείξει ως το πιο θεωρητικό πνεύμα όλων των εποχών (σημ. 20). Η διδασκαλία του για την κίνηση δεν ξεπεράστηκε, παρά μετά τον 17ο αιώνα (σημ. 21). Ίδρυσε την Περιπατητική Σχολή στην Αθήνα. Η βιβλιοθήκη της αποτέλεσε πρότυπο για τις βιβλιοθήκες Αλεξάνδρειας και Περγάμου. Υπήρξε ο πρώτος που έκανε την ποίηση αντικείμενο συστηματικής έρευνας (σημ. 22).
Μια γενιά μετά τη δημιουργία του ανδριάντα του Πλάτωνα, στήθηκε στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. στην Αθήνα ο ανδριάντας του μαθητή του, του μεγάλου φιλόσοφου Αριστοτέλη. Έργο πιθανώς του Λύσιππου, ο οποίος με ειδική τεχνική αποτύπωνε στις γλυπτές φυσιογνωμίες ακόμη και λεπτές ρυτίδες, και τις παραμικρές λεπτομέρειες. Ο δημιουργός του έργου αυτού είχε την ικανότητα να συλλαμβάνει «ένα ήθος, που χαρακτηριζόταν κυρίως από στοχαστική συγκέντρωση και εσωτερική ένταση» (σημ. 23). Στο πρόσωπο του κορυφαίου φιλόσοφου κατάφερε ο κορυφαίος γλύπτης να προεκβάλει όχι απλώς τη σκέψη, αλλά ένα φιλοσοφικό βάθος (Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, Βιέννη).
Κεφαλή από επιτύμβιο (μέσα 4ου αι. π.Χ.) (εικ. 12): Ζωγραφική αναπαράσταση μιας αυθεντικής μαρμάρινης κεφαλής, από επιτύμβιο (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών). Η εκφραστική δύναμη στα πρόσωπα και στα σώματα των αγαλμάτων έχει αρχίσει να εμπλουτίζεται ολοένα και περισσότερο από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., σύμφωνα με τον J. Bergemann, κατά τον οποίο «μία λεπτομερής προσέγγιση στα χαρακτηριστικά των προσώπων των αγαλμάτων απαντά πρώτα στα ταφικά μνημεία» (σημ. 24).
Περί τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. (Ελληνιστική εποχή), παρατηρείται ένα ακόμη μεγαλειώδες άλμα στην τέχνη της γλυπτής προσωπογραφίας: Η αξεπέραστη ευαισθησία και η αξιοθαύμαστη ποικιλία των ψυχολογικών εκφράσεων.
Κάθε ανδριάντας φιλοσόφου αποτελεί μια «οπτική βιογραφία του» (σημ. 25). Η έκφραση του προσώπου, η στάση του σώματος, το είδος του καθίσματος, της γενειάδας, της κόμης και του ενδύματος κάθε φιλοσόφου, χαρακτηρίζουν οπτικά τη διδαχή και τη στάση της ζωής του. Είναι ολοφάνερες οι διαφορές στην παρουσίαση μεταξύ Κυνικών, Στωικών και Επικούρειων φιλοσόφων, ακόμη και μεταξύ Επίκουρου και Επικούρειων. Ο μυημένος θεατής αντιλαμβανόταν τη Σχολή του φιλόσοφου και τι ξεχωριστά εκείνος πρέσβευε.
Κυνικοί φιλόσοφοι
Οι Κυνικοί πιστεύουν πως οι αξίες της κοινωνίας είναι πλαστές. Η ψυχική–σωματική άσκηση, η αυτάρκεια και η αρετή (που εκφράζεται με έργα και όχι με λόγια) ελευθερώνουν τον άνθρωπο από τα δεσμά των συμβάσεων. Καταδικάζουν τη δεισιδαιμονία, την έννοια της Θείας Πρόνοιας. Οι Κυνικοί, προκλητικά, ζούσαν με απόλυτα λιτό τρόπο (σημ. 26).
Η όψη των Κυνικών, χαρακτηριστικά, αποτελούσε πρόκληση προς τον καθωσπρεπισμό. Τα αγάλματά τους εκφράζουν την ατημέλητη, την ενοχλητική εμφάνιση και την επιθετική, κριτική στάση τους.
Αντισθένης (445-360 π.Χ.) (εικ. 13): Ο Αντισθένης, μαθητής του Σωκράτη και ιδρυτής του κινήματος των Κυνικών φιλοσόφων, εικονίζεται σε ένα αντίγραφο δημιουργημένο από τον Φυρόμαχο τον Αθηναίο, το 230 π.Χ. περίπου (Μουσεία του Βατικανού) (σημ. 27). Παρουσιάζεται αντισυμβατικός, με βαθιές ρυτίδες ενός στοχαστή. Σαν ανεξάρτητο άτομο, που μπορεί «να αμφισβητεί και να αντιμετωπίζει τον συνομιλητή ή να τον διδάσκει, με σθένος» (σημ. 28). Η τριγωνική μορφή της περιποιημένης γενειάδας υπογραμμίζει τη σοβαρότητα της φιλοσοφίας του. (Συνήθως, ο τύπος της γενειάδας είναι δηλωτικός της θεώρησης του φιλόσοφου.) Κοιτά επιφυλακτικά, λίγο ειρωνικά τον θεατή. Κόμη αχτένιστη και μακριά. Μοιάζει να του λείπουν αρκετά δόντια! «Μία σφριγηλή εικόνα της ηθικής φιλοσοφίας», σύμφωνα με τον R.R.R. Smith (σημ. 29).
Ο Κυνικός του Καπιτωλίου (περ. μέσα 3ου αι. π.Χ.) (εικ. 14): Ο ανδριάντας αυτού του άγνωστου κυνικού φιλόσοφου (Μουσεία του Καπιτωλίου, Ρώμη) αποτελεί επίτευγμα της γλυπτικής προσωπογραφικής τέχνης. Μια προσωποποίηση της μομφής αν όχι της χλεύης. Το πρόσωπό του χαρακτηρίζεται από μία σύνθετη έκφραση: Η δεξιά του πλευρά αποδίδεται ειρωνική, περιπαιχτική, σαν να αντικρίζει έναν κάπως ανόητο, όσο και απροετοίμαστο θεατή. Η άλλη πλευρά τρικυμισμένη, περιφρονητική, με ετοιμότητα αγριμιού, μοιάζει αποφασισμένη να ξεσκεπάσει άμεσα μια σκοτεινή κατάσταση του θεατή και να τον φέρει, ανελέητα, προ των ευθυνών του. Μια σύσπαση στη δεξιά πλευρά του στόματός του θυμίζει το τράβηγμα των μυών του αγριεμένου κυνός (του σκύλου – Κυνικός φιλόσοφος) (σημ. 30).
Διογένης (412-323 π.Χ.) (εικ. 15): Οι διαρκώς μετακινούμενοι Κυνικοί εικονίζονται συχνότερα σε όρθια στάση. Ο Διογένης δίδασκε να αποκηρύσσονται όλα τα υλικά αγαθά, ως προϋπόθεση για μια πραγματική ανεξαρτησία και πνευματική ελευθερία. «Τα άλλα σκυλιά δαγκώνουν τους εχθρούς τους. Εγώ δαγκώνω τους φίλους μου, για να τους σώσω», έγραφε (σημ. 31).
Σοβαρή εμφανίζεται η κεφαλή του φιλόσοφου (αγαλματίδιο, περ. 200 π.Χ., Villa Albani, Ρώμη). Η όψη του ασταθούς, ολόγυμνου γεροντικού σώματος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την έννοια κάθε ωραιοποίησης, τονίζοντας ταυτόχρονα και την απόλυτη λιτότητα του τρόπου ζωής του Διογένη, μέχρι το τέλος (σημ. 32).
Στωικοί φιλόσοφοι
Οι Στωικοί εισάγουν την προοπτική μιας αυστηρής συστηματοποίησης, συνοδευόμενης από μία οντολογία, που είναι κατ’ ουσίαν θεολογία (σημ. 33). Η στωική ηθική, όπως διαμορφώθηκε από τον Χρύσιππο (εικ. 16, αριστερά), αγγίζει τα όρια της χριστιανικής ηθικής (σημ. 34).
Ζήνων εκ Κύπρου (333-261 π.Χ.): Η κεφαλή του Ζήνωνος εκ Κύπρου (εικ. 16, δεξιά, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης) εικονίζεται με χαρακτηριστικά βαθιές ρυτίδες σκέψης στο μέτωπο.
Χρύσιππος (280-206 π.Χ.): Στο μνημείο του (εικ. 17, Μουσείο του Λούβρου), αναπαραστάθηκε σαν ένας γέροντας καθιστός σε πέτρα (όχι σε κάθισμα) με ένα απλό ρούχο τυλιγμένο στο αδύναμο, ασθενικό σώμα του. Παρατηρούμε πόσο ασθενικά φαίνονται τα πόδια του. Η κεφαλή του, εντούτοις, κλίνει δυναμικά εμπρός και ελαφρά προς τα δεξιά, απευθυνόμενη σε φανταστικό συνομιλητή-αντίπαλο. Το αριστερό του χέρι βρίσκεται κάτω από το ιμάτιο, σφιγμένο σε γροθιά. Κοιτά στα μάτια έναν υποτιθέμενο θεατή, και με τα δάκτυλα προβάλλει επιχειρήματα (πρώτον, δεύτερον, τρίτον…) (σημ. 35). Δραματικά τονίζεται η αντίθεση μεταξύ της σωματικής φθοράς και μιας ακατανίκητης πνευματικής δύναμης. «Ο γλύπτης αφενός δημιούργησε μία εικόνα θριάμβου της νόησης πάνω στη σωματική καχεξία, αφετέρου πρόβαλε τη διαλεκτική άνεση, τις συλλογιστικές ικανότητες και τη συστηματοποίηση της στωικής διδασκαλίας, μέσω των οποίων ο Χρύσιππος στήριξε –και διέσωσε– τη Στωική Σχολή, τη Στοά» (σημ. 36).
Ολόκληρο το άγαλμα μετέδιδε μηνύματα στον θεατή. Σαν «ηθο-ποιός» – και με τις δύο έννοιες. Και με την έννοια του «ήθος ποιώ», αλλά και με εκείνη του ηθοποιού που ερμηνεύει έναν ρόλο: τον ρόλο της ζωής του. Με τον τρόπο αυτό ο έξοχος γλύπτης κατόρθωσε να αποδώσει βιογραφικά στοιχεία, φιλοσοφικές διδαχές και ψυχικά χαρακτηριστικά.
Αγάλματα φιλοσόφων όπως αυτό, Ελληνιστικής εποχής, συνομιλούσαν με το κοινό. Θεωρείται ως ένα από τα εκφραστικότερα αγάλματα της αρχαιότητας που έχουν διασωθεί (σημ. 37).
Επίκουρος και Επικούρειοι φιλόσοφοι
Επίκουρος (341-271 π.Χ.) (εικ. 18-19): Ο Επίκουρος ίδρυσε φιλοσοφική Σχολή, τον «Κήπο». Μεταμόρφωσε τον Δημοκρίτειο-Αριστιππικό ηδονισμό, συνδυάζοντάς τον με την Ατομική Φυσική (σημ. 38). Συνιστούσε αταραξία, αυτάρκεια, φιλία, φρόνηση και περισσότερο ηδονή – την οποία δεν ξεχώριζε από την ηθική.
Στα αγάλματά τους οι μεγάλοι δάσκαλοι παρουσιάζονται ως υποδείγματα, που έχουν ήδη πετύχει τον στόχο. Λειτουργούν ως υπενθύμιση για τις επόμενες γενιές και παραίνεση προς αυτές (εικ. 19).
Η καθιστή στάση του αγάλματος του Επίκουρου παρουσιάζει εσωστρεφή και σκεπτικό τον Δάσκαλο, με σκυμμένο το καλοχτενισμένο κεφάλι και βαθιές ρυτίδες τεταμένης σκέψης. Πρόσωπο μακρόστενο, γενειάδα χωρισμένη στη μέση. Η όλη μορφή, επιβλητική, αποπνέει ήθος.
Oι καθιστές μορφές των αγαλμάτων του Επίκουρου (Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, Abgubammlung) και των κυριότερων μαθητών του, Μητρόδωρου (Ny Carlsberg, Κοπεγχάγη) και Έρμαρχου (Αρχαιολογικό Μουσείο Φλωρεντίας) στήθηκαν όλες στη Σχολή τους, τον «Κήπο». Οι δάσκαλοι των φιλοσοφικών σχολών, γενικά, εικονίζονται καθιστοί. Εμφανίζουν τέτοια ομοιότητα μεταξύ τους, ώστε δίνουν την εντύπωση μιας Σχολής συνεκτικής, «σχεδόν υποταγμένης στις διδαχές του ιδρυτή της» (σημ. 39).
Όμως, ενώ ο Επίκουρος παρουσιάζεται σκεπτικός, τα πρόσωπα των Επικούρειων μαθητών χαρακτηρίζει μια κατακτημένη γαλήνη, μια «μακάρια ηρεμία» (αποφυγή πόνου και επίγειων δεσμεύσεων) (εικ. 20). «Αυτόν τον τύπο της μακάριας ηρεμίας θα χρησιμοποιήσουν οι καλλιτέχνες στην ύστερη Αρχαιότητα και οι αγιογράφοι στα πρόσωπα των αγίων του Βυζαντίου», γράφει ο R.R.R. Smith (σημ. 40). Όπως παρατηρεί ο P. Zanker: «Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, οξύνεται ο εικονογραφικός διαχωρισμός μεταξύ δασκάλου και μαθητών. Διατηρείται όμως η συνέχεια των εικόνων: Ο Χριστός εικονίζεται σαν δάσκαλος της Σοφίας, ενώ οι Απόστολοι, οι προφήτες, οι άγιοι εικονίζονται σαν διανοούμενοι» (σημ. 41).
Δημοσθένης (384-322 π.Χ.) (εικ. 21): Ο Δημοσθένης θεωρείται ως ο σημαντικότερος ρήτορας της αρχαιότητας. Οι λόγοι του είναι αληθινά μνημεία λόγου και άφθαστα δείγματα θάρρους και αγάπης για την ελευθερία (σημ. 42). Υπερασπιστής της Αθήνας και ορκισμένος εχθρός των Μακεδόνων. Όταν ο Μακεδόνας Αντίπατρος προήλαυνε προς την Αθήνα, προκειμένου να μην πέσει στα χέρια του εχθρού, ο Δημοσθένης αυτοκτόνησε (σημ. 43).
Έργο του μεγάλου γλύπτη Πολύευκτου, ο ανδριάντας του Δημοσθένη αποτέλεσε σταθμό στην προσωπογραφική τέχνη για την εκφραστική του δεινότητα. Ο ρήτορας (ρήτορας σήμαινε πολιτικός) στέκεται ανήσυχος, προβληματισμένος, απορροφημένος σε σκέψεις, αδιαπραγμάτευτος. Με ακραία πνευματική και ψυχική προσπάθεια. Εικονίζεται η θεληματικότητα και η αγωνιστικότητα. Αν και φαίνονται όλα αναπόφευκτα, εν τούτοις εκείνος μοιάζει να αναζητεί διέξοδο για την αθηναϊκή Πόλη και τον πολιτισμό της. «Η ψυχολογικά φορτισμένη εικόνα του Δημοσθένη διακηρύσσει, για πρώτη φορά, πως ένα γνήσιο επίτευγμα αποκτάται μετά από ακραία πνευματική και ψυχική προσπάθεια» (σημ. 44).
Πρόκειται για την εποχή του τέλους της πόλης-κράτους και ο Δημοσθένης υπήρξε μια τραγική μορφή στη στροφή της Ιστορίας (σημ. 45).
Η ζωγραφική αναπαράσταση προέκυψε έπειτα από μελέτη των αντιγράφων του αυθεντικού έργου του 3ου αι. π.Χ., τα οποία εκτίθενται σε Οξφόρδη, Λούβρο, Βατικανό, Νάπολη, Ny Carlsberg.
Μια αξιοσημείωτη κατηγορία αρχαίων προσωπογραφιών αποτελούν ορισμένα αντίγραφα κεφαλών αρχαίων διανοητών, που εικονίζονται με ηθελημένες, σημαίνουσες ασυμμετρίες (ανομοιότητες) μεταξύ των δύο πλευρών του προσώπου. Τα πρωτότυπα αρχαία ελληνικά αγάλματα δεν παρουσίαζαν πιθανώς τις ασυμμετρίες των αντιγράφων τους. Οι ασυμμετρίες των αντιγράφων είναι υπολογισμένες, δεν οφείλονται σε κακοτεχνία ή σε συνήθεις φυσικές διαφορές στα χαρακτηριστικά των προσώπων και φαίνεται πως σχεδιάστηκαν από γλύπτες της Ρωμαϊκής εποχής –που κατά κανόνα ήταν Έλληνες ή ελληνικής καταγωγής– κατόπιν παραγγελίας. Εν ολίγοις, οι καλλιτέχνες επιθυμώντας αφενός να παρουσιάσουν τα προσωπικά χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας των αρχαίων επιφανών, αφετέρου να εξυψώσουν την πνευματική υπεροχή τους, εικόνιζαν τη μια πλευρά της κεφαλής τους με τα προσωπικά τους χαρακτηριστικά, και την άλλη πλευρά με οφθαλμό ή και αυτί ελαφρώς μεγεθυμένα, ενίοτε σε μη «κανονική» θέση, καθώς εκείνοι έβλεπαν, άκουγαν και γενικώς νοούσαν, με διαφορετικό τρόπο από συνήθη άτομα (σημ. 46).
Παραδείγματα:
Από τα 20 περίπου αντίγραφα της κεφαλής του ανδριάντα του Αριστοτέλη, το καλύτερο, παρουσιάζει χαρακτηριστική ασυμμετρία (εικ. 22): Ενώ με τη δεξιά πλευρά του εμφανίζεται ένας συνήθης στην εμφάνιση άνθρωπος, ταυτόχρονα, η αριστερή πλευρά με ογκώδη τον βολβό του οφθαλμού δηλώνει μία διάνοια ξεχωριστή που συλλαμβάνει το Όλον… Άλλα παραδείγματα: Οι ποιητές Ησίοδος, Πίνδαρος, και Μένανδρος με εμφανείς διαφορές στις θέσεις, στα σχήματα και στα μεγέθη μεταξύ των ματιών (εικ. 23).
Οι γλύπτες που δημιουργούσαν αντίγραφα των κεφαλών διανοητών με ανομοιότητες ακολουθούσαν μια μακρά ελληνική παράδοση, η οποία διήρκεσε από την Αρχαϊκή έως και τη Βυζαντινή εποχή και συνδέεται με τον δυϊσμό:
Η αρχαϊκή Κόρη Ακρόπολης αρ. 674 (περ. 500 π.Χ.) παρουσιάζεται με ασύμμετρα μάτια: Το δεξί μάτι της, υψηλότερα από το αριστερό, έχει μεγαλύτερη την ίριδα και κοιτά πιο χαμηλά. Δεν πρόκειται για έλλειψη τεχνικής, δεδομένου ότι το υπόλοιπο πρόσωπο είναι άψογο και η περίτεχνη κόμμωση συμμετρική (εικ. 24). Ογκώδη αυτιά, εξοφθαλμία κ.ά., δίνουν επιπλέον αίσθηση διαφορετικής υπόστασης από συνήθη άτομα (σημ. 47).
Έντεκα αιώνες αργότερα, στη φορητή εικόνα Χριστός Παντοκράτωρ (6ος αι.) της Μονής Σινά (εικ. 25), έργο μεγάλου καλλιτέχνη όπως σημειώνει ο Κ. Μανάφης, το δισυπόστατο απεικονίζεται με δύο πρόσωπα, εκφράζοντας «…τη Θεία φύση του Χριστού» και «…την ανθρώπινη φύση του Θεανδρικού προσώπου» (σημ. 48). Ο δεξιός οφθαλμός του κοιτά εμάς, τους πιστούς (ή θεατές). Ο αριστερός οφθαλμός μεγαλύτερος –με μεγαλύτερη και την ίριδα– ατενίζει το Όλον (σημ. 49). Αριστερό αυτί και ρουθούνι βρίσκονται ψηλότερα από εκείνα της άλλης πλευράς: Αντιλαμβάνεται υψηλότερα.
Περί τα τέλη του 3ου αι. π.Χ., προέκυψαν οι φανταστικές απεικονίσεις των μεγάλων πνευματικών φυσιογνωμιών του παρελθόντος, από μία συγκεκριμένη ανάγκη: Κατά τον P. Zanker, λειτουργούσαν ως εικονίσματα και λατρευτικά αγάλματα σε μια μοναδική αποθέωση της παιδείας (σημ. 50). «Σε μια εποχή, όπου η δομή της ατομικής ταυτότητας άλλαζε και η αδυσώπητη δύναμη της Ρώμης διαφαινόταν στον ορίζοντα, αυτά τα πορτρέτα ήταν για τους Έλληνες οι κύριοι θεματοφύλακες της πολιτισμικής τους ταυτότητας». Η θέαση τέτοιων έργων, καθώς και η σπουδή εξαίρετων έργων των διανοητών του παρελθόντος «ασκούσε κατά μία έννοια τη συλλογική μνήμη και αποτελούσε πηγή σοφίας στην αναζήτηση σταθερών αξιών και σωστού προσανατολισμού στη ζωή».
Από τα έργα εκείνα, διασώθηκαν οι επινοημένες προσωπογραφίες του Όμηρου και του Ησίοδου.
Όμηρος (8ος αι. π.Χ.) (εικ. 26): Τα έπη του ασκούσαν πνευματική αγωγή, σαν ιερά κείμενα, με τα οποία γαλουχήθηκαν οι Έλληνες. «Είναι ο Δάσκαλος όλης της Ελλάδας… ο μεγαλύτερος ποιητής και ο πρώτος μεταξύ των τραγικών» (Πλάτων, Πολιτεία 10.606 Ε–607 A).
Σε ένα έργο υψηλής γλυπτικής τεχνοτροπίας, ο Όμηρος παρουσιάζεται σαν ευγενικός γέρων, μια σεβάσμια, ηρωική φυσιογνωμία. Τυφλός, όπως τον ήθελε η παράδοση, ψιθυρίζει στίχους με μισάνοιχτο στόμα. Μια «επινοημένη εικόνα της σοφίας» (σημ. 51). Η ζωγραφική αναπαράσταση προήλθε από μελέτη των μαρμάρινων αντιγράφων του αυθεντικού έργου του 2ου αι. π.Χ., που εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο και στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης (σημ. 52).
Ησίοδος (περ. 700 π.Χ.) (εικ. 27): Το έπος του Θεογονία αποτελεί μία κοσμογονία, καθώς οι θεοί αντιστοιχούν σε φυσικά στοιχεία και φαινόμενα (σημ. 53). Η θέση του μεγάλου ποιητή είναι οριακή ανάμεσα στην παλαιά, αμιγώς μυθική σκέψη και στον επερχόμενο φιλοσοφικό στοχασμό. Στο έργο του Έργα και Ημέραι για πρώτη φορά στην παγκόσμια λογοτεχνία υμνείται το έπος των ανθρώπων του μόχθου.
Η μορφή της επινοημένης κεφαλής αποτελεί ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα στην ιστορία της γλυπτικής προσωπογραφίας, δημιουργημένη στα 200 π.Χ. περίπου (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης) (σημ. 54).
Πρόκειται για μια «βιογραφική» φυσιογνωμία, που παραπέμπει και στα δύο μεγάλα έργα του Ησίοδου (σημ. 55). Ήταν αγρότης ο ποιητής. Κατάκοπος, κάθιδρος από τον μόχθο, μοιάζει να στρέφει το κεφάλι από κάποιο άκουσμα και προσπαθεί να συγκεντρωθεί, να συλλάβει κάτι. Με μισάνοιχτο στόμα αρθρώνει στίχους… Στην αρχή του έργου του Θεογονία, ο Ησίοδος περιγράφει πώς, καθώς έβοσκε κάποτε τα πρόβατα στον Ελικώνα, τον πλησίασαν οι Μούσες, σκεπασμένες με πυκνή ομίχλη από την κορυφή του βουνού, που έσερναν τους χορούς τους, καλώντας τον να τραγουδήσει για τα περασμένα και τα μελλούμενα… (σημ. 56).
Ο τίμιος μόχθος ως πηγή υψηλής Δημιουργίας.
*
Το 86 π.Χ., ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Σύλλας κατέστρεψε την Αθήνα. Σημαντικοί καλλιτέχνες της πόλης μετανάστευσαν στη Ρώμη (σημ. 57). Ο R.R.R. Smith εκτιμά: «Όλοι οι γλύπτες της Ρωμαϊκής περιόδου φαίνεται πως είχαν ελληνική καταγωγή» (σημ. 58). «Οι Έλληνες έκαναν την πέτρα φως!», είπε ο Γκαίτε.
Η σκέψη, το ήθος, η ευαισθησία και η ευγένεια που ακτινοβολούν τα αγάλματα των επιφανών του πνεύματος της Κλασικής και της Ελληνιστικής εποχής παραμένουν στους αιώνες αξεπέραστα.
Θα υπενθυμίζουν τις υψηλές πνευματικές και καλλιτεχνικές δυνατότητες που ενυπάρχουν στον άνθρωπο και οι οποίες ανθίζουν και μεγαλουργούν, σε περιόδους που παρέχουν ευνοϊκές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες.
Εύη Σαραντέα
Ζωγράφος