Είναι το έτος 2017, όταν στο Τμήμα Τέχνης και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Πρίνστον των ΗΠΑ γίνεται μία εσωτερική μετακόμιση. Πίσω από μια βιβλιοθήκη αποκαλύπτεται ένα μεγάλο ξύλινο βαρέλι που παρέμενε κρυμμένο εκεί για χρόνια. Το ξεσφράγισμά του προκαλεί έκπληξη στα στελέχη του τμήματος, αφού αντικρίζουν μπομπίνες με φιλμ, η προβολή των οποίων φέρνει στο φως ιδιαίτερες εικόνες της Ελλάδας από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Πίσω από τη μικρή ομάδα που συνέλεξε αυτό το υλικό κρύβεται μία ενδιαφέρουσα ιστορία, ενώ σε λίγες μέρες θα αποτελεί το αντικείμενο μιας έκθεσης στη Θεσσαλονίκη, με τίτλο «No woman’s land».
Μία γη στην οποία δεν ζουν καθόλου γυναίκες, λοιπόν, ήταν αυτή που κέντρισε την περιέργεια τριών περιηγητών-καλλιτεχνών, που αποφάσισαν το 1929 να κάνουν το υπερατλαντικό ταξίδι μέχρι τη χώρα μας και να γνωρίσουν από κοντά το Άγιον Όρος αλλά και τα Μετέωρα, όπου και εκεί έως το 1948 ήταν επίσης άβατο για τις γυναίκες.
Ό,τι πρωτόγνωρο έβλεπαν και βίωναν, το φωτογράφιζαν και το κινηματογραφούσαν με επαγγελματικά μέσα, με σκοπό να το παρουσιάσουν στη χώρα τους, σε μία περίοδο που ο κόσμος δεν είχε τρόπους να δει πώς ζουν οι άνθρωποι στον υπόλοιπο πλανήτη.
«Το υλικό αυτό ανήκει στο αρχείο του πανεπιστημίου του Princeton της Αμερικής. Εκεί βρέθηκε το βαρέλι, μέσα στο οποίο υπήρχαν κάνιστρα μεταλλικά με φιλμ», δηλώνει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Αναστάσιος Ντούρος, διευθυντής της Αγιορειτικής Εστίας, όπου θα φιλοξενηθεί η έκθεση.
Ο ίδιος, το 2018, ήταν ένας εκ των αποδεκτών ενός e-mail που εστάλη από το Πρίνστον σε διάφορους φορείς της Ελλάδας, με το οποίο ζητούσαν βοήθεια, καθώς διαπίστωσαν ότι τα εννέα κάνιστρα φιλμ που βρέθηκαν μέσα στο βαρέλι περιείχαν την καταγραφή ενός ταξιδιού σε μέρη της χώρας μας. Η συνέχεια της έρευνας που έκαναν στελέχη του Πανεπιστημίου, μάλιστα, συνέδεσε το υλικό των φιλμ με 254 φωτογραφικές εκτυπώσεις και 81 γυάλινες πλάκες (οι 16 επιχρωματισμένες) που υπήρχαν ήδη αταύτιστες στη συλλογή Οπτικών Μέσων του ίδιου Πανεπιστημίου.
«Στο e-mail που δέχτηκα δεν υπήρχαν φωτογραφίες, παρά μόνο μία αναφορά στο γεγονός. Ανταποκρίθηκα αμέσως και απάντησα, γιατί μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον και άρχισα να τους απευθύνω ερωτήσεις σχετικά με το υλικό», εξηγεί ο κ. Ντούρος. Μετά από καιρό –και αφού κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους– του έστειλαν ηλεκτρονικά δυο-τρεις φωτογραφίες, ενώ όταν κατάλαβε ότι πρόκειται για σπάνιο υλικό του Αγίου Όρους, ταξίδεψε και ο ίδιος ως εκεί, για να υπογραφεί τελικά ένα συμφωνητικό συνεργασίας, το οποίο όριζε ότι η Αγιορειτική Εστία θα βοηθήσει στην τεκμηρίωση, θα στηθεί μία έκθεση στην έδρα της και θα εκδοθεί σχετικός κατάλογος.
Το ταξίδι στην Ελλάδα οργανώθηκε από τον Ρώσο εμιγκρέ, ζωγράφο, εξερευνητή, με ιδιαίτερα επικοινωνιακά χαρίσματα, Vladimir «Vovo» Perfilieff. «Ο συγκεκριμένος, αφού πολέμησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Ρωσία, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση εγκαταστάθηκε στην Αμερική. Λόγω της καταγωγής του γνώριζε την ύπαρξη της Ιεράς Μονής Παντελεήμονος (σ.σ. το λεγόμενο και “ρώσικο” μοναστήρι) και γενικότερα την ύπαρξη του Αγίου Όρους και ξεσήκωσε τους υπόλοιπους να ταξιδέψουν σε έναν κόσμο άγνωστο για αυτούς», αναφέρει ο κ. Ντούρος και εξηγεί ότι την περίοδο εκείνη στην Αμερική αρχίζει η άνθηση του κινηματογράφου ως ενός χώρου διασκέδασης και ενημέρωσης του κόσμου. «Φυσικά τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, ούτε κάτι αντίστοιχο, οπότε ο κόσμος ήθελε να μάθει για περίεργα μέρη, όπου άνθρωποι ζουν τόσο διαφορετικά από τους ίδιους. Έτσι, η ιδιαιτερότητα του Αγίου Όρους όπου ζουν μόνο άντρες, τους εντυπωσιάζει και ονομάζουν το project τους “No woman’s land”», συμπληρώνει.
Τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής ήταν ο φωτογράφος, ταλαντούχος κινηματογραφιστής και μετέπειτα (το 1931) βραβευμένος με Όσκαρ Floyd Crosby, όπως και ο αρχιτέκτονας, απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Princeton, Gordon McCormick. «Ο McCormick ήταν γόνος καλής οικογένειας, ενώ ο κινηματογραφιστής της παρέας Crosby γνώριζε πολύ καλά τη χρήση των μηχανών και το αποτέλεσμα της δουλειάς του έχει μία εξαιρετική καλλιτεχνική ποιότητα», λέει ο κ. Ντούρος.
Τους τρεις περιηγητές συνόδευε ο –22χρονος τότε– Αναστάσιος Χατζημήτσος, ο οποίος είχε φτάσει εκείνη τη χρονιά στην Ελλάδα από την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε τελειώσει τη Ροβέρτειο Σχολή. Το γεγονός ότι μιλούσε πολύ καλά αγγλικά ήταν ο λόγος που τον επέλεξαν για διερμηνέα τους.
Τα μέλη της αποστολής εντυπωσιάστηκαν από το υπέροχο φυσικό τοπίο, την αρχιτεκτονική των μονών, τον καθημερινό βίο των μοναχών, τη συνάντησή τους με έναν σπηλαιώτη αναχωρητή μοναχό (ασκητή) και τις ιδιαίτερες συνθήκες διαβίωσής του, καθώς επίσης και από την καθολική απουσία των γυναικών στην Αθωνική Χερσόνησο. Όλα αυτά αποτύπωναν χωρίς φειδώ στο υλικό που συνέλεγαν.
«Από τα εννέα κάνιστρα τα περισσότερα ήταν κατεστραμμένα. Έχει διασωθεί μόνο ένα μικρό μέρος, από το οποίο είναι μικρότερο το υλικό για το Άγιον Όρος και περισσότερο από τα Μετέωρα», σημειώνει ο κ. Ντούρος, που ανέλαβε την έρευνα και την ταυτοποίησή του, μία ιδιαίτερα δύσκολη δουλειά, καθώς σχεδόν εκατό χρόνια μετά, έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα.
Μέσα από αυτό το… ταξίδι στο παρελθόν, ωστόσο, κατάφερε να αποσπάσει πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία του Αγίου Όρους. «Σε μία φωτογραφία βλέπουμε τρεις μοναχούς που είναι στο συνοδικό, δηλαδή στο… καλό καθιστικό της Μονής Βατοπεδίου και βλέπουμε να πατούν σε ένα χαλί που γράφει “ΙΜΒ” και έχει τον δικέφαλο αετό και το βασιλικό στέμμα. Από την έρευνα που έκανα, διαπίστωσα ότι αυτό ήταν ένα χαλί πολλών εκατοντάδων μέτρων, το οποίο είχαν παραγγείλει οι μοναχοί της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου από ένα εργοστάσιο της Ιταλίας αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, διότι θα επισκέπτονταν το Άγιον Όρος ο βασιλιάς και είχαν σκοπό να το στρώσουν από το λιμάνι μέχρι το μοναστήρι. Βέβαια το ταξίδι ακυρώθηκε, αλλά μέρος του χαλιού υπάρχει ακόμη και σήμερα ως κειμήλιο», υπογραμμίζει ο κ. Ντούρος.
Σε άλλες φωτογραφίες εμφανίζεται το χειροκίνητο σύστημα πλήκτρων που αντιστοιχούν σε διαφορετικές καμπάνες, ο γερανός στο μαγειρείο της μονής Ζωγράφου που μεταφέρει τα βαριά καζάνια, το εργαστήρι υποδηματοποιίας στο «ρωσικό» μοναστήρι, το εργαστήρι αγιογραφίας κ.ά. «Υπάρχει επίσης μία φωτογραφία από τις Καρυές, όπου φαίνεται το κωδωνοστάσιο του Πρωτάτου. Όταν τραβήχτηκε, γύρω από το ναό υπήρχαν σπίτια, τα οποία γκρεμίστηκαν λίγο αργότερα (τη δεκαετία του ’30), προκειμένου να αναδειχθεί το μνημείο. Σε μία άλλη φωτογραφία υπάρχει κενό στην περιοχή όπου τώρα βρίσκεται το μέγαρο της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους, ένα σύγχρονο οίκημα που χτίστηκε τη δεκαετία του ‘50», επισημαίνει.
Τα ονόματα των περιηγητών, οι ιδιότητες και οι υπογραφές τους βρέθηκαν από την έρευνα που έκανε ο κ. Ντούρος, στο βιβλίο επισκεπτών στη Μονή Ζωγράφου, με ημερομηνία «30 Οκτωβρίου του 1929».
«Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία γραπτή μαρτυρία, όπως π.χ. ένα σημειωματάριο στο οποίο να αναφέρουν πού ακριβώς πήγαν και τι έκαναν. Το μόνο που έχουμε είναι μία λίστα με τις φωτογραφίες, τις τοποθεσίες τους και έναν μικρό σχολιασμό που έκανε ο McCormick όταν τις χάρισε στο Princeton το 1940, όμως, επειδή έγινε πολλά χρόνια μετά το ταξίδι τους, είχε πολλά λάθη, σε σημείο που να μην μπορούμε να βασιστούμε σε αυτήν», δηλώνει ο κ. Ντούρος.
Στην έκθεση λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να ταξινομηθεί το υλικό χρονολογικά, οπότε χωρίστηκε σε ενότητες, με βάση τη θεματολογία. «Σε μία ενότητα είναι οι ταξιδιώτες-μέλη της ομάδας, που φωτογραφίζονται πολύ συχνά μαζί με μοναχούς. Αυτό είναι κάτι που μας έκανε μεγάλη εντύπωση γιατί, αν και σήμερα θα ήταν κάτι δεδομένο να ποζάρουν και να βγαίνουν σε διάφορες καταστάσεις μέσα στο Άγιον Όρος, για εκείνη την περίοδο ήταν σπάνιο, κυρίως διότι τα υλικά ήταν ακριβά και δεν τα ξόδευες εύκολα», τονίζει.
Σε άλλη ενότητα εκτίθενται όλα τα πορτρέτα των μοναχών που αποτυπώθηκαν με συναίσθημα, ρεαλισμό και ζωντάνια. Πολλές στάσεις αφιερώθηκαν επίσης στον καθημερινό βίο των μοναχών, όπου ο επισκέπτης της έκθεσης θα δει τις καθημερινές τους συνήθειες. «Οι περισσότερες από αυτές τις εικόνες είναι σκηνοθετημένες, φαίνεται ότι τους στήνουν για το πώς θα παρουσιαστούν, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το βίντεο, όπου γυρίζουν σε επανάληψη τις ίδιες σκηνές», αναφέρει ο κ. Ντούρος. Ξεχωριστό κομμάτι της έκθεσης αποτελεί η αρχιτεκτονική αποτύπωση των μοναστηριών, όπως και το ταξίδι τους στα Μετέωρα.
Μία ολόκληρη ενότητα, τέλος, είναι αφιερωμένη στη γνωριμία τους με έναν… περίεργο αναχωρητή μοναχό, τον Ηλία, η οποία καλύπτει επίσης μεγάλο μέρος από το βίντεο που τραβούν. «Αυτός ο μοναχός νομίζω ότι είναι το σπουδαίο… χαρτί που έχουν όταν επιστρέφουν στην Αμερική, γιατί πάνω σ’ αυτόν τον άνθρωπο που ζει σε μια σπηλιά και τρέφεται με χόρτα και καρπούς, ο Perfilieff χτίζει όλο τον μύθο του Αγίου Όρους και κάνει παρουσιάσεις σε εφημερίδες και σε κλειστά club», υπογραμμίζει ο κ. Ντούρος.
«Από το σύνολο των 288 φωτογραφικών και τις 84 γυάλινες πλάκες, στην έκθεση θα προβάλλουμε μόνο 90 φωτογραφίες. Ωστόσο, θα ακολουθήσει η έκδοση ενός καταλόγου, που θα περιλαμβάνει το σύνολο του διασωθέντος υλικού», λέει ο κ. Ντούρος ο οποίος εκτιμά ότι η αποστολή επισκέφθηκε, αν όχι όλα, τουλάχιστον το 80% των μοναστηριών, ενώ φαίνεται ότι παρέμεινε εκεί για περισσότερο από έναν μήνα.
Βέβαιο είναι επίσης ότι υπάρχουν κι άλλες φωτογραφίες που δεν έχουν διασωθεί, αφού εντοπίστηκαν σε αποκόμματα από εφημερίδες της εποχής του ’30, οι οποίες παρουσιάζουν τη δουλειά των τριών περιηγητών.
Δύο ξεχωριστές φωτογραφίες που θα δει ο επισκέπτης της έκθεσης είναι επίσης από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. «Οι τρεις τους έρχονται με καράβι στον Πειραιά και διασώζεται μία φωτογραφία της Αθήνας με την Ακρόπολη, ενώ στο βίντεο φαίνεται και ο Λυκαβηττός», αναφέρει ο κ. Ντούρος.
Η επόμενη φωτογραφία που θα εκτεθεί είναι από όταν έχουν φτάσει πλέον στη Θεσσαλονίκη. «Έχουμε στα χέρια μας μία υπέροχη φωτογραφία από την παλιά παραλία, τραβηγμένη από το μπαλκόνι ενός υπερπολυτελούς ξενοδοχείου περίπου στο ύψος της πλατείας Ελευθερίας, με τον Λευκό Πύργο στο βάθος, εμπορικά ιστιοφόρα σε όλο το μήκος της παραλίας, δύο ατμόπλοια και το εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας που υπήρχε στο ύψος του Makedonia Palace», αναφέρει ο κ. Ντούρος.
Τα εγκαίνια της έκθεσης ιστορικών φωτογραφιών «No Woman’s Land – Από το Princeton στο Άγιον Όρος και τα Μετέωρα του 1929» θα πραγματοποιηθούν την Πέμπτη 25 Μαΐου 2023 στις 19:00 στον εκθεσιακό χώρο της Αγιορειτικής Εστίας (Εγνατία 109). Η έκθεση θα παραμείνει έως τις 16 Σεπτεμβρίου και θα είναι ανοιχτή για το κοινό Δευτέρα και Τετάρτη 09:00–16:00, Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή 09:00–20:00 και Σάββατο: 09:00–14:00.