Η Ερέτρια βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νότιου Ευβοϊκού Κόλπου, απέναντι από τις ακτές της Αττικής. Κατέχει δεσπόζουσα θέση στη θαλάσσια οδό που διέσχιζε το κανάλι του Ευβοϊκού, μεταξύ της Καρύστου στα νότια (και των Πεταλιών) και του Ακρωτηρίου του Αρτεμισίου στα βόρεια. Αυτή η διαδρομή, προστατευμένη από τους βορειοανατολικούς ανέμους χάρη στα βουνά της Εύβοιας, αποτελούσε την κύρια οδό ναυσιπλοΐας μεταξύ Κρήτης, Πελοποννήσου, Αττικής και Μακεδονίας, Χαλκιδικής και Θράκης. Αυτή η οδός θαλάσσιας επικοινωνίας υπήρξε θεμελιώδης στην ανάπτυξη της Ερέτριας, ιδιαίτερα κατά τη Γεωμετρική περίοδο, όταν η πόλη έλαβε μέρος στον μεγάλο ευβοϊκό αποικισμό συμμετέχοντας στην ίδρυση αρκετών αποικιών στη βόρεια Ελλάδα και στη νότια Ιταλία. Οι ναυτικοί της, μάλιστα, θα φτάσουν με τα πλοία τους μέχρι τις συρο-φοινικικές ακτές, θα έρθουν σε επαφή με Φοίνικες και Κύπριους εμπόρους και θα εισαγάγουν στην Ερέτρια προϊόντα από ολόκληρη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου, την Ανατολή και την Αίγυπτο. Σε αυτές τις μακρινές αποστολές, τις οποίες οι Ευβοείς οργανώνουν συχνά από κοινού, συμμετέχει και η Χαλκίδα, η σπουδαία γειτονική πόλη της Ερέτριας, με την οποία θα βρεθεί σε διαμάχη για την κυριαρχία στο Ληλάντιο πεδίο, στην περιοχή του μεγάλου ποταμού που πηγάζει από το όρος Δίρφυς (το υψηλότερο βουνό στο νησί) και χωρίζει τις δύο πόλεις σχηματίζοντας μία από τις πιο εύφορες πεδιάδες στην Ελλάδα. Η γεωγραφική εγγύτητα αυτών των δύο πόλεων θα καθορίσει τις μεταξύ τους σχέσεις, οι οποίες αν και φαίνεται ότι στη Γεωμετρική και την Αρχαϊκή εποχή ήταν περισσότερο ανταγωνιστικές και συγκρουσιακές, αργότερα θα εξομαλυνθούν και θα αναπτυχθούν. Η ίδρυση της πόλης της Ερέτριας σε μια θέση στην οποία μαρτυρείται κατοίκηση ήδη από την Εποχή του Χαλκού (παρόλο που αυτή δεν μοιάζει να συνεχίζεται κατά την 1η χιλιετία π.Χ.) δεν μπορεί να μελετηθεί χωρίς την παράλληλη αναφορά σε δύο θέσεις που διαδραμάτισαν κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού έως την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου: την Αμάρυνθο και το Λευκαντί.
Στον λόφο Παλαιοεκκλησιές της Αμαρύνθου υπήρχε μια σημαντική προϊστορική θέση για την οποία γίνεται αναφορά στα αρχεία του μυκηναϊκού ανακτόρου της Θήβας. Η εξέλιξη αυτού του οικισμού στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. δεν είναι γνωστή, ωστόσο οι δραστηριότητες των κατοίκων φαίνεται ότι μεταφέρθηκαν προς την πεδιάδα, μετά την ξηρασία που έπληξε τον κόλπο στα δυτικά του λόφου. Τον 8ο αιώνα π.Χ. μαρτυρούνται στην περιοχή τουλάχιστον τρεις αψιδωτές οικίες, ενώ το αργότερο από τον 7ο αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται εκεί το Ιερό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος, το οποίο αναδείχθηκε στο σημαντικότερο θρησκευτικό κέντρο της Εύβοιας.
Η θέση Λευκαντί (Βασιλικό), της οποίας η αρχαία ονομασία παραμένει άγνωστη μέχρι σήμερα, αναπτύσσεται γύρω από έναν χαμηλό λόφο ελέγχοντας έτσι δύο μικρά αγκυροβόλια (λιμάνια), σε ίση περίπου απόσταση από την Ερέτρια και τη Χαλκίδα. Οι ανασκαφές της Βρετανικής Σχολής και των Ελλήνων αρχαιολόγων έχουν αποκαλύψει έναν σημαντικό οικισμό της Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, καθώς και νεκροπόλεις. Σε αντίθεση με πολλές θέσεις της ηπειρωτικής χώρας που παρήκμασαν μετά την πτώση του μυκηναϊκού πολιτισμού, μεταξύ 1200 και 1100 π.Χ., το Λευκαντί παρουσιάζει αξιοσημείωτη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη, ρίχνοντας νέο φως σε μια περίοδο της ελληνικής ιστορίας που εδώ και χρόνια χαρακτηρίζεται «σκοτεινή», λόγω των σπάνιων και ευτελών αρχαιολογικών ευρημάτων. Το Λευκαντί αποτελεί παράδειγμα μιας σύνθετης ευβοϊκής κοινωνίας, η οποία κατόρθωσε να διατηρήσει την πρόσβασή της στους εμπορικούς δρόμους της ανατολικής Μεσογείου, τη στιγμή που πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας αγωνίζονταν να αποκτήσουν ισχύ και να οργανωθούν.
Ανάμεσα στα αξιόλογα ευρήματα από το Λευκαντί συγκαταλέγεται και ένα κτήριο μνημειακής μορφής που οικοδομείται στα μέσα του 10ου αιώνα π.Χ. Στο εσωτερικό αυτού του κτηρίου, του οποίου δεν έχει βρεθεί σύγχρονο παράλληλο στην υπόλοιπη Ελλάδα, βρισκόταν μια διπλή ταφή: αυτή ενός άνδρα, του οποίου η τέφρα είχε τοποθετηθεί σε εντυπωσιακό χάλκινο αγγείο κυπριακής προέλευσης, και μιας γυναίκας, ενταφιασμένης με τα πολύτιμα κοσμήματά της. Ένας λάκκος που περιείχε τέσσερα άλογα βρέθηκε δίπλα στον τάφο. Η μνημειώδης αρχιτεκτονική και τα ταφικά έθιμα, ανάλογα των ομηρικών ηρώων, μαρτυρούν τη δύναμη της τοπικής άρχουσας τάξης.
Από τον 8ο αιώνα και έπειτα, το Λευκαντί φαίνεται ότι υποφέρει από την εντυπωσιακή άνθηση της Χαλκίδας και της Ερέτριας. Λίγα είναι γνωστά για την ακριβή φύση των σχέσεων που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στους τρεις οικισμούς. Το γεγονός που προκύπτει από τις έρευνες είναι ότι το Λευκαντί εγκαταλείφθηκε σταδιακά στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. και δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ.
Η σταδιακή εγκατάλειψη του Λευκαντιού έρχεται σε αντίθεση με τη διαρκή ανάπτυξη της Ερέτριας από τη Γεωμετρική εποχή και εξής. Η Ερέτρια που αναπτύσσεται εκ νέου τον 9ο αιώνα π.Χ., σε μια περιοχή όπου υπήρχε εγκατάσταση της Εποχής του Χαλκού, η οποία όμως εγκαταλείφθηκε μετά το 1100 π.Χ., θα αναδειχθεί σε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Εύβοιας. Παράλληλα, η Αμάρυνθος θα μετατραπεί σε εξωαστικό ιερό.
Ο οικισμός της Ερέτριας, έχοντας αρχικά μέτριο μέγεθος, επεκτείνεται γρήγορα από το β΄ τέταρτο του 8ου αιώνα π.Χ. Ο οικισμός αναπτύσσεται σε μια εκτεταμένη προσχωσιγενή πεδιάδα που βρίσκεται ανάμεσα στην ακτή, κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, και σε έναν βραχώδη λόφο, ο οποίος προσφέρει εξαιρετική θέα στη γύρω περιοχή και στον Ευβοϊκό κόλπο.
Αρκετά νεκροταφεία εντοπίστηκαν κοντά στον οικισμό. Ένα από αυτά περιλαμβάνει μια συστάδα εντυπωσιακών τάφων που χρονολογούνται στο β΄ μισό του 8ου αιώνα π.Χ.: οι στάχτες των αποτεφρωμένων νεκρών έχουν τοποθετηθεί σε χάλκινους λέβητες και συνοδεύονται συχνά από όπλα ως κτερίσματα (ξίφη και αιχμές δόρατος). Όπως ειπώθηκε και παραπάνω για το Λευκαντί, πρόκειται για ταφικά έθιμα που μαρτυρούν τον αφηρωισμό των μελών της τοπικής άρχουσας τάξης.
Ταυτοχρόνως, στη Γεωμετρική περίοδο ιδρύεται το ιερό του Απόλλωνος Δαφνηφόρου, το οποίο θα κατέχει εξέχουσα θέση στην πόλη για αρκετούς αιώνες. Με κεντρικό μνημείο έναν μικρό κυκλικό βωμό, το ιερό επεκτείνεται περιμετρικά του, καθώς οικοδομούνται νέα κτίσματα με την πάροδο του χρόνου. Γύρω στο 725 π.Χ. χτίζεται ένα μνημειώδες κτήριο, μήκους άνω των 30 μέτρων. Πρόκειται για τον αρχαιότερο ναό που αναγνωρίστηκε και ταυτίστηκε με ασφάλεια, αφιερωμένο στον θεό προστάτη της πόλης.
Όπως συνέβαινε και σε άλλες ευβοϊκές κοινότητες, οι Ερετριείς είναι δραστήριοι στη θάλασσα κατά τη Γεωμετρική περίοδο. Συμμετέχουν στο θαλάσσιο εμπόριο και στον ευβοϊκό αποικισμό, δύο στενά συνδεδεμένες δραστηριότητες που περιλαμβάνουν τις μετακινήσεις πληθυσμών. Μεταγενέστερες γραπτές πηγές αποδίδουν στους Ερετριείς την ίδρυση αρκετών αποικιών, στη Μακεδονία (Μεθώνη Πιερίας και Μένδη Χαλκιδικής) και στην Κάτω Ιταλία (Πιθηκούσσες, προοίμιο για την ίδρυση της Κύμης και έπειτα της Νάπολης).
Οι Ερετριείς, αναπτύσσοντας επαφές με πολλούς εμπορικούς εταίρους, σπεύδουν να υιοθετήσουν και να χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους τις ιδέες που κυκλοφορούν στα εμπορικά δίκτυα της Μεσογείου. Έτσι, μερικές από τις αρχαιότερες υλικές μαρτυρίες για τη χρήση του ελληνικού αλφαβήτου προέρχονται από επιγραφές σε αγγεία από την Ερέτρια, τη Μεθώνη και τις Πιθηκούσσες. Στην Ερέτρια, η ανεύρεση ενός θησαυρού από χρυσά του 8ου αιώνα π.Χ. υποδηλώνει ότι οι ντόπιοι έμποροι χρησιμοποιούσαν το πολύτιμο μέταλλο, σε ακατέργαστη μορφή, ως νόμισμα για εμπορικές συναλλαγές. Αυτή η πρακτική μαρτυρείται ευρέως στην Ανατολή.
Λίγα είναι γνωστά για την Ερέτρια του 7ου αιώνα π.Χ. Λιγοστά είναι τα κατάλοιπα αυτής της περιόδου που έχουν αποκαλυφθεί στον χώρο. Ο Ληλάντιος πόλεμος —όνομα που αποδόθηκε παραδοσιακά στον μακρύ ανταγωνισμό μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας για τον έλεγχο της πεδιάδας του Λήλαντα—, αναφέρεται συχνά ως η αιτία για την απουσία αρχαιολογικών καταλοίπων: η Ερέτρια, αποδυναμωμένη από τη σύγκρουση, θα διένυε τότε μια περίοδο ύφεσης. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι την ίδια περίοδο η πόλη είναι σε θέση να εκτελέσει σημαντικές αναχωματικές εργασίες για να προστατευτεί από τις πλημμύρες ενός γειτονικού ρέματος και να ανεγείρει έναν νέο ναό του Απόλλωνα. Η ύφεση της Ερέτριας τον 7ο αιώνα π.Χ. είναι μόνο μερική.
Από τον 6ο αιώνα π.Χ. και εξής, η ιστορία της Ερέτριας είναι περισσότερο γνωστή στους μελετητές χάρη στις γραπτές πηγές, οι οποίες αφορούν κυρίως επεισόδια της αθηναϊκής ιστορίας που εμπλέκουν άμεσα την πόλη του Ευβοϊκού. Χάρη στον Αριστοτέλη διασώζεται η μαρτυρία ότι στην Ερέτρια κυριαρχούσε μια ανώτερη τάξη, γνωστή ως Ιππείς. Στην άρχουσα αυτή τάξη ανήκουν μεγάλοι γαιοκτήμονες, εκτροφείς αλόγων, οι οποίοι σφυρηλατούν αριστοκρατικούς δεσμούς με τις μεγάλες αθηναϊκές οικογένειες. Στην Ερέτρια θα καταφύγει, στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., ο Πεισίστρατος με τους γιους του, όταν αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αθήνα. Από την πόλη της Ερέτριας κατορθώνει να ανακάμψει και να οργανώσει μεταλλευτικές εργασίες στη Χαλκιδική, αξιοποιώντας ασφαλώς το «δίκτυο» των ερετριακών αποικιών στο Βόρειο Αιγαίο. Στη συνέχεια, και πάλι από την πόλη της Ερέτριας, συγκεντρώνει τον ολιγάριθμο στρατό που του επιτρέπει να αποβιβαστεί στον Μαραθώνα (κυρίως με τη βοήθεια των Ιππέων από την Ερέτρια) και να ανακτήσει την εξουσία στην Αθήνα.
Στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ., η Ερέτρια αναδεικνύεται σε μια από τις πιο ευημερούσες πόλεις της κεντρικής Ελλάδας. Στην πόλη πραγματοποιούνται εργασίες για δίκτυο αποχέτευσης και οικοδομούνται επιβλητικά οχυρωματικά τείχη που διατηρούνται μερικώς στη Δυτική Πύλη και στην ακρόπολη. Στη συνέχεια, η περιοχή αποκτά νέα χωρική και αστική διάσταση και τα κύρια πολιτικά και θρησκευτικά κέντρα αποκρυσταλλώνονται στο εσωτερικό του οικισμού.
Η κατασκευή του δικτύου απομάκρυνσης υδάτων συνέβαλε στη δημιουργία ενός νέου αστικού χώρου, της Αγοράς, η οποία θα λειτουργήσει ως κεντρική πλατεία της πόλης. Στις στοές περιμετρικά της Αγοράς συγκεντρώνονται οι πολίτες για πολιτικές, θρησκευτικές ή εμπορικές δραστηριότητες. Έτσι, στο πίσω μέρος της ανατολικής στοάς έχει αποκαλυφθεί μια σειρά από καταστήματα που πωλούσαν τρόφιμα και αθηναϊκά αγγεία.
Το ιερό του Απόλλωνος Δαφνηφόρου, ευρισκόμενο στο κέντρο του αστικού ιστού, το οποίο οριοθετείται περιμετρικά από το τείχος, δέχεται στα τέλη του αιώνα έναν νέο ναό. Το δυτικό αέτωμα του ναού, δωρικού ρυθμού, έχει ως θέμα την Αμαζονομαχία. Στο κέντρο της σκηνής, ο Θησέας απαγάγει την Αντιόπη κάτω από το βλέμμα της Αθηνάς. Η επιλογή αυτού του θέματος ίσως να αντικατοπτρίζει τους πολιτικούς δεσμούς που ένωναν την Ερέτρια και την Αθήνα εκείνη την εποχή. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονιζόταν πιθανώς η Άρτεμις.
Την τελευταία δεκαετία του 6ου αιώνα π.Χ., μια «επανάσταση» με αίτημα την ισονομία, υποκινημένη από κάποιον Διαγόρα, θα συμβάλει στην ανατροπή του ολιγαρχικού καθεστώτος των Ιππέων και στην αποκατάσταση ενός πιο συμμετοχικού και δημοκρατικού συστήματος, επηρεασμένου από την κλεισθενική δημοκρατία. Ο αριθμός των φυλών αυξάνεται από τέσσερις σε έξι και οι Ερετριείς αναπτύσσουν μια εδαφική και πολιτική οργάνωση βασισμένη στους δήμους, όπως συμβαίνει στην Αθήνα. Έτσι, η επικράτεια της πόλης (χώρα) εκτείνεται ως τον Πορθμό (Αλιβέρι), τις Ταμύνες (Αυλωνάρι) και ίσως και μέχρι τη Δύστο. Η πόλη, σύμμαχος της Αθήνας, είναι η μεγαλύτερη στρατιωτική και ναυτική δύναμη του νησιού. Χαρακτηριστικό της προβεβλημένης θέσης που κατέχει στη διεθνή σκηνή είναι το γεγονός ότι η Ερέτρια υποστηρίζει ενεργά την εξέγερση των πόλεων του Ιονίου στο πλευρό της Αθήνας, κυρίως με την αποστολή πολεμικού στολίσκου. Μάλιστα, θα τιμωρηθεί αυστηρά για την ενέργειά της αυτή. Το 490 π.Χ., η μεγάλη περσική αρμάδα θα στοχεύσει συγκεκριμένα την Ερέτρια και την Αθήνα. Μετά από πολιορκία αρκετών ημερών, η Ερέτρια θα καταληφθεί, τα ιερά της θα καούν και μέρος του πληθυσμού της αιχμαλωτίζεται και εξορίζεται βόρεια από τα Σούσα (Ιράν), λίγες μόνο ημέρες πριν από την περσική πανωλεθρία στον Μαραθώνα. Η Ερέτρια μπορεί να μην ισοπεδώθηκε πλήρως, ούτε να αποδεκατίστηκε, όπως υποστήριζαν οι μελετητές για πολλά χρόνια, ωστόσο βγήκε πολύ αποδυναμωμένη από τους Μηδικούς πολέμους και δεν κατόρθωσε να ανακτήσει την προηγούμενη θέση της. Η ιστορία της Ερέτριας θα ήταν πολύ διαφορετική αν οι Πέρσες είχαν επιτεθεί πρώτα στην Αττική.
Μέλος της Δηλιακής Συμμαχίας, η Ερέτρια θα δεχθεί σταδιακά την κυριαρχία και τον έλεγχο της Αθήνας μέχρι την απελευθέρωσή της το 411 π.Χ., κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμονίων στο λιμάνι της Ερέτριας. Έκτοτε ξεκινά μια περίοδος μεγάλης ευημερίας για την πόλη, της οποίας η επικράτεια δεν καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Τα γεωγραφικά της όρια θα διευρυνθούν σημαντικά, κυρίως χάρη στη συμπολιτεία των Στύρων. Η έκταση της Ερετριάδος φτάνει, λοιπόν, τα 1.400 τετρ. χλμ., καθιστώντας την Ερέτρια μία από τις δέκα μεγαλύτερες πόλεις–κράτη στον ελληνικό κόσμο. Η επικράτεια οργανώνεται σε πέντε χώρους (περιοχές), στους οποίους επιμερίζονται περίπου 60 δήμοι, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με ένα αποτελεσματικό οδικό δίκτυο. Αρκετοί είναι οι οχυρωμένοι δήμοι (Δύστος, Πορθμός, Κοτυλαίον) που δίνουν τη δυνατότητα στον αγροτικό πληθυσμό να καταφύγει σε αυτούς και να προστατευτεί σε περίπτωση εισβολής. Αυτή η νέα περίοδος ευημερίας αντικατοπτρίζεται κυρίως στην ίδια την πόλη, η οποία μεταμορφώνεται: ένα νέο τείχος, μήκους 4 χιλιομέτρων και με περίπου 60 πύργους, κατασκευάζεται γύρω στο 400 π.Χ. Πρόκειται για ένα σημαντικό οικοδομικό πρόγραμμα, το οποίο συμβάλει ώστε να εδραιωθεί ένα νέο πλαίσιο αυτονομίας της πόλης. Η κατασκευή των τειχών συνοδεύεται από αναδιαμόρφωση πολλών αστικών χώρων, ειδικά της Δυτικής Συνοικίας, όπου οικοδομούνται μεγάλες ιδιωτικές οικίες. Τον 4ο αιώνα π.Χ. θα ανεγερθούν αρκετά κτήρια, ιδιωτικού και δημόσιου χαρακτήρα, με κυριότερα το Γυμνάσιο και το Θέατρο, όπως και τη μεγάλη στοά στο Ιερό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος στην Αμάρυνθο.
Τον 3ο αιώνα π.Χ. η Ερέτρια θα γνωρίσει αρκετές αναταραχές λόγω των πολιτικών και στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ των Διαδόχων. Η πόλη θα παραμείνει υπό μακεδονική κυριαρχία για πολύ καιρό, μέχρι την πολιορκία της από τους Ρωμαίους το 198 π.Χ. «Απελευθερωμένη», δεν θα υποστεί καταστροφές από τους Ρωμαίους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της, όπως υποστηριζόταν για πολλά χρόνια από τους αρχαιολόγους. Ωστόσο, θα απογυμνωθεί από πολυάριθμα έργα τέχνης μεγάλης αξίας, τα οποία της αφαιρέθηκαν ως λάφυρα, όπως αναφέρει ο Τίτος Λίβιος. Η Ερέτρια θα υποστεί πολύ πιο βίαιη πολιορκία έναν αιώνα αργότερα, όταν, όπως και η Αθήνα, επιλέγει τη λάθος πλευρά και συμμαχεί με τον Μιθριδάτη του Πόντου. Η πόλη καταλαμβάνεται βίαια από τα στρατεύματα του Σύλλα. Αυτό το επεισόδιο σηματοδοτεί μια πραγματική καμπή στην ιστορία της πόλης. Τα στοιχεία που αποδεικνύουν την παρακμή (πτώση) της είναι άφθονα: ολόκληρες συνοικίες πυρπολούνται και εγκαταλείπονται, νεκροταφεία λειτουργούν σε περιοχές που άλλοτε ήταν κατοικημένες, πολυάριθμα κέντρα δημόσιας και θρησκευτικής ζωής εγκαταλείπονται. Το ιερό της Αμαρύνθου φαίνεται ότι υπέστη μεγάλες καταστροφές και τα βάθρα των κατεστραμμένων αγαλμάτων θα χρησιμοποιηθούν ξανά στα αυτοκρατορικά χρόνια ως δομικό υλικό.
Ωστόσο, η πόλη δεν ερημώθηκε και θα έλεγε κανείς ότι αυτή η μετάβαση στη νέα εποχή πυροδότησε νέες οικοδομικές εργασίες στους πρόποδες της ακρόπολης που διήρκεσαν σε όλη την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο. Σύμβολο αυτής της ανανέωσης αποτελεί το Σεβαστείον, το οποίο θεμελιώνεται στο σταυροδρόμι των κεντρικών οδικών αξόνων και αφιερώνεται στον αυτοκράτορα Αύγουστο, ευγνωμονώντας τον που απελευθέρωσε την πόλη από την αθηναϊκή κυριαρχία το 21 π.Χ. Το β΄ μισό του 2ου αιώνα μ.Χ. χαρακτηρίζεται από σημαντική ανάπτυξη του αστικού ιστού με κατεύθυνση προς το λιμάνι, κατά μήκος του κεντρικού άξονα. Τα λουτρά και ένα οικοδόμημα δημόσιου ή θρησκευτικού χαρακτήρα ανεγείρονται χωρίς να σέβονται την παλαιότερη ρυμοτομία της πόλης, ενώ αρκετά καταστήματα αποκτούν πρόσβαση στην κεντρική οδό μέσα από στεγασμένες στοές. Αυτή η άνθηση συνεχίζεται την περίοδο της δυναστείας των Σεβήρων και τις δεκαετίες που ακολουθούν, μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. που θα είναι μια ταραγμένη περίοδος, καθώς τα γερμανικά φύλα λεηλατούν αρκετές παράκτιες πόλεις. Μαρτυρία αυτής της επικείμενης λεηλασίας από τα γερμανικά φύλα αποτελεί ίσως ένας θησαυρός νομισμάτων, κρυμμένος στα λουτρά μετά το 254 μ.Χ., ο οποίος περιλαμβάνει 201 αντωνινιανούς.
Οι πληροφορίες για τους αιώνες που ακολουθούν δεν είναι πολλές. Θραύσματα ψηφιδωτών με επιγραφές μαρτυρούν την ύπαρξη ενός σημαντικού κτηρίου που χρονολογείται στον 3ο με 4ο αιώνα μ.Χ. και βρίσκεται κοντά στα ερείπια των λουτρών. Σημαντικές καταστροφές σημειώνονται στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ. σε διάφορα μνημεία, μεταξύ των οποίων το Σεβαστείον. Κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα της φαινομενικής παρακμής, η Ερέτρια θα απωλέσει τη δεσπόζουσα θέση που κατέχει στην ευρύτερη γεωγραφική περιφέρεια, η οποία μετατοπίζεται στον Πορθμό που βρίσκεται 30 χιλιόμετρα ανατολικά. Ο 5ος και ο 6ος αιώνας μ.Χ. γίνονται γνωστοί μόνο μέσα από περίπου πενήντα παλαιοχριστιανικές ταφές που ήρθαν στο φως. Οι ιδιωτικές κατοικίες των ντόπιων εκείνης της εποχής δεν έχουν αφήσει κανένα ίχνος. Κάποια αρχιτεκτονικά μέλη, όμως, μαρτυρούν την ύπαρξη ενός χριστιανικού τόπου λατρείας, ο οποίος δεν έχει ακόμα εντοπιστεί.
Μολονότι δεν είναι γνωστό αν η περιοχή ερημώθηκε εντελώς ήδη από τον 7ο αιώνα μ.Χ., η θέση της πάνω στην κύρια παραλιακή οδό του νησιού διασφάλιζε τουλάχιστον ότι τη διέσχιζαν τακτικά οι ταξιδιώτες. Η σύγχρονη Ερέτρια, που ιδρύθηκε το 1834 με το όνομα Νέα Ψαρά, χτίστηκε πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης.