Όταν ο Χάινριχ Σλήμαν ανακάλυψε τους πλούσιους σε χρυσό λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών με τις περίφημες χρυσές μάσκες τους πριν από 100 χρόνια, δεν μπορούσε παρά να κάνει υποθέσεις για τη βιολογική συγγένεια των ανθρώπων που ήταν θαμμένοι σε αυτούς. Σήμερα, με τη βοήθεια της ανάλυσης του αρχαίου DNA, κατέστη δυνατό να αποκτήσουμε τις πρώτες πληροφορίες για τη βιολογική συγγένεια και το πλαίσιο στο οποίο διαμορφωνόταν η επιλογή συζύγων στη μινωική Κρήτη και τη μυκηναϊκή Ελλάδα.
Μια διεθνής ομάδα ερευνητών από το Ινστιτούτο Max Planck για την Εξελικτική Ανθρωπολογία στη Λειψία φέρνει στο φως μοναδικά ευρήματα για τη μορφή της οικογένειας και του γάμου στον Ελλαδικό χώρο κατά την Εποχή του Χαλκού. Οι αναλύσεις των αρχαίων ανθρώπινων γονιδιωμάτων δείχνουν ότι στην επιλογή των συζύγων καθοριστικό ρόλο έπαιζε ο βαθμός της βιολογικής τους συγγένειας. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό «Nature Ecology and Evolution».
Χάρη σε καινοτόμες μεθοδολογικές εξελίξεις στην ανάλυση του αρχαίου DNA, έγινε εφικτή η παραγωγή εκτεταμένων γενετικών δεδομένων ακόμη και στην Ελλάδα, όπου η διατήρηση του αρχαίου DNA παραμένει ανεπαρκής λόγω των κλιματικών συνθηκών. Η ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής τη δρα Ειρήνη Σκουρτανιώτη, για τη μελέτη αυτή ανέλυσε πάνω από 100 ανθρώπινα γονιδιώματα από την περιοχή του Αιγαίου της Εποχής του Χαλκού. Η διεθνής ερευνητική ομάδα ήταν πολυπληθής και διεπιστημονική. «Χωρίς τη σπουδαία συνεισφορά των συνεργατών μας στην Ελλάδα και παγκοσμίως, αυτό δεν θα ήταν εφικτό», λέει ο αρχαιολόγος Philipp Stockhammer, ένας από τους επικεφαλής συγγραφείς της μελέτης.
Πρόκειται για το πρώτο γενεαλογικό δέντρο, που έχει ανακατασκευαστεί μέχρι στιγμής σε ολόκληρη την αρχαία περιοχή της Μεσογείου και αφορά στους κατοίκους ενός μικρού μυκηναϊκού οικισμού στην Πελοπόννησο του 16ου αι. π.Χ., συγκεκριμένα στην αρχαιολογική θέση της Μυγδαλιάς Αχαΐας. Αναλυτικά, η έρευνα κατέδειξε πως ορισμένοι από τους γιους της οικογένειας εξακολουθούσαν να ζουν στον πατρικό οικισμό και αφότου απέκτησαν δική τους οικογένεια, αφού παιδιά τους ήταν θαμμένα από κοινού σε έναν τάφο κάτω από την αυλή του σπιτιού. Μάλιστα, φαίνεται πως μία από τις συντρόφους τους έφερε και την αδελφή της στην οικογένεια, το παιδί της οποίας τάφηκε επίσης στον ίδιο τάφο.
Ένα άλλο εύρημα ήταν εντελώς απροσδόκητο: στην Κρήτη και σε άλλα ελληνικά νησιά, όπως η Πάρος και η Αίγινα, καθώς και στην ηπειρωτική χώρα, ήταν πολύ συνηθισμένο να παντρεύεται κανείς τον πρώτο του ξάδελφο πριν από 4.000 χρόνια. «Περισσότερα από χίλια αρχαία γονιδιώματα από διάφορες περιοχές του κόσμου έχουν πλέον δημοσιευθεί, αλλά φαίνεται ότι ένα τόσο αυστηρό σύστημα ομοαίματου γάμου δεν υπήρχε πουθενά αλλού στον αρχαίο κόσμο», λέει η Ειρήνη Σκουρτανιώτη. «Αυτό αποτέλεσε πλήρη έκπληξη για όλους μας και εγείρει πολλά ερωτήματα».
Για το πώς εξηγείται το συγκεκριμένο πλαίσιο καθορισμού της επιλογής συζύγου, η ερευνητική ομάδα μπορεί μόνο να κάνει υποθέσεις. «Ίσως αυτός ήταν ένας τρόπος για να διατηρηθεί η ακεραιότητα των κληρονομημένων αγροτικών εκτάσεων; Σε κάθε περίπτωση, θα εξασφάλιζε μια ορισμένη συνέχεια της οικογένειας σε κάποιες περιοχές, η οποία θα αποτελούσε σημαντική προϋπόθεση για την καλλιέργεια ελαιών και αμπέλου, για παράδειγμα», εικάζει ο Stockhammer. «Το βέβαιο είναι ότι η ανάλυση των αρχαίων γονιδιωμάτων θα συνεχίσει να μας παρέχει εκπληκτικές, νέες γνώσεις για τις αρχαίες οικογενειακές δομές», προσθέτει η Σκουρτανιώτη.
Η ομάδα προχώρησε και σε νέα συμπεράσματα σχετικά με την πληθυσμιακή δομή και τις μετακινήσεις των αρχαίων ανθρώπων. Ενώ οι πληθυσμοί της Μυκηναϊκής περιόδου από την Τίρυνθα στην Πελοπόννησο έως την Αττική ήταν γενετικά πολύ ομοιογενείς, στην Κρήτη και συγκεκριμένα στην αρχαία Κυδωνία (σημερινά Χανιά) φαίνεται ότι ντόπιοι κάτοικοι σε μεγάλο βαθμό είχαν αναμειχθεί με ομάδες που έφτασαν στο νησί από διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και της Κεντρικής Μεσογείου. «Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η δημογραφική αλλαγή είχε συντελεστεί σε μια πολύ δυναμική περίοδο για την πολιτική και κοινωνική ζωή του νησιού, τη λεγόμενη Κρητομυκηναϊκή περίοδο (14ος-13ος αι. π.Χ.)», λέει η Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, διευθύντρια των συστηματικών ανασκαφών της Μινωικής Κυδωνίας, η οποία συμμετείχε στη μελέτη.
Για την επιστημονική δημοσίευση, πατήστε εδώ.