Η Μάλθη (αρχ. Δώριον) αποτελεί σημαντικό παράδειγμα προϊστορικής οικιστικής οργάνωσης και θεωρείται ένας από τους αρχαιότερους ορεινούς αγροτικούς οικισμούς της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου. Στον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο της ακρόπολης της Μάλθης σώζονται κατάλοιπα από τον οχυρωμένο οικισμό της Εποχής του Χαλκού, επισκέψιμα σήμερα.
Η θέση, σε απότομο λόφο στο βορειότερο παρακλάδι του όρους Ραμοβούνι, σε υψόμετρο 280 μ. περίπου, βρίσκεται σε απόσταση 1.500 μέτρων δυτικά από το χωριό Βασιλικό και κοντά στο σύγχρονο χωριό της Μάλθης, στη νοτιοανατολική γωνία της κοιλάδας του Σουλιμά του Δήμου Οιχαλίας. Έχει πανοραμική θέα στην παρακείμενη κοιλάδα, η οποία εξασφάλιζε ανεμπόδιστη επικοινωνία μεταξύ της ακτής και της ενδοχώρας της Πελοποννήσου.
Ο οικισμός είχε κτιστεί σε στρατηγική θέση πάνω στον δρόμο που και σήμερα διασχίζει τη μεσσηνιακή ενδοχώρα, ελέγχοντας την επικοινωνία ανάμεσα στην κεντρική και τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο και τις εξόδους προς τη θάλασσα – δυτικά προς το Ιόνιο και νότια προς τον Μεσσηνιακό κόλπο.
Ξεχωρίζει για τη μεγάλη διάρκεια της κατοίκησής του ενώ αποτελεί σπάνιο παράδειγμα ενός πλήρως ανεσκαμμένου οικισμού, ο οποίος μπορεί να συγκριθεί με την Κολώνα στην Αίγινα από την άποψη διατήρησης του τείχους γύρω από αυτόν.
Κατά την προϊστορική εποχή, στην ευρύτερη περιοχή αναπτύχθηκαν πολλές οικιστικές θέσεις, όπως η Περιστεριά και άλλες κοντά στα σημερινά χωριά Βασιλικό, Κόκλα, Κοπανάκι, Δώριο και Αετό. Δεκαέξι θέσεις της Μέσης Εποχής του Χαλκού έχουν εντοπιστεί σε όλη την κοιλάδα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η περιοχή ήταν πυκνοκατοικημένη.
Το όνομα Μάλθη σημαίνει βουνό και προέρχεται από την αλβανική ρίζα mallth (ενικ. mallthi, πληθ. mallthe). Ανήκε στα Σουλιμοχώρια, τα οποία κατοικήθηκαν από αλβανόφωνους χριστιανούς Έλληνες που ζούσαν ανεξάρτητοι, με δικούς τους νόμους και έθιμα, αυτοδιοικούμενοι, προκαλώντας δυσχέρειες στους Τούρκους κατακτητές. Στα νεότερα χρόνια η Μάλθη συνδέθηκε με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 καθώς στο όρος Ραμοβούνι γεννήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στις 3 Απριλίου 1770. Στο σημείο όπου εικάζεται ότι γεννήθηκε ο Γέρος του Μοριά έχει στηθεί έφιππος ανδριάντας. Η Μάλθη στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και μέχρι το 1927 ονομαζόταν Μποντιάς.
Ο προϊστορικός οικισμός της Μάλθης ανασκάφηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Σουηδό αρχαιολόγο Mattias Νatan Valmin, o οποίος ταύτισε τον οικισμό με το Δώριον των αρχαίων συγγραφέων, του Ομήρου στον Κατάλογο των Πλοίων (Ιλιάδα Β 594), του Στράβωνα (8.3.25) και του Παυσανία (4.33.6–7).
Ο περιηγητής Παυσανίας σημειώνει τον 2ο αιώνα μ.Χ. πως όταν περάσει κανείς το ρέμα της Ηλέκτρας, υπάρχει μια πηγή, η Aχαΐα, και ερείπια της πόλης Δώριον. Οι ντόπιοι, χωρίς να είναι σίγουροι, του έδειξαν ερειπωμένο το ομηρικό Δώριον. Στην εποχή του Στράβωνα, το Δώριον ήταν επίσης εγκαταλελειμμένο και η μόνη γνωστή ιστορία από την περιοχή ήταν αυτή για τον Θράκα μουσικό Θάμυρι, η οποία παραδίδεται και από τον Όμηρο και αναφέρεται στη συμφορά που βρήκε τον Θάμυρι στο Δώριον. Εκεί τον συνάντησαν οι Μούσες, όταν εκείνος ερχόταν από τη μεσσηνιακή Οιχαλία, και τον άκουσαν να καυχιέται πως ξεπερνούσε στο τραγούδι ακόμα και τις ίδιες. Οι Μούσες τον τιμώρησαν τυφλώνοντάς τον και κάνοντάς τον να ξεχάσει την τέχνη του (Ιλιάδα B 594–600). Κατά τον Παυσανία, ο Θάμυρις έχασε το φως του από αρρώστια (4.33.7).
Οι έρευνες στον χώρο ξεκίνησαν το 1926, όταν ο N. Valmin εντόπισε στην περιοχή, ύστερα από υπόδειξη, δύο θολωτούς τάφους δυτικά της ακρόπολης της Μάλθης. Την ίδια χρονιά ο Valmin ανέσκαψε μέσα σε έξι εβδομάδες τους δύο μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους, από τους οποίους ο ένας διέσωζε ακέραια τη θολωτή του οροφή. Οι δύο αυτοί τάφοι απέχουν μεταξύ τους 80 μ. και είχαν καλυφθεί από τεχνητούς τύμβους. Ένας τρίτος θολωτός τάφος εντοπίστηκε, αλλά καταστράφηκε προτού προλάβουν να τον εξερευνήσουν. Οι δύο θολωτοί τάφοι που ήταν σε άμεση γειτνίαση με τον λόφο χρονολογούνται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ περίοδο.
Το 1927 ξεκίνησαν οι έρευνες στην κορυφή της ακρόπολης, προφανώς σε αναζήτηση του αρχαίου οικισμού όπου έζησαν οι νεκροί που τάφηκαν στους θολωτούς τάφους. Οι εργασίες στον λόφο συνεχίστηκαν τα έτη 1929, 1933 και 1934, αποκαλύπτοντας το σύνολο των οικοδομημάτων της ακρόπολης. Στο πλάτωμα της κορυφής αποκαλύφθηκαν συνολικά από την πρώτη Σουηδική Αποστολή περίπου 320 κατοικήσιμοι χώροι εντός του ωοειδούς σχήματος οικισμού που έχει μήκος 138 μ. και πλάτος 82 μ. (εικ. 4). Τα αποτελέσματα των ανασκαφών τα δημοσίευσε ο Natan Valmin το 1938 στο σημαντικό του έργο The Swedish Messenia Εxpedition.
Νεότερες ανασκαφικές εργασίες στον οχυρωμένο οικισμό έγιναν τα έτη 2015 και 2017 στο πλαίσιο του «Αρχαιολογικού Προγράμματος της Μάλθης» (Μalthi Archaeological Project) με επικεφαλής τον Michael Lindblom και τη Rebecca Worsham υπό την εποπτεία και την αρωγή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας. Σκοπός των ερευνών του Σουηδικού Ινστιτούτου ήταν, μεταξύ άλλων, να επανεξεταστεί η χρονολόγηση των αρχαιολογικών στρωμάτων και των παλαιότερων σχεδίων του αρχαιολογικού χώρου, ώστε να αποτελέσει η θέση της Μάλθης συγκριτικό παράδειγμα σε μελέτες οικισμών της Εποχής του Χαλκού. Κατά τη διάρκεια των εργασιών, διεξήχθησαν περιορισμένες ανασκαφικές τομές προκειμένου να αποσαφηνιστεί η στρωματογραφία και να καταστεί δυνατή η ακολουθία των χρονολογικών φάσεων και ιδιαίτερα του οχυρωματικού τείχους. Σκοπός ήταν να γίνει χρονολόγηση του οικισμού, χρησιμοποιώντας τόσο την κεραμική ακολουθία όσο και τη ραδιοχρονολόγηση του οστέινου υλικού με άνθρακα 14. Για τον σκοπό αυτό, ανοίχθηκαν τομές σε τμήματα του οικισμού και της οχύρωσης, κυρίως στο βόρειο τμήμα. Σε αυτή την έρευνα αναζητήθηκαν διευκρινίσεις σχετικά με τις μεθόδους και τη διαδικασία κατασκευής, συμπεριλαμβανομένης της θεμελίωσης του τείχους στο βραχώδες υπόστρωμα. Έγινε επίσης χαρτογράφηση του σύγχρονου περιβόλου που είχε κατασκευάσει ο Valmin για να προστατέψει τα ανεσκαμμένα τμήματα από ανεπιθύμητους επισκέπτες.
Η ανασκαφή του οικισμού στο ανώτερο επίπεδο της ακρόπολης ξεκίνησε το 1927 και συνεχίστηκε το 1929 και τα έτη 1933-1935. Τότε αποκαλύφθηκε σε έκταση περίπου 11,2 στρεμμάτων ο οικισμός στο σύνολό του. Ο Ν. Valmin χώρισε τον οικισμό σε τέσσερις τομείς έρευνας (Α-D) και αναγνώρισε πέντε φάσεις κατοίκησης: Δώριον Ι-V. Λόγω έλλειψης συγκριτικών στοιχείων την εποχή της δημοσίευσης, η χρονολόγηση του οικισμού χρήζει επανεξέτασης. Σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες ο οικισμός της Μάλθης χρονολογείται κυρίως στη Μεσοελλαδική περίοδο, αν και πολύ λίγα αρχιτεκτονικά στοιχεία μπορούν σήμερα να αποδοθούν σε αυτήν την περίοδο με ασφάλεια. Ο ανασκαφέας θεώρησε ότι ο χώρος είχε διάρκεια ζωής από την 4η μέχρι τη 2η χιλιετία π.Χ., δηλαδή από τη Νεολιθική μέχρι και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού.
Ο Valmin είχε υποστηρίξει ότι ο πρώτος οικισμός κατοικήθηκε κατά τους ύστερους νεολιθικούς χρόνους (Δώριον I). Όπως αναφέρει, βρέθηκαν θραύσματα νεολιθικών αγγείων διαφόρων σχημάτων και ποικίλης διακόσμησης, καθώς και λίθινα εργαλεία. Το πιο γνωστό και χαρακτηριστικό εύρημα είναι ένα νεολιθικό στεατοπυγικό γυναικείο ειδώλιο από πρασινωπό στεατίτη, ακέφαλο, με έντονες τις καμπύλες των γοφών. Ο ανασκαφέας ονόμασε το ειδώλιο «Αφροδίτη της Μάλθης» και ερμήνευσε τον χώρο στον οποίο βρέθηκε ως ιερό. Το σπάνιο καθιστό ειδώλιο, το οποίο σήμερα εκτίθεται σε ξεχωριστή προθήκη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας, θεωρήθηκε ακόμη ότι θα μπορούσε να προέρχεται από άλλη περιοχή και να κατέληξε εκεί σε δεύτερη χρήση. Τα παλαιότερα οικοδομικά κατάλοιπα αμφισβητήθηκε ότι μπορούν να συσχετιστούν με βεβαιότητα με αυτά τα ευρήματα. Θεωρήθηκαν απλές καλύβες διάσπαρτες στον λόφο και με ποικίλο προσανατολισμό.
Η επόμενη φάση του οικισμού ανήκε, σύμφωνα με τον Valmin, στην Πρωτοελλαδική περίοδο (Δώριον II). Σε αυτήν ανήκουν κατοικίες, αγγεία και μερικοί ομαδικοί τάφοι. Μερικά θραύσματα αγγείων της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού θεωρήθηκε ότι ανήκουν στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ., εποχή που άρχισε η κατοίκηση και σε άλλους οικισμούς της Μεσσηνίας. Τα κτήρια της περιόδου αναφέρεται ότι βρέθηκαν καλυμμένα από στρώμα στάχτης, γεγονός που υποδηλώνει βίαιη καταστροφή. Η ακριβής χρονολόγηση αυτής της φάσης είναι ωστόσο αβέβαιη. Νεότεροι ερευνητές υποστήριξαν ότι η Μάλθη κατοικήθηκε μόλις στο δεύτερο μισό της Μεσοελλαδικής περιόδου. Δεν αποκλείεται οι πρώτοι κάτοικοι να εγκαταστάθηκαν εκεί προς τα τέλη της Μεσοελλαδικής περιόδου (1800 π.Χ.).
Η Μέση Εποχή του Χαλκού (2000-1600 π.Χ.) θεωρήθηκε ως η εποχή της κύριας χρήσης και της πραγματικής ακμής του οικισμού. Πάνω στα ερείπια της προηγούμενης περιόδου, κατά τον Valmin, χτίστηκαν αψιδωτές κατοικίες (Δώριον ΙΙΙ). Οι πρώιμες αυτές κατοικίες είχαν και εστία με κυκλικό λιθόστρωτο ως βάση. Αξιομνημόνευτο είναι και το καμπυλόγραμμο, σχεδόν ωοειδές κτίσμα στο νότιο τμήμα του οικισμού, με μεγάλους χώρους (11,35×5,70 μ.), που περιλάμβανε δύο εισόδους. Οι τοίχοι του είναι κτισμένοι από μεγάλους λίθους, μερικοί από τους οποίους είχαν μήκος 1 μ. και ήταν τοποθετημένοι σε δύο παράλληλες σειρές.
Στη συνέχεια, στα τέλη της Μέσης Εποχής του Χαλκού, σύμφωνα με τον Valmin, ο οικισμός (Δώριον IV) οργανώνεται με τείχη, πύλες και πύργους. Tο τείχος γύρω από τον οικισμό χτίστηκε με σχετικά μεγάλους λίθους και είχε περίμετρο γύρω στα 410 μ. Eίχε πάχος 1,60–3,50 μ. Ο αρχαίος περίβολος θεωρείται ότι είχε πέντε εισόδους. Οι κύριες πύλες είχαν διανοιχθεί στο βόρειο και το νότιο άκρο. Οι νεότερες έρευνες αποκατέστησαν σε αναπαράσταση τις πύλες και επιβεβαίωσαν την πύλη που βρίσκεται στη βορειοδυτική περιοχή του οικισμού, η οποία πιθανόν να λειτούργησε ως δευτερεύουσα είσοδος. Μόλις περάσει κανείς την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου και μπει στον οικισμό, φυσικές επίπεδες επιφάνειες στον βράχο υπαγορεύουν την κατεύθυνση της κίνησης στο εσωτερικό του. Έξω από τη βορειοδυτική πύλη, ο ανασκαφέας αναγνώρισε λίθους από πλακόστρωτο μονοπάτι που υποδηλώνουν την ύπαρξη μίας ακόμη εισόδου στον οικισμό. Εντός της οχυρωμένης πόλης οικοδομήθηκαν ορθογώνιες καλοσχεδιασμένες οικίες. Κατά μήκος του εσωτερικού των τειχών υπάρχουν σειρές δωματίων, πιθανώς αποθηκευτικής χρήσης. Οικοδομήθηκαν παρατακτικά μεταξύ τους σε όλη την περίμετρο του τείχους και σε επαφή με αυτό, ιδιαίτερα στη δυτική πλευρά. Ήταν σχεδόν τετράγωνοι και παρόμοιου μεγέθους χώροι. Η πολεοδομική οργάνωση της Μάλθης εμφανίζει μεγάλη ομοιότητα με αυτήν του οικισμού στον λόφο της Ασπίδας του Άργους, που χρονολογείται στα τέλη της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Κατά την εποχή αυτή, η αρχιτεκτονική του οικισμού στο κεντρικό του τμήμα (Δώριον IV) στην κορυφή του λόφου φαινόταν να έχει πιο μνημειακό χαρακτήρα. Εσωτερικά και κατά μήκος του τείχους διαμορφώθηκαν κατοικίες και ελεύθεροι χώροι όπου είναι ορατός ο φυσικός βράχος. Οι περιοχές αυτές λειτούργησαν ως σημεία συγκέντρωσης των οικόσιτων ζώων ή του πληθυσμού. Στο βόρειο τμήμα βρίσκονταν τα βιοτεχνικά εργαστήρια. Στον οικισμό έχουν εντοπιστεί αύλακες νερού και δεξαμενές καθώς και δρόμοι και περάσματα μεταξύ των εισόδων του τείχους και των οικιών. Ο οικισμός χρονολογείται μέχρι και τους μυκηναϊκούς χρόνους. Η μεγάλη ανάπτυξή του οφειλόταν στην εύφορη γη της περιοχής και την κτηνοτροφία. Στον μεσοελλαδικό αυτόν οικισμό χρησιμοποιούνταν λίθινα εργαλεία, όπως πελέκεις, και άλλα από οψιανό και πυριτόλιθο, όπως και ποικίλα χάλκινα εργαλεία και όπλα.
Κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους (1600–1100 π.Χ.), πολλά οικοδομήματα εξακολούθησαν να υπάρχουν, ενώ παράλληλα κτίστηκε και τυπικό μυκηναϊκό μέγαρο. Η μετάβαση στην Υστεροελλαδική εποχή (Δώριον V) άφησε ευδιάκριτα ίχνη στον οικισμό. Ορισμένες μεσοελλαδικές κατοικίες χρησιμοποιήθηκαν και στους μυκηναϊκούς χρόνους, όπως υποδηλώνεται από επεκτάσεις και διορθώσεις που υπέστησαν. Το πιο χαρακτηριστικό οικοδόμημα αυτής της φάσης (Δώριον V) στην ακρόπολη είναι το ορθογώνιο μυκηναϊκό μέγαρο με την εστία στη μέση και τις τέσσερις λίθινες βάσεις ξύλινων κιόνων, προφανώς για τη συγκράτηση του οπαίου, μέσω του οποίου γινόταν η διαφυγή του καπνού από τη στέγη. Η είσοδος βρισκόταν στο μέσον της νότιας πλευράς. Βρέθηκαν στάχτες μεταξύ των τεσσάρων βάσεων των κιόνων και καμένα οστά στην εστία. Το μέγαρο αυτό διέθετε αυλή, ενώ δεν βρέθηκε πρόδομος ούτε κίονας ανάμεσα σε παραστάδες. Στην ίδια οικιστική φάση ανήκει και ένα καλοκτισμένο οικοδόμημα λατρευτικού προορισμού που ονομάστηκε «Ιερό του Διπλού Πέλεκυ», το οποίο βρίσκεται νοτιοανατολικότερα και σε μικρή απόσταση από το μυκηναϊκό μέγαρο. Περιείχε μυκηναϊκή κεραμική και ένα χάλκινο εργαλείο σε σχήμα διπλού πέλεκυ. Ο πέλεκυς αυτός, από συμπαγή χαλκό, που δεν είχε ίχνη χρήσης, ερμηνεύθηκε από τον Valmin ως αναθηματικός και οδήγησε στην ταύτιση του χώρου με ιερό. Μπορεί όμως ο χώρος να φιλοξενούσε και βιοτεχνικές δραστηριότητες. Στο εσωτερικό της ακρόπολης και μεταξύ των οικιών, οι οποίες είναι ορατές ακόμη και σήμερα, αποκαλύφθηκαν ευρήματα που τεκμηριώνουν οικιακές δραστηριότητες αλλά και ταφική χρήση του χώρου. Σε θραύσματα αγγείων και σε ορισμένα άλλα αντικείμενα βρέθηκαν εγχάρακτα σύμβολα, μερικά από τα οποία έχουν ομοιότητες με τα σύμβολα της Γραμμικής Α. Σύμφωνα όμως με τις νεότερες έρευνες της Σουηδικής Αποστολής, είναι πιθανό το τείχος που περιβάλλει τον οικισμό να χρονολογείται στην Υστεροελλαδική Ι περίοδο, την εποχή που συμβαίνουν αλλαγές και σε άλλες μυκηναϊκές θέσεις. Τότε πρέπει να άλλαξε όλη η οργάνωση και η διάταξη του δομημένου περιβάλλοντος της Μάλθης. Μολονότι ο ίδιος ο Valmin πρότεινε για τη χρονολόγηση της οχύρωσης την ώριμη Μεσοελλαδική περίοδο, είναι πολύ πιθανόν το τείχος να χρονολογείται στο 1600 π.Χ., στην εποχή των Λακκοειδών Τάφων των Μυκηνών. Σε κάθε περίπτωση η οχύρωση επέβαλε έναν συνολικό επανασχεδιασμό του οικισμού. Συγκροτήματα οικιών της Υστεροελλαδικής περιόδου εντοπίζονται κυρίως στη νοτιοδυτική πλευρά του. Η κεραμική του οικισμού περιλαμβάνει δείγματα των τριών μυκηναϊκών περιόδων (μέχρι και την ΥΕ ΙΙΙ Β ή ΥΕ ΙΙΙ Γ). Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα της Σουηδικής Αποστολής, στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 1 περίοδο, γύρω στο 1400 π.Χ., ο οικισμός στη Μάλθη εγκαταλείφθηκε για άγνωστους λόγους, πιθανώς λόγω κάποιας καταστροφής και ταυτόχρονα της επιλογής των κατοίκων να εγκατασταθούν στη δυτική πλευρά της κοιλάδας. Η κατοίκηση συνεχίστηκε και στους ΥΕ ΙΙΙ Γ χρόνους, όπως βεβαιώνεται από διάφορα εργαλεία, λ.χ. μαχαίρια κ.ά. Η καταστροφή του οικισμού επήλθε από ισχυρή πυρκαγιά στην ΥΕ ΙΙΙ Γ φάση. Στα χρόνια της επικράτειας του Νέστορα θα υπαγόταν στην Πύλο και είναι φανερό ότι δεν εξελίχθηκε σε ισχυρό ανακτορικό κέντρο κατά τη Μυκηναϊκή εποχή. Κάποια υστερότερα ευρήματα από την ακρόπολη περιλαμβάνουν σιδερένια αντικείμενα. Η μεγάλη καταστροφή του οικισμού οφείλεται και στο γεγονός ότι λειτούργησε ως χώρος αρπαγής έτοιμου οικοδομικού υλικού στις μεταγενέστερες περιόδους. Σποραδικές ή βραχείες εγκαταστάσεις στη θέση αυτή μαρτυρούνται όχι μόνο στις αρχές της Εποχής του Σιδήρου (1000-900 π.Χ.) αλλά και κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους. Στους ιστορικούς χρόνους δεν φαίνεται να υπήρχε εγκατάσταση στην κορυφή της Μάλθης. Η ανασκαφή βεβαίωσε μόνο λείψανα ενός μικρού εξωκκλησιού ή άλλου μεσαιωνικού κτίσματος, όπου βρέθηκαν 139 χάλκινα νομίσματα του Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού, συμβασιλέα του Κωνσταντίνου Ζ’, στα χρόνια της αυτοκρατορικής Μακεδονικής Δυναστείας (919-945 μ.Χ.).
Κατά τη συνήθεια της Μέσης Εποχής του Χαλκού, που ίσως να συνεχίζεται και στους πρώιμους μυκηναϊκούς χρόνους, υπήρχαν τάφοι ανάμεσα στις οικίες ή κάτω από τα δάπεδά τους. Το εντός των τειχών σύγχρονο μεσοελλαδικό νεκροταφείο περιλάμβανε δύο διαφορετικές χρονολογικά ομάδες τάφων. Δεν είναι όμως σαφές εάν οι τάφοι είχαν κατασκευαστεί κατά την εποχή χρήσης των κατοικιών ή μετά την εγκατάλειψή τους. Κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο το βόρειο τμήμα του οικισμού εγκαταλείφθηκε ή καταστράφηκε και ενδεχομένως στη συνέχεια το τμήμα αυτό να χρησιμοποιήθηκε για ταφές. Οι περισσότεροι τάφοι βρίσκονται σε δωμάτια που εφάπτονται στο τείχος, υποδηλώνοντας μάλλον μία προσπάθεια οργάνωσης του χώρου. Εντός των τειχών έχουν αποκαλυφθεί 50 τάφοι. Οι 48 τάφοι αποκαλύφθηκαν από τον Valmin και δύο στις τελευταίες έρευνες, ανάμεσα ή κάτω από τα κτίσματα. Πρόκειται για τάφους κυρίως λακκοειδείς και κιβωτιόσχημους, οι πλευρές των οποίων αποτελούνταν από πέτρινες πλάκες ή είχαν κατασκευαστεί από μικρότερες πέτρες. Έντεκα τάφοι ήταν κιβωτιόσχημοι και 17 λακκοειδείς. Οι τάφοι της φάσης αυτής (Δώριον ΙV) ήταν κυρίως παιδικοί — απλοί λάκκοι ανοιγμένοι στο χώμα, κιβωτιόσχημοι και κτιστοί λακκοειδείς. Λάκκοι με σκελετούς παιδιών βρέθηκαν μέσα και έξω από την ακρόπολη. Οι μονές ταφές ήταν πιο συχνές, χωρίς να λείπουν και οι περιπτώσεις εκείνων με περισσότερες από μία ταφές. Σε δύο από τους τάφους δεν βρέθηκαν ανθρώπινα οστά. Εννέα ταφές ανήκαν σε ενήλικες και οι υπόλοιπες σε παιδιά. Τα ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα αποκαλύφθηκαν σε κακή κατάσταση. Το μοναδικό πιθανόν ταφικό κτέρισμα που βρέθηκε πλάι σε κρανίο ήταν ένα σφονδύλι. Σε μία περίπτωση βρέθηκαν ίχνη από το σάβανο του νεκρού.
Άβαφα και διακοσμημένα αγγεία, καθώς και λίθινα εργαλεία από οψιανό ή πυριτόλιθο έχουν βρεθεί στον οικισμό και τους τάφους και μαρτυρούν ποικίλες δραστηριότητες. Η ακόσμητη, χονδροειδής κεραμική, η οποία έχει βρεθεί μαζί με εργαλεία, όπως βαρίδια, σφονδύλια, πελέκεις, σφυριά, μυλόλιθους και τριπτήρες, αποκαλύπτει τις καθημερινές ασχολίες των κατοίκων. Η χαρακτηριστική κεραμική της Μάλθης ανήκει στη Μεσοελλαδική εποχή. Περιλαμβάνει αμαυρόχρωμα όστρακα, στιλπνή «Μινυακή» καθώς και εγχάρακτη χρηστική κεραμική. Μεγάλες ποσότητες αγγείων, καφέ ή καστανόχρωμων, συχνά με εγχάρακτη διακόσμηση, χαρακτηρίστηκαν από τον Σουηδό ανασκαφέα ως «Αδριατική κεραμική». Η κεραμική αυτή θεωρήθηκε από τον Valmin ότι είχε ομοιότητες με αντίστοιχη από περιοχές εκατέρωθεν της Αδριατικής θάλασσας. Έτσι στη δημοσίευση του 1938 της Σουηδικής Αποστολής αποδόθηκε σε πληθυσμούς που κατοίκησαν γύρω από την Αδριατική μέχρι τη Σικελία και τη Δυτική Πελοπόννησο. Ωστόσο, οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στη Mεσσηνία μετά τον Valmin έδειξαν ότι αυτού του τύπου η κεραμική παρουσιάζει μεγάλη διάδοση μέχρι και την Υστεροελλαδική ΙΙ εποχή σε διάφορες θέσεις της Μεσσηνίας, όπως στα Νιχώρια, στην Περιστεριά, στον Εγκλιανό και στον τύμβο της Βοϊδοκοιλιάς. Οι μεταγενέστεροι μελετητές αρνήθηκαν την προέλευση αυτού του τύπου της κεραμικής από πληθυσμούς της Αδριατικής καθώς τα αγγεία από τις παραπάνω θέσεις και από τη Μάλθη παρουσιάζουν ομοιότητες ως προς τα σχήματα, τον πηλό και τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Πιθανώς είχαν κοινό τόπο παραγωγής και καλό δίκτυο διακίνησης, κάτι που θα αποδείκνυε τη στενή επικοινωνία των διαφόρων περιοχών μεταξύ τους. Μολονότι η Μάλθη, οικισμός μεσόγειος, αγροτικός και οχυρωμένος, θεωρείται χαρακτηριστικός τύπος οικισμού της Μέσης Εποχής του Χαλκού, νέα δεδομένα που αφορούν πολλούς παραθαλάσσιους και συνήθως ανοχύρωτους οικισμούς έχουν αλλάξει κάπως την εικόνα της εποχής αυτής.
Ο μεγάλος όγκος του αρχαιολογικού υλικού που ήρθε στο φως από τις ανασκαφές του Valmin και η ανάγκη για καθαρισμό, συγκόλληση, καταγραφή και αποθήκευση οδήγησαν τη Σουηδική Αποστολή στην απόφαση δημιουργίας ειδικού χώρου για τη στέγαση των ευρημάτων στο χωριό του Βασιλικού. Τα σχέδια του μικρού μουσείου εκπόνησε ο Δανός αρχιτέκτονας Helgen Finsen, αρχιτέκτονας της ανασκαφής της Μάλθης, και στο χτίσιμό του βοήθησαν με ενθουσιασμό οι κάτοικοι του χωριού, προσφέροντας και υλικά. Χρειάστηκαν μόλις λίγες εβδομάδες για να ολοκληρωθεί η κατασκευή του. Έτσι το 1935 δημιουργήθηκε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο στη Μεσσηνία. Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι δυνάμεις της Κατοχής το λεηλάτησαν. Μετά τον πόλεμο και μέχρι και τη δεκαετία του ’60 αποτελούσε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο και το επισκέπτονταν σχολεία. Το μουσείο του Βασιλικού έκλεισε οριστικά το 1969. Σήμερα δεν σώζεται τίποτα από εκείνο το κτήριο. Mόνο μια αναμνηστική στήλη που φτιάχτηκε από τον Σύλλογο των Βασιλικαίων Μεσσηνίας.
Eπιλεγμένα εκθέματα από το τοπικό μουσείο του Βασιλικού παρουσιάστηκαν στο Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Καλαμάτα, στο κτήριο επί των οδών Μπενάκη και Παπάζογλου 6, το οποίο η οικογένεια Μπενάκη είχε δωρίσει στο ελληνικό δημόσιο με σκοπό να λειτουργήσει ως μουσείο. Οι εργασίες στερέωσης του εν λόγω αρχοντικού και η διαρρύθμιση των εσωτερικών του χώρων ολοκληρώθηκαν το 1965. Σήμερα στεγάζει αρχαιότητες και γραφεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας. Η μεταφορά των αρχαιοτήτων στο Μπενάκειο Μουσείο έγινε υπό την επίβλεψη του Πέτρου Θέμελη, που τότε εργαζόταν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Σήμερα χαρακτηριστικά ευρήματα των ανασκαφών της Μάλθης εκτίθενται σε πέντε προθήκες, στην ενότητα της επαρχίας Τριφυλίας, στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μεσσηνίας. Ειδικότερα, σε ξεχωριστή προθήκη περιλαμβάνονται κεραμικά ευρήματα της Μεσοελλαδικής και Μυκηναϊκής εποχής, όπως ένας αμφορέας από την πρώιμη κατοίκηση της ακρόπολης, ένας κύαθος με κοχλιάριο, ένας πιθαμφορέας και ένα θήλαστρο και άλλα αγγεία από τους χώρους κατοίκησης της ακρόπολης κατά την περίοδο της ακμής της (αρχές 2ης χιλιετίας π.Χ.). Από την ακρόπολη της Μάλθης εκτίθενται επίσης διάφορα αντικείμενα κατασκευασμένα από πρώτες ύλες ζωικής προέλευσης, κυρίως ελαφοκέρατα, οστά και δόντια ζώων. Τα ελαφοκέρατα χρησιμοποιούνταν ως αγροτικά εργαλεία, π.χ. αξίνες, αλλά συχνά διαμορφώνονταν και ως σουβλιά, περόνες και βελόνες, καθώς και οστέινα λείαντρα για την κατεργασία του δέρματος. Κοσμήματα, ενθέματα, επίμηλα ξιφών και άλλα περίτεχνα αντικείμενα κατασκευάζονταν από ελεφαντόδοντο, πολύτιμη ύλη διαδεδομένη στα μυκηναϊκά χρόνια. Την ίδια εποχή, δόντια αγριόχοιρων χρησίμευαν για την επένδυση οδοντόφρακτων κρανών. Στο μουσείο εκτίθενται τμήματα χαύλιων ενός οδοντόφρακτου κράνους, ελεφαντοστέινη απόληξη ξίφους, ελεφαντοστέινα περίαπτα (φυλακτά), τμήμα ελεφαντοστέινης πυξίδας διακοσμημένο με εγχάρακτη παράσταση ανδρικής μορφής, τμήματα οστέινων περονών για τον καλλωπισμό και τη στερέωση της κόμης, ένθεμα (διακοσμητικό στοιχείο) από ελεφαντόδοντο, οστέινος οπέας και τμήματα οστέινων εργαλείων (λείαντρων) για την επεξεργασία του πηλού (16ος–13ος αι. π.Χ.). Ξεχωριστή θέση κατέχουν και τα διάφορα λίθινα εργαλεία για τις γεωργικές και οικοτεχνικές δραστηριότητες της 2ης χιλιετίας π.Χ., όπως λείαντρα, ακόνες για την επεξεργασία ξύλινων και οστέινων στελεχών, πηνία (κουβαρίστρες), σφύρες, τριπτήρες διαφόρων σχημάτων, κρουστήρες, μονόστομοι πελέκεις και οπείς για την επεξεργασία δέρματος, ξύλου και οστού. Υπάρχουν δύο τύπων σφύρες, στις οποίες ο ξύλινος στειλεός στερεωνόταν είτε με πρόσδεση είτε με προσαρμογή στην οπή του λίθινου κρουστήρα.
Συνοψίζοντας, χάρη στις ανασκαφές του Natan Valmin τον προηγούμενο αιώνα αλλά και τις πρόσφατες έρευνες (2015-17) από τον Michael Lindblom και τη Rebecca Worsham, η Μάλθη δίνει νέα στοιχεία για τη μελέτη ενός καλά ανεσκαμμένου και καλά διατηρημένου οικισμού της Εποχής του Χαλκού (από την ΜΕΙΙ-ΙΙΙ έως την ΥΕΙ), που μπορεί να συγκριθεί με αντίστοιχους άλλους στην ηπειρωτική Ελλάδα. Σκοπός των νέων ερευνών, που πραγματοποιήθηκαν με τη διαρκή υποστήριξη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας τόσο στο πεδίο όσο και στο μουσείο, ήταν η εκ νέου χρονολόγηση του οχυρωματικού τείχους και η διασαφήνιση των διαδοχικών φάσεων του οικισμού, του χαρακτήρα του και της χρήσης των χώρων του. Χρησιμοποιήθηκαν για αυτό τον σκοπό σύγχρονες μέθοδοι έρευνας όπως η μικρομορφολογική μελέτη, η χρονολόγηση με τη μέθοδο της φωταύγειας (ΟSL) και η ραδιοχρονολόγηση με άνθρακα 14 από δείγματα έμβιων οργανισμών. Επιπλέον έγινε αεροφωτογράφιση του αρχαιολογικού χώρου και χαρτογραφήθηκε με τη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών (DGPS), ενώ δημιουργήθηκαν τρισδιάστατες ψηφιακές μακέτες του, όπως η εικονική αναπαράσταση του οικισμού της ακρόπολης κατά την Υστεροελλαδική Ι περίοδο (1600 π.Χ.). Η έρευνα του οικισμού που έγινε με τα πιο σύγχρονα εργαλεία μελέτης, η επανεξέταση της κεραμικής από την πρώτη ανασκαφή αλλά και τη βραχεία ανασκαφή των νεότερων μελετητών υποδεικνύουν ότι τα παλαιότερα κτίσματα χρονολογούνται πιθανότερα στη Μέση Εποχή του Χαλκού (ΜΕΙΙ) και όχι στη Νεολιθική όπως είχε υποστηρίξει παλαιότερα ο Valmin. Επιπλέον με τη μελέτη της στρωματογραφίας διευκρινίστηκε καλύτερα η χρονολόγηση του οικισμού της Μάλθης και αποδείχθηκε ότι ο οικοδομικός σχεδιασμός του χώρου είχε γίνει βάσει συγκεκριμένου οικοδομικού προγράμματος που περιλάμβανε και την κατασκευή οχυρωματικού τείχους στην Υστεροελλαδική Ι περίοδο, δηλαδή κατά τη Μυκηναϊκή εποχή. Κατά γενική ομολογία των μελετητών η προϊστορική εγκατάσταση στη Μάλθη έφθασε στην πιο μεγάλη της ακμή όταν κατασκευάστηκε ο μεγάλος ωοειδής οχυρωματικός περίβολος στο τέλος της ΜΕ κατά τον Valmin (Δώριον IV) ή στην Πρώιμη Μυκηναϊκή ΥΕΙ, κατά τις νέες έρευνες. Τέλος, μένει να διερευνηθούν περαιτέρω οι συνθήκες που οδήγησαν στην εγκατάλειψη και την παρακμή του οικισμού κατά την Υστεροελλαδική περίοδο (ΥΕΙΙΙ Α1). Η συμβολή της Μάλθης παραμένει σημαντική για τη μελέτη της πρώιμης μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής και της εξέλιξης των περιφερειακών οικισμών σε σχέση με τα μεγάλα ανακτορικά κέντρα, καθώς αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για την κοινωνική οργάνωση της πρώιμης μυκηναϊκής Ελλάδας (1600–1400 π.Χ.).
Η ακρόπολη της Μάλθης αλλά και ο Θολωτός Τάφος Ι είναι σημαντικές θέσεις για τη γνωριμία με την προϊστορική Μεσσηνία της Εποχής του Χαλκού. Η πρόσβαση στον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο γίνεται από τη νότια πλευρά της ακρόπολης, όπου οδηγεί ο σύγχρονος χωματόδρομος αλλά φαίνεται ότι εκεί υπήρχε η κύρια είσοδος για τον οικισμό και στην αρχαιότητα. Η μυκηναϊκή ακρόπολη της Μάλθης δεν διαθέτει ακόμα τις υποδομές ενός οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου, με προκαθορισμένες διαδρομές επισκεπτών, δεδομένου ότι εντάσσεται σε ένα εν εξελίξει πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων που πραγματοποιεί η Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας. Σε κάθε περίπτωση, η ακρόπολη είναι επισκέψιμη, διαθέτει σύγχρονες ενημερωτικές πινακίδες και μπορεί να εισέλθει κανείς στο εσωτερικό της από τη νότια πλευρά του περιφραγμένου χώρου. Η σειρά με την οποία περιγράφονται στη συνέχεια τα μνημεία, που αποτελούν τους κύριους σταθμούς της περιήγησης, είναι ενδεικτική.