Το οροπέδιο της Μεσσαριάς βρίσκεται στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της νήσου Κύθνου, με μέσο υψόμετρο τα 150 μέτρα περίπου, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το αιολικό δυναμικό δεν παρατηρείται εξίσου ισχυρό με αυτό των βουνών στα βορειοδυτικά, στα βορειοανατολικά και στην οροσειρά στα νότια κεντρικά, ωστόσο παρουσιάζεται επαρκές για την εύρυθμη λειτουργία των ανεμόμυλων, σύμφωνα με την υφιστάμενη βιβλιογραφία (σημ. 1). Ο λόγος για τον οποίο οι ανεμόμυλοι κατασκευάστηκαν στη δεδομένη τοποθεσία και όχι στα παρακείμενα όρη δεν ήταν άλλος από τη θέση του οικισμού της Μεσσαριάς, η συγκρότηση της οποίας προηγήθηκε των εν λόγω κατασκευών. Ομοίως, για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του οικισμού κατασκευάστηκε το 1982 στις παρυφές του και το πρώτο αιολικό πάρκο της Ευρώπης, συνηγορώντας υπέρ του ότι το αιολικό δυναμικό της περιοχής, παρότι δεν ήταν ιδανικό, ήταν ικανοποιητικό για τη λειτουργία ατμοκινητήρων.
Στο οροπέδιο φαίνεται ότι λειτουργούσαν 17 ανεμόμυλοι, εκ των οποίων έχουν εντοπιστεί οι θέσεις των 16. Δεν κατασκευάστηκαν όμως όλοι κατά την ίδια χρονική περίοδο, ούτε λειτουργούσαν συγχρόνως. Στον χάρτη 1 φαίνονται οι θέσεις των 16 ανεμόμυλων και το τοπικό δίκτυο από το οποίο αυτοί προσεγγίζονταν. Πιο συγκεκριμένα διακρίνεται μια μεγάλη ομάδα ανεμόμυλων στα νότια του οικισμού (μυλοτόπι Χ1), που περιλαμβάνει με τη σειρά, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, τους ανεμόμυλους Μ2, Μ15, Μ12, Μ9, Μ14, Μ10 και Μ11. Πρόκειται για το μεγαλύτερο μυλοτόπι της Μεσσαριάς, το οποίο βρίσκεται σε υψόμετρο 160-200 μέτρων, ακολουθώντας γραμμική πορεία πάνω στο πρανές του λόφου, με τοπικό μέγιστο την περιοχή που είναι κατασκευασμένος ο μύλος Μ11. Η μέση ένταση του ανέμου σε αυτή την περιοχή ανέρχεται σε 7,50 m/s, ήτοι σε 4 bf περίπου. Στο μυλοτόπι αυτό υπήρχε κατά το παρελθόν ένας επιπλέον ανεμόμυλος, για τον οποίο απουσιάζουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν τη μορφή και τη θέση του. Η ύπαρξή του είναι γνωστή μέσα από προφορικές μαρτυρίες γηγενών περί τη δεκαετία του 1970, σύμφωνα με τις οποίες οι ανεμόμυλοι του μυλοτοπίου ήταν 8 (σημ. 2). Αρκετοί εκ των ανεμόμυλων του εξεταζόμενου μυλοτοπίου διακρίνονται στην εικόνα 1. Πρόκειται για την παλαιότερη απόδοση του μυλοτοπίου, η οποία δεν φέρει χρονολόγηση, ωστόσο είναι σύγχρονη ή παλαιότερη του 1938, έτους έκδοσης του συγγράμματος στο οποίο και εντοπίζεται. Φαίνεται ότι η πλειονότητα των ανεμόμυλων είχε ήδη, πολλά χρόνια πριν, εγκαταλειφθεί. Πλησίον των ανεμόμυλων αυτών πέρασε ο Στέλιος Χιλιαδάκης, λίγα μόλις χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος προέβη σε σχόλια σχετικά με την κατάσταση διατήρησής τους (σημ. 3). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύγκριση του σκίτσου με τη σημερινή κατάσταση του μυλοτοπίου (εικ. 2). Οι ανεμόμυλοι έχουν δώσει τις θέσεις τους σε νέες κατασκευές, ενώ ο μοναδικός ανεμόμυλος που φαίνεται να λειτουργούσε κατά την εποχή του σκίτσου (Μ10), σώζεται σήμερα σε πολύ κακή κατάσταση.
Στα ανατολικά του οικισμού διακρίνεται το μυλοτόπι Χ2, που περιλαμβάνει 5 ανεμόμυλους, τους Μ13, Μ3, Μ7, Μ4 και Μ16 με τη σειρά που συναντώνται. Τα δύο μυλοτόπια παρουσιάζουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Όπως και το μυλοτόπι Χ1, το μυλοτόπι Χ2 είναι γραμμικά διατεταγμένο και ακολουθεί την κορυφογραμμή του λόφου. Βρίσκεται σε παρεμφερές υψόμετρο, με εξαίρεση τους ανεμόμυλους Μ4 και Μ16 που κατασκευάστηκαν στο τοπικό μέγιστο της περιοχής, στην απόληξη της κορυφογραμμής στα βορειοανατολικά, όπως αντίστοιχα ο Μ11 για το μυλοτόπι Χ1. Ομοίως, η μέση ένταση του ανέμου είναι η ίδια για όλους τους μύλους (7,50 m/s, ήτοι 4 bf περίπου), με εξαίρεση τον Μ4 και τον Μ16, στην περιοχή των οποίων ανέρχεται σε 8,50 m/s, ήτοι 5 bf περίπου. Δεν είναι γνωστό ποιο εκ των δύο μυλοτοπίων λειτούργησε πρώτο και μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Από τη βιβλιογραφία είναι γνωστό ότι οι ανεμόμυλοι αρχικά κατασκευάζονταν σε μεγαλύτερα υψόμετρα, ενώ αργότερα, η εξέλιξη του μηχανισμού τους έδωσε τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του ανέμου και σε χαμηλότερες στάθμες (σημ. 4). Υπό αυτή την έννοια και μόνο, τα δύο μυλοτόπια θα πρέπει να θεωρηθούν σύγχρονα.
Τρεις ανεμόμυλοι του μυλοτοπίου αυτού διακρίνονται στην εικόνα 3. Το μυλοτόπι Χ2 αποτελεί τη νοητή προέκταση του οικισμού προς τα ανατολικά, καθώς βρίσκεται στην κορυφογραμμή του ίδιου λόφου με αυτόν. Η επέκταση του οικισμού προς τη διεύθυνση αυτή ήταν υπαίτια για την καταστροφή του μυλοτοπίου. Μια σύγχρονη άποψη της ίδιας περιοχής διακρίνεται στην εικόνα 4. Ο ανεμόμυλος Μ3 ήταν από τους τελευταίους που εγκαταλείφθηκαν.
Οι υπόλοιποι ανεμόμυλοι του οικισμού της Μεσσαριάς είναι διάσπαρτοι προς όλες σχεδόν τις διευθύνσεις. Στην εικόνα 5 διακρίνεται η μοναδική ομάδα δύο μόνο ανεμόμυλων, των Μ6 και Μ8, εκ των οποίων σήμερα σώζεται ο πρώτος, αφού στη θέση του δεύτερου υπάρχει ένα κελί (εικ. 6). Η μόνη τοποθεσία που δεν συναντώνται ανεμόμυλοι είναι βορειοδυτικά του οικισμού, καθώς εκεί, όπως φαίνεται από τον χάρτη 1, χαμηλώνει το υψόμετρο και κατ’ επέκταση η μέση ένταση του ανέμου.
Συνολικά για τους ανεμόμυλους της Μεσσαριάς, το υψόμετρο των τοποθεσιών εγκατάστασής τους κυμαίνεται μεταξύ 140 και 200 μέτρων, ενώ η μέση ένταση ανέμου μεταξύ 7,50 και 8,50 m/s, ήτοι 4 και 5 bf περίπου. Η πρόσβαση σε αυτούς λάμβανε χώρα μέσω του ημιονικού τοπικού οδικού δικτύου. Παρατηρώντας τον χάρτη 1, φαίνεται ότι το δίκτυο αυτό δεν ακολουθούσε κάποια σαφή σχεδιαστική πορεία, αλλά συχνά κατέληγε σε «αδιέξοδα» και η πρόσβαση συνεχιζόταν διαμέσου ιδιωτικών αγρών. Ειδάλλως, θα έπρεπε να ακολουθηθεί εντελώς διαφορετική διαδρομή και αρκετά μεγαλύτερου μήκους, προκειμένου ο αγρότης, ο κτηνοτρόφος ή ο μυλωνάς να φτάσει στον προορισμό του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα επιμέρους χαρακτηριστικά του κάθε ανεμόμυλου και η μεταξύ τους σύγκριση. Σε χαμηλότερο υψόμετρο εντοπίζονται οι ανεμόμυλοι Μ1 και Μ5, ενώ οι ανεμόμυλοι Μ4, Μ11 και Μ16 σε υψηλότερο. Εξετάζοντας το αιολικό δυναμικό τους, παρατηρείται ότι 3 ανεμόμυλοι (Μ6, Μ10, Μ13) βρίσκονται σε περιοχή με ένταση ανέμου τα 7 m/s, 11 (Μ1, Μ2, Μ3, Μ5, Μ7, Μ8, Μ9, Μ11, Μ12, Μ14, Μ15) σε περιοχή με ένταση ανέμου τα 7,50 m/s και 2 (Μ4, Μ16) σε περιοχή με ένταση ανέμου τα 8,50 m/s. Ο ανεμόμυλος με την ελάχιστη διάμετρο που μετρήθηκε, η οποία ανάγεται σε 4,83 μέτρα, ήταν ο Μ10. Αντίθετα η μεγαλύτερη διάμετρος εντοπίστηκε στον ανεμόμυλο Μ9 και ανάγεται σε 7,10 μέτρα. Αμφότερες οι τιμές αυτές φαίνεται να υπερβαίνουν τις ακρότατες που έχουν εντοπιστεί στο σύνολο των ανεμόμυλων των Κυκλάδων (5,20 και 6,70 μέτρα αντίστοιχα), σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία (σημ. 5). Το ελάχιστο ύψος που εντοπίστηκε σε ανεμόμυλο της Μεσσαριάς ήταν τα 4,67 μέτρα (ανεμόμυλος Μ6), ενώ το μέγιστο τα 5,58 μέτρα, στον ανεμόμυλο Μ5. Πρόκειται για μετρήσεις οι οποίες αναφέρονται στους ανεμόμυλους που σώζονται σήμερα ακέραιοι και αφορούν τη στέψη του λίθινου κορμού τους. Σε αντίθεση με την περίπτωση των διαμέτρων, οι ακρότατες τιμές που έχουν εντοπιστεί σε ανεμόμυλους στο σύνολο των Κυκλάδων για τα ύψη υπερβαίνουν τις εντοπισθείσες (4,50 και 6,30 μέτρα αντίστοιχα). Ο λόγος H/D (ύψους προς διαμέτρου) παρουσιάζεται μικρότερος στον ανεμόμυλο Μ6 (0,86) και μεγαλύτερος στον ανεμόμυλο Μ5, με τιμή 0,98. Από τους συνολικά 3 ανεμόμυλους του οικισμού στους οποίους υπήρχε δυνατότητα πρόσβασης στο εσωτερικό επίχρισμα εντοπίστηκε σε 2. Αντίστοιχα, από τους 11 ανεμόμυλους, από τους οποίους σώζονται σήμερα υλικά κατάλοιπα, μόλις 6 διατηρούν εξωτερικό επίχρισμα. Δεν είναι γνωστό αν οι υπόλοιποι είχαν κατά το παρελθόν και αυτό απωλέσθηκε από τη χρόνια εγκατάλειψη και τις περιβαλλοντικές επιδράσεις. Η μικρότερη απόσταση μεταξύ ανεμόμυλου και ιστορικού κέντρου είναι τα 263 μέτρα (Μ2), ενώ η μεγαλύτερη τα 723 μέτρα (Μ16) (σημ. 6).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τυπολογίες των ανεμόμυλων του οικισμού. Για τους ανεμόμυλους που υπάρχουν στοιχεία, είτε από τα υλικά τους κατάλοιπα σήμερα είτε από ιστορικές φωτογραφίες που τεκμηριώνουν τη μορφή τους κατά το παρελθόν, 3 παρουσιάζουν αρνητική μείωση (Μ2, Μ8, Μ10), είναι δηλαδή του παλαιότερου τύπου, 2 έχουν τη μορφή ορθού κυλίνδρου (Μ5, Μ4), ενώ 6 παρουσιάζουν θετική μείωση (Μ3, Μ6, Μ7, Μ14, Μ15), είναι δηλαδή νεότερου τύπου. Με τα υφιστάμενα δεδομένα φαίνεται ότι οι περισσότεροι ανεμόμυλοι της Μεσσαριάς είναι της κατηγορίας 3, ήτοι έχουν σχετικά μικρή ηλικία. Ωστόσο, οι ανεμόμυλοι για τους οποίους δεν υπάρχουν δεδομένα, 5 σε αριθμό (Μ9, Μ11, Μ12, Μ13, Μ16), είναι αρκετοί για να επηρεάσουν τις αναλογίες. Οι περιοχές που φαίνεται να ήταν συγκεντρωμένοι οι παλαιότερου τύπου ανεμόμυλοι είναι συνήθως σε μεγαλύτερες στάθμες, συμβαδίζοντας με τη βιβλιογραφία. Δύο εκ των τριών ανεμόμυλων της πρώτης κατηγορίας βρίσκονται στο μυλοτόπι Χ1, ενώ ο τρίτος σε διαφορετική τοποθεσία, στη μικρή ομάδα των δύο ανεμόμυλων για την οποία έγινε λόγος, μεταξύ των δύο μυλοτοπίων. Από το στοιχείο αυτό δημιουργείται η υποψία ότι το μυλοτόπι Χ1 προηγήθηκε του Χ2.
Ενδιαφέροντα στοιχεία αντλούνται και από την εξέταση της κατάστασης διατήρησης των ανεμόμυλων που σώζονται σήμερα. Ελάχιστοι εξ αυτών φαίνεται να διατηρούν τον μηχανισμό τους. Δύο ανεμόμυλοι έχουν αποκατασταθεί, ο Μ1 και ο Μ3. Ο δεύτερος στεγάζει σήμερα κατοικία και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, ωστόσο έχει παντελώς αλλοιωθεί η μορφολογία του. Ο άλλος αποκαταστάθηκε με τη χρήση του ανεμόμυλου, ωστόσο έχει χρόνια εγκαταλειφθεί και οι φθορές και οι βλάβες στον μηχανισμό και την επιστέγασή του παρουσιάζονται σε προχωρημένο βαθμό. Εκτός των αποκατεστημένων, σε καλή κατάσταση (σημ. 7) διατηρούνται δύο ακόμα ανεμόμυλοι, ο Μ5 και ο Μ6. Σε μέτρια κατάσταση διατηρείται μόνο ο Μ4, ενώ σε κακή 3 ανεμόμυλοι, ο Μ2, ο Μ9 και ο Μ10. Ακόμα, υπάρχουν 8 θέσεις με ελάχιστα ή και καθόλου υλικά κατάλοιπα (Μ7, Μ8, Μ11, Μ12, Μ13, Μ14, Μ15, Μ16). Τα αίτια του μεγάλου αυτού αριθμού για την περίπτωση της Μεσσαριάς ανάγονται κυρίως στην «ανάπτυξη» του οικισμού των τελευταίων ετών. Οι συνθήκες θέας των μυλοτοπίων αποδείχθηκαν ιδιαίτερα δελεαστικές για την ανέγερση εκτός σχεδίου εξοχικών κατοικιών, με αξία μεγαλύτερη για τους γηγενείς από αυτή των μνημείων που προϋπήρχαν στις ίδιες θέσεις. Ως εκ τούτου, πολλοί εκ των απολεσθέντων ανεμόμυλων έδωσαν τη θέση και/ή το υλικό τους σε νέες κατασκευές, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πλέον. Τα προβλήματα φαίνονται αρκετά εντονότερα στο μυλοτόπι Χ1, παρότι ο οικισμός δεν επεκτάθηκε προς τη διεύθυνση αυτή. Ίσως η διάνοιξη των οδών και η κατά τόπους διάστρωσή τους, γεγονός που τις μετέτρεψε από ημιονικές σε αμαξιτές, να συνέβαλε στην ταχύτερη ανοικοδόμηση της περιοχής. Αν και αυτό σε κακή κατάσταση, αισθητά καλύτερα διατηρείται το μυλοτόπι Χ2. Πρόκειται για μία αναμενόμενη καταστροφή, αφού ο οικισμός της Μεσσαριάς επεκτάθηκε προς τη διεύθυνση αυτή κατά τους δύο περασμένους αιώνες.
Ιδιαίτερη μνεία θα μπορούσε να γίνει για την εγκατάλειψη του Μ13 και την καταστροφή του. Και αυτό, διότι βάσει του συγκεκριμένου μύλου μπορούν να γίνουν υποθέσεις για την πολεοδομική εξέλιξη του οικισμού. Η ακριβής θέση του ανεμόμυλου είναι έως σήμερα άγνωστη. Είναι γνωστό όμως ότι βρισκόταν κάπου στην πλατεία του Ανεμόμυλου, όπως καλείται σήμερα. Αυτό εξάλλου αναγράφει ο Στέλιος Χιλιαδάκης στο έργο του (σημ. 8), αφού κατά την εποχή της επίσκεψής του ο ανεμόμυλος είχε ήδη αντικατασταθεί από την πλατεία. Δεδομένου ότι κατά το έτος 1896 ο συγγραφέας Αντώνης Βάλληνδας κάνει λόγο για τη συνοικία του ανεμόμυλου στα ανατολικά του οικισμού (σημ. 9), αυτό σημαίνει ότι ο οικισμός είχε ήδη επεκταθεί πολεοδομικά έως αυτόν, ενώ θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι είχε διακόψει τη λειτουργία του, αφού η παρουσία κατοικιών πέριξ αυτού θα διατάρασσε την εύρυθμη λειτουργία του. Στην αναφορά που κάνει σε αυτόν ο ίδιος συγγραφέας στο προηγούμενο σύγγραμμά του, τον θέτει ως σημείο προσανατολισμού και τον οριοθετεί στο ανατολικό άκρο του οικισμού (σημ. 10). Βάσει των στοιχείων αυτών, η επέκταση του οικισμού πρέπει να έλαβε χώρα στην εν λόγω τοποθεσία περί το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Βάσει της πληθυσμιακής εξέλιξης της νήσου, των προφορικών μαρτυριών, της τυπολογίας και του υψόμετρου στο οποίο βρίσκονται, οι ανεμόμυλοι της Μεσσαριάς χωρίστηκαν σε 3 ομάδες (χάρτης 2). Πρόκειται για μία υποθετική κατηγοριοποίηση ως προς την εποχή κατασκευής, βασισμένη όχι μόνο σε ασφαλή τεκμήρια, αλλά και σε ενδείξεις. Ως εκ τούτου, καθίσταται προφανές ότι με την εξεύρεση περισσότερων ασφαλών τεκμηρίων στο μέλλον, ο χάρτης θα χρήζει τροποποίησης. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι ανεμόμυλοι των οποίων η κατασκευή ανάγεται προ του έτους 1700, όταν δηλαδή ο πληθυσμός της Μεσσαριάς έφτασε στο απόγειό του, σύμφωνα με τις σχετικές μαρτυρίες (σημ. 11). Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι ανεμόμυλοι οι οποίοι κατασκευάστηκαν κατά το διάστημα δύο αιώνων, του 18ου και του 19ου. Τέλος, η τρίτη κατηγορία σχετίζεται με τους ανεμόμυλους που κατασκευάστηκαν κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, περίοδο για την οποία διατηρούνται ακόμα ζώσες μνήμες από τους γηγενείς. Φαίνεται πως στην πλειονότητά τους οι ανεμόμυλοι του χάρτη ανάγονται στη δεύτερη περίοδο, ενώ μόλις 7 ανεμόμυλοι είναι προγενέστεροι του 1700. Απουσιάζουν παντελώς νεότεροι ανεμόμυλοι που χρονολογούνται κατά τον 20ό αιώνα. Ομοίως, σχεδιάστηκε αντίστοιχος χάρτης υποθέσεων (χάρτης 3) για την περίοδο εγκατάλειψης του κάθε ανεμόμυλου. Σύμφωνα με τις ιστορικές φωτογραφίες, τις προφορικές μαρτυρίες και την κατάσταση στην οποία οι ανεμόμυλοι διατηρούνται σήμερα, φαίνεται ότι 8 ανεμόμυλοι της Μεσσαριάς εγκαταλείφθηκαν κατά το διάστημα 1835-1900, 3 κατά το διάστημα 1900-1945, ενώ 5 ανεμόμυλοι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Συνοψίζοντας, ως προς τα κατασκευαστικά και μορφολογικά τους χαρακτηριστικά, οι ανεμόμυλοι της Μεσσαριάς φαίνεται να επιβεβαιώνουν τον κανόνα των κυκλαδίτικων ανεμόμυλων, με μικρές διαφοροποιήσεις. Ως προς την απόσταση των ανεμόμυλων από το ιστορικό κέντρο του οικισμού, η παρούσα μελέτη προσδιόρισε μία μέγιστη και μία ελάχιστη τιμή. Η απόσταση του πιο απομακρυσμένου ανεμόμυλου περιορίζει σημαντικά την ακτίνα έρευνας, για τον εντοπισμό τυχόν επιπρόσθετων καταλοίπων ή θέσεων ανεμόμυλων στο μέλλον, που δεν εντοπίστηκαν κατά την παρούσα έρευνα, παρότι η υφιστάμενη έως τώρα βιβλιογραφία δεν κάνει λόγο για περισσότερους ανεμόμυλους. Με τα υφιστάμενα δεδομένα, ο μόνος ανεμόμυλος που δεν έχει ακόμα χωρικά επακριβώς προσδιοριστεί είναι ο Μ17. Δεν αποκλείεται η θέση και αυτού να καταλήφθηκε από κάποια νεότερη κατασκευή, όπως συνέβη σε πολλές περιπτώσεις. Εν γένει, φαίνεται ότι στην περίπτωση της Μεσσαριάς, τον ρόλο του καταστροφέα για τους ανεμόμυλους δεν διαδραμάτισε κατά κανόνα ο χρόνος, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος, εκμεταλλευόμενος τη θέση και το υλικό των εν λόγω μνημείων.
Παναγιώτης Μάρκου
Αρχιτέκτων Μηχανικός, Meng, Msc, Αρχιτέκτων Εσωτερικών Χώρων
* Η μελέτη αποτελεί μέρος της μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας με τίτλο «Οι ανεμόμυλοι της Κύθνου, προστασία και διαχείριση», που εκπονήθηκε στο ΔΜΠΣ «Προστασία Μνημείων» του ΕΜΠ από τον υποφαινόμενο, υπό την επίβλεψη των διδασκόντων Ελένης Μαΐστρου, ομότιμης καθηγήτριας της σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, και Κωνσταντίνου Καραδήμα, καθηγητή της σχολής Αρχιτεκτόνων μηχανικών.