Το ιερό της θεάς Ήρας στη Σάμο βρίσκεται στο δυτικό άκρο της εκτεταμένης αλλουβιακής πεδιάδας της Χώρας, κοντά στη νοτιοανατολική ακτογραμμή, στο ελώδες Δέλτα του ποταμού Ίμβρασου. Σύμφωνα με τον αρχαίο λατρευτικό μύθο, η θεά Ήρα είδε για πρώτη φορά το φως της ημέρας εδώ, κάτω από μια λυγαριά που είχε φυτρώσει στην όχθη του ποταμού (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 15.672, Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις 7.4.4). Λεγόταν, επίσης, ότι αργότερα νυμφεύθηκε στο ίδιο σημείο τον Δία. Η θέση κοντά σε γόνιμες και εντατικά καλλιεργούμενες ζώνες είναι συχνό χαρακτηριστικό των ιερών της Ήρας, γεγονός που εξηγείται από την υπόσταση της θεάς ως μεγάλης θεότητας της βλάστησης και ως Μητέρας Θεάς.
Το Ηραίον ήταν το κύριο εκτός των τειχών ιερό της αρχαίας πόλης της Σάμου, η οποία βρισκόταν στο ανατολικό άκρο της πεδιάδας. Προστάτιδα θεά της πόλης ήταν η Ήρα. Σε αντίθεση με τα πανελλήνια ιερά στην Ολυμπία ή στους Δελφούς, η εξέλιξη του Ηραίου συνδεόταν επομένως στενά με την τύχη και την ευημερία της κοινότητας των πιστών του. Στην αρχαιότητα, η θέση ήταν γνωστή κυρίως για την παλαιότητα της λατρείας της και για τον ναό (Δίπτερος ΙΙ), τον οποίο ο Ηρόδοτος εγκωμίαζε ως τον μεγαλύτερο ναό της Ελλάδας (Ιστορίαι 3.60).
Ήδη από το 1702 πραγματοποιήθηκαν διάφορες μικρές έρευνες στον ναό από τον Joseph Pitton de Tournefort, την Εταιρεία των Ντιλετάντι, τον Victor Guérin, τον Carl Humann, τον Paul Girard και τον M. de Clerc. Τις πρώτες συστηματικές ανασκαφές διεξήγαγε το 1902–1903 η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία υπό την επίβλεψη του Παναγιώτη Καββαδία και του Θεμιστοκλή Σοφούλη. Ωστόσο, μόνο όταν ανέλαβαν τις αρχαιολογικές ανασκαφές τα Βασιλικά Μουσεία του Βερολίνου, υπό τη διεύθυνση του Theodor Wiegand, το διάστημα 1910–1914 αγοράστηκαν σημαντικές εκτάσεις γης και αποκαλύφθηκαν μεγάλα τμήματα του τεμένους, συμπεριλαμβανομένου ολόκληρου του ναού. Το 1925, ο Ernst Buschor ανέλαβε να συνεχίσει τις ανασκαφές για λογαριασμό του Παραρτήματος Αθηνών του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Το DAI Αθηνών εξακολουθεί έως σήμερα —με μία διακοπή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου— να ερευνά στο Ηραίον, με την ευγενική και πάντα ουσιαστική υποστήριξη των υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Από το 1925 και εξής, ο αρχαιολογικός χώρος επεκτάθηκε σημαντικά με την πρόσκτηση και άλλων εκτάσεων.
Τη γένεση του ιερού και της λατρείας μπορούμε να τα παρακολουθήσουμε από τις απαρχές έως το τέλος, για περισσότερα από 2.000 χρόνια, κάτι που συμβαίνει σπάνια σε άλλες ελληνικές λατρευτικές θέσεις. Ιδιαίτερα πλούσια σύνολα διατηρήθηκαν από την πρώιμη περίοδο του ιερού μέχρι την άνθησή του τον 6ο αιώνα π.Χ., γεγονός που εξηγεί την έως τώρα εστίαση των αρχαιολογικών ερευνών σε αυτές τις χρονικές περιόδους. Παράλληλα με τα θρησκειολογικά ερωτήματα σχετικά με το είδος και τις πρακτικές της λατρείας αλλά και με τη φύση της λατρευόμενης θεότητας, η προσοχή στράφηκε γρήγορα στην εξαιρετική αφθονία εισηγμένων αναθημάτων από όλη τη Μεσόγειο, τα οποία τεκμηριώνουν τις εκτενείς πολιτισμικές επαφές του νησιού με τρόπο που σχεδόν δεν έχει παράλληλο στην αρχαϊκή Ελλάδα. Κυρίως, βέβαια, το ενδιαφέρον ήταν στραμμένο στην αρχιτεκτονική διαμόρφωση του τεμένους.
Μέχρι τώρα, το Ηραίον ως θέση έχει ερευνηθεί σε μεγάλο βαθμό αποκομμένο από τον περιβάλλοντα χώρο του. Ωστόσο, οι αρχαίοι τόποι λατρείας κάλυπταν βαθιές θρησκευτικές, κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες της κοινότητας των πιστών τους και αντανακλούσαν τις δομές του φυσικού και ιδεολογικού τους περιβάλλοντος. Αυτό, με τη σειρά του, διαμορφώνεται μέσω των σταθερών ή μεταβλητών γεωλογικών, κλιματικών και κοινωνικών συνθηκών. Λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες κλιματικές αλλαγές, τέτοιες συστημικές διεργασίες και οι επιπτώσεις τους στην ανθρώπινη δράση έρχονται στο προσκήνιο των σύγχρονων ερευνών.
Την έναρξη των ερευνών σχετικά με το Ηραίον στο πλαίσιο της ιστορίας του περιβάλλοντός του σηματοδότησε το διεπιστημονικό πρόγραμμα «Wasser und Kult im Heraion von Samos» («Ύδωρ και λατρεία στο Ηραίον της Σάμου»), το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το Γερμανικό Ίδρυμα Ερευνών (DFG). Στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού, πραγματοποιήθηκε μια προσομοίωση των υδρολογικών συνθηκών για το ιερό και τον περιβάλλοντα χώρο του στη διάρκεια των τελευταίων 5.000 ετών. Παράλληλα με τη σημασία του νερού εν γένει για τη σαμιακή αγροτική οικονομία, το νερό διαδραμάτισε στο ιερό έναν πρακτικό και θρησκευτικό ρόλο με ποικίλες πτυχές και υπήρξε το κατεξοχήν σύμβολο για την υγεία, τη γονιμότητα, τη γνώση και την αναζωογόνηση. Πέραν αυτού, ο Ίμβρασος έθετε κάθε τόσο μεγάλες προκλήσεις για την αρχιτεκτονική διαμόρφωση και την προστασία του τεμένους από τις πλημμύρες.
Στο εξής, με τη συμβολή των συνεργατών του προγράμματος Ingmar Unkel και Wolfgang Rabbel από το Πανεπιστήμιο του Κιέλου, οι έρευνες προγραμματίζεται να στραφούν πλέον στην ιστορία της αγροτικής χρήσης και τη μελέτη των υποδομών στον περιβάλλοντα χώρο και το ιερό — συμπεριλαμβανομένης της πορείας της «Ιεράς Οδού» με κατεύθυνση την πόλη της Σάμου. Μέσω γεωλογικών, γεωφυσικών και παλαιοβοτανικών ερευνών μπορούν στο πλαίσιο αυτό να ανασυντεθούν η μορφολογική και η οικολογική εξέλιξη καθώς και η αγροτική χρήση μέχρι τα βάθη της προϊστορικής εποχής.
Τα αποτελέσματα των ερευνών του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στη Σάμο δημοσιεύονται από τους επιστημονικούς συνεργάτες του Ινστιτούτου στη σειρά «Samos», καθώς και σε εξειδικευμένα αρχαιολογικά περιοδικά, κυρίως στα Athenische Mitteilungen και Archäologischer Anzeiger.
Προϊστορικός οικισμός
Η τοποθεσία στην οποία βρίσκεται το Ηραίον φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν ως τόπος κατοικίας ήδη από το β’ μισό της 5ης χιλιετίας π.Χ. Στον αρχαιολογικό χώρο δεν υπάρχουν ορατά κατάλοιπα από τον αξιοσημείωτο οικισμό της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού, ο οποίος σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα ερευνητικά αποτελέσματα υπήρχε έως και τον 18ο αιώνα π.Χ., προστατευόταν με οχυρωματικό τείχος και διέθετε μεγάλα δημόσια κτίρια και μεγάλες κατοικίες. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βαθέος, βέβαια, εκτίθεται μια επιλογή ευρημάτων. Η ιστορία του οικισμού μελετάται αυτήν τη στιγμή εμβριθέστερα σε συνεργασία με την Ουρανία Κουκά από το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Φυσικά θα πρέπει και εκείνη την εποχή να ασκούνταν λατρείες από τους κατοίκους. Ωστόσο, δεν έχει τεκμηριωθεί μέχρι σήμερα εάν κάποια από αυτές τις λατρείες συνεχίστηκε αδιάλειπτα μετά την εγκατάλειψη του οικισμού.
Αρχή και φύση της λατρείας
Σύμφωνα με τις απτές αρχαιολογικές μαρτυρίες, η λατρεία στο Ηραίον είναι μινωικής προέλευσης και ξεκίνησε μεταξύ του 1700 και του 1600 π.Χ., όταν στο Αιγαίο κυριαρχούσε η Κρήτη. Ακολουθώντας τις μινωικές λατρευτικές πρακτικές, βρέθηκαν πάνω σε πλακόστρωτο δάπεδο, κάτω από τους μεταγενέστερους βωμούς, εναποθετημένα «κωνικά κύπελλα» (conical cups) και άλλα κεραμικά σκεύη. Από πάνω ανακαλύφθηκε ένα νεότερο πλακόστρωτο δάπεδο Mυκηναϊκής περιόδου (περ. 1445/1415–1000 π.Χ.) — με ενδείξεις για το ότι θα μπορούσε να υπάρχει ήδη βωμός από ωμές πλίνθους. Γύρω στο 1000 π.Χ. κτίστηκε ο πρώτος λίθινος βωμός. Μέσω της συνεχούς οικοδόμησης γύρω από το αρχικό κτίσμα ακολούθησαν έως την περίοδο του Αυγούστου επτά ανακαινίσεις. Τον πρώιμο 8ο αιώνα π.Χ. διαμορφώθηκε και επεκτάθηκε ο λιτός χώρος λατρείας στο άμεσο περιβάλλον του βωμού. Πιθανόν να υπήρχε ήδη εκείνη την περίοδο ένα λατρευτικό άγαλμα — ένα ξόανον.
Η ιδιαίτερη θέση της ιερής λυγαριάς (Vitex agnus castus) —ένα είδος ιτιάς που ο περιηγητής Παυσανίας είδε τον 2ο αιώνα μ.Χ. και περιέγραψε ως το παλαιότερο όλων των ιερών δέντρων σε ελληνικά ιερά (Ελλάδος Περιήγησις 7.4.4. και 8.23.5)— οδηγεί στην υπόθεση ότι οι απαρχές της λατρείας πρέπει να αναζητηθούν σε μια μινωική δενδρολατρεία. Σε αυτήν, το δέντρο θεωρούνταν τόπος επιφάνειας της θεότητας. Όπως συνάγεται από τις πινακίδες Γραμμικής Β, η Ήρα λατρευόταν το αργότερο από τη Μυκηναϊκή περίοδο κι έπειτα. Το κατά πόσον ταυτιζόταν ήδη την εποχή αυτή με τη λατρευόμενη θεότητα στο Ηραίον δεν μπορεί να απαντηθεί. Σε κάθε περίπτωση, οι «Ίωνες» που εποίκισαν το νησί τον 11ο/10ο αιώνα π.Χ. συνέδεσαν τη σαμιακή θεότητα με την Ήρα. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στον μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι «Λέλεγες», μυθικοί πρώτοι κάτοικοι, ίδρυσαν το ιερό μαζί με τις νύμφες, προτού η λατρεία συνεχιστεί από τους «Κάρες», τους κατοίκους του νησιού την περίοδο που έφτασαν οι «Ίωνες». Υπό αυτή την έννοια, ο αρχαίος γεωγράφος Διονύσιος ο Περιηγητής από την Αλεξάνδρεια (Οικουμένης Περιήγησις 533 κ.εξ.) ονόμασε τη Σάμο έδρα της «πελασγικής Ήρας». Στην αρχαιότητα, Πελασγούς χαρακτήριζαν τον αρχαιότερο πληθυσμό της Ελλάδας, επομένως υποδηλώνεται εδώ μια «προελληνική» προέλευση της λατρείας. Η υιοθέτηση της λατρείας από τους «Ίωνες» που κατέφθασαν στο νησί αντανακλά πιθανόν τον μύθο, σύμφωνα με τον οποίο η Αδμήτη, μετά τη φυγή της από τον πατέρα της Ευρυσθέα, τον βασιλιά των Μυκηνών, έγινε ιέρεια της Ήρας στη Σάμο, έπειτα από εντολή της ίδιας της θεάς.
Η σημερινή διαδεδομένη εικόνα της Ήρας ως της φιλόνικης συζύγου του Δία έχει επηρεαστεί από τα ομηρικά έπη και δεν ανταποκρίνεται στα ποικίλα γνωρίσματα αυτής της παλαιάς θεότητας. Η Ήρα της Σάμου πρέπει να ιδωθεί ως η προστάτιδα θεά του νησιού, ως θεά του ουρανού, της γης και του Κάτω Κόσμου, αντίστοιχη με τις μεγάλες ανατολικές μητέρες–θεές, όπως ήταν η Κυβέλη, η Άρτεμις της Εφέσου αλλά και η Κυπρία Αφροδίτη. Ο λυρικός ποιητής Αλκαίος από τη Λέσβο (απόσπ. 24aD) τη χαρακτήρισε τον 6ο αιώνα π.Χ. γεννήτρια των πάντων («πάντων γενέθλαν»). Αυτά τα γνωρίσματα συνδέονται ειδικά στη σαμιακή Ήρα με την ιδέα της παρθενικής μητρότητας, κι έτσι λατρευόταν και ως Ήρα Παρθενία. Οι αρμοδιότητές της περιλάμβαναν μεταξύ άλλων τη γονιμότητα με την ευρεία έννοια, την προστασία της γεωργίας, της βλάστησης και της πανίδας, της μητέρας και του παιδιού, του οίκου και της οικογένειας, αλλά και της ναυσιπλοΐας. Αναφορικά με τον ρόλο της ως νύφης και ως συζύγου του Δία, ξεχωρίζουν σαφώς, τουλάχιστον στους ιστορικούς χρόνους, η προστασία του γάμου και της γαμήλιας τελετής. Άλλωστε, η λυγαριά και οι καρποί της θεωρούνταν ήδη από τους αρχαίους Έλληνες ως αναφροδισιακό και σύμβολο της εγκράτειας στον γάμο. Ο Λακτάντιος (Περί θείων θεσμών 1.17) αναφέρει τον 4ο αιώνα μ.Χ. ότι, σύμφωνα με τον Ρωμαίο πολυΐστορα Βάρρωνα (1ος αι. π.Χ.), το λατρευτικό άγαλμα της σαμιακής Ήρας ήταν ντυμένο με νυφικά ενδύματα και οι λατρευτικές τελετές ακολουθούσαν το τυπικό ενός γάμου. Από τον μύθο της Αδμήτης, που προφανώς αντανακλά και το τελετουργικό, συνάγεται ότι στη γιορτή της Ήρας το λατρευτικό είδωλο μεταφερόταν από τη βάση του στην ακρογιαλιά, εκεί δενόταν με βέργες λυγαριάς, λυνόταν πάλι, εξαγνιζόταν, του προσφέρονταν γλυκίσματα και στηνόταν πάλι στη βάση του. Για την ετήσια λατρευτική γιορτή μάς παραδίδονται δύο ονομασίες: Τόναια και Ηραία, χωρίς να είναι σαφές αν τα δύο ονόματα χαρακτηρίζουν διαφορετικές φάσεις της ίδιας γιορτής ή δύο ξεχωριστές γιορτές. Στα Ηραία μαρτυρείται πως γίνονταν μεταξύ άλλων μουσικοί και αθλητικοί αγώνες. Από τις αρχαίες πηγές συμπεραίνουμε ότι το λατρευτικό είδωλο ήταν αρχικά μια ανεικονική ξύλινη σανίδα και πιθανόν στα τέλη του 8ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. μεταπλάστηκε σε ανθρωπόμορφο είδωλο. Παραστάσεις νομισμάτων των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων δίνουν μια αόριστη εντύπωση για τη μορφή του λατρευτικού ειδώλου. Σύμφωνα με αυτές, φορούσε ψηλό πόλο στο κεφάλι και επίβλημα, πλούσια κοσμήματα στους ώμους και το στήθος καθώς και χιτώνα που έμοιαζε ζωσμένος χιαστί. Οι πήχεις ήταν ανοικτοί προς τα πλάγια, μια κίνηση που απηχεί πιθανόν χειρονομία ευλογίας, αλλά απεικονίζονται και να κρατούν σπονδικές φιάλες και μάλλινες ταινίες με κόμπους. Ο εικονιστικός τύπος του λατρευτικού αγάλματος ταιριάζει με την απεικόνιση άλλων ανατολικών θεοτήτων όπως της Εφεσίας Αρτέμιδος.
7ος αιώνας π.Χ.: Το Ηραίον υπό το φως των διαμεσογειακών πολιτισμικών επαφών
Oι Σαμιώτες εντατικοποίησαν τις επαφές τους με την Ανατολή ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ. Από το 664 π.Χ. περίπου είχαν ισχυρή παρουσία στην Αίγυπτο ως μισθοφόροι και έμποροι. Ο Φαραώ Ψαμμήτιχος Α’ συγκρότησε τις πολεμικές του δυνάμεις, με τις οποίες ελευθέρωσε την Αίγυπτο από τη νεο-ασσυριακή κυριαρχία, χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο μισθοφόρους από το νοτιοανατολικό Αιγαίο, τους οποίους στρατολόγησε αρχικά μέσω των επαφών του με τον βασιλιά της Λυδίας Γύγη. Πολλοί από αυτούς τους μισθοφόρους παρέμειναν στην Αίγυπτο και σύναψαν σχέσεις με ντόπιες οικογένειες. Άλλοι γύρισαν πίσω φέρνοντας πιθανότατα μαζί τους στην πατρίδα, εκτός από ξένα αντικείμενα, κυρίως νέες ιδέες. Οι επαφές των Σαμίων αντικατοπτρίζονται στον ασυνήθιστο πλούτο των εισηγμένων αναθημάτων προς την Ήρα, τα οποία προέρχονταν από όλη τη Μεσόγειο και πέρα από αυτήν. Στους τόπους κατασκευής των αναθημάτων συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων η Φοινίκη, η Συρία, η Βαβυλωνία, το Ιράν, ο Καύκασος, η Ισπανία, η Ετρουρία — κυρίως όμως η Αίγυπτος. Εκεί, γύρω στο 620 π.Χ. δημιουργήθηκε με άδεια του Φαραώ το εμπορικό λιμάνι Ναύκρατις, στο οποίο η Σάμος εγκαινίασε ένα παράρτημα του Ηραίου. Λίγο παλαιότερη είναι η ιστορία που μας παραδίδει ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι 4.152) για τον Σάμιο έμπορο Κωλαίο, ο οποίος πλέοντας προς την Αίγυπτο έπεσε σε θύελλα και τα ρεύματα τον παρέσυραν ως την πλούσια σε άργυρο Ταρτησσό, στις νοτιοδυτικές ακτές της Ιβηρικής, απ’ όπου επέστρεψε με μεγάλα κέρδη. Το 1/10 αυτών το αφιέρωσε στην Ήρα με τη μορφή ενός λέβητα με προτομές γρυπών, ύψους περ. 4,5–4,8 μ., που στηριζόταν σε τρεις γονατιστές χάλκινες μορφές. Ανάμεσα στα ευρήματα του Ηραίου βρίσκονται ελεφαντοστέινες χτένες από τη νότια Ισπανία που παραπέμπουν σε αντίστοιχες εμπορικές σχέσεις.
Εκείνη την περίοδο, πραγματοποιείται η πρώτη εντυπωσιακή αλλαγή του τεμένους, μεταξύ άλλων με την ανέγερση του πρώτου επιβεβαιωμένου ναού γύρω στο 680 π.Χ. και την ανακαίνισή του γύρω στο 630/620 π.Χ. (Εκατόμπεδος Ι και ΙΙ). Στο τέμενος προστέθηκαν και άλλα κτίρια και αναθήματα. Ακόμη και ολόκληρα πλοία είχαν στηθεί ως αφιερώματα.
6ος αιώνας π.Χ.: Η περίοδος ακμής της πόλης και του ιερού
Η πόλη και το ιερό άκμασαν τον 6ο αιώνα π.Χ. Τότε ανεγέρθηκαν στην περιοχή της πόλης και στο ιερό τα μνημεία που εξυμνεί ο Ηρόδοτος (ο Μεγάλος Μόλος, το Ευπαλίνειο Υδραγωγείο, ο Δίπτερος Ναός). Παράλληλα με την καλλιέργεια των επαφών τους με την Αίγυπτο —ο Φαραώ Άμασις αφιέρωσε στο Ηραίον δύο αγάλματα που παρίσταναν τον ίδιο, τα οποία σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Ιστορίαι 2.182) πλαισίωναν την πόρτα του ναού— οι Σαμιώτες απέκτησαν κυρίως ως έμποροι τον απαραίτητο για όλα αυτά πλούτο. Επί του τυράννου Πολυκράτη, η Σάμος εξελίχθηκε, τέλος, σε σημαντική ναυτική δύναμη στο Αιγαίο. Με την πτώση του Πολυκράτη λόγω των Περσών, αυτή η περίοδος ακμής έφτασε στο τέλος της.
Ήδη από τις αρχές του αιώνα, η οικονομική ευμάρεια εκδηλώθηκε με τη μορφή της επέκτασης του ιερού και της μνημειώδους οικοδομικής αναμόρφωσής του. Ξεχωρίζουν, μεταξύ άλλων, η κατασκευή της «Ιεράς Οδού» που ως πομπική οδός συνέδεε την πόλη με το ιερό, η ανέγερση του Δίπτερου I, που λίγο μετά την ολοκλήρωσή του χρειάστηκε να αντικατασταθεί από τον Δίπτερο ΙΙ, και ο μνημειακός βωμός.
Κλασική και ελληνιστική εποχή: Στο πεδίο έντασης των πολιτικών δυνάμεων
Μετά την πτώση του Πολυκράτη η Σάμος έχασε την κυριαρχία της στη θάλασσα και κατ’ επέκταση τις σημαντικές πηγές εσόδων της. Έπρεπε να πληρώνει φόρο υποτέλειας στην Περσική Αυτοκρατορία. Το 499 π.Χ. συμμετείχε στην Ιωνική Επανάσταση εναντίον της περσικής κυριαρχίας, στο τέλος όμως παρέμεινε πιστή στην Περσία. Στο πλευρό της πολέμησε στους Περσικούς Πολέμους, αν και τελικά άλλαξε στρατόπεδο και συντάχθηκε με τους Έλληνες. Στην περίοδο που ακολούθησε, ως μέλος της Αθηναϊκής–Δηλιακής Συμμαχίας, ήρθε αντιμέτωπη με την ανερχόμενη ναυτική δύναμη της Αθήνας, από την οποία ηττήθηκε το 441 π.Χ. και το 439 π.Χ. στους δύο Σαμιακούς Πολέμους. Εκτός από την καταβολή υψηλής πολεμικής αποζημίωσης, αναγκάστηκε να δεχτεί την εγκατάσταση αθηναϊκής φρουράς. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, η Σάμος τάχθηκε στο πλευρό των Αθηναίων και, λόγω της αφοσίωσής της στη δημοκρατική πλευρά κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος των ολιγαρχών στην Αθήνα το 412/411 π.Χ., κέρδισε ξανά την αυτονομία της. Το 404 π.Χ. οι Σάμιοι αναγκάστηκαν να παραδώσουν την πόλη στον Σπαρτιάτη στρατηγό Λύσανδρο. Τον 4ο αιώνα π.Χ. η Σάμος δεν συμμετείχε στη Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία. Μετά την εγκατάσταση περσικής φρουράς και την κατάκτηση του νησιού από τον ηγεμόνα της Καρίας και σατράπη Μαύσωλο, η Αθήνα υπέταξε τη Σάμο το 366/365 π.Χ. Εκτός από λίγες κατά τα φαινόμενα εξαιρέσεις, οι Σάμιοι εξορίστηκαν και το νησί τους έγινε ως κληρουχία τμήμα του αθηναϊκού κράτους. Μόλις το 322 π.Χ., με διάγγελμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και με την έγκριση του Περδίκκα, επιτράπηκε στους Σάμιους να επιστρέψουν και να ανακτήσουν την πολιτική τους «αυτοτέλεια».
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης και του προστατευμένου λιμανιού της, η τιμοκρατικού ή ολιγαρχικού πολιτεύματος Σάμος διατηρούσε ως ναυτική βάση εξαιρετικό στρατιωτικό ενδιαφέρον για τις ελληνιστικές δυνάμεις. Ανάλογα με την κατάσταση που επικρατούσε την εκάστοτε χρονική περίοδο, άλλαζε στρατόπεδο ανάμεσα στις σφαίρες επιρροής. Μετά το 281 π.Χ. η Σάμος περιήλθε στην περιοχή κυριαρχίας των Πτολεμαίων, στην οποία παρέμεινε έως το 197 π.Χ., με εξαίρεση μια μικρή διακοπή σελευκιδικής επικυριαρχίας από το 259 έως το 246 π.Χ. Στην αρχή κιόλας αυτής της περιόδου ο περίφημος Σάμιος Καλλικράτης, γιος του Βοΐσκου, σταδιοδρόμησε στην αλεξανδρινή Αυλή ως ανώτατος ναύαρχος του στόλου και στενός έμπιστος της βασιλικής οικογένειας. Από το τιμητικό ψήφισμα για τον Βουλαγόρα, γιο του Αλέξεω, που βρέθηκε στο Ηραίον, συνάγεται ότι το νησί αντιμετώπιζε κάθε τόσο μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και ανεπαρκή ανεφοδιασμό, που ο γενναιόδωρος Σάμιος προσπαθούσε να βελτιώσει με ιδιωτικά κονδύλια. Τη νησιωτική κοινότητα ταλαιπώρησαν και μεγάλοι σεισμοί. Μετά το 197 π.Χ. η Ρόδος ανέλαβε την κηδεμονία των αιγαιακών συμμάχων του Πτολεμαίου.
Από το 188 π.Χ. και μετά, η Σάμος στράφηκε στην αναδυόμενη δύναμη της Ρώμης. Ωστόσο, η κοντινή Έφεσος, πρωτεύουσα της νέας ρωμαϊκής επαρχίας της Ασίας, εξελίχθηκε σε σοβαρό οικονομικό ανταγωνιστή, γεγονός που ίσως επηρέασε αρνητικά την πολιτική στάση της Σάμου προς τη Ρώμη. Στον Α’ Μιθριδατικό Πόλεμο, η Σάμος αποσπάστηκε από τη Ρώμη, στην οποία υποτάχθηκε το 86 π.Χ. Στη συνέχεια, το νησί μπορεί να έγινε ήδη το 84 π.Χ. τμήμα της επαρχίας της Ασίας με το καθεστώς μιας civitas stipendiariae, το οποίο συνεπαγόταν υψηλούς φόρους υποτέλειας. Την ίδια εποχή, η Σάμος και κυρίως το Ηραίον λεηλατήθηκαν από πειρατές. Το 80/79 π.Χ. ο έπαρχος Γάιος Βέρρης άρπαξε κι άλλους θησαυρούς. Η καταστροφική οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε το νησί έπειτα από όλα αυτά ίσως βελτιώθηκε λίγο από το 71/70 π.Χ. Ο Κόιντος Τύλλιος Κικέρων, αδελφός του διάσημου ρήτορα, φαίνεται πως ευεργέτησε το νησί κατά τη διάρκεια της θητείας του ως ανθύπατου της Ασίας, από το 61 έως το 58 π.Χ. Επί Μάρκου Αντωνίου, η Σάμος έγινε έδρα στρατιωτικών επιχειρήσεων και διπλωματικό κέντρο του ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια των πολεμικών ετοιμασιών εναντίον του Οκταβιανού, το 32/31 π.Χ., ο Μάρκος Αντώνιος διέμεινε, σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Αντώνιος 56), μαζί με την Κλεοπάτρα και διπλωματικές αποστολές στη Σάμο. Είναι πολύ πιθανό να έμεναν στην ελληνιστική έπαυλη στον λόφο του Κάστρου στο Τηγάνι, στο σημερινό Πυθαγόρειο.
Συνολικά εκείνη τη μακρά χρονική περίοδο προστέθηκαν αναλογικά λίγα μόνο μεγάλα κτίσματα στο ιερό. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για ένα κυκλικό κτίριο άγνωστης χρήσης, ένα ορθογώνιο οικοδόμημα που ίσως εξυπηρετούσε τη διοίκηση, αλλά και ένα πηγάδι συνεχούς ροής, που συνδεόταν μέσω ενός πήλινου αγωγού με μια εξωτερική πηγή ύδατος. Αντιθέτως, αυξήθηκε αισθητά ο αριθμός τιμητικών μνημείων που η κοινότητα ανέγειρε για ευεργέτες και ηγεμόνες με επιρροή, με τα οποία η Σάμος ήθελε να διασφαλίσει την εύνοιά τους. Μια επέκταση του τεμένους δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια.
Από την περίοδο της κληρουχίας του 4ου αιώνα π.Χ. σώζεται επιγραφή με κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων του ιερού. Εκτός από τα πολυάριθμα πολύτιμα αντικείμενα, εντύπωση κάνει ο μεγάλος αριθμός αναθηματικών φιαλών για σπονδές και τα πλούσια ενδύματα για το λατρευτικό άγαλμα.
Από τις πρώτες δεκαετίες μετά την επάνοδο των Σαμίων στο νησί τους, μετά το 322 π.Χ., προέρχεται μεγάλος αριθμός των λεγόμενων επιγραφών φυγής, με τις οποίες αποδίδονταν τιμές στους πολυάριθμους υποστηρικτές τους για την αρωγή τους σε πρακτικό και οικονομικό επίπεδο, χάρη στην οποία κατέστη δυνατή η επιστροφή των Σαμίων από την εξορία.
Μεγάλος αριθμός μικρότερων σωζόμενων τμημάτων τοίχων ανήκαν πιθανόν σε κτίσματα όμοια με παραπήγματα, που θα χρησιμοποιούνταν για την πώληση αφιερωμάτων, αλλά και για τη στέγαση του προσωπικού του ιερού και εκείνων που προσέφευγαν σε αυτό αναζητώντας άσυλο. Η λεγόμενη επιγραφή των Καπήλων του 245/244 π.Χ. ρύθμιζε την ενοικίαση τέτοιων πάγκων πώλησης και υποδηλώνει ότι στο ιερό διέμεναν πολυάριθμοι ικέτες και άεργοι, καθώς το ιερό διατηρούσε το δικαίωμα ασύλου. Εκτός από τους σκλάβους, φαίνεται πως υπήρχε μια μεγάλη ομάδα λιποτακτών, γεγονός που ανάγεται ίσως στον ρόλο της Σάμου ως σημαντικού στρατιωτικού και εμπορικού λιμένα με μεγάλη συρροή ανθρώπων αλλά και στην πτολεμαϊκή φρουρά.
Περίοδος της Ιουλιο–Κλαυδιανής δυναστείας
Παρά το γεγονός ότι είχε υποστηρίξει τους αντιπάλους του, η Σάμος ευεργετήθηκε από τον Αύγουστο, ο οποίος διέμεινε πέντε φορές στο νησί. Απένειμε στην κοινότητα το καθεστώς μιας civitas libera et immunis, κι έτσι η Σάμος απαλλάχθηκε από την υποχρέωση καταβολής φόρων και είχε μια πιο ανεξάρτητη αυτοδιοίκηση. Μεταξύ του 19/18 και του 14 π.Χ., η Σάμος προβιβάστηκε προσωρινά σε Colonia, πιθανότατα για να εγκατασταθούν εκεί βετεράνοι. Εάν προέκυπτε έκτακτη ανάγκη εξαιτίας των ασταθών σχέσεων με το Βασίλειο των Πάρθων, οι βετεράνοι θα μπορούσαν να στρατολογηθούν πιο γρήγορα από εκεί. Το 14 π.Χ. ο Αγρίππας συνάντησε τον Ηρώδη, που η Ρώμη είχε διορίσει βασιλιά του υποτελούς κράτους της Ιουδαίας, κι αυτός έκανε πλούσια δωρεά στη Σάμο. Σύμφωνα με τον Τάκιτο (Χρονικά 3.60–63), το Ηραίον ανήκε στα λίγα ιερά της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα οποία ανανεώθηκε το δικαίωμα του ασύλου το 23 μ.Χ., επί Τιβερίου, ενώ πολλά άλλα ιερά το έχασαν. Προφανώς το δικαίωμα αυτό το εκμεταλλεύονταν εγκληματίες, πολιτικά διωκόμενοι και φοροδιαφεύγοντες, προκειμένου να γλιτώσουν τη σύλληψη από το κράτος. Η ασυλία ήταν πολύ επικερδής για το ιερό και την πόλη, μια και οι ικέτες έπρεπε να καταβάλουν εισφορές.
Εκτενέστερα οικοδομικά έργα στο Ηραίον μαρτυρούνται πάλι μόλις στην εποχή του Αυγούστου. Αφορούν ως επί το πλείστον ανακαινίσεις και νέα κτίσματα στην πλατεία ανάμεσα στον Δίπτερο ΙΙ και τον βωμό. Αυτή η αναδιαμόρφωση ήταν ριζική, καθώς κτίστηκε μια σειρά από κτίρια που κατέστησαν την πλατεία ακατάλληλη για μεγάλες συγκεντρώσεις ατόμων. Μεταξύ των κτιρίων αυτών συγκαταλέγεται και ένας καινούργιος ναός της Ήρας. Ο Δίπτερος II, σύμφωνα με τον Στράβωνα (Γεωγραφικά 14.637), χρησιμοποιούνταν πλέον μόνο ως πινακοθήκη.
Από τα όψιμα χρόνια της Πρώιμης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορικής περιόδου έως την ύστερη αρχαιότητα: Το άσυλο του ιερού και ο μετασχηματισμός σε χριστιανικό οικισμό
Επί Βεσπασιανού, η Σάμος έχασε το καθεστώς της civitas libera et immunis. Έτσι έγινε πάλι φόρου υποτελής και υπήχθη, ως μέρος της provincia insularum, σε έναν ύπαρχο. Κατά τα λοιπά, οι ιστορικές πληροφορίες που έχουμε είναι εξαιρετικά ελλιπείς. Ορισμένα νομίσματα που εκδόθηκαν το α΄ μισό του 3ου αιώνα μ.Χ., επί Γορδιανού Γ’, φέρουν πάντως την επιγραφή ΣΑΜΙΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΙΩΝΙΑΣ.
Τον 2ο αιώνα μ.Χ. κτίστηκε ένα τελευταίο λατρευτικό κτίριο, που ήταν πιθανόν ένας ναός για την αυτοκρατορική λατρεία των Αντωνίνων. Γύρω στο 200 μ.Χ., η αυτοκράτειρα Ιουλία Δόμνα, σύζυγος του Σεπτίμιου Σεβήρου, έδωσε πιθανότατα εντολή να πλακοστρωθεί η «Ιερά Οδός».
Το αργότερο τον 2ο αιώνα μ.Χ., κτίστηκε μέσα στο ιερό ένα σύνολο άνετων κατοικιών, που με εξαίρεση το λατρευτικό κέντρο καλύπτει όλα σχεδόν τα προγενέστερα κτίσματα. Πιθανότατα χρησιμοποιούνταν κατά κύριο λόγο για τη φιλοξενία των ικετών, που κατέκλυζαν αντίστοιχα ιερά, ειδικά τις περιόδους πολιτικών κρίσεων, όπως ήταν μεταξύ άλλων ο 3ος αιώνας μ.Χ. Η πρώτη περίοδος ακμής αυτού του οικισμού διήρκεσε μέχρι περίπου το 262/267 μ.Χ., όταν καταστράφηκε από δυνατό σεισμό και/ή από τους Έρουλους που επέδραμαν από τις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου. Ανακαινίστηκε, τουλάχιστον εν μέρει, και διατηρήθηκε στους βυζαντινούς χρόνους ως αγροτικός οικισμός.
Η λατρεία της Ήρας έληξε με την απαγόρευση των ειδωλολατρικών λατρειών από τον Θεοδόσιο Α’, γύρω στο 391/392 μ.Χ. Μέχρι την ανέγερση τον 5ο αιώνα μ.Χ. της μεγάλης χριστιανικής βασιλικής στο προαύλιο του βωμού, η οποία ήταν πιθανόν αφιερωμένη στην Παναγία, ίσως χρησιμοποιήθηκε ως εκκλησία ο ναός της Ήρας, που μετασκευάστηκε για μία ακόμη φορά. Αμέσως μετά τον 7ο αιώνα μ.Χ. εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε και ο βυζαντινός οικισμός.
Οι επισκέπτριες και οι επισκέπτες του Ηραίου (βλ. κάτοψη) θα πρέπει να έχουν κατά νου ότι η διευθέτηση του χώρου αποτελεί σύγχρονο κατασκεύασμα, όπως συμβαίνει σε κάθε ανασκαμμένη αρχαιολογική θέση. Η κατάσταση στην οποία παρουσιάζονται σήμερα τα αρχαία κατάλοιπα στο Ηραίον είναι το αποτέλεσμα μιας ανασκαφικής ιστορίας που υπερβαίνει τα εκατό έτη, κατά τα οποία οι ανάγκες της ανασκαφής αλλά και της συντήρησης, καθώς και τα σχέδια τουριστικής αξιοποίησης, συνυπολογίστηκαν σε μεγάλο βαθμό κατά την επιλογή των μνημείων που θα παρέμεναν ορατά. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα βλέπουμε ως επισκέπτες ένα σύνολο μνημείων από διάφορες φάσεις, τα οποία δεν ήταν ποτέ δυνατό να δει με αυτόν τον τρόπο ο αρχαίος επισκέπτης, καθώς εκείνος αντίκριζε μόνο τα μνημεία που σώζονταν στην εποχή του. Ως μοναδική διαχρονική σταθερά μπορεί να θεωρηθεί ίσως η πλούσια βλάστηση που ξεφυτρώνει παντού στον χώρο. Σε συνδυασμό με το υγρό περιβάλλον έθετε και θέτει μεγάλες προκλήσεις για τη διατήρηση και τη φροντίδα της θέσης. Παρ’ όλα αυτά, ειδικά αυτό το χαρακτηριστικό του φυσικού χώρου μπορεί να ήταν εκείνο που προκάλεσε την εντύπωση μιας υπερφυσικής δύναμης και την ίδρυση ενός ιερού στο σημείο αυτό. Επομένως, θα πρέπει να θεωρηθεί και να αναγνωριστεί ως συστατικό στοιχείο του μνημείου.
Ο επισκέπτης εισέρχεται στο ιερό μέσα από την αρχαία κύρια είσοδό του στα ανατολικά. Ωστόσο, το αργότερο από την Ιουλιο-Κλαυδιανή Αυτοκρατορική περίοδο και μετά, τα όρια του τεμένους βρίσκονταν έξω από τον σημερινό οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο.