Καλά κρυμμένους θησαυρούς, που για περισσότερα από 80 χρόνια παρέμεναν θαμμένοι στα μπαούλα των σπιτιών τους, ανέσυραν κάτοικοι του χωριού Κρόκος Κοζάνης, συγκεντρώνοντας ένα ξεχωριστό φωτογραφικό υλικό από τη μακρά ιστορία του σαφράν στην περιοχή. Το μοναδικό αυτό αρχείο θα κοσμεί το «Μουσείο Κρόκου» που κατασκευάζεται στην περιοχή και εντός του 2024 θα είναι πραγματικότητα, όπως λέει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος «Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης» Βασίλης Μητσόπουλος.
Για περισσότερο από έναν χρόνο, οι κάτοικοι στο χωριό ψάχνουν, συζητούν και «”ανταγωνίζονται” για το ποιος θα ανασύρει την πιο παλιά φωτογραφία», υπογραμμίζει και προσθέτει ότι μπορεί τελικά η αρχαιότερη φωτογραφία που βρέθηκε/διασώθηκε να χρονολογείται από το 1942, ωστόσο η ιστορία του κρόκου/σαφράν στην περιοχή μετρά πάνω από 300 χρόνια, αφού τοποθετείται στον 17ο αιώνα.
Το Μουσείο Κρόκου στην Κοζάνη αποτελεί ένα «όνειρο ζωής όλων των κατοίκων/καλλιεργητών της περιοχής και γίνεται πραγματικότητα ύστερα από 20 χρόνια προσπαθειών», τονίζει ο κ. Μητσόπουλος και προσθέτει ότι η λειτουργία του θα σημάνει τη διάσωση της ιστορίας και παράδοσης της παραγωγής του σαφράν, ενώ ταυτόχρονα θα δώσει οικονομική ανάσα στην τοπική κοινωνία.
Ο ανάδοχος του έργου κατασκευής του μουσείου έχει ήδη υπογράψει τη σχετική σύμβαση και με βάση το χρονοδιάγραμμα η ολοκλήρωση του project, ύψους 1,2 εκατ. ευρώ, αναμένεται το 2024. «Λέω αναμένεται, επειδή οι εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο προκαλούν αλυσιδωτές επιπτώσεις, που ίσως οδηγήσουν σε καθυστερήσεις», εξηγεί ο κ. Μητσόπουλος.
Το project υλοποιείται με χρηματοδότηση μέσω της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Ο χώρος στον οποίο θα ανεγερθεί το μουσείο βρίσκεται ακριβώς δίπλα από το κτίριο του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης, ο οποίος ιδρύθηκε το 1971 και είναι εγκατεστημένος στην οδό Ευριπίδη, στον Κρόκο Κοζάνης.
Βάσει του σχεδιασμού και της μελέτης, σύμφωνα με τον κ. Μητσόπουλο, το προς ίδρυση μουσείο θα αφορά ένα μοντέρνο κτίριο με παραδοσιακά στοιχεία, φιλικό προς το περιβάλλον, αφού θα είναι μηδενικών εκπομπών αερίων και θα αντανακλά το περιεχόμενο του προϊόντος που παράγεται στην περιοχή και έχει αποκτήσει παγκόσμια φήμη. Στο μεταξύ, αξιοποιώντας το υγρό στοιχείο που είναι χαρακτηριστικό της περιοχής, ο εξωτερικός χώρος του μουσείου, σύμφωνα με τον επικεφαλής των κροκοκαλλιεργητών Κοζάνης, θα μεταμορφωθεί σε τόπο περιπάτου με κήπο, κανάλια, μικρούς καταρράκτες και αβαθείς λίμνες. Στο εστιατόριο εντός του μουσείου, έχει σχεδιαστεί να λειτουργεί κουζίνα, στην οποία θα γίνεται γευσιγνωσία του κρόκου. «Πρόκειται για ένα έργο τέχνης με την υπογραφή του αρχιτέκτονα Αγγελή Πολυνίκη και θα ανεγερθεί με σκοπό να αναδείξει και να διαφυλάξει την κληρονομιά του μοναδικού φυτού, του κρόκου», τονίζει ο πρόεδρος «Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης».
Ο κρόκος, το χρυσάφι της ελληνικής γης όπως αποκαλείται, συγκαταλέγεται στα πιο προσφιλή και πολύτιμα μπαχαρικά των αρχαίων πολιτισμών, για το άρωμα, το χρώμα, τις φαρμακευτικές και αφροδισιακές του ιδιότητες. Η Κλεοπάτρα το χρησιμοποιούσε στα καλλυντικά της, οι αρχαίοι Φοίνικες στις προσφορές τους στη θεά Αστάρτη, ο Όμηρος το αναφέρει στα κείμενά του, ενώ το συναντάμε ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη.
Οι κάτοικοι στα χωριά του νομού Κοζάνης –Κρόκος, Άνω Κώμη, Κάτω Κώμη, Καρυδίτσα, Κοζάνη, Αγία Παρασκευή, Αιανή, Βαθύλακος, Κεσαριά, Πετρανά και Λευκοπηγή κ.ά.– φυτεύουν τον κρόκο κάθε καλοκαίρι και όταν φθάσει το φθινόπωρο αφαιρούν με το χέρι τα πολύτιμα στίγματα του λουλουδιού και τα αποξηραίνουν προσεκτικά, για να γίνουν τα βαθυκόκκινα λεπτά νήματα. Χρειάζονται 50.000 περίπου στίγματα για να προκύψουν 100 γραμμάρια κόκκινου κρόκου. Ο κρόκος ή η ελληνική ζαφορά (saffron) όπως συνήθως λέγεται, ανήκει στην καλύτερη ποιότητα σαφράν στον κόσμο.
Η σημερινή καλλιέργεια του κρόκου στην Ελλάδα (περιοχή Κοζάνης) έχει εισαχθεί από την Αυστρία κατά τον 17ο αιώνα. «Τη μετέφεραν Κοζανίτες έμποροι, που εκείνη την εποχή διατηρούσαν στενές εμπορικές σχέσεις με την Αυστρία», αναφέρει ο επικεφαλής του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης, επισημαίνοντας πως η ύπαρξη των καλλιεργούμενων εκτάσεων είχε απειληθεί με εξαφάνιση κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (1941-1950).