Στην έκθεση ιστορικών τεκμηρίων και σύγχρονων εικαστικών προτάσεων που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στην ιστορική Sala del Capitolo του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, ο κόμης Cheraldo degli Azzoni Avogadro Malvasia «αφηγείται» στους επισκέπτες την οικογενειακή του ιστορία, τη σημασία της κληρονομιάς των προγόνων του και τους δρόμους που αυτοί ακολούθησαν, όταν ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη για να φτάσουν και να μεγαλουργήσουν ως έμποροι στην «Πόλη των Δόγηδων».
Ο απόγονος του Αιμίλιου Νιννή «κράτησε μέσα στην καρδιά του την Ελλάδα, όταν γύρω όλα σιωπούσαν και η μνήμη έφθινε», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η επιμελήτρια της έκθεσης Κατερίνα Κορρέ. Ο κόμης πρόσφερε στην έκθεση, με γενναιοδωρία, προσωπικά αντικείμενα και το αρχείο της οικογένειάς του, ιστορώντας μέρος της παρουσίας των Θεσσαλονικέων στη Βενετία, παρουσιάζοντας έναν από τους πολύτιμους κρίκους που συνδέουν τις δύο πόλεις με σχέσεις πέντε αιώνων.
Η οικογένεια Νιννή, εκ Θεσσαλονίκης, απέκτησε σημαντικότατη περιουσία και τίτλους ευγενείας, ενσωματώθηκε στην τοπική κοινωνία κι από τον 18ο αιώνα και μετά θεωρείται δραστήριο στοιχείο της βενετικής οικονομικής σκηνής.
Η ιστορία της, όπως και άλλων οικογενειών από τη Θεσσαλονίκη που φιλοξενεί η έκθεση υπό τον τίτλο «Θεσσαλονίκη – Βενετία: Ίχνη Ανθρώπων, Δρόμοι Ιστορίας», τα ιστορικά τεκμήρια, αντικείμενα, χειρόγραφες επιστολές κ.ά. «επιχειρούν να περιγράψουν κοινά πολιτιστικά στοιχεία των δύο πόλεων, συγκεκριμένα πρόσωπα, που με τη δράση τους, την καθημερινότητά τους, τις προσδοκίες και τις σχέσεις τους δημιούργησαν τους δρόμους για να διέλθει η ιστορία», τόνισε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος της Εποπτικής Επιτροπής του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, καθηγητής ΑΠΘ Χρήστος Αραμπατζής.
Όλο το υλικό αντλήθηκε από το ιστορικό αρχείο της Αδελφότητας των Ελλήνων της Βενετίας που υφίσταται από το 1498, χρονιά που αποτελεί και το έτος ίδρυσης της πρώτης ελληνικής αδελφότητας. Άγνωστα έως τώρα έγγραφα από το αρχείο του Ινστιτούτου φωτίζουν την ελάχιστα γνωστή πλευρά της ιστορίας της Θεσσαλονίκης από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα.
«Μέσα απ’ αυτούς συνάγουμε πολύτιμα συμπεράσματα για τη συλλογική ιστορική μας πορεία από τον Μεσαίωνα στη νεωτερική εποχή: τις προσωπικότητες, την κοινωνία, την οικονομική και πνευματική διάσταση. Αυτά αφορούν και το σήμερα και μάλιστα σ’ έναν μεγάλο βαθμό, καθώς η έκθεση παρακολουθεί μια κατηγορία ανθρώπων σε διαρκή μετάβαση: είτε γιατί υπήρξαν πρόσφυγες, είτε γιατί επέλεξαν να μεταναστεύσουν ή να αλλάξουν τους όρους ζωής τους, είτε γιατί είχαν αναπτύξει επιχειρηματική δραστηριότητα στα όρια του τουρκοκρατούμενου ελληνικού και δυτικού κόσμου…», σημειώνει η κα Κορρέ.
Το υλικό είναι ενδεικτικό της δυναμικής της ομάδας των… παιδιών της Θεσσαλονίκης στο (τότε) κέντρο του δυτικού κόσμου. Γιατί είναι αλήθεια ότι η παρουσία τους στη Βενετία εντάθηκε παρά ανακόπηκε μετά την απόσυρση της Βενετίας από την Ανατολή και, στην προκειμένη περίπτωση, μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς.
Το υλικό που συνδέει την άλλοτε «Συμβασιλεύουσα» με τη «Γαληνοτάτη» περιλαμβάνει ληξιαρχικές πράξεις (βαπτίσεων, γάμων και θανάτων), αλλά και έγγραφα συνδεδεμένα με ιστορικά γεγονότα και την ενεργό συμμετοχή στην ελληνική παροικία της πόλης, την ελληνορθόδοξη κοινότητα του Αγ. Γεωργίου. Παρουσιάζει το τοπίο όσων εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην πόλη της Βενετίας, με έμφαση στην εμβληματική προσωπογραφία του αρχιεπισκόπου Δαλματίας, Ίστριας και Αλβανίας, Βενέδικτου Κραλίδη, και τη δραστηριότητα επιχειρηματιών, ενώ η έντονη εμπορική κίνηση μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βενετίας και οι πνευματικές αναζητήσεις των νεαρών Θεσσαλονικέων που τους έφεραν ως σπουδαστές στο Κολλέγιο Φλαγγίνη αποτυπώνονται σε μεγάλο αριθμό εγγράφων. Ανάμεσα στα κιτρινισμένα έγγραφα και η εμπορική αλληλογραφία με παραλήπτη εμπορικό εταίρο στην Κουλακιά (Χαλάστρα) για νήματα, υφάσματα κι ενδύματα από τη Βενετία.
Ακόμη και αυτή η έκθεση είναι μια γεφυροποιός διοργάνωση για τις δύο πόλεις καθώς πρώτα παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης και –εμπλουτισμένη σε σύγκριση με αυτή της Θεσσαλονίκης– από τις 19 Φεβρουαρίου λειτουργεί στη μεγάλη αίθουσα του Ινστιτούτου, συμμετέχοντας στους εορτασμούς για τα 1.600 χρόνια από την ίδρυση της Βενετίας.
Η έκθεση πραγματοποιείται υπό την αιγίδα της γ.γ. Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας. Το κομμάτι του παρόντος εκπροσωπούν καλλιτέχνες με ευαισθησία και συναίσθημα στα έργα που εκθέτουν στη Sala del Capitolo και γεφυρώνουν τον ιστορικό χρόνο αλλά και τη συλλογική με την προσωπική μνήμη.
Μιλώντας στην τελετή των εγκαινίων ως εκπρόσωπος του δημάρχου Βενετίας, η δρ Paola Mar αναφέρθηκε στην ιστορική διάσταση της σχέσης μεταξύ Ελληνισμού και Βενετίας: «Η σχέση αυτή πέρασε από πολλές φάσεις, αντιθετικές και συνεργατικές για να καταλήξει να είναι μια σχέση μεταξύ στενών φίλων που καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον και μπορούν να ζουν μαζί, να προκόβουν μαζί… Οι Έλληνες της Βενετίας –πρόσθεσε– και μέσα απ’ αυτούς πολλοί που προέρχονται από τη Θεσσαλονίκη δεν είναι πια μια μειονότητα ή μια παροικία. Με τους αιώνες κοινής ζωής, έγιναν πολίτες της πόλης αυτής, γηγενείς. Στοιχεία του δικού τους πολιτισμού, του βυζαντινού πολιτισμού, του ελληνικού δηλαδή πολιτισμού, πέρασαν στην ιστορία της Βενετίας και τελικά της Ιταλίας και κατέληξαν να είναι δικά μας στοιχεία, κοινή εμπειρία μέσα στον χρόνο…».
Εκπρόσωποι των δύο Δήμων (από πλευράς δήμου Θεσσαλονίκης παρέστη η γενική διευθύντρια Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών Μαρία Τατάγια), αναφερόμενοι ειδικά στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας (το μοναδικό σήμερα ΝΠΔΔ που λειτουργεί εκτός Ελλάδας) τόνισαν ότι εκτός των άλλων αποτελεί ισχυρό σύνδεσμο των δύο πόλεων και τον αποκλειστικό θεματοφύλακα του ιστορικού ίχνους των Ελλήνων στη Βενετία. «Είναι», όπως χαρακτηριστικά είπε η δρ Μar, «η συνέχεια αυτής της παράδοσης – ιστορικής συνύπαρξης του ελληνικού και βενετικού στοιχείου, με το βυζαντινό του υπόβαθρο».