Μοναδικά δημιουργήματα του αργαλειού «καλωσορίζουν» τον επισκέπτη του «Υφαίνειν», ενός χώρου στην περιοχή της Ακρόπολης ο οποίος, εκτός από την έκθεση και διάθεση υφαντών, «προτείνει» κάτι διαφορετικό: Την εκμάθηση της υφαντικής τέχνης, σε τελάρο, σε παραδοσιακό και σύγχρονο αργαλειό, με τη χρήση φυσικών, οικολογικών υλικών. Τα βιωματικά εργαστήρια διδάσκει η Χρύσα Γεωργίου, δημιουργός του χώρου, αλλά και των ίδιων των έργων.
«Έκανα τελείως διαφορετικά πράγματα έως τώρα. Όμως μέσα σε όλη αυτήν την τρέλα που ζούμε, συν την πίεση μιας μαμάς με δυο παιδιά κι έναν σύζυγο, αισθάνθηκα ότι αν συνέχιζα τον ρυθμό που δούλευα θα τρελαινόμουν. Χρειάστηκε λοιπόν να σταματήσω λίγο και να πάρω μια απόφαση για το πώς θα συνεχίσω να πορεύομαι στη ζωή. Αυτό έγινε πριν από 7 χρόνια. Αφορμή στάθηκε ένα περιστατικό που συνέβη το καλοκαίρι εκείνο στο χωριό μου, το Ραδοβίζι, στον δήμο Ζίτσας Ιωαννίνων: Καιγόταν ένας αργαλειός γιατί αποτελούσε εμπόδιο σε μια αποθήκη ώστε να μπει ένας λέβητας. Αισθάνθηκα ότι μου ξεριζώνουν την ψυχή», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Χρύσα Γεωργίου για την αφορμή που πυροδότησε τις αλλαγές στη ζωή της. Διότι, όπως μας λέει, η σχέση της με την υφαντική «είναι εξ απαλών ονύχων. Δηλαδή, από όταν γεννήθηκα έχω ως εικόνα μια μαμά να υφαίνει. Και επειδή συγκυριακά συνέπεσε να βρίσκομαι σε μια φάση που ήθελα να κάνω ένα σταμάτημα και να δω πώς θα συνεχίσω, είπα μέσα μου “συγνώμη, θα καταστρέψουμε ό,τι έχουμε και θα τρέχουμε ακόμα πιο πολύ;”. Και είπα “όχι”. Εκείνο τον Αύγουστο στο χωριό με τη μαμά, είπα “σταματώ και θα ξεκινήσω την υφαντική”».
Για την ίδια, η υφαντική είναι ένα ταξίδι, στο οποίο πρέπει κανείς να αφεθεί, αλλά με ξεκάθαρο προορισμό. «Αυτό ταιριάζει πάρα πολύ με μένα, γιατί σαν άνθρωπος είμαι της οργάνωσης και της μεθοδολογίας. Ταυτόχρονα, όμως, η υφαντική τέχνη μέσα σε αυτό το πολύ τυπικό και στυλιζαρισμένο, σου αφήνει πολλά περιθώρια δημιουργίας και έναν συντονισμό νου-ψυχής-χεριών. Σε “παίρνει” μαζί του αυτό το ταξίδι. Δίνω πολύ χρόνο και αγάπη, με όλη μου την ψυχή και το σώμα, αλλά αυτό που εισπράττω όταν ολοκληρώνω κάτι είναι μαγευτικό. Και κάθε φορά που ξεκινώ είναι λες και αρχίζω ένα νέο ταξίδι. Αυτό για μένα είναι υφαντική», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η μητέρα της βιοποριζόταν από την υφαντική, καθώς δούλευε για τον Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας. «Βέβαια, ασχολιόταν με τα πάντα, τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την υφαντική. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, καθόμουν δίπλα στη μαμά να μαζεύω κουβάρια από την ανέμη, να τη βοηθώ να ρίξουμε το στημόνι, να βάψει το νήμα, να υφαίνω μαζί της στον αργαλειό είτε παίζοντας είτε πραγματικά βοηθώντας την. Έτσι κατακτήθηκε η τέχνη της υφαντικής, βιωματικά, χωρίς να το καταλάβω. Τότε δεν το αγαπούσα όλο αυτό καθόλου, διότι θεωρούσα ότι είχε απίστευτο κόπο. Γιατί η υφαντική δεν είναι απλώς κάθομαι στον αργαλειό και δουλεύω. Έχει από πριν μια απίστευτη οργάνωση και μεθοδολογία…», επισημαίνει η Χρύσα Γεωργίου.
Η οποία μεγαλώνοντας έκανε άλλα πράγματα. Σπούδασε στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, με κατεύθυνση Πολιτικές Σπουδές και Διπλωματία, χωρίς να εξασκήσει ποτέ αυτό το επάγγελμα, και στη συνέχεια άνοιξε μια δική της επιχείρηση πάλι γύρω από την τέχνη, με τελείως διαφορετικό αντικείμενο. Όμως ποτέ δεν εγκατέλειψε πραγματικά την υφαντική. «Τα βράδια που χαλάρωνα, ήταν το χόμπι μου να φτιάχνω με τα μικρά εργαλεία που είχα στο σπίτι διάφορα δημιουργήματα τα οποία είτε κρατούσα για μένα είτε τα έκανα δώρο. Αλλά μέχρι εκεί. Μέχρι που στα 45 μου, όπως σας είπα, αποφάσισα ότι θέλω να κάνω μια αλλαγή. Ταυτόχρονα, έκανα αίτηση σε ένα πρόγραμμα ΕΣΠΑ για νεοφυείς επιχειρήσεις. Και το πήρα. Το επόμενο που έπρεπε να επιλέξω ήταν το σημείο. Πολύ συνειδητά επέλεξα το μέρος αυτό στην Ακρόπολη, που για μένα είναι ένας απίστευτα ενεργειακά ωραίος χώρος – γιατί πάνω από όλα πρέπει να είμαι καλά εγώ για να μπορώ να χαλαρώνω και να δημιουργώ. Ήθελα να είναι ένας όμορφος χώρος για τον καθένα και συγχρόνως να βρίσκεται σ’ αυτήν την περιοχή. Φοβόμουν ότι δεν θα είχε απήχηση στους Έλληνες το υφαντό γι’ αυτό ήθελα ένα σημείο που να συνδυάζω και μια πύλη στην Ευρώπη», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Στην πράξη, όμως, αποδείχτηκε ότι δεν έπρεπε να φοβάται. «Θεωρώ ότι έγινε ένας κορεσμός. Πήγαμε στο πάρα πολύ νάιλον, στην πάρα πολύ κακή ποιότητα, στο πάρα πολύ φτηνό και αναλώσιμο και τώρα επανερχόμαστε. Βλέπω την αγάπη του κόσμου για το χειροποίητο. Τον σεβασμό απέναντι σε αυτό για το οποίο κάποιος αφιέρωσε τον χρόνο του, την αγάπη του για να το φτιάξει. Έχουμε αρχίσει να εκτιμούμε τη μοναδικότητα του έργου που ο άλλος έβαλε την ψυχή του για να δημιουργήσει, σεβόμαστε την ποιότητα των υλικών που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Αλλά και οι ξένοι στέκονται με σεβασμό απέναντι σε όλο αυτό που λέγεται χειροποίητο», εξηγεί η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ που θεωρεί εφικτό το ξαναζωντάνεμα της υφαντικής τέχνης.
«Δεν υπάρχει διαφορά στο χτες με το σήμερα, απλώς κάποια πράγματα που έχουμε στις μέρες μας δεν υπήρχαν τότε και το αντίστροφο. Για παράδειγμα, σήμερα δεν έχουμε νήματα. Τότε είχαμε περισσότερα νήματα γιατί ασχολούνταν περισσότεροι, υπήρχαν επίσης μικρές βιοτεχνίες που έκαναν την κλωστή κι έτσι δεν την έκανε απαραίτητα η υφάντρα. Τώρα υπάρχει στην Αθήνα μόνον ένα μαγαζί που πουλάει μαλλί, όχι επεξεργασμένο. Εγώ έχω την τύχη, επειδή κατάγομαι από τα Γιάννενα, να υπάρχει εκεί μια κοπέλα η οποία κάνει μια αξιόλογη προσπάθεια. Συλλέγει το μαλλί από τους μικρούς κτηνοτρόφους και το καθαρίζει, το κάνει κλωστή, λεπτή και χοντρή. Από εκεί παίρνω το μαλλί μου. Γιατί για μένα υφαντική σημαίνει δημιουργώ πρώτα από όλα με μαλλί. Σαφώς και χρησιμοποιώ πάρα πολλά υλικά, βαμβάκι, λινάρι, μετάξι, κλαδιά, ρίζες… Όμως η βάση είναι το μαλλί. Ίσως επειδή έτσι το ξεκίνησα και υπάρχει μέσα μου αυτό. Νομίζω, όμως, ότι έχει άλλη αίσθηση το μαλλί. Βέβαια εξαρτάται και τι θέλει να φτιάξει κανείς», προσθέτει.
Το «Υφαίνειν» διαθέτει τρεις τομείς. Ο πρώτος είναι μια μόνιμη έκθεση που απευθύνεται στα παιδιά οποιασδήποτε εκπαιδευτικής βαθμίδας. «Έρχονται στον επισκέψιμο χώρο και τους απομυθοποιώ πώς το μαλλί από το κουρεμένο πρόβατο γίνεται κλωστή και μετά στον αργαλειό ύφασμα. Για μένα σημαντικός δεν είναι μόνο ο αργαλειός, αλλά όλη η διαδρομή έως τη δημιουργία του υφαντού. Προβάλλω επίσης ένα ντοκιμαντέρ που έχω γυρίσει με πρωταγωνίστρια τη μητέρα μου η οποία τα κάνει όλα αυτά ζωντανά. Το κομμάτι της εκπαίδευσης απευθύνεται σε οικογένειες, γκρουπ τουριστών, μια ομάδα φίλων, ένα σχολείο … Σε όποιους θέλουν να περάσουν λίγο χρόνο και να γνωρίσουν την υφαντική τέχνη», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Χρύσα Γεωργίου.
Ο δεύτερος τομέας είναι τα μαθήματα σε ενήλικες, με στόχο τη διάσωση της παραδοσιακής αυτής τέχνης. «Είναι γέμισμα “μπαταρίας” όλο αυτό, επικοινωνώ, γιατί η υφαντική είναι μια διαδρομή πολύ μοναχική. Με τα μαθήματα, ουσιαστικά, δημιουργώ μια παρέα που ταξιδεύουμε όλοι μαζί για λίγο, γιατί με όσους έρχονται να μάθουν σίγουρα έχουμε μια κοινή βάση: την αγάπη για την υφαντική. Εγώ τους δείχνω την τέχνη κι εκείνοι μου δείχνουν άλλα πράγματα. Και έτσι κλείνει η βδομάδα μου. Το Σάββατο το έχω αφιερώσει σ’ αυτό», προσθέτει. Το τρίτο κομμάτι είναι η πώληση των δημιουργημάτων, «που είναι και η δύναμη του χώρου. Δηλαδή παράγω πράγματα τα οποία τα έχω προς πώληση είτε με παραγγελίες είτε ό,τι δημιουργώ εγώ», προσθέτει.
Και το όραμά της: «Πρέπει να έχουμε υπομονή και αγάπη σε ό,τι κάνουμε, δεν γίνονται όλα γρήγορα και για τα λεφτά. Πρέπει να γεμίσει και η ψυχή, όχι μόνο η τσέπη, που χρειάζεται, αλλά αν δεν έχουμε και τα υπόλοιπα, είναι λίγο παράξενο μετά. Αυτό θέλω να πω και στα παιδιά μου. Επίσης, να μην φοβάται κανείς να κάνει αυτό που θέλει. Για μένα ήταν ένα μεγάλο ρίσκο και παρότι έτυχε ο covid κλείνω τις χρονιές μου με κέρδος. Δεν ξέρω γιατί, βέβαια αφιερώνω ατέλειωτο χρόνο, πάρα πολύ δουλειά. Αυτό είναι το τίμημα, αλλά περνάνε οι ώρες χωρίς να το καταλάβω… Είμαι στον χώρο και λέω “πω πω, νύχτωσε πάλι”. Είναι πολύ όμορφα εδώ», καταλήγει η κα Γεωργίου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.