H αισθητική του φωτός στον βυζαντινό ναό οργανώθηκε μέσα από τη χριστιανική φιλοσοφία, τη φιλολογία και τη δογματική των Πατέρων της Εκκλησίας (σημ. 1).
Η Αγία Σοφία Kωνσταντινουπόλεως είναι ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία, όπου η αισθητική του φωτός ανακλάται με τον καλύτερο τρόπο (σημ. 2). Το θέμα του φυσικού φωτός στον ναό της Αγίας Σοφίας σε συνδυασμό με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία αποτέλεσαν τη βάση και την κατευθυντήρια γραμμή μιας ενιαίας αισθητικής για την ανάδειξη του εσωτερικού χώρου των βυζαντινών ναών (σημ. 3).
Συνεχίζοντας την έρευνα για τον ρόλο του φυσικού φωτός στους βυζαντινούς ναούς παρουσιάζω τα αποτελέσματα των μετρήσεων και παρατηρήσεών μου στο καθολικό της Μονής Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη*. Με την εργασία αυτή ολοκληρώνεται η έρευνα του φυσικού φωτός στους βυζαντινούς ναούς της εποχής των Παλαιολόγων στη Θεσσαλονίκη (σημ. 4).
Η Μονή Βλατάδων (σημ. 5) βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Άνω Πόλης της Θεσσαλονίκης, πλησίον της πύλης που οδηγεί στην ακρόπολη και σε υψόμετρο 136 μ. από τη θάλασσα. Η θέση της αποτελεί ένα φυσικό οχυρό. H πρόσβαση από τη νότια πλευρά ήταν αδύνατη, λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους, ενώ από βόρεια τα ψηλά τείχη προστάτευαν τη μονή.
Σε αυτή την περίοπτη θέση ιδρύθηκε η μονή των Βλατάδων το δεύτερο μισό του 14ου αι. (εικ. 1). Το μοναστήρι αφιερώθηκε στον Παντοκράτορα Χριστό, ενώ η αφιέρωση στη Μεταμόρφωση του Χριστού δόθηκε αργότερα (σημ. 6). Είναι το μοναδικό βυζαντινό μοναστήρι της Θεσσαλονίκης που συνεχίζει τη λειτουργία του μέχρι σήμερα.
Το καθολικό ανήκει στον σταυροειδή ναό με τρούλο και περίστωο που ανατολικά καταλήγει σε παρεκκλήσια (εικ. 2) (σημ. 7). Ο τρούλος είναι οκτάπλευρος με οκτώ μονόλοβα παράθυρα και στηρίζεται σε τέσσερις πεσσούς. Στη σημερινή του μορφή (σημ. 8) αποτελείται από τον αρχικό πυρήνα που περιβάλλεται από νεότερες προσθήκες. Από το αρχικό κτίσμα σώζεται το ιερό, ο κεντρικός χώρος, το νότιο παρεκκλήσι των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και ο νότιος τοίχος. Στην αρχική φάση το πλάτος της βόρειας και δυτικής στοάς ήταν ίσο με της νότιας (σημ. 9). Σύμφωνα με τον A. Ξυγγόπουλο στις κεραίες υπήρχε μονόλοβο παράθυρο (σημ. 10).
Από τις τοιχογραφίες σώζονται ελάχιστα λείψανα. Στην αψίδα του ιερού μάλλον εικονίζονταν η Παναγία και οι ιεράρχες. Στον τρούλο εικονίζονται ο Παντοκράτορας και στις παραστάδες των παραθύρων όρθιες ολόσωμες μορφές προφητών (σημ. 11) που καλύπτουν ολόκληρο σχεδόν το ύψος του τυμπάνου. Τοιχογραφίες σώζονται στον κυρίως ναό, στα τόξα, στη στοά και στο νότιο παρεκκλήσιο (σημ. 12).
Μετά τον καθαρισμό και τη συντήρηση των τοιχογραφιών αποκαλύφθηκε η αρχική τοιχογραφία του Παντοκράτορα. Ο Χριστός εικονίζεται σε προτομή με αντίστροφη φορά, όπως ήταν και στην επιζωγράφιση (σημ. 13) (εικ. 3).
Συνήθως εικονίζεται με κατεύθυνση Δύση-Ανατολή. Σε δύο περιπτώσεις είναι με αντίστροφη φορά, δηλαδή με κατεύθυνση Ανατολή-Δύση: στην Όμορφη Εκκλησιά στο Γαλάτσι (σημ. 14) (τέλος 13ου αι.) και στην Ανάληψη στον ναό του Σωτήρος Χριστού στη Θεσσαλονίκη. Στις παραπάνω περιπτώσεις πρέπει να προστεθεί και ο Παντοκράτορας στον τρούλο του καθολικού της Μονής Βλατάδων. Στον θόλο όμως του νότιου παρεκκλησίου του καθολικού ο Χριστός εικονίζεται «ορθά». Από τα μέχρι τώρα στοιχεία το παρεκκλήσι ανήκει στην αρχική φάση του ναού.
Το καθολικό της Μονής Βλατάδων και ο ναός του Σωτήρος Χριστού χρονολογούνται περίπου το 1350. Την περίοδο αυτή τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης εκόσμησαν δύο από τους μεγαλύτερους ορθόδοξους θεολόγους, ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και ο Νείλος Καβάσιλας (σημ. 15). Την ίδια περίοδο η Άννα Παλαιολογίνα έρχεται από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη και πιθανόν βοήθησε στην ανοικοδόμηση του ναού (σημ. 16).
Προκύπτει, λοιπόν, θέμα ερμηνείας της απεικόνισης του Παντοκράτορα με αντίστροφη φορά.
Παράλληλα με τη μελέτη του φωτός επιχειρείται μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση στο θέμα αυτό.
O κεντρικός άξονας του ναού και του κεντρικού παραθύρου της κόγχης του ιερού συμπίπτουν και έχουν κατεύθυνση το σημείο που ανατέλλει ο ήλιος την εαρινή και φθινοπωρινή ισημερία, δηλαδή 90° περίπου από τον Βορρά (σημ. 17). Το βόρειο και το νότιο παράθυρο του ιερού βλέπουν προς το θερινό και χειμερινό ηλιοστάσιο, αντίστοιχα.
Οι άξονες των παραθύρων του τρούλου αποκλίνουν από τον προσανατολισμό των αξόνων του ναού δίνοντας την αίσθηση της περιστροφής (εικ. 4) (σημ. 18).
Οι τεχνίτες, για να επιτύχουν κατασκευαστικά την απόκλιση από τους άξονες, τοποθέτησαν διαφορετικό μήκος πλίνθων στις τρεις σειρές γύρω από κάθε τοξωτό παράθυρο (εικ. 5, 6). Για παράδειγμα, από το παράθυρο και μέχρι τον γωνιακό κιονίσκο, αριστερά ως προς τον εξωτερικό θεατή, τοποθέτησαν στις κάθετες πλευρές πλίνθους και κονίαμα με μήκος περίπου 11/15/23 εκ., ενώ αντίστοιχα στη δεξιά πλευρά 8/11/20 εκ. Η τοποθέτηση πλίνθων με διαφορετικό μήκος σε κάθε σειρά γίνεται στα τόξα πάνω από τα παράθυρα. Η ελάχιστη σκίαση που δημιουργείται από τις γωνίες των πλίνθων εξομαλύνει οπτικά τις διαφορές και έτσι δεν γίνονται αισθητές στον θεατή.
Στο σημείο ίδρυσης του ναού το έδαφος είχε μεγάλη κλίση. Η υψομετρική διαφορά ύψους τουλάχιστον 4 μ. προς νότο και ανατολικά εξουδετερώθηκε με επιχωματώσεις (σημ. 19).
Στον κεντρικό χώρο κάτω από τον τρούλο οι τέσσερις πεσσοί ορίζουν στην κάτοψη ορθογώνιο (σημ. 20) με πλάτος 2,5 μ. (≅ 7,94 πόδια) (σημ. 21) και μήκος 3,4 μ. (≅ 10,79 πόδια). Για τον λόγο αυτό το άνοιγμα της βόρειας και της νότιας καμάρας είναι μεγαλύτερο από εκείνο της δυτικής και της ανατολικής (σημ. 22) και έτσι η βάση του τρούλου παίρνει ελλειψοειδή μορφή.
Στην κάτοψη της αρχικής φάσης (σημ. 23) ο κεντρικός και εγκάρσιος άξονας του ναού ισούται περίπου με 12,5 μ. (≅ 39,682 πόδια) και αποτελούν διαγώνιες τετραγώνου με μήκος πλευράς ≅ 8,5 μ. (≅ 26,984 πόδια) που εγγράφεται σε περιφέρεια κύκλου (εικ. 7) (σημ. 24).
Το ύψος της καμάρας του ιερού είναι 4,85 μ., ενώ των άλλων τριών 5 μ. (σημ. 25). Το ύψος από την καμάρα μέχρι τη γένεση του τρούλου ισούται με 0,7 μ. και από εδώ μέχρι την κορυφή με 3,7 μ. (εικ. 8) (σημ. 26).
Πάνω από τα σφαιρικά τρίγωνα στη γένεση του τρούλου υπάρχει κοσμήτης αποτελούμενος από επίπεδες οριζόντιες πλάκες από υπόλευκο μάρμαρο με πάχος 3 εκ. και μήκος περίπου από 50 εκ. έως 80 εκ. Ο κοσμήτης προεξέχει από την ανατολική πλευρά του επιχρίσματος 6 εκ., νότια 11 εκ., βόρεια 9 εκ. και από τις υπόλοιπες πλευρές 6 εκ. με μικρές αποκλίσεις. Η εμφανής τομή του μαρμάρου είναι αρκετά επιμελημένη και σχηματίζει καμπύλη, που ακολουθεί κατά κάποιον τρόπο την εσωτερική επιφάνεια του τρούλου.
Το εσωτερικό μήκος του άξονα Α-Δ και Β-Ν στη βάση του τρούλου ισούται με 2,90 μ. (≅ 9,20 πόδια) και 2,60 μ. (≅ 8,25 πόδια) αντίστοιχα. Το εσωτερικό ύψος των παραθύρων, λόγω της ποδιάς (περβάζι) ισούται με 1,30 μ. (≅ 4,12 πόδια) και το εξωτερικό με 1 μ. (≅ 3,17 πόδια). Η κλίση της ποδιάς δεν είναι ίδια σε όλα τα παράθυρα. Στα ανατολικά και νότια είναι σχεδόν οριζόντια, ενώ στα ΝΔ και Β κυμαίνεται από 20° μέχρι 40° (σημ. 27). Oι ποδιές απέχουν από τον κοσμήτη 0,90 μ., σχηματίζοντας έτσι ενιαία κυλινδρική επιφάνεια. Εάν τα παράθυρα ξεκινούσαν από τον κοσμήτη, τότε το βάρος στους πεσσούς θα είχε μειωθεί τουλάχιστον κατά 1,5 τόνο. Φαίνεται πως για την απεικόνιση των προφητών και του κάμπου χρειαζόταν αρκετά μεγάλη επιφάνεια.
Η ίδια λύση εφαρμόστηκε και στον ναό του Σωτήρος Χριστού (σημ. 28), όπου οι ποδιές των παραθύρων υπερυψώθηκαν 0,8 μ. από τον κοσμήτη. Το ύψος των παραθύρων ισούται με 1,7 μ., δηλαδή είναι κατά 0,4 μ. ψηλότερα από τα παράθυρα του τρούλου της Μονής Βλατάδων, ενώ το εσωτερικό ύψος των δύο τρούλων είναι ίσο με 3,7 μ. Για την εικονογράφηση της Θείας Λειτουργίας στον ναό του Σωτήρος Χριστού μειώθηκε σε ύψος η κλίμακα απεικόνισης των προφητών στα 1,3 μ., ενώ στον τρούλο του ναού της Μονής Βλατάδων πλησιάζει τα 2 μ. Για την υλοποίηση των εικονογραφικών προγραμμάτων εφαρμόστηκε διαφορετική λύση στους τρούλους των δύο ναών.
Διαφορές παρατηρεί κανείς και στα παράθυρα της κόγχης του ιερού. Το εξωτερικό και το εσωτερικό πλάτος του κεντρικού είναι 35 και 40 εκ., ενώ των άλλων δύο είναι 30 εκ. και 70 εκ. αντίστοιχα.
Στους ναούς της παλαιολόγειας εποχής στη Θεσσαλονίκη (σημ. 29) δεν συναντά κανείς στα παράθυρα των τρούλων επικλινείς ποδιές (σημ. 30).
Τα παράθυρα παίζουν σημαντικό ρόλο στον εσωτερικό φωτισμό (σημ. 32). Οι συντελεστές μειώσεως του φωτισμού εξαρτώνται από τις διαστάσεις, τη μορφή, τη θέση των παραθύρων και τη μορφή των υαλοστασίων.
Σχετικά με τα παράθυρα και τα φράγματα των ανοιγμάτων στους βυζαντινούς ναούς, σημειώνουμε τη βασική σημασία που έχουν τόσο για την ποσότητα του εισερχόμενου φωτός όσο και για την ποιότητα του φωτισμού, η οποία εξαρτάται από το είδος των υαλοπινάκων.
Στην προηγούμενη έρευνα (σημ. 33) η μείωση του φωτός μέσα από γυάλινες πλάκες μετρήθηκε στο 30% και η συνολική μείωση του διάχυτου φωτός με μονά ομφάλια από 55 έως 60% και διπλά από 70 έως 80%. Όταν όμως το παράθυρο φωτίζεται άμεσα από τον ήλιο, τότε το φως είναι έντονο και φαίνεται ως ενιαία πηγή φωτισμού χωρίς να διακρίνονται τα φράγματα (σημ. 34).
Το ενδιαφέρον εστιάζεται στα φράγματα των παραθύρων του τρούλου, στις κόγχες του ιερού και στις κεραίες του σταυρού, αφού αποτελούν τη βασική πηγή φυσικού φωτισμού του ναού.
Για παράδειγμα, στο ανατολικό παράθυρο του NA τρουλίσκου της Παναγίας Κοσμοσώτειρας σώζεται τμήμα υαλοστασίου με μονά ομφάλια διαμέτρου 25 εκ. και διπλά επάλληλα διαμέτρου 15 εκ., με υποπράσινους και κιτρινοελαιώδεις υαλοπίνακες με αναδιπλωμένη την περιφερειακή ακμή (σημ. 35).
Ο R. Ousterhout αναφέρει ότι γυάλινα κυκλικά κομμάτια, που συχνά ονομάζονται «crown» ή «oculi», βρέθηκαν στον ναό της Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη σε γύψινα πλαίσια με διάμετρο γύρω στα 20 εκ., στον ναό της Μονής της Χώρας, στον ναό της Gracanica, με διάμετρο από 6 έως 16 εκ., και στην Αγία Σοφία Κιέβου με διάμετρο 22 εκ. Τοποθετημένα μάλλον σε ξύλο από βελανιδιά ή πεύκο (σημ. 36).
Στον ναό της Παναγίας Ασίνου (σημ. 37), στη δυτική φωτιστική θυρίδα διαστάσεων 42×82 εκ., υπάρχουν τρία κυκλικά ομφάλια με διάμετρο περίπου 17 εκ. Στο ψηλότερο ομφάλιο, που μάλλον ανήκει στην αρχική φάση του ναού, το πάχος στο κέντρο του γυαλιού είναι περίπου 0,5 εκ. και στην περιφέρειά του από 1 έως 1,5 εκ. Το γυαλί είναι ημιδιαφανές χωρίς χρώμα και με φωτοπερατότητα περίπου 60%.
Από τα παραδείγματα προκύπτει ότι η αρχική διάμετρος των ομφαλίων στα φράγματα των ναών, αν και ο αριθμός των ευρημάτων είναι σχετικά μικρός, είναι περίπου 20 εκ.
Στις σημερινές αναστηλώσεις τοποθετούνται φράγματα με διάμετρο ομφαλίων περίπου από 10 έως 15 εκ., δηλαδή με μικρότερη διάμετρο από εκείνη των βυζαντινών ναών. Η μικρή διάμετρος περιορίζει την ποσότητα του διάχυτου φωτός που εισέρχεται στον ναό, αλλά όχι και του άμεσου. Σημαντικό επίσης ρόλο παίζουν το χρώμα, το πάχος και η διαφάνεια του γυαλιού.
Στην ανάλυση και τη σύνθεση του φωτισμού λάβαμε υπόψη ότι τα παράθυρα του τρούλου δεν διατηρούν τα αρχικά υαλοστάσια και τους αρχικούς υαλοπίνακες (σημ. 38).
Βασική όμως πηγή φωτισμού παραμένουν τα παράθυρα του τρούλου με διαφανή υαλοστάσια φωτοπερατότητας περίπου 99%. Ο φυσικός φωτισμός του ναού οφείλεται αφενός στο διάχυτο φως της ατμόσφαιρας, αφετέρου στο άμεσο ηλιακό φως από τα παράθυρα του τρούλου.
Στο σχέδιο αποκατάστασης που πρότεινε ο Α. Ξυγγόπουλος (σημ. 39), φαίνονται τέσσερα αρκετά μεγάλα ομφάλια στον κατακόρυφο άξονα των παραθύρων του τρούλου, μικρότερα γύρω από τα κεντρικά και τρία στο μονόλοβο της νότιας κεραίας. Στο σχέδιο όμως αναστήλωσης (σημ. 40) του 1980, στα παράθυρα του τρούλου υπάρχουν τρία ομφάλια στον κατακόρυφο άξονα και στο τοξωτό τρίλοβο παράθυρο της νότιας κεραίας επίσης τρία ομφάλια σε κάθε λοβό.
Εάν γίνει δεκτή η πρόταση του Α. Ξυγγόπουλου, τότε στα παράθυρα με ύψος 1 μ. χωρούν τέσσερα ομφάλια με διάμετρο 15 εκ. και περιμετρικά 10 μικρότερα των 5 εκ. Σύμφωνα με τα δεδομένα, τα ομφάλια καλύπτουν το 1/3 της επιφάνειας του παραθύρου και επομένως η ποσότητα του εισερχόμενου διάχυτου φωτός υπολογίζεται περίπου στο 1/3.
Αναφέρουμε ένα παράδειγμα: Τον μήνα Μάιο στις 10 π.μ. και σε ημέρες με ηλιοφάνεια η ένταση του διάχυτου φωτός της ατμόσφαιρας είναι 16.500 lux και του άμεσου 96.000 lux. Η μείωση του διάχυτου φωτός μέσα από τις γυάλινες πλάκες, εάν υποθέσουμε ότι είναι 30%, υπολογίζεται στα 4.950 lux και του άμεσου 28.800 lux. Στην πρώτη περίπτωση το φως που εισέρχεται είναι 11.550 lux και κατανέμεται κυρίως γύρω και κοντά στο παράθυρο, ενώ στη δεύτερη περίπτωση είναι 67.200 lux και το παράθυρο φαίνεται ως μια έντονη ενιαία πηγή φωτός.
Οι σημερινές συνθήκες φωτισμού, ως προς το άμεσο εισερχόμενο φως, προσεγγίζουν σε σημαντικό βαθμό τις αρχικές εικόνες φωτός στο εσωτερικό του ναού, αν και δεν υπάρχουν φράγματα στα παράθυρα. Οι εισερχόμενες ακτίνες φωτός δεν αλλάζουν κατεύθυνση είτε υπάρχουν φράγματα είτε όχι.
Το τέμπλο σήμερα καλύπτει στο ύψος ολόκληρη σχεδόν την ανατολική αψίδα και αποκόπτει το πρωινό φως από το ιερό προς τον κυρίως ναό. Το αρχικό τέμπλο ήταν μαρμάρινο και σύμφωνα με το σχέδιο αποκατάστασης του Α. Ξυγγόπουλου (σημ. 41) το ύψος του έφτανε περίπου τα 2,40 μ. Το ίδιο σχεδόν ύψος από το δάπεδο έχουν και τα παράθυρα του ιερού, οπότε τις πρωινές ώρες φως περνούσε προς τον κυρίως ναό (σημ. 42).
Σύμφωνα με την πρόταση αποκατάστασης του Α. Ξυγγόπουλου και το πρόγραμμα υπολογισμού του ύψους και του αζιμούθιου του ήλιου στις εποχές του έτους, περιγράφουμε τις σημαντικότερες σημερινές συνθήκες και παράλληλα εκείνες που επικρατούσαν στο εσωτερικό του ναού.
Τον χειμώνα ο ήλιος διαγράφει την ημέρα σύντομη τροχιά από ΝΑ προς ΝΔ του ναού με μέγιστο ύψος το μεσημέρι γύρω στις 26°.
Οι πρώτες ακτίνες φωτός περνούν από το ΝΑ παράθυρο της κόγχης του ιερού και φωτίζουν την αγία τράπεζα και ο χώρος του ιερού πλημμυρίζει με φως. Λίγο αργότερα από τη νότια πύλη το φως «λούζει» την τοιχογραφία της νότιας πλευράς του νοτιοδυτικού πεσσού και από το μικρό τοξωτό παράθυρο του παρεκκλησίου την τοιχογραφία της βόρειας πλευράς όπου εικονίζονται ο άγιος Στέφανος ο Νέος, ο άγιος Γεώργιος, ο άγιος Δημήτριος και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (εικ. 9).
Γύρω στις 11.00 π.μ. ο ήλιος βρίσκεται νοτιοανατολικά του ναού. Ακτίνες φωτός περνούν σήμερα από το ΝΑ παράθυρο και φωτίζουν το ΒΔ σφαιρικό τρίγωνο (εικ. 10), ενώ το μεσημέρι περνούσαν και από το παράθυρο της νότιας κεραίας και έφταναν μέχρι τη βόρεια πύλη.
Πριν από τη δύση (ώρα 16.30) ο ήλιος βρίσκεται νοτιοδυτικά του ναού. Ακτίνες περνούν από το ΝΔ παράθυρο του τρούλου και φωτίζουν το ΒΑ σφαιρικό τρίγωνο και τις τοιχογραφίες της ΒΑ πλευράς του τυμπάνου. Λόγω των αντανακλάσεων ο τρούλος πλημυρίζει με φως, ενώ ο κεντρικός χώρος υποφωτίζεται (σημ. 43).
Την άνοιξη και το φθινόπωρο ο ήλιος τη στιγμή που ανατέλλει βρίσκεται στην κατεύθυνση του κεντρικού άξονα του ναού. Από το τέλος Μαρτίου έως το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου καθώς και τον Σεπτέμβριο οι πρωινές ακτίνες φωτίζουν την Αγία Τράπεζα.
Γύρω στις 8:00 π.μ. έντονη δέσμη φωτός εισέρχεται από το ανατολικό παράθυρο, περνάει κάτω από τη δυτική καμάρα και φτάνει μέχρι την κεντρική είσοδο (εικ. 11, 12, 13). Η εικόνα του εισερχόμενου φωτός εντυπωσιάζει τον θεατή, γιατί καθώς κοιτάζει τον τρούλο έχει την αίσθηση ότι το φως εκπέμπεται από τον Χριστό.
Το μεσημέρι οι ακτίνες φωτός εστιάζονται στο βόρειο σφαιρικό τρίγωνο και λίγο αργότερα περνούν κάτω από τη βόρεια καμάρα και φωτίζουν τον βόρειο χώρο του κεντρικού πυρήνα. Στην αρχική φάση του ναού ακτίνες περνούσαν και από το παράθυρο της νότιας κεραίας και φώτιζαν τον κεντρικό χώρο του ναού κάτω από τον τρούλο.
Τις απογευματινές ώρες του Μαΐου ο ήλιος βρίσκεται δυτικά και στον άξονα Δύση-Ανατολή. Ακτίνες περνούν από τα δυτικά παράθυρα του τρούλου, φωτίζουν στο ανατολικό τύμπανο τον Προφήτη Ησαΐα και Ιερεμία και τα ανατολικά σφαιρικά τρίγωνα (εικ. 14, 15, 16).
Στην αρχική μορφή του ναού, ακτίνες φωτός περνούσαν και από το παράθυρο της δυτικής κεραίας (ώρα 18.30, αζιμ. 286°, ύψος 12°) και φώτιζαν την αψίδα του ιερού, όπου μάλλον εικονιζόταν η Θεοτόκος.
Η χρονική αυτή στιγμή συμπίπτει με τη λειτουργία του εσπερινού.
Το καλοκαίρι (21 Ιουνίου) επικρατούν οι ίδιες συνθήκες φωτισμού με εκείνες του Μαΐου. Το πρωί (ώρα 9:30) και το απόγευμα (ώρα 17:00) ο ήλιος βρίσκεται στην κατεύθυνση του κεντρικού άξονα (σημ. 44).
Η αισθητική του φωτός στον βυζαντινό ναό επιτυγχάνεται αφενός με τη βοήθεια του εξωτερικού φυσικού φωτός, αφετέρου μέσω του φωτός που εκπηγάζει από τις μορφές, τα χρώματα και τα σύμβολα της εικονογραφίας (σημ. 45).
Το φως, λόγω της κίνησης του ήλιου, αλλάζει συνεχώς θέση, ένταση, χρώμα και καθώς αντανακλάται στις τοιχογραφημένες επιφάνειες οι εικόνες δίνουν την αίσθηση ότι κινούνται (σημ. 46).
Επομένως οι εικόνες που δημιουργεί το φυσικό φως σχετίζονται με την ανάδειξη σκηνών του εικονογραφικού προγράμματος, αφού αποτελούν συστατικό στοιχείο στη δημιουργία της ατμόσφαιρας στο εσωτερικό του ναού.
Επεκτείναμε, λοιπόν, την έρευνα στους παράγοντες που συμβάλλουν στην αίσθηση του πραγματικού χώρου και στα συστατικά στοιχεία που δημιουργούν τον εσωτερικό πνευματικό χώρο στον ναό.
Μετά την κωδικοποίηση των στοιχείων, διατυπώνουμε τα εξής βασικά ερωτήματα: α) εάν η μορφή των παραθύρων είναι η αρχική ή των τελευταίων χρόνων, β) ποιοι λόγοι οδήγησαν στην ελλειψοειδή κατασκευή τρούλου, γ) πώς ερμηνεύει κανείς την αντίστροφη απεικόνιση του Παντοκράτορα και των Προφητών Ησαΐα και Ιερεμία πλησίον του Χριστού και στη Θεοτόκο.
Από την έρευνα των φωτογραφικών αρχείων με θέμα το καθολικό της Μονής Βλατάδων συμπεραίνει κανείς ότι κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα πραγματοποιήθηκαν αλλαγές στη μορφή των παραθύρων του τρούλου (σημ. 47).
Στις φωτογραφίες πριν από το 1907 (σημ. 48) φαίνεται ότι τα κουφώματα των παραθύρων δεν ήταν τοποθετημένα πρόσωπο με την εξωτερική επιφάνεια του τρούλου. Η απόσταση από το κούφωμα μέχρι την άκρη του παραθύρου, περίπου 15 εκ., καλύφθηκε με την κατασκευή ποδιάς με κλίση προς τα έξω.
Την ίδια μορφή παραθύρων παρατηρεί κανείς στη φωτογραφία από το αρχείο του Ηγουμένου Παγκρατίου Ιβηρίτη του 1917 και από το αρχείο της Εθνικής Τράπεζας (σημ. 49).
Επιπλέον πληροφορίες για τη μορφή των παραθύρων αντλεί κανείς και από το φιλμ B/W 35mm με τίτλο «Η Θεσσαλονίκη σε μια ταινία στα τέλη της δεκαετίας του 1930» (σημ. 50). Η ταινία γυρίστηκε το 1937, και σε μερικές σκηνές φαίνεται η ανατολική εξωτερική πλευρά του καθολικού και του τρούλου. Η μορφή των παραθύρων είναι ίδια με εκείνη του 1917, όταν φαίνεται ότι έγιναν ορισμένες βελτιώσεις στην εξωτερική τοιχοδομία του τρούλου.
Σήμερα τα κουφώματα των παραθύρων είναι τοποθετημένα πρόσωπο με την εξωτερική επιφάνεια του τρούλου χωρίς φράγματα, σχηματίζοντας έτσι εσωτερικές ποδιές με μεταξύ τους διαφορές ως προς τη μορφή, το χρώμα και τη γωνία κλίσης. Για τη διαμόρφωσή τους πραγματοποιήθηκαν εξωτερικές συμπληρώσεις πλίνθων κάτω από τα παράθυρα τουλάχιστον κατά 30 εκ. (εικ. 5, 6).
Συγκρίνοντας τα σχέδια του Α. Ξυγγόπουλου (σημ. 51) και της Εφορείας Αρχαιοτήτων (εικ. 8, Μάιος 1980) υπάρχουν σχεδιαστικές διαφορές στη μορφή των παραθύρων. Στην πρώτη περίπτωση οι ποδιές είναι οριζόντιες, ενώ στη δεύτερη είναι επικλινείς.
Με βάση τις φωτογραφίες και τα σχέδια καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η σημερινή μορφή των παραθύρων είναι αποτέλεσμα επεμβάσεων μετά το 1937 (σημ. 52). Όσον αφορά όμως τις εσωτερικές ποδιές των παραθύρων του τρούλου πιθανόν να κατασκευάστηκαν κατά την Οθωμανική περίοδο (σημ. 53).
Οι ποδιές των παραθύρων του καθολικού της Μονής Βλατάδων πρέπει αρχικά να ήταν οριζόντιες με ίδιο ύψος εξωτερικής και εσωτερικής πλευράς (σημ. 54).
Στις εργασίες αναστήλωσης που πραγματοποιήθηκαν μετά τον σεισμό του 1978 σημειώνεται ότι κατασκευάστηκαν νέα διαφράγματα στα παράθυρα του τυμπάνου (σημ. 55). Δεν γίνεται όμως αναφορά στη μορφή των παραθύρων.
Εάν το αρχικό ύψος των παραθύρων ήταν 1,30 μ., τότε την άνοιξη και το φθινόπωρο, οι πρωινές ακτίνες του ήλιου περνούσαν από τα παράθυρα τουλάχιστον 20 μέρες νωρίτερα σε σχέση με τις σημερινές συνθήκες.
To ερώτημα παραμένει σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν στην κατασκευή της σημερινής μορφής των παραθύρων του τρούλου.
Ο Ξυγγόπουλος σημειώνει ότι η στήριξη του τρούλου είναι ασυνήθιστη στα μνημεία της Θεσσαλονίκης και ίσως στη Μακεδονία (σημ. 56).
Τρούλο με ελλειψοειδές σχήμα σπάνια συναντά κανείς σε ναούς της ηπειρωτικής Ελλάδος και στην Κρήτη (σημ. 57), ενώ στις Κυκλάδες και συγκεκριμένα στη Νάξο και την Πάρο υπάρχουν πολλά παραδείγματα ναών (σημ. 58). Ενδεικτικά αναφέρουμε τον ναό της Κατοπολιανής στην Πάρο, του Αγίου Γεωργίου στο Κάστρο τ’ Απαλίρου και των Αγίων Αποστόλων στο Μετόχι στη Νάξο.
Στους περισσότερους από τους παραπάνω ναούς ο κύριος άξονας της ελλειψοειδούς μορφής ταυτίζεται με τον εγκάρσιο άξονα, δηλαδή με προσανατολισμό Β-Ν, ενώ στο καθολικό της Μονής Βλατάδων ταυτίζεται με τον κύριο άξονα Α-Δ.
Από τη γεωμετρική ανάλυση προέκυψαν παρατηρήσεις που ίσως ερμηνεύουν την ελλειψοειδή μορφή του τρούλου.
Μετά τον θρίαμβο των ησυχαστών ο Γρηγόριος Παλαμάς επέστρεψε με τους μαθητές του από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη (σημ. 59). Ένας από τους μαθητές του ήταν ο Δωρόθεος Βλατής. Το διάστημα που έμεινε στην Κωνσταντινούπολη θα είχε επισκεφτεί τη Μονή Παντοκράτορος (σημ. 60), που ήταν η μεγαλύτερη σε έκταση και πληθυσμό μοναχών καθώς και η πλουσιότερη και λαμπρότερη μονή της Κωνσταντινουπόλεως.
Η μορφή των τρούλων του κεντρικού ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και του βορείου ναού είναι ελλειψοειδής. Για το θέμα αυτό ο Τ. Mathews (σημ. 61) σημειώνει: Η περιορισμένη θέση του κεντρικού ναού ερμηνεύει την αντικανονικότητα των δύο τρούλων (σημ. 62).
Ο Δωρόθεος Βλατής όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, χρειάστηκε να εφαρμόσει στον τρούλο του ναού την ίδια λύση με εκείνη της Μονής Παντοκράτορος, σε μικρότερη βέβαια κλίμακα. Εάν υπήρχε αρχαιότερος ναός από τον οποίο είχαν σωθεί το ιερό, οι ανατολικοί πεσσοί και η νότια πύλη, τότε σίγουρα αντιμετώπισε δυσκολίες στη στήριξη του τρούλου. Για τη δημιουργία ικανού χώρου στον κυρίως ναό τοποθέτησε τους δυτικούς πεσσούς στη σημερινή θέση, δημιουργώντας στην κάτοψη ορθογώνιο και ελλειψοειδή μορφή στη βάση του τρούλου.
Με τη λύση αυτή ο εγκάρσιος κύριος άξονας του ναού και ο άξονας της νότιας πύλης δεν ταυτίζονται (εικ. 17), όπως συμβαίνει συνήθως στους ναούς. Ο άξονας της νότιας πύλης βρίσκεται τουλάχιστον 1 μ. δυτικά του εγκάρσιου. Η μη κανονικότητα δημιούργησε όμως αρκετό χώρο για την πρόσβαση στο νότιο παρεκκλήσι.
Στην περίπτωση που ο κύριος εγκάρσιος άξονας ταυτιζόταν με τον άξονα της νότιας πύλης, τότε οι πεσσοί έπρεπε να είχαν τοποθετηθεί δυτικότερα από τη σημερινή θέση, αφού ο νότιος τοίχος ανήκει στην αρχική φάση, σχηματίζοντας έτσι ακόμα πιο ελλειψοειδή τρούλο, με μήκος άξονα Ανατολή–Δύση 4,05 μ. και όχι 2,90 μ. που είναι σήμερα. Με τη λύση αυτή θα είχαν πολλαπλασιαστεί τα στατικά προβλήματα (σημ. 63).
Ο εισερχόμενος στον ναό, τις πρωινές ώρες της άνοιξης και του φθινοπώρου, εντυπωσιάζεται από τις ακτίνες φωτός που περνούν από το ανατολικό παράθυρο του τρούλου και φθάνουν μέχρι την είσοδο. Το λαμπερό φως λειτουργεί ως οδηγός και κατευθύνει τον πιστό προς το εσωτερικό του ναού. Προχωρώντας βλέπει απέναντι ψηλά στον τρούλο τον Παντοκράτορα και το εκθαμβωτικό φως, δίνοντας έτσι την αίσθηση ότι αυτό εκπέμπεται από τον Χριστό (εικ. 11).
Στις παραστάδες αριστερά και δεξιά από το ανατολικό παράθυρο εικονίζονται οι Προφήτες Ησαΐας και Ιερεμίας (σημ. 64), οι οποίοι θεωρούνται οι κυριότεροι προάγγελοι της Ενσάρκωσης και του Πάθους του Κυρίου (σημ. 65). Μεταξύ του Χριστού και των Προφητών εικονίζεται η Θεοτόκος με τις αγγελικές δυνάμεις. Το απόγευμα της ίδιας περιόδου, πριν από τη δύση του ήλιου, φωτίζονται οι δύο Προφήτες με φως που περνάει από τα δυτικά παράθυρα του τρούλου (εικ. 14, 15, 16) (σημ. 66). Ο φωτεινός τρούλος σε σχέση με το ημίφως του ναού εντυπωσιάζει.
Την απεικόνιση των δύο προφητών στην ανατολική πλευρά του τυμπάνου πλησίον της προτομής του Χριστού και της Θεοτόκου, δεν συναντά κανείς στους ναούς της Θεσσαλονίκης. Στον ναό του Σωτήρος Χριστού (σημ. 67), ίδιας εποχής με το καθολικό της Μονής Βλατάδων, οι δύο Προφήτες εικονίζονται στη νοτιοδυτική πλευρά του τρούλου και όχι στην ανατολική. Στον ναό των Αγίων Αποστόλων Θεσσαλονίκης ο Ησαΐας εικονίζεται στη βόρεια πλευρά του τυμπάνου και ο Ιερεμίας στην ανατολική (σημ. 68). Στον ναό της Παναγίας του Άρακα (σημ. 69) και της Παρηγορήτισσας (σημ. 70) στην Άρτα οι δύο Προφήτες εικονίζονται μαζί στην ανατολική πλευρά του τυμπάνου, ο Παντοκράτορας όμως εικονίζεται «ορθά».
Η απεικόνιση του Προφήτη Ησαΐα και του Προφήτη Ιερεμία πλησίον του Χριστού και της Θεοτόκου πιθανόν συνδέεται με την εορτή της Ινδίκτου. Για το θέμα της εορτής ο Π. Σκαλτσής (σημ. 71) σημειώνει: …«Ο προφήτης Ησαΐας αναφέρεται στο απολυτρωτικό έργο του Χριστού και στην εκ μέρους Του αναγγελία έναρξης της νέας περιόδου κατά την οποία «πραγματοποιεῖται ὑπό τοῦ Μεσσίου ἡ περί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων βουλή τοῦ Θεοῦ». Στη συναξαρική παράδοση το περιστατικό αυτό ερμηνεύθηκε ως από το Χριστό επευλογία του χρόνου και θεωρήθηκε ως αρχή μιας νέας εορτής πού ο ίδιος ο Κύριος χάρισε στην Εκκλησία».
Παρατηρεί, λοιπόν, κανείς ότι οι ακτίνες φωτός στο εσωτερικό του ναού παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη ορισμένων χώρων και σκηνών του εικονογραφικού προγράμματος, όπως είναι ο φωτισμός των προφητών Ησαΐα και Ιερεμία (σημ. 72) και σκηνές του εικονογραφικού προγράμματος στο νότιο παρεκκλήσι. Στην αρχική φάση του ναού φως περνούσε και από το τοξωτό παράθυρο της δυτικής κεραίας και τις απογευματινές ώρες της άνοιξης και του φθινοπώρου φώτιζε την κόγχη του ιερού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ακόμη αποτελεί η απεικόνιση του Θείου Φωτός στη βάπτιση του Χριστού στο δυτικό τμήμα της νότιας αψίδας του κυρίως ναού. Στην κορυφή της σκηνής, στο μέσον της αψίδας, εικονίζεται σε ημικύκλιο ο ουρανός, όπου οι ακτίνες κατέρχονται υπό γωνία ως προς τον άξονα της σκηνής (σημ. 73) και φωτίζουν το Άγιο Πνεύμα και τον Χριστό (σημ. 74). Η πορεία του φωτός ταυτίζεται νοητά με το εισερχόμενο πρωινό φως από παράθυρα του τρούλου (εικ. 18).
Δεύτερη ερμηνεία για το θέμα της απεικόνισης του Παντοκράτορα με αντίστροφη φορά περιγράφεται στην εργασία για τον ναό του Σωτήρος Χριστού (σημ. 75), όπου: «η αντίστροφη απεικόνιση του Χριστού στην Ανάληψη μάλλον συνδέεται με τον ταφικό χαρακτήρα του ναού. Η αντίστροφη απεικόνιση του Χριστού στην Ανάληψη σε συνδυασμό με την πορεία των ακτινών του ήλιου στο εσωτερικό του ναού έχει ιδιαίτερο συμβολισμό. Ο Χριστός υποδέχεται τους θανόντες στη βασιλεία των ουρανών. Από το φυσικό φως, το οποίο στον πρόσκαιρο κόσμο εναλλάσσεται με τη νύχτα, οι θανόντες οδηγούνται στο ανέσπερο φως, που είναι ο ίδιος ο Θεός».
Στη διάρκεια της έρευνας εξετάσαμε ακόμα εάν υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των σημερινών και των αρχικών συνθηκών, που να οφείλεται είτε στη χρονική απόκλιση μεταξύ του Γρηγοριανού και του Ιουλιανού Ημερολογίου (σημ. 76) είτε στην αλλαγή του αζιμούθιου και της γωνίας του ύψους του ήλιου.
Διαπιστώσαμε ότι από μήνα σε μήνα δεν προέκυψαν σημαντικές αποκλίσεις αναφορικά με την πορεία του φωτός στο εσωτερικό του ναού. Σε διάστημα σαράντα ημερών καταγράψαμε σχεδόν το ίδιο αποτέλεσμα φωτισμού (σημ. 77). Στη συνέχεια εξετάσαμε εάν το αζιμούθιο και η γωνία του ύψους του ήλιου μεταβλήθηκαν στη διάρκεια των αιώνων.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία (σημ. 78) η κλίση του άξονα της γης, καθώς περιστρέφεται, αποκλίνει μεταξύ χειμερινού και θερινού ηλιοστασίου ±23,5° (σημ. 79). Στη διάρκεια των αιώνων η απόκλιση είναι μικρότερη από 1° και υπάρχει εποχιακό σφάλμα του ημερολογίου, όπου χάνονται 2,15 μέρες σε 196 χρόνια. Οπότε τη μικρή αυτή απόκλιση τη θεωρήσαμε αμελητέα.
Από τις παραπάνω μετρήσεις και τους υπολογισμούς συνάγεται ότι ο αρχικός φωτισμός του ναού, πριν από τις επεμβάσεις, ήταν πληρέστερος. Στον τρούλο όμως διατηρούνται τα αρχικά ανοίγματα των παραθύρων και έτσι μέσω του φωτός αποκωδικοποιήθηκαν θέματα αισθητικής και αρχιτεκτονικής του ναού.
Στον κεντρικό χώρο δεσπόζει ο τρούλος με τον Παντοκράτορα και τους Προφήτες. Οι προφήτες εικονίζονται στις παραστάδες μεταξύ των παραθύρων καταλαμβάνοντας σχεδόν ολόκληρο το ύψος του τρούλου.
Ο Παντοκράτορας δέχεται έμμεσο φως, ενώ οι Προφήτες άμεσο (σημ. 80). Η ανύψωση των χεριών και η στροφή του κεφαλιού και του σώματος έξω από τον κατακόρυφο άξονα δημιουργούν την αίσθηση της κίνησης, κάτι στο οποίο συμβάλλει και το φως που αλλάζει συνεχώς θέση, λόγω της κίνησης του ήλιου.
Το φως ανακλάται στις τοιχογραφημένες επιφάνειες του τρούλου, κατέρχεται και φωτίζει τον χώρο και τους ανθρώπους.
Με τη λειτουργία του φωτός τονίζεται η λειτουργική ιεραρχική τάξη στον ναό. Οι Προφήτες ενώνονται με τον Θεό και δέχονται τις άγιες ενέργειές Του, αλλά είναι και η γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ θεού και επίγειας εκκλησίας για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Iωάννης Γ. Ηλιάδης
Δρ Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, Μηχανικός φωτισμού
– Ο Ιωάννης Γ. Ηλιάδης εργάστηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού – 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων από το 1979 έως 2012.
* Eυχαριστίες οφείλω στην Ιερά Βασιλική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων για τη χορήγηση της άδειας μελέτης και στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης (πρώην 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων) για τη χορήγηση των σχεδίων του ναού και για την άδεια επίσκεψης στο στάδιο της συντήρησης των τοιχογραφιών.